Ιωάννης Γ’ Σχολαστικός - Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Χριστοῦ τέθνηκας ὁ Σχολαστικὸς θύτης,
Καὶ τῶν μακρῶν σου νῦν σχολὴν ἄγεις πόνων.

Ο Ιωάννης Γ’, ο λεγόμενος Σχολαστικός, ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 12 Απριλίου του 565 έως το θάνατό του το 577.
Καταγόταν από το χωριό Σερίμιο της Αντιόχειας. Σπούδασε νομικά στην Αντιόχεια και κατόπιν εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Εγκατέλειψε όμως τα πάντα, για να γίνει μοναχός και κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Δόμνο Β’. Εστάλη κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, ως αποκρισάριος του Πατριάρχη Αντιοχείας. Τρεις μέρες μετά την καθαίρεση του Πατριάρχη Ευτύχιου και κατόπιν επιθυμίας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Πατριάρχης εξελέγη ο Ιωάννης, μάλλον στις 12 ή 15 Απριλίου του 565.
Λίγο μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο, πέθανε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός και στο Θρόνο ανέβηκε ο Ιουστίνος Β’, τον οποίο έστεψε αυτοκράτορα ο Ιωάννης, στις 14 Νοεμβρίου του 565. Την περίοδο που ακολούθησε, καλλωπίστηκαν οι ναοί της Αγιά Σοφιάς και των Αγίων Αποστόλων, ενώ κτίστηκαν πολλοί άλλοι ναοί. Κατά την ίδια περίοδο καθιερώθηκε να ψάλλεται τις Κυριακές ο Χερουβικός Ύμνος* και τη Μεγάλη Πέμπτη το τροπάριο «τοῦ Δείπνου σου τοῦ Μυστικοῦ». Επί της Πατριαρχίας του κωδικοποιήθηκε το Κανονικό Δίκαιο** και προστέθηκαν νέοι κανόνες σε αυτούς προηγούμενων Συνόδων. Επίσης, με παρακίνησή του ο αυτοκράτορας ακύρωσε τις χειροτονίες των μονοφυσιτών ιερέων και έκλεισε μοναστήρια ύποπτα για Μονοφυσιτισμό.
Επίσης με την προτροπή του Ιωάννη Γ’ ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Β’ απέστειλε στην Αίγυπτο τον Αββά Φωτεινό προς ειρήνευση των ταραγμένων από τις αιρέσεις Εκκλησιών αυτής.
Πατριάρχευσε επί δωδεκαετία και εκοιμήθη ειρηνικά στις 31 Αυγούστου του 577, λίγο πριν τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 21 Φεβρουαρίου.

---------------------------
* “Χερουβικός Ύμνος” ή απλώς «Χερουβικό» λέγεται ο χριστιανικός ύμνος που αναφέρεται στις τάξεις των Αγγέλων και ιδιαίτερα στα Χερουβείμ και που ψάλλεται κατά τη Θεία Λειτουργία σε αργό μέλος από το χορό πριν από την έξοδο των Τιμίων Δώρων. Στη διάρκεια του Χερουβικού ο ιερέας διαβάζει τη σχετική ευχή και την ώρα που θυμιάζει ψάλλει τον 50ό ψαλμό (της Μετανοίας). Αν είναι Κυριακή, ο ιερέας λέγει, μυστικά πάντα, και τον αναστάσιμο ύμνο “Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...”.

** “Κανονικό Δίκαιο” είναι η θεολογική επιστήμη, η οποία ερευνά επιστημονικά και εκθέτει συστηματικά το διαμορφωμένο μέσα στην Εκκλησία δίκαιο. Μέσω αυτού του δικαίου ρυθμίζεται η εξωτερική ζωή της Εκκλησίας, ως ορατού οργανισμού στον κόσμο, με βάση τα διαταχθέντα από τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, καθώς και βάσει των Ιερών Κανόνων, των εκκλησιαστικών διατάξεων, των ηθών, των εθίμων και των νόμων.
Το Κανονικό Δίκαιο είναι θεολογική επιστήμη, διότι οι Ιεροί Κανόνες και οι εκκλησιαστικές διατάξεις που καθορίζουν το πολίτευμα και τη διοίκηση της Εκκλησίας διατυπώνονται σε μορφή νόμου αλλά απαραίτητα έχουν θεολογική βάση και θεολογικές προϋποθέσεις.
Το Κανονικό Δίκαιο αποτελεί μέρος του Εκκλησιαστικού Δικαίου.

Φλαβιανός - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Φλαβιανός διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 446-449. Ήταν ένας από τους αξιόλογους τότε αρχιεπισκόπους της Πόλης, αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Πατριάρχη Πρόκλο.
Πριν την εκλογή του ήταν Σκευοφύλακας του Ναού της Αγιά Σοφιάς. Ήταν ευσεβής και μετριοπαθής ιεράρχης, που αγωνίσθηκε κυρίως για την ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας από τις έντονες αντιπαραθέσεις και διαμάχες των θεολόγων της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Απέκτησε την έχθρα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορου, ο οποίος δε δεχόταν τις αποφάσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Παράλληλα, ο πανίσχυρος τότε ευνούχος του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ Χρυσάφιος, αμέσως μετά την εκλογή του Φλαβιανού, επιχείρησε να του αποσπάσει δώρο σε χρυσάφι. Καθώς όμως ο Φλαβιανός δεν ενέδωσε, ο Χρυσάφιος έγινε άσπονδος εχθρός του και προσπαθούσε να τον εκθρονίσει.
Μετά την καταγγελία του Ευσεβίου Δορυλαίου κατά του αρχιμανδρίτη Ευτυχή, ως αιρεσιάρχη, που είχε προκαλέσει νέους τριγμούς στην Εκκλησία, ο Φλαβιανός αναγκάσθηκε το 448 να δεχθεί τη κρίση του αρχιμανδρίτη από την Ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Η επακόλουθη καταδίκη του Ευτυχή προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση στο Παλάτι, όπου και εκεί υπήρξε διαφωνία μεταξύ της αδελφής του Αυτοκράτορα Πουλχερίας και της ίδιας της Αυτοκράτειρας Ευδοκίας. Στην εξέλιξη αυτή, ο Χρυσάφιος, που ήταν υποστηρικτής του Ευτυχή, κατάφερε να πείσει τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, υπό τον Διόσκορο Αλεξανδρείας. Πράγματι, στις 8 Αυγούστου του 449 συνήλθε η Σύνοδος της Εφέσου, η οποία τελικά καθήρεσε και εξόρισε τον Φλαβιανό, ενώ αποκατέστησε τον Ευτυχή.
Ο Φλαβιανός πέθανε τρεις μέρες μετά στην εξορία από τη θλίψη του και τα σωματικά τραύματα που του είχαν προξενήσει στη Σύνοδο της Εφέσου ο Διόσκορος Αλεξανδρείας και οι οπαδοί του υπό τον μοναχό Βαρσουμά. Δύο χρόνια αργότερα, το 451, συνεκλήθη η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταδίκασε την αίρεση του Ευτυχή, καθαίρεσε το Διόσκορο και αποκατέστησε την ορθόδοξη πίστη. Το λείψανο του Φλαβιανού, κατόπιν επιθυμίας της αδελφής του Αυτοκράτορα Πουλχερίας, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Φεβρουαρίου, ενώ μέχρι τον 12ο αιώνα γιορταζόταν μαζί με την Καθολική, στις 18 Φεβρουαρίου.

Ιοβιανός

Σόλιδος με τη μορφή του Ιοβιανού.
Ο Ιοβιανός Φλάβιος Κλαύδιος ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας (363-364). Μετά το θάνατο του Ιουλιανού το 363, και ενώ ο Ιοβιανός βρισκόταν σε εκστρατεία, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από το στρατό.
Γεννήθηκε περίπου το 331 στην Άνω Μοισία, στην περιοχή που βρίσκεται το σημερινό Βελιγράδι. Ο πατέρας του, Βαρρωνιανός, ήταν διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς του Κωνστάντιου Β΄. Νυμφεύτηκε την κόρη του Λουκιλλιανού, αρχηγού του στρατού.
Με την ιδιότητα του διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς ακολούθησε τον Ιουλιανό το 363 στην εκστρατεία του εναντίον του Πέρση Σαπώρ Β' στη Μεσοποταμία. Μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Σαλούστιος αρνήθηκε την πρόταση να τον διαδεχτεί κι έτσι ανέβηκε στο θρόνο ο Ιοβιανός.
Το χαρακτηριστικότερο σημείο της παρουσίας του ως αυτοκράτορα είναι ότι αναίρεσε άμεσα όλα τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του και επέτρεψε να επιστρέψουν από την εξορία οι επιφανείς επίσκοποι Ρώμης Λιβέριος, Αλεξανδρείας Αθανάσιος και Αντιοχείας Μελέτιος.
Πέθανε κατά την επιστροφή του από την Συρία προς την Κωνσταντινούπολη στις 17 Φεβρουαρίου 364, στα Δαδάστανα της Βιθυνίας, χωρίς να προλάβει να ασκήσει ουσιαστική διοίκηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο, πιθανότερες αιτίες του θανάτου του ήταν δηλητηρίαση από μανιτάρια, αναθυμιάσεις ξυλάνθρακα ή δηλητηρίαση από εχθρούς του. Σε διάφορα βιβλία αναφέρεται ότι τον σκότωσε ο πεθερός του Λουκιλλιανός με την κόρη του.

Μαρκιανός

Σόλλιδος του Μαρκιανού.
Ο Μαρκιανός ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας της Θεοδοσιανής δυναστείας, ο οποίος διαδέχτηκε τον Θεοδόσιο Β'. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από ανάκαμψη του Βυζαντίου, το οποίο ο Μαρκιανός προστάτεψε από εξωτερικές απειλές και αναμόρφωσε οικονομικά. Όμως η απομονωτικές του πολιτικές άφησαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίς συμμάχους απέναντι στα βαρβαρικά φύλα, με αποτέλεσμα τις επιδρομές του Αττίλα στην Ιταλία και την άλωση της Ρώμης από τους Βάνδαλους. Η Ορθόδοξη εκκλησία τον αναγνωρίζει ως άγιο.
Γεννήθηκε το 392 στην Ιλλυρία ή τη Θράκη από πατέρα στρατιώτη. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε αξιωματικός υφιστάμενος του παντοδύναμου στρατηγού Άσπαρ. Με τη βοήθειά του ο Μαρκιανός ανήλθε στο αξίωμα του Γερουσιαστή. Όταν πέθανε ο Θεοδόσιος η αδελφή του Πουλχερία τον επέλεξε ως σύζυγο και διάδοχο του. Η ανάρρησή του στο θρόνο έγινε όταν ήταν σε ηλικία 58 ετών.
Υπήρξε ο πρώτος που στέφτηκε Αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Ως αυτοκράτορας, αρνήθηκε να καταβάλει τον βαρύτατο ετήσιο φόρο στον ηγεμόνα των Ούννων Αττίλα, ο οποίος τότε στράφηκε εναντίον της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια τακτοποίησε τις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, περιορίζοντας την τότε παντοδυναμία των ευνούχων, τις καταχρήσεις των διοικητών και αρχόντων κι επέβαλε σωστή διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών.
Ασχολήθηκε επίσης με θρησκευτικά και εκκλησιαστικά θέματα. Προήδρευσε της «εν Χαλκηδόνι» Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά την οποία και καταδικάστηκε η αίρεση του Ευτυχή και του Νεστορίου.
Πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 457 άτεκνος, είχε όμως ήδη υιοθετήσει τον στρατηλάτη του Ιλλυρικού και μετέπειτα αυτοκράτορα της Δύσης Ανθέμιο. Όμως, ο Άσπαρ προτίμησε και πάλι έναν δικό του (και εξίσου άγνωστο όπως ο Μαρκιανός) υφιστάμενο, τον αξιωματικό Λέοντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Μαρκιανού στις 17 Φεβρουαρίου.
Η επί επτά ετών βασιλεία του Μαρκιανού, εξασφάλισε πολιτική και θρησκευτική σταθερότητα στο Βυζάντιο, ένα κράτος το οποίο μέχρι τότε ταλανιζόταν από πολιτειακή και κοινωνική κρίση. Ο Μαρκιανός πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές σε διάφορους τομείς και διασφάλισε τη συνοχή της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης.
Το ευτύχημα για τον Μαρκιανό ήταν ότι οι Ούννοι στράφηκαν στη δύση και έτσι το κράτος δεν ήταν πλέον αναγκασμένο να πληρώνει φόρους υποτέλειας σε βαρβαρικά φύλα, όπως συνέβαινε με τους προκατόχους του Μαρκιανού. Αυτή η κίνηση του Αττίλα, επέτρεψε στην Κωνσταντινούπολη να αναπτυχθεί οικονομικά με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι ο Μαρκιανός προχώρησε σε φοροαπαλλαγές και μειώσεις φόρων, μέτρα που ευνόησαν ιδιαίτερα τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Επίσης το Βυζάντιο γνώρισε δραστικές αλλαγές και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση και την απονομή δικαιοσύνης. Ο Μαρκιανός πάντα φρόντιζε να διατηρεί από στρατιωτικής πλευράς ουδέτερη στάση σε συγκρούσεις που ξεσπούσαν στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ειρήνη και εδαφική ακεραιότητα στην επικράτειά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ήταν η αδράνεια που επέδειξε η Κωνσταντινούπολη όταν οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν τη Ρώμη το 455 (επακόλουθο της δολοφονίας του Βαλεντινιανού Γ΄). Επί της βασιλείας του ακόμη, στην Κωνσταντινούπολη διεκπεραιώθηκαν πολλά δημόσια έργα που άλλαξαν την εικόνα της πόλης.
Επί Μαρκιανού επικρατούσε έντονη διαμάχη ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες. Οι μεν Ορθόδοξοι υποστήριζαν ότι ο Χριστός διέθετε δύο φύσεις, την θεϊκή και την ανθρώπινη, οι δε Μονοφυσίτες πίστευαν πως ο Χριστός είχε μόνο μία φύση, την θεϊκή. Το 451 συνεκλήθη από τον Μαρκιανό Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα, όπου ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε ως αίρεση. Ταυτόχρονα, η Σύνοδος της Χαλκηδόνας έβαζε τέλος στις βίαιες συγκρούσεις Μονοφυσιτών της Αλεξάνδρειας και Ορθοδόξων της Αντιόχειας, ωστόσο στάθηκε αφορμή για την αρχή ενός μακρόβιου θρησκευτικού πολέμου. Λαβωμένοι από τη σύνοδο βγήκαν και οι παππικοί, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τον "Κανόνα 28" που έλεγε ότι η επισκοπή της Κωνσταντινούπολης, η οποία πλέον θα ονομαζόταν "πατριαρχείο", είχε σχεδόν ίσα δικαιώματα με την αντίστοιχη της Ρώμης. Αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην επισκοπή της Ρώμης, η οποία τους επόμενους αιώνες θα προσπαθούσε ποικιλοτρόπως να εντάξει το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως στην ακτίνα επιρροής της, πολλές φορές με δόλιες μεθόδους. Απόρροια των παραπάνω ήταν να δημιουργηθεί μία άτυπη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο επισκοπές, που θα συνεχιζόταν κλιμακούμενη και θα κατέληγε στο οριστικό σχίσμα των εκκλησιών το 1056.

Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος

Αριστερά: Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος. 15ος αιώνας, (ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΩΝΑΡΑ, - MUTINENSIS GR.122, F.294R, BIBLIOTECA ESTENSE UNIVERSITARIA, MODENA).
Δεξιά επάνω: Σχέδιο των αδελφών Fossati του ψηφιδωτού του Ιωάννη Ε’ που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της μεγάλης ανατολικής καμάρας στην Αγιά Σοφιά. Χρονολογείται περίπου το 1354.
Δεξιά κάτω: Ακριβώς πίσω από το καλώδιο και πάνω από ένα κομμάτι ζωγραφισμένου γύψου (μέσα στον κίτρινο κύκλο), είναι η εικόνα του κεφαλιού του Ιωάννη Παλαιολόγου στην Αγιά Σοφιά, με γένια, στέμμα και φωτοστέφανο.
Ο Ιωάννης Ε’ ήταν γιος του Ανδρόνικου Γ’ και γαμπρός του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού. Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο, στις 18 Ιουνίου 1332 και διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1341, στην ηλικία των εννέα ετών. Η απρονοησία του Ανδρόνικου Γ’ να ορίσει διάδοχο έφερε το κράτος σε ένα επικίνδυνο καθεστώς ακυβερνησίας. Ο ανήλικος Ιωάννης Ε' δεν είχε στεφθεί συν-αυτοκράτορας και έτσι δημιουργήθηκε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφοροι παράγοντες της εξουσίας, όπως η Αυτοκράτειρα και χήρα του Ανδρόνικου Άννα της Σαβοΐας, ο φιλόδοξος Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο στρατηγός Αλέξιος Απόκαυκος. Μόνος εγγυητής της ομαλότητας σε αυτό το χάος ήταν ο έντιμος και πιστός Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος είχε σταθεί στο πλευρό του αυτοκράτορα μέχρι το τέλος, και ο οποίος αρχικά προσπάθησε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη, στο τέλος όμως βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του.
Ο Ιωάννης Ε’ ήταν βασιλιάς για 4 μη διαδοχικές περιόδους: Από το 1341 μέχρι το 1347, ήταν υπό την επιτροπεία του Καντακουζηνού, μετά από εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε ο αντιβασιλέας τότε Καντακουζηνός και ο οποίος με τη βοήθεια των Τούρκων έγινε αυτοκράτορας για 7 χρόνια. Ο Ιωάννης Ε’ έγινε κανονικός αυτοκράτορας μεταξύ 1354 και 1376. Ο γιος του όμως Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος του άρπαξε το θρόνο μεταξύ 1376-1379. Εκθρονισθείς από το γιο του, επέστρεψε το 1379. Το 1390 ο εγγονός του, Ιωάννης Ζ’, σφετερίστηκε προσωρινά το θρόνο.
Ο Ιωάννης Ε’ ήταν αδύναμος και ανίκανος. Ένας ηγεμόνας χωρίς ισχύ, κύρος και περηφάνια που δεν έλεγε να φύγει. Η ζωή του, μια σειρά από ταπεινώσεις. Ταπεινώθηκε πάρα πολλές φορές: από τον Πάπα, τους Ενετούς, τους Βούλγαρους, τους Τούρκους αλλά και το σόι του.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή…
Εξ αιτίας της  απρονοησίας του Ανδρόνικου Γ’ να ορίσει διάδοχο, ξεκινά εμφύλιος πόλεμος το 1341 και στη διάρκειά του οι αντίπαλες πλευρές αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με εχθρούς του Βυζαντίου, όπως το Στέφανο Δουσάν της Σερβίας ο οποίος άλλαξε στρατόπεδα κατά τα ίδια συμφέροντα, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, τους οποίους έφεραν ως επιδιαιτητές οι ίδιοι οι Βυζαντινοί στην καθαρά εσωτερική αυτή υπόθεση. Παράλληλα, ξόδεψαν κάθε ίχνος χρυσού που υπήρχε διαθέσιμο, με χαρακτηριστικό δείγμα την κατάθεση των αυτοκρατορικών κοσμημάτων σε βενετικό ενεχυροδανειστήριο από την Άννα της Σαβοίας έναντι ευτελούς ποσού.
Η διαμάχη τελείωσε το 1347, με πρώτο αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και συν-αυτοκράτορα τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, όμως, έληξαν οριστικά μόνο όταν ο δεύτερος παραιτήθηκε από το θρόνο το 1354, και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ, αφήνοντας μόνο ηγέτη το νεαρό Παλαιολόγο.
Μετά την εκούσια παραίτηση του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, ο Ιωάννης Ε’ ξεκινά την αυτόνομη διακυβέρνησή του με επιθετική τακτική. Αποφάσισε ότι μοναδικός τρόπος ριζικής αντιμετώπισης του κινδύνου των Τούρκων ήταν η εξολόθρευσή τους. Αρχικά απευθύνθηκε στον Πάπα Ιννοκέντιο το 1355, ζητώντας στρατιωτική βοήθεια, με αντάλλαγμα την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Ρώμη. Η προσπάθειά του αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ούτε ως προς το μέτωπο των Τούρκων, αλλά ούτε σε ό,τι αφορά την ένωση των Εκκλησιών. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι προήλαυναν ακάθεκτοι στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε το 1364 να ξεκινήσει νέα διπλωματική προσπάθεια στη Δύση, ξεκινώντας από τον Λουδοβίκο της Ουγγαρίας, στον οποίο πήγε αυτοπροσώπως. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν αδιανόητη για έναν Βυζαντινό αυτοκράτορα, όχι όμως για τον ηγέτη του υπό κατάρρευση κράτους του 14ου αιώνα. Ο Ούγγρος ηγεμόνας ζήτησε την άμεση και άνευ όρων υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας ως προαπαίτηση για οποιαδήποτε συμφωνία. Γνωρίζοντας το ανέφικτο μιας τέτοιας δέσμευσης, έφυγε απογοητευμένος, αλλά καθ' οδόν τον περίμεναν νέα δεινά. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να του επιτρέψουν τη διέλευση, κρατώντας τον ουσιαστικά όμηρο. Μόνο η επέμβαση του εξαδέλφου του Αμεδαίου της Σαβοΐας του εξασφάλισε την επιστροφή.
Το 1367 ξεκίνησε νέα περιοδεία. Προορισμός του η Ρώμη, όπου ήταν αποφασισμένος να δηλώσει την προσωπική του υποταγή στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια βοήθεια. Στη Ρώμη υπέγραψε τις απαραίτητες συμφωνίες και, υποκλινόμενος, προσκύνησε τον πάπα Ουρβανό, φιλώντας του τα πόδια τρεις φορές. Ήταν μια προσωπική πράξη, που δεν αποτελούσε δέσμευση για το λαό του, πολλώ, δε, μάλλον για την έντονα αντιτιθέμενη Ορθόδοξη ιεραρχία. Στη Ρώμη, άφησε αποστολή ιεραρχών, με επικεφαλής το μοναχό Ιωάσαφ, (τον πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό), ένθερμο υποστηρικτή της ένωσης.
Στην επιστροφή του, πέρασε από τη Βενετία. Εκεί, ο Δόγης Ανδρέα Κονταρίνι τον φιλοξένησε υποτυπωδώς. Στις συνομιλίες τους, συμφώνησαν την επιστροφή των αυτοκρατορικών κοσμημάτων και κάποιες χρηματικές και ναυτικές ενισχύσεις, με αντάλλαγμα τη νήσο Τένεδο. Στη συμφωνία του αυτή αντέδρασε ο πρωτότοκος γιος του Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος, ήδη συν-αυτοκράτορας, επηρεασμένος από τους συμμάχους του Γενουάτες. Κατά τη στιγμή της αναχώρησής του από τη Βενετία, διαπίστωσε ότι δεν είχε καν αρκετά χρήματα για το ταξίδι της επιστροφής. Μόνο η εσπευσμένη έλευση του άλλου γιου του Μανουήλ (μετέπειτα αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου), μαζί με ικανό ποσό, μπόρεσε να του εξασφαλίσει την επιστροφή.
Τον ίδιο καιρό, συνεχίζονταν οι δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες και κυρίως η προέλαση των Τούρκων. Ήταν τώρα η σειρά των Σέρβων να γνωρίσουν συντριπτικές ήττες, πρώτα στη Μαριτσά το 1371, και αργότερα στο Κόσοβο το 1389. Οι εχθροί των Τούρκων στη Βαλκανική είχαν εξολοθρευτεί. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Ιωάννης να αναγκαστεί να δηλώσει την υποτέλειά του στο Σουλτάνο Μουράτ Α’, με υποχρεώσεις καταβολής φόρων αλλά και παροχής στρατιωτικών ενισχύσεων κατά τις ανάγκες του. Είναι ίσως από τις πικρότερα ειρωνικές στιγμές του Βυζαντίου, ο αυτοκράτορας που ξεκίνησε αποφασισμένος για την εξόντωση των Τούρκων να καταλήξει μέσα σε είκοσι χρόνια υποτελής τους. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι ο γιος του Μανουήλ, βρέθηκε πολλές φορές όμηρος στα χέρια των Τούρκων.
Την απουσία τού πατέρα του μέχρι το 1369 εκμεταλλεύτηκε ο Ανδρόνικος Δ’ για να κάνει αρχικά αποτυχημένο πραξικόπημα το 1373, αλλά επιτυχημένο το 1376, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τον Ιωάννη και το Μανουήλ. Το 1379 τους απελευθέρωσαν οι Τούρκοι και οι Βενετοί, σταθερά εχθροί του Ανδρόνικου. Στον Ανδρόνικο Δ’ δόθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, όπου βασίλεψε έως το 1385, οπότε και πέθανε.
Ως μέρος της ίδιας συμφωνίας, ο Μανουήλ διορίστηκε κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης. Η πόλη πολιορκήθηκε από το 1383 έως το 1387 από τους Τούρκους, και ο Μανουήλ αποδείχθηκε άξιος υπερασπιστής της. Τη χρονιά αυτή, ο λαός της πόλης ζήτησε να παραδοθεί στον εχθρό και να αποφύγει την παραδοσιακή σφαγή και λεηλασία. Αηδιασμένος ο Μανουήλ από αυτή τη λιποψυχία, εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη και αυτοεξορίστηκε στη Λήμνο.
Το 1390, ο γιος του Ανδρόνικου Δ’, Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος, με την υποστήριξη των Γενουατών, πραγματοποίησε με τη σειρά του πραξικόπημα και έριξε τον παππού του. Το κίνημα όμως αυτό κατεπνίγη γρήγορα και παππούς και εγγονός επέστρεψαν στα καθήκοντά τους ως υποτελείς του Σουλτάνου.
Με ασυγκράτητη την επέλαση των Τούρκων και καμία ουσιαστική επιτυχία, το βυζαντινό κράτος έχει ήδη συρρικνωθεί σε ένα βασίλειο ήσσονος σημασίας. Η τραγική κατάληξη του άλλοτε ένδοξου Βυζαντινού αυτοκράτορα να πολεμάει στο πλευρό των βάρβαρων Ασιατών εχθρών του υπό τις εντολές του Σουλτάνου τους είναι χαρακτηριστικό δείγμα του βάθους της παρακμής. Ο Ιωάννης Ε’ δεν είχε τα φόντα της διαχείρισης μιας τέτοιας κρίσης. Αναρωτιέται όμως κανείς αν ήταν δυνατό να αναστραφεί μια κατάσταση όπως αυτή που αντιμετώπισε και να ανασχεθεί ο καταστροφικός χείμαρρος της βαρβαρικής προέλασης των Τούρκων. Μέσα στο τραγικό αυτό κλίμα και με το βασίλειό του στο χείλος της κατάρρευσης, ο Ιωάννης πέθανε μετά από νευρικό κλονισμό και τραγικά απογοητευμένος στις 16 Φεβρουαρίου του 1391.

Τιβέριος Γ’

Χρυσός σόλιδος που απεικονίζει τον Τιβέριο Γ’.
Ο Τιβέριος Γ’ ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 698 έως το 705.
Το αληθινό του όνομα ήταν Αψίμαρος και ήταν δρουγγάριος στο θέμα των Κιβυραιωτών. Ο Δρουγγάριος ήταν υψηλό στρατιωτικό αξίωμα αντίστοιχο του χιλιάρχου. Συμμετείχε στην αποτυχημένη εκστρατεία για να ανακτήσει την Καρχηδόνα το 698. Καθώς ο ναύαρχος Ιωάννης ο Πατρίκιος υποχώρησε από την Καρχηδόνα στην Κρήτη, ο στόλος επαναστάτησε και δολοφόνησε τον διοικητή του και επέλεξε τον Αψίμαρο ως αντικαταστάτη του. Αλλάζοντας το όνομά του σε Τιβέριος, ο Αψίμαρος ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη που υπέφερε από πανούκλα και προχώρησε στην πολιορκία της. Η πολιορκία κράτησε αρκετούς μήνες πριν οι πύλες ανοίξουν για τους στασιαστές το 698, οπότε ο Αψίμαρος έγινε και επίσημα αυτοκράτωρ.
Ως αυτοκράτορας, ο Τιβέριος Γ’, αγνόησε την κατάσταση στη Β. Αφρική και επιτέθηκε στους Άραβες στην Μ. Ασία με επιτυχία. Οι δυνάμεις του εισέβαλαν στην Αρμενία και στη βόρεια Συρία και απώθησαν τους Άραβες στην Κιλικία. Στο τέλος δεν μπόρεσε να κρατήσει τα κερδισμένα και έχασε την Αρμενία. Επισκεύασε τα θαλάσσια τείχη της Κωνσταντινούπολης και επαναπάτρισε Κύπριους που είχαν μεταφερθεί στην Κύζικο από τους Άραβες ή που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής.
Ήταν μάλλον ικανός και ευσυνείδητος. Η βασιλεία του θεωρείται γενικά πετυχημένη. Επιθετικός εναντίον των Αράβων, χωρίς θεαματικά αποτελέσματα, αλλά τουλάχιστον κατάφερε να προστατέψει την αυτοκρατορία.
Εκθρονίστηκε από τον τέως αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ που τον εκτέλεσε δημόσια στις 15 Φεβρουαρίου του 706 μαζί με τον Λεόντιο στον Ιππόδρομο.

Λεόντιος

Χρυσός σόλιδος που απεικονίζει τον Λεόντιο και τα σύμβολα εξουσίας. Πίσω όψη ο σταυρός σε τρία σκαλοπάτια.
Ο Λεόντιος ήταν στρατηγός στην αρχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’ και διακρίθηκε στις νικηφόρους μάχες της αυτοκρατορίας ενάντια στους Άραβες στην περιοχή της Αρμενίας και της Μ. Ασίας. Έπεσε όμως στην δυσμένεια του αυτοκράτορα και φυλακίστηκε. Το 695 λόγω της μεγάλης δυσαρέσκειας εναντίον του ο Ιουστινιανός Β’ θέλοντας να προλάβει την εκδήλωση επανάστασης υπό την αρχηγία του Λεοντίου, τον αποφυλάκισε τον ονόμασε στρατηγό Ελλάδος και τον διέταξε να αποπλεύσει με τον στόλο. Ο Λεόντιος προσποιήθηκε ότι ετοιμάζεται να αναχωρήσει, αλλά το ίδιο βράδυ βγαίνοντας από το πλοίο του με τους έμπιστούς του κατευθύνθηκε στις φυλακές όπου απελευθέρωσε όλους τους κρατουμένους, πολίτες και στρατιωτικούς. Στην συνέχεια οι άνθρωποί του κάλεσαν τον λαό της πρωτεύουσας στην Αγιά Σοφιά όπου ο Πατριάρχης Καλλίνικος τον έστεψε Αυτοκράτορα. Την επομένη ο Ιουστινιανός Β’ σύρθηκε στον Ιππόδρομο όπου, αφού του έκοψαν την μύτη, τον εξόρισαν στην Χερσώνα της Κριμαίας. Έκτοτε πήρε το προσωνύμιο “Ρινότμητος”.
Επωφελούμενοι οι Άραβες από την ανώμαλη πολιτική κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη έστειλαν το 697 μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην βόρεια Αφρική για να την κατακτήσουν. Η πρώτη μεγάλη τους επιτυχία ήλθε όταν εκπόρθησαν την Καρχηδόνα. Ο Λεόντιος αντέδρασε στέλνοντας στρατό και στόλο υπό τον πατρίκιο Ιωάννη, ο οποίος κατόρθωσε να ελευθερώσει την κατακτημένη πόλη και τα περίχωρά της. Ο χαλίφης όμως Αμπντ ελ Μάλεκ έστειλε το 698 νέο ισχυρότερο στρατό και στόλο και κατέλαβε την Καρχηδόνα οριστικά, αναγκάζοντας τον Ιωάννη να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη. Στην συνέχεια οι Άραβες κατεδάφισαν τα τείχη της πόλης και τα οικοδομήματά της εξαφανίζοντάς την από τον χάρτη για να μην μπορέσουν ξανά οι Βυζαντινοί να την χρησιμοποιήσουν σαν ορμητήριο εναντίον τους.
Κατά την επιστροφή του ο Βυζαντινός στόλος σταμάτησε στην Κρήτη όπου ο στρατός στασίασε και αφού σκότωσε τον αρχηγό του στόλου Ιωάννη, αναγόρευσε νέο αυτοκράτορα τον αρχηγό των Κιβυρραιωτών Αψίμαρο που μετονόμασε Τιβέριο. Ο νέος αυτοκράτορας κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη το 698 όπου ύστερα από μικρή αντίσταση συνέλαβε τον Λεόντιο και αφού του έκοψε την μύτη τον έκλεισε στο μοναστήρι του Δελμάτη.
Το αληθινό όνομα του Τιβέριου, όπως είπαμε, ήταν Αψίμαρος και ήταν δρουγγάριος στο θέμα των Κιβυραιωτών. Ο Δρουγγάριος ήταν υψηλό στρατιωτικό αξίωμα αντίστοιχο του χιλιάρχου.
Ο Τιβέριος Γ’ παρέμεινε στο θρόνο της αυτοκρατορίας έως το 705, καθ’ ότι τη χρονιά αυτή ο Ιουστινιανός Β’ απέδρασε από τη Χερσώνα και, συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες με τους Βούλγαρους και τους Χαζάρους, διέσπασε την άμυνα της πόλης και ανακατέλαβε την εξουσία από τον αυτοκράτορα Τιβέριο που είχε στο μεταξύ εκθρονίσει τον Λεόντιο το 698. Όταν ο Ιουστινιανός Β’ επανήλθε στον θρόνο, συνέλαβε τον Λεόντιο και αφού τον εξευτέλισε τον αποκεφάλισε (15 Φεβρουαρίου του 706). Τιμώρησε με θάνατο και ακρωτηριασμό εκατοντάδες συνεργάτες και αξιωματούχους των προηγούμενων δύο Αυτοκρατόρων, ενώ για ανταμοιβή έχρισε Καίσαρα τον Χάζαρο χάνο Ιβουζίρ, έναν βάρβαρο κατά τα βυζαντινά πρότυπα, δίνοντάς του ένα αξίωμα για το οποίο συνήθως προορίζονταν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, προκαλώντας την έκπληξη και τον τρόμο στους Βυζαντινούς.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ιουστινιανός Β’, πραγματοποίησε (το 709 και το 711) δύο εκστρατείες καταστολής εξεγέρσεων στη Ραβέννα και τη Χερσώνα. Η δεύτερη αυτή και αποτυχημένη εκστρατεία, θα προκαλέσει το πραξικόπημα και την ανάληψη της εξουσίας από τον αρμενικής καταγωγής Βαρδάνη ή Φιλιππικού. Η καταστροφή του συνόλου του βυζαντινού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα το 711 κατά το ταξίδι επιστροφής από τη Χερσώνα, και ο χαμός περίπου 70.000 ανδρών στα μανιασμένα κύματα, λέγεται ότι προκάλεσε το γέλιο του αυτοκράτορα. Η θανάτωση, από τον ίδιο το Βαρδάνη, του Ρινότμητου (στις 11 Δεκεμβρίου 711) και του εξάχρονου γιου του Τιβέριου από τους άνδρες του Βαρδάνη, σηματοδοτεί το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου.
Ο Ιουστινιανός Β’, παρά τη σκληρότητα και την πνευματική του αστάθεια, ήταν ικανός αυτοκράτορας, και εργάστηκε σκληρά για το καλό της αυτοκρατορίας, διατηρώντας και ενισχύοντας τη διοικητική και κοινωνική συνοχή που ήταν απαραίτητη για τη σωτηρία της. Οι εκρήξεις εκδίκησής του όμως ήταν τόσο βίαιες που τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιδημοφιλή. Το πάθος του και το άσβεστο κουράγιο του, απέδειξαν ότι δεν αρκεί ο ακρωτηριασμός για να εξουδετερώσει τη φιλοδοξία ενός αποφασισμένου για την εξουσία ανθρώπου. Έτσι, το σκληρό έθιμο της τιμωρίας με ρινοκοπία δε θα εφαρμοστεί ξανά στη Βυζαντινή ιστορία.

Ηράκλειος

Επάνω αριστερά: Η μάχη μεταξύ του στρατού του Ηρακλείου και των Περσών υπό τον Χοσρόη Β’.
(Τοιχογραφία του Piero della Francesca, 1452).
Κάτω αριστερά: Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος αποκεφαλίζει τον Χοσρόη και εισέρχεται ξυπόλητος στην Ιερουσαλήμ με τον Τίμιο Σταυρό, (Ιερό Παρεκκλήσι, Santa Croce, Φλωρεντία).
Δεξιά: Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, Βαϊοφόρος, σε πίνακα από τη George F. Harding Collection (1460-1480). Ο πίνακας αυτός αφηγείται τις περιπέτειες του βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου, ο οποίος έσωσε τον Τίμιο Σταυρό και τον επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, μετά την κατάληψή της από τον βασιλιά της Περσίας Χοσρόη.
Σε αυτή τη σκηνή, ο αυτοκράτορας φέρνει τον Τίμιο Σταυρό στην Ιερουσαλήμ θριαμβευτικά. Ωστόσο, ένας άγγελος εμφανίζεται στον δρόμο του, επισημαίνοντας τη ματαιοδοξία της πομπής του σε σύγκριση με την ταπεινή είσοδο του Χριστού στην πόλη.
Ο Ηράκλειος ήταν γιος του Ηρακλείου (του πρεσβύτερου), Έξαρχου της Αφρικής (Αρμενικής καταγωγής). Πήρε το θρόνο μετά την εξέγερση εναντίον του Φωκά, στις 5 Οκτωβρίου του 610.
Ο Ηράκλειος θεωρείται ένας από τους μεγάλους αυτοκράτορες. Έξοχος οργανωτής και ηγέτης αλλά και ικανός πολεμιστής. Παρέμεινε στο θρόνο μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου του 641. Ο Ηράκλειος ήταν ο πρώτος που πήρε τον ελληνικό τίτλο "βασιλεύς" αντί για Καίσαρ.
Επί της βασιλείας του, οι Πέρσες πήραν την Ιερουσαλήμ (614) και τον Τίμιο Σταυρό ως λάφυρο, σφαγιάζοντας 90.000 χριστιανούς. Το 618, με την Κωνσταντινούπολη υπό διπλή πολιορκία από Πέρσες και Αβάρους, καταστρώνει σχέδιο μεταφοράς της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στην Καρχηδόνα και στο σταθερότερο εξαρχάτο της Αφρικής, σχέδιο το οποίο τελικά εγκαταλείπει μεταπειθόμενος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σέργιο Α’. Το 622 πραγματοποίησε εκστρατεία εναντίον των Περσών και του βασιλιά Χοσρόη Β’ που είχε καταλάβει την Αντιόχεια, τη Δαμασκό και την Ιερουσαλήμ, ενώ το 627 στη “Μάχη στη Νινευί” ήρθε και ο τελικός θρίαμβος με την οριστική εξουδετέρωση της Περσικής απειλής. Ο Ηράκλειος, έχοντας καταφέρει μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες και έχοντας εξουδετερώσει τον από αιώνων εχθρό της αυτοκρατορίας, επιστρέφει στη Βασιλεύουσα, όπου εισέρχεται θριαμβευτικά από τη Χρυσή Πύλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 628. Μπροστά του βρισκόταν το ανακτηθέν από τους Πέρσες κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού.
Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη Δύση (λόγω του Τιμίου Σταυρού) αλλά και από τους Μωαμεθανούς. Επίσης τα Ελληνικά έγιναν επίσημη γλώσσα αντί των Λατινικών. Ο Ηράκλειος για να λυθεί το ζήτημα του Μονοφυσιτισμού, εισήγε ένα συμβιβαστικό δόγμα, τον Μονοθελητισμό που απορρίφθηκε σαν αιρετικό από όλες τις πλευρές.
Την ίδια περίπου εποχή όμως, κάνει την εμφάνισή του το Ισλάμ αντικαθιστώντας τον περσικό κίνδυνο. Η Παλαιστίνη πέφτει στα χέρια των μωαμεθανών το 633, ενώ η Βόρεια Αφρική, η Ιβηρική Χερσόνησος, η Συρία και η Αντιόχεια θα συμπληρώσουν τις κτήσεις τους μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Ο Ηράκλειος παρακολουθεί συντετριμμένος την πτώση των επαρχιών, για την απελευθέρωση των οποίων αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Η ψυχική του υγεία θα διαταραχθεί, ιδιαίτερα μετά την τρομερή ήττα και πλήρη συντριβή βυζαντινής δύναμης 80.000 ανδρών στη “Μάχη του ποταμού Γιαρμούκ” της Γαλιλαίας, το 636. Καταρρέοντας λοιπόν ψυχολογικά και μη ανακτώντας ποτέ την ψυχική και σωματική του υγεία, πέθανε 4 χρόνια μετά, στις 11 Φεβρουαρίου του 641. Στον καιρό του βέβαια, η αυτοκρατορία ήταν ξανά ισχυρή, με μεγάλο κύρος και υψηλό ηθικό. Αλλά η απουσία των Περσών δημιουργεί όμως ένα κενό που σύντομα θα γεμίσουν οι Άραβες με καταστροφικά αποτελέσματα...

Ισαάκιος Β’ Άγγελος

Αριστερά: Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος, σκίτσο του 15ου αιώνα από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά.
Δεξιά επάνω: Χρυσό υπέρπυρον νόμισμα με τον Ισαάκιο Β’. Δεξιά του στέκεται Άγγελος.
Δεξιά κάτω: Στην άλλη όψη η Θεοτόκος ένθρονη.
Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος βασίλεψε από το 1185 μέχρι την εκθρόνισή του το 1195 και επανήλθε σε συμβασιλεία με το γιό του Αλέξιο Δ’ Άγγελο το 1203, μέχρι το θάνατό του το 1204. Έτσι εγκαθιδρύθηκε στο Βυζάντιο ο Οίκος των Αγγέλων.
Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος, γιος του Ανδρονίκου Δούκα Αγγέλου, δισεγγονός λοιπόν του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, ανέβηκε στο θρόνο στις 12 Σεπτεμβρίου 1185. Η άνοδός του ήταν απρόσμενη και τυχαία. Ο ίδιος είχε συμμετάσχει σε εξέγερση των βιθυνικών πόλεων το 1183, αλλά ο Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός ως ποινή τον περιόρισε απλώς στον οίκο του. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1185 όμως εκδόθηκε η διαταγή σύλληψής του, πιθανώς επειδή ήταν ένας από τους λίγους αρτιμελείς βασιλικούς συγγενείς που είχε απομείνει μετά τις προγραφές του Ανδρονίκου Α’. Κατά την απόπειρα σύλληψής του όμως ο Ισαάκιος σκότωσε τον βασικό συνεργάτη του Ανδρονίκου Α’ Κομνηνού, Στέφανο Αγιοχριστοφορίτη. Ζητώντας άσυλο στην Αγιά Σοφιά, ξεσήκωσε το πλήθος της Κωνσταντινούπολης εναντίον του αυτοκράτορα και έτσι έγινε ο ίδιος κυρίαρχος του θρόνου. Με την ανοχή του ο Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός υποβλήθηκε σε δημόσιο εξευτελισμό από μέλη της αριστοκρατίας και βρήκε φριχτό θάνατο από το πλήθος της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος φαίνεται πως δεν είχε καμία πείρα ούτε στη διοίκηση ούτε στο στρατό. Μοναδικό του εφόδιο ήταν η μόρφωσή του, το βάθος της οποίας παρόλα αυτά αμφισβητείται. Ανέβηκε στο θρόνο τυχαία, σε μία δύσκολη στιγμή, όταν οι Νορμανδοί μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης προέλευναν στη Θράκη. Ο Ισαάκιος έστειλε αμέσως εναντίον τους τον Αλέξιο Βρανά, και την επόμενη χρονιά ανέλαβε ο ίδιος να τους εκδιώξει από το Δυρράχιο, όπου είχαν οχυρωθεί μετά την ήττα τους. Στα δέκα χρόνια της βασιλείας του ο Ισαάκιος δεν δίσταζε να αναλαμβάνει ο ίδιος την αρχηγία του στρατού και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς. Ωστόσο δεν κατάφερε να εμποδίσει την απόσχιση της Βουλγαρίας, ούτε να επαναφέρει την Κύπρο στη βυζαντινή κυριαρχία. Για να κρατήσει τις διεθνείς ισορροπίες νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την πριγκίπισσα της Ουγγαρίας, Μαργαρίτα, το 1186. Το πέρασμα της Γ’ Σταυροφορίας από τα εδάφη της αυτοκρατορίας (1189/90) συνοδεύτηκε από ένοπλα επεισόδια και συμπλοκές και από την συνειδητή προσπάθεια του Ισαακίου Β’ να υπονομεύσει τον γερμανικό στρατό στερώντας του τις προμήθειες, γεγονός που προκάλεσε τη λεηλασία βαλκανικών επαρχιών. Ο Ισαάκιος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και παρέδωσε ως ομήρους μέλη της αριστοκρατίας στον Φρεδερίκο Α’ Βαρβαρόσσα, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι όταν ο στρατός έφτασε στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας.
Στο εσωτερικό θεωρείται ότι ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος δεν κατόρθωσε να διατηρήσει ισορροπίες, γεγονός που προκάλεσε την τελική του πτώση.
Αντίθετα με τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό, που δραστήρια και βίαια πολέμησε εναντίον των παρεκκλίσεων της βυζαντινής κοινωνίας, ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος άφησε τα πράγματα να κυλούν μόνα τους. Οι παλιές ασθένειες της αυτοκρατορίας, που απλώς συγκαλύπτονταν από την προβολή της δύναμης και της δόξας στα χρόνια της κομνήνειας δυναστείας, βγήκαν στην επιφάνεια και αποκάλυψαν το βάθος της κρίσης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Κανένας δεν αποπειράθηκε πλέον να βάλει τέλος στις καταχρήσεις της κεντρικής και επαρχιακής διοίκησης. Η πώληση των αξιωμάτων, η δωροδοκία των αξιωματούχων, ο εκβιασμός των φοροεισπρακτόρων, όλα αυτά έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Έχει ειπωθεί για τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ ότι πωλούσε τα αξιώματα σαν να ήταν λαχανικά στην αγορά. Στα χρόνια του, ο σφετερισμός πτυχών της αυτοκρατορικής εξουσίας, φαινόμενο εντελώς άγνωστο στη βυζαντινή ιστορία του 12ου αιώνα, άρχισε να παρατηρείται όλο και συχνότερα. Έτσι, το ιστορικό έργο του Νικήτα Χωνιάτη, η κύρια πηγή γι’ αυτή την εποχή, από πανηγυρικός για τους σπουδαίους αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών εξελίσσεται σε πένθιμο χρονικό γεμάτο αιφνιδιαστικά χτυπήματα, εξευτελιστικές αποτυχίες και διάφορες συμφορές στα χρόνια της δυναστείας των Αγγέλων.
Γύρω από τον Ισαάκιο υπήρχαν ικανά στελέχη της γραφειοκρατικής μηχανής τους οποίους είχε επιλέξει ο ίδιος, κρατώντας κατά τα φαινόμενα την αριστοκρατία σε κάποια απόσταση, παρά τις σημαντικές επιγαμίες που σύναψε και παρόλο που δεν δίσταζε να παραδίδει επαρχίες με το υψηλότερο τίμημα. Οι άνθρωποί του έχουν χαρακτηριστεί «επινοητικοί» στην εξεύρεση πόρων και καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του ο Ισαάκιος προέβη σε σημαντικές πληρωμές προς τον στρατό και για τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής. Η βασιλεία του όμως ξεκίνησε ήδη με κακούς οιωνούς, καθώς λεηλατήθηκαν οι βασιλικοί θησαυροί κατά την εξέγερση που τον έφερε στο θρόνο, ενώ το 1186 ο ειδικός φόρος που επέβαλε για το γάμο του ήταν μία από τις αφορμές για την επανάσταση των Βλαχοβουλγάρων. Η φορολογία ήταν γενικά βαριά και υπήρχαν αρκετές καταγγελίες από τις επαρχίες για τις αυθαιρεσίες των αξιωματούχων. Στο πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής και της οικονομικής διαχείρισης εντάσσεται το μεγαλεπήβολο οικοδομικό πρόγραμμα του αυτοκράτορα, το οποίο δεν περιλάμβανε μόνο μεγαλοπρεπή ανάκτορα και ναούς, αλλά και φιλανθρωπικά ιδρύματα για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις της Κωνσταντινούπολης και για τους ασθενείς.
Οι συνομωσίες, οι επαναστάσεις και οι αυτονομήσεις τοπικών αρχόντων που σημειώθηκαν στα χρόνια της βασιλείας του, όπως αυτή του Θεοφώρου Μαγκαφά στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας, έχουν εξηγηθεί από τη βαθιά δυσαρέσκεια που επικρατούσε στις επαρχίες αφενός, και αφετέρου από την πιθανότητα ότι ο Ισαάκιος Β’ δεν έτυχε ποτέ της αποδοχής των άλλων μελών της αριστοκρατίας, που θεωρούσαν ότι είχαν μεγαλύτερα δικαιώματα στο θρόνο από τον ίδιο. Η αμφισβήτηση της βασιλείας του ήταν τόσο μεγάλη και συνεχής, ώστε ένας σύγχρονος ερευνητής κάνει λόγο για «παρέλαση επαναστατών στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος ήταν γενικά επιεικής με τους αμφισβητίες μολονότι δεν κατόρθωσε να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε ότι δεν θα προέβαινε σε εκτελέσεις και ακρωτηριασμούς, και μερικές φορές αντιδρούσε σπασμωδικά και χωρίς ψυχραιμία. Ωστόσο έχει εξίσου τονιστεί ότι ήταν δύσπιστος απέναντι στην στρατιωτική αριστοκρατία των Κομνηνών, των απογόνων των αυτοκρατόρων Αλεξίου Α’ και Ιωάννη Β’. Μεταξύ των θυμάτων του με συνοπτικές διαδικασίες ήταν ο Ανδρόνικος Κομνηνός Βρυέννιος, εγγονός της Άννας Κομνηνής.
Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος εκθρονίστηκε στις 8 Απριλίου 1195 στα Κύψελα της Θράκης, στο ξεκίνημα άλλης μιας εκστρατείας κατά των Βουλγάρων, οπότε συνελήφθη και τυφλώθηκε. Η συνομωσία έφερε στο θρόνο τον μοναδικό εν ζωή αδελφό του, Αλέξιο Γ’ Άγγελο. Ο Ισαάκιος φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον πρωτότοκο γιο του, Αλέξιο. Το 1201 ο Αλέξιος κατάφερε να δραπετεύσει και να φτάσει στη Δύση, όπου ήδη είχε κυρηχθεί η Δ’ Σταυροφορία. Υποσχόμενος πλουσιοπάροχη αμοιβή στους σταυροφόρους και μόνιμη στρατιωτική βοήθεια στο έργο τους, ο Αλέξιος Δ’ κατάφερε να εκτρέψει τη σταυροφορία προς την Κωνσταντινούπολη. Στις 17 Ιουλίου 1203, όταν διαπιστώθηκε η φυγή του Αλεξίου Γ’ από την Κωνσταντινούπολη, ο Ισαάκιος Β’ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και αποκαταστάθηκε στο θρόνο του από τους Βαράγγους φρουρούς των ανακτόρων. Την επόμενη μέρα ο Αλέξιος Δ’ εισήλθε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, και κατ’ απαίτηση των σταυροφόρων στέφθηκε αυτοκράτωρ την 1η Αυγούστου του 1203. Για να αποζημιωθούν οι σταυροφόροι όμως γι’ άλλη μία φορά αξιοποιήθηκαν οι αυτοκρατορικοί θησαυροί, αλλά και αυτοί των εκκλησιών και ο πλούτος που βρέθηκε σε σπίτια της αριστοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ακόμη υποστηρικτές του Ισαακίου Β’ στην αυλή, η τύφλωσή του αποτελούσε ουσιαστικό εμπόδιο τόσο για την καθολική του αποδοχή, όσο και για την διακυβέρνηση. Πολύ γρήγορα απομονώθηκε και σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής έχασε τη λογική του. Ο Αλέξιος Δ’ βασίλευσε μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου του 1204, οπότε φυλακίστηκε και λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου, στραγγαλίστηκε μετά από διαταγή του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλέξιου Δούκα Μούρτζουφλου. Την ίδια μέρα επίσης, ο Ισαάκιος Β’, πατέρας του Αλέξιου, πέθανε αμέσως μόλις έμαθε τον θάνατο του γιου του.

Αλέξιος Δ’ Άγγελος

Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Δ’ Άγγελος. Σκίτσο του 15ου αιώνα από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά, 
Mutinensis gr.122, f.294r, Biblioteca Estense Universitaria, Μόντενα.
Δεξιά: Τεταρτηρό νόμισμα του Αλέξιου Δ’ Άγγελου.
Ο Αλέξιος Δ’ Άγγελος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1203 έως το 1204 με συν-αυτοκράτορα τον πατέρα του Ισαάκιο Β’.
Η εξωτερική και εσωτερική εξασθένιση του Βυζαντίου κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Γ’ Άγγελου (1195-1203) έδωσε την ευκαιρία στον ανιψιό του και γιο του Ισαάκιου Β’, Αλέξιο, να επιχειρήσει την ανάκτηση του θρόνου του πατέρα του.
Ο νεαρός Αλέξιος (μετέπειτα αυτοκράτορας Αλέξιος Δ’) δραπέτευσε από τη φυλακή που είχε κλειστεί μαζί με τον πατέρα του και κατέφυγε στη Δύση, αναζητώντας βοήθεια για την αποκατάστασή του στο βυζαντινό θρόνο.
Αρχικά συνεννοήθηκε με τον εκλεγμένο αρχηγό της Σταυροφορίας Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, αλλά η συμφωνία σκόνταψε στην άρνηση του πάπα.
Στην συνέχεια στην Βενετία συνεννοήθηκε με τον τελικό αρχηγό της Σταυροφορίας δόγη Ερρίκο Δάνδολο υποσχόμενος την ακύρωση του σχίσματος ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, εάν αυτοί τον βοηθούσαν να εκθρονίσει τον θείο του Αλέξιο Γ’, καθώς και πλούσια αποζημίωση και δώρα για τις υπηρεσίες τους.
Αφού η συνάντηση με τον Πάπα Ιννοκέντιο τον 3ο ήταν ανεπιτυχής, κατέφυγε στην αυλή του γαμπρού του (συζύγου της αδελφής του), του Γερμανού αυτοκράτορα Φιλίππου του Σουηβού, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να υποστηρίξει τον κουνιάδο του. Επειδή όμως ήταν απασχολημένος με τον ανταπαιτητή του θρόνου Όθωνα της Βρουνσβίκης έστειλε αντιπροσώπους του στη Ζάρα για να πείσει τους σταυροφόρους και τους Ενετούς να βοηθήσουν τον Αλέξιο και τον πατέρα του Ισαάκιο να ανακτήσουν το Βυζαντινό θρόνο. Σε αντάλλαγμα ο Αλέξιος (ο οποίος έφτασε αυτοπροσώπως στο στρατόπεδο της Ζάρας στις 25 Απριλίου του 1203) υποσχόταν:
α) στους σταυροφόρους διακόσιες χιλιάδες μάρκα αργύρου, εκστρατευτικό σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών για την επιχείρηση της Αιγύπτου και άλλα ανταλλάγματα, και
β) στον Πάπα την υπαγωγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην Δυτική.
Στους Ενετούς δεν χρειαζόταν να υποσχεθεί τίποτε γιατί ήταν φανερά τα οφέλη γι’ αυτούς αν πετύχαινε η επιχείρηση. Με την προδοτική συνδρομή των Αγγέλων (Αλεξίου και Ισαακίου) ο μεγαλοφυής γερο Δάνδολος πετύχαινε ό,τι δεν μπορούσε προηγουμένως να ονειρευθεί. Οι σταυροφόροι θα μετέβαιναν πρώτα στην Κωνσταντινούπολη για να αποκαταστήσουν στο θρόνο τον Ισαάκιο και έπειτα θα προχωρούσαν για την Αίγυπτο. Από τη Ζάρα οι σταυροφόροι, οι Ενετοί με επικεφαλής το δαιμόνιο αρχηγό τους Δάνδολο και ο νεαρός πρίγκιπας Αλέξιος έφτασαν στην Κέρκυρα. Εκεί υπογράφτηκε μεταξύ του Αλεξίου και των σταυροφόρων συμφωνία για την εκτροπή της Σταυροφορίας (Μάιος 1203) η οποία είχε ήδη αποφασιστεί. Στις 24 του ίδιου μήνα ο στόλος απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη, όπου έφθασε μετά από ένα μήνα ακριβώς (24 Ιουνίου). Εκεί δεν είχαν πάρει πρόσθετα μέτρα άμυνας. Οι σταυροφόροι βοηθούμενοι από τους οπαδούς του Ισαάκιου αφού κατέλαβαν τα οχυρώματα του Γαλατά, εισέδυσαν στον Κεράτιο και στις 17 Ιουλίου του 1203 κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’, αφού πήρε μαζί του ποσότητες χρυσού κατέφυγε στη Δεβέλτο. Οι σταυροφόροι αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο με συν-αυτοκράτορα το γιο του Αλέξιο Αγγελο.
Μετά την επικύρωση λοιπόν αυτής της συνθήκης και από τον Ισαάκιο, ο Αλέξιος στέφθηκε συν-αυτοκράτορας την 1η Αυγούστου 1203 ως Αλέξιος Δ’ και οι Σταυροφόροι αποσύρθηκαν από την Πόλη αφήνοντας μόνο ένα μικρό απόσπασμα για να τον προστατεύει και ταυτόχρονα να τον επιτηρεί.
Οι δύο αυτοκράτορες όμως, δεν κατόρθωσαν, παρά την άγρια φορολογία που επέβαλαν, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους σταυροφόρους. Ο νεαρός Αλέξιος Δ’ ζητούσε από τους σταυροφόρους συνεχώς αναβολή έως ότου εξοικονομήσει τα υπεσχημένα. Οι σταυροφόροι και οι Βενετοί αξίωναν τις τεράστιες χορηγίες και απέκρουαν ανελέητα τις παρακλήσεις του Αλέξιου Δ’.
Μη μπορώντας όμως να πληρώσει τα υπέρογκα ποσά που είχε υποσχεθεί, αναγκάστηκε να επιβάλλει δυσβάστακτη φορολογία, αφού προηγουμένως αφαίρεσε ό,τι είχε εναπομείνει στα δημόσια ταμεία καθώς και τα ιερά σκεύη των Εκκλησιών. Στις 25 Αυγούστου 1203 έστειλε στον πάπα Ρώμης ομολογία πίστεως και ανάγκασε τον Πατριάρχη Ιωάννη Ι’ Καματηρό να ανακηρύξει μέσα στην Αγιά Σοφιά τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ πρώτο επί της γης επίτροπο του Σωτήρος.
Ταυτόχρονα ο λαός της πρωτεύουσας ήταν αγανακτισμένος κατά των δύο αυτοκρατόρων επειδή παρέδωσαν την Κωνσταντινούπολη στους σταυροφόρους. Η αγανάκτηση αυτή ενισχύθηκε και από μια πυρκαϊά που εξερράγη στην Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ η εχθρική στάση των σταυροφόρων προς τους ελληνικούς πληθυσμούς επέτεινε ακόμα περισσότερο τη δυσαρέσκειά τους, με αποτέλεσμα στα τέλη Ιανουάριου του 1204 να ξεσπάσει στην Κωνσταντινούπολη μια επανάσταση της αντιλατινικής παράταξης με επικεφαλής τον Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο, (γαμπρό του Αλέξιου Γ’), που οδήγησε στην καθαίρεση των τελευταίων Αγγέλων συν-αυτοκρατόρων Ισαακίου Β’ και Αλεξίου Δ’. Επί τρεις ημέρες επικρατούσε αναρχία επειδή κανένας δεν δεχόταν να αναλάβει την ηγεσία και η Αυτοκρατορία παρέμεινε ακέφαλη. Στις 28 Ιανουαρίου του 1204 ο λαϊκός ηγέτης Νικόλαος Καναβός αποδέχθηκε την αρχηγία και ανακηρύχτηκε από το λαό αυτοκράτορας στην Αγιά Σοφιά. Ο Πατριάρχης όμως καθώς και οι άρχοντες της πρωτεύουσας δεν τον αναγνώρισαν σαν αυτοκράτορα. Στις 5 Φεβρουαρίου του 1204 ο Αλέξιος Δούκας ανέτρεψε τον Νικόλαο Καναβό και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με το όνομα Αλέξιος Ε’ Δούκας ο επιλεγόμενος “μούρτζουφλος”. Αμέσως συνέλαβε και σκότωσε τον Καναβό ενώ ο μεν Αλέξιος Δ’ απαγχονίστηκε κατά διαταγήν του Αλέξιου Δούκα, ο δε Ισαάκιος φυλακίστηκε και πέθανε λίγο αργότερα. Στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθε ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος ως Αλέξιος Ε’.

Σεδεκίων - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Ο Σεδεκίων διαδέχθηκε τον Πλούταρχο και ποίμανε την εκκλησία του Βυζαντίου ως επίσκοπος για εννέα χρόνια (105 - 114). 
Κατά την ποιμαντορία του εξακολουθούσε ο διωγμός του αυτοκράτορα Τραϊανού.

Πλούταρχος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Ο Πλούταρχος διετέλεσε επίσκοπος Βυζαντίου για δεκαέξι έτη (89 - 105), διαδεχόμενος τον Πολύκαρπο. Ετάφη στο ναό της Αργυρούπολης. 
Κατά τη αρχιερατεία του εκδηλώθηκε ο διωγμός του αυτοκράτορα Τραϊανού το 98.

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη βυζαντινή περίοδο.

Ο Πατριαρχικός Δικέφαλος αετός στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
Εισαγωγή
Η ιστορία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι στενά συνδεδεμένη με την εξέλιξη της ίδιας της πόλης· έτσι, ο επίσκοπος της Νέας Ρώμης σταδιακά εξελίχθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, το Πατριαρχείο ανέπτυσσε το έργο του σε στενή συνεργασία με την αυτοκρατορική διοίκηση, ιδεωδώς υπό την αρχή της συμφωνίας, της στενής και ειρηνικής σύμπραξης. Εντούτοις, μεμονωμένοι πατριάρχες βρέθηκαν ορισμένες φορές τελείως παραγκωνισμένοι από ισχυρούς αυτοκράτορες ή σε σφοδρή αντιπαράθεση με την αυτοκρατορική βούληση. Παρόλο που ο αυτοκράτορας έπρεπε θεωρητικά να σέβεται την επιλογή της εκκλησίας για την πατριαρχία, τις περισσότερες φορές οι αυτοκράτορες διασφάλιζαν την εκλογή του δικού τους υποψηφίου στη θέση του πατριάρχη. Πάντως, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, το Πατριαρχείο συνεργάστηκε στενά με την αυτοκρατορική διοίκηση κι έπαιξε μείζονα ρόλο, τόσο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας όσο και στις σχέσεις με τις άλλες εκκλησίες, δυνάμεις και λαούς.

Ιστορία
Πρώιμη περίοδος
Σύμφωνα με την παράδοση, η επισκοπική έδρα του Βυζαντίου ιδρύθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα, ωστόσο η παράδοση αυτή δεν έχει σταθερό ιστορικό έδαφος και αποτελεί επινόηση, προκειμένου να αντικρουστούν οι αποστολικές διεκδικήσεις της επισκοπικής έδρας της Ρώμης. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένο με το γόητρο της πόλης. Υπήρχε επίσκοπος του Βυζαντίου πριν από την επανίδρυση της πόλης ως Νέας Ρώμης από τον Κωνσταντίνο Α΄ το 330. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ίδρυση της νέας πόλης, ο επίσκοπος Βυζαντίου προήχθη σε αρχιεπίσκοπο.
Στα πρώτα στάδια της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, πάντως, ο ρόλος του αρχιεπισκόπου δεν ήταν σημαντικός έξω από την πόλη. Οι επίσκοποι κατά την πρώιμη περίοδο, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (επίσκοπος 26 Φεβρουαρίου 398 - 20 Ιουνίου 404) μεταφέρθηκαν στην πόλη εξαιτίας της αίγλης ή της αυτοκρατορικής εύνοιας. Ο Ιωάννης ήταν γνωστός ρήτορας και, όσο διάστημα βρισκόταν στην αυλή, δεν επιβαρύνθηκε με σημαντικά διοικητικά καθήκοντα εκτός πόλεως. Ο Ιωάννης έπεσε θύμα των δολοπλοκιών της αυλής και καθαιρέθηκε, όπως και ο προκάτοχός του Γρηγόριος Ναζιανζηνός (επίσκοπος 27 Νοεμβρίου 380 - 381). Σε αυτήν τη φάση, ο αρχιεπίσκοπος λειτουργούσε περισσότερο ως μέλος της αυτοκρατορικής αυλής και υπηρετούσε την αυτοκρατορική βούληση. Οι αυτοκράτορες προτιμούσαν αρχιεπισκόπους που συμφωνούσαν μαζί τους δογματικά και υπηρετούσαν τον αυτοκρατορικό οίκο σχεδόν σαν αυλικοί εφημέριοι ή επίσημοι ιεροκήρυκες. Όταν ο Θεοδόσιος Α΄ (379-395) καθιέρωσε το χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, ο ρόλος του πατριάρχη έγινε ακόμη πιο σημαντικός, εφόσον ο χριστιανισμός ήταν πλέον επίσημος κλάδος της αυτοκρατορικής διοίκησης.
Οι χριστολογικές έριδες, ως παρενέργεια, οδήγησαν στην ενδυνάμωση του ρόλου του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και σε διαμάχες με άλλες επισκοπικές έδρες. Ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του αρειανισμού ή στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), την πρώτη σύνοδο που αναγνωρίστηκε ως οικουμενική. Η πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, που συγκλήθηκε από το Θεοδόσιο Α΄ το 381, έδωσε στην Κωνσταντινούπολη προβάδισμα ως προς το κύρος επί όλων των υπόλοιπων επισκοπικών εδρών πλην της παλαιάς Ρώμης, αλλά ο Μελέτιος, επίσκοπος Αντιοχείας, ήταν πρόεδρος της συνόδου. Αργότερα, ο Νεστόριος (επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, 10 Απριλίου 428 - 22 Ιουνίου 431) πυροδότησε θεολογική διαμάχη αρνούμενος τον τίτλο «Θεοτόκος» για την Παναγία. Η διαμάχη απλώς μείωσε το κύρος της επισκοπικής έδρας της Κωνσταντινούπολης, ενώ η επισκοπική έδρα της Αλεξάνδρειας επί πατριαρχίας του Κυρίλλου (πατριάρχης Αλεξανδρείας, 18 Οκτωβρίου 412 - 27 Ιουνίου 444) και του Διοσκόρου (πατριάρχης 444-451) έγινε ορατή από πολλούς από τους μαχητές της ορθοδοξίας. Η θεολογία του Κυρίλλου θριάμβευσε στη Σύνοδο της Εφέσου (431) και ο Νεστόριος καθαιρέθηκε. Από την άλλη πλευρά, και παρά την αυτοκρατορική υποστήριξη, η ληστρική Σύνοδος της Εφέσου (449) δεν έγινε δεκτή και τελικά καθαιρέθηκε και ο Διόσκορος. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας ανύψωσε το κύρος του πάπα Λέοντα, που θεωρήθηκε πλέον ο υπερασπιστής της ορθοδοξίας, αλλά οι κανόνες της συνόδου ανύψωσαν την αρχιεπισκοπική έδρα της Κωνσταντινούπολης σε Πατριαρχείο, δίνοντάς της δικαιοδοσία επί των επισκοπών της Ασίας, του Πόντου και της Θράκης και επικυρώνοντας το κύρος της μετά τη Ρώμη (κανόνας 28). Η Κωνσταντινούπολη έλαβε επίσης το δικαίωμα να είναι ο αποδέκτης των αιτημάτων των περιφερειακών μητροπολιτών (κανόνες 9, 17). Οι τελευταίες χριστολογικές έριδες, ο μονοθελητισμός και η Εικονομαχία, και οι σχετικές με αυτές σύνοδοι δεν αύξησαν το κύρος των οικουμενικών πατριαρχών, διότι το ίδιο το Πατριαρχείο έδειξε ότι είναι υποταγμένο στην αυτοκρατορική βούληση.
Ενώ οι οικουμενικές σύνοδοι αναβάθμισαν τυπικά το κύρος και το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σύμφωνα με τη βυζαντινή αντίληψη ο αυτοκράτορας ήταν ο αρμόδιος για τη σύγκληση και τη χορηγία οικουμενικής συνόδου. Η θέση αυτή αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης στην τελευταία Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), το Πατριαρχείο έλαβε τη θέση του στην πενταρχία, το θεσμό των πέντε επισκοπικών θρόνων: της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων.
Πριν από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ένας αρχιεπίσκοπος με μικρή κανονική εξουσία και σε διαρκή διαμάχη με την επισκοπική έδρα της Αλεξάνδρειας για το κύρος και την πρωτοκαθεδρία στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Μέχρι τον 6ο αιώνα, ο τίτλος του οικουμενικού πατριάρχη ήταν ουσιαστικά ένας τιμητικός τίτλος για τον αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης, ένα σύμβολο του ρόλου του ως του ανώτερου ορθόδοξου πατριάρχη της οικουμενικής αυτοκρατορίας, του οποίου η έδρα ήταν στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Πάντως, όταν ο Ιωάννης Δ΄ Νηστευτής (12 Απριλίου 582 - 2 Σεπτεμβρίου 595) αυτοανακηρύχτηκε οικουμενικός πατριάρχης, αυτό σκανδάλισε τον πάπα Πελάγιο Β΄ και το Γρηγόριο Α΄. Ο Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος (25 Μαρτίου 1043 - 2 Νοεμβρίου 1058), ένας πολύ φιλόδοξος πατριάρχης, χρησιμοποίησε τον τίτλο στα μολυβδόβουλά του αφότου ο ίδιος και ο λεγάτος του πάπας Ουμβέρτος είχαν αναθεματίσει ο ένας τον άλλο (16 Ιουλίου 1054). Η χρήση του τίτλου, πάντως, δεν υπήρξε ποτέ μείζον σημείο διαφωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Από τον 7ο αιώνα, τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Αλεξανδρείας δε διαδραμάτιζαν πλέον σπουδαίο πολιτικά ρόλο και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε να εμπλέκεται σε μια διαρκή έριδα με τον πάπα στη Ρώμη για διάφορα ζητήματα.

Μέση Βυζαντινή περίοδος
Η Μέση Βυζαντινή περίοδος εγκαινιάστηκε με την κατακτητική ισλαμική επέκταση (μάχη του Yarmuk, 636) και με την Εικονομαχία (714-843). Οι κατακτήσεις στην πραγματικότητα ευνόησαν την αύξηση του κύρους του Πατριαρχείου, καθώς τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Αλεξανδρείας έχασαν τη δύναμή τους και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν πλέον αναγκασμένο να προσπαθεί να επιτύχει την ενότητα με τις εκκλησίες που δεν αναγνώριζαν το δόγμα της Χαλκηδόνας. Η Εικονομαχία έκανε το Πατριαρχείο να φαίνεται αδύναμο και υποτελές στην αυτοκρατορική βούληση, αλλά τελικά η άποψη της Εκκλησίας θριάμβευσε. Μετά την Εικονομαχία, το Πατριαρχείο μπήκε σε μια εποχή ανάπτυξης και μεγαλύτερου κύρους. Οι αυτοκράτορες δεν προσπαθούσαν πλέον να επιβάλουν το δόγμα στην Εκκλησία, αν και μερικές φορές οι πατριάρχες βρίσκονταν σε διαμάχη με τους αυτοκράτορες. Την περίοδο αυτή κυριάρχησε η διαμάχη με τον πάπα και το αναπόφευκτο σχίσμα του 1054.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει τη δύναμή της με την υποστήριξη του αυτοκράτορα διεκδικώντας αρμοδιότητες στο Ιλλυρικό (8ος αιώνας) και στη Βουλγαρία (9ος αιώνας). Κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα, η Ρώμη προσπάθησε να παρέμβει στη διαμάχη μεταξύ Φωτίου και Ιγνατίου, καθώς και στη διαφωνία για την τετραγαμία του Λέοντος Στ΄. Αυτές οι έριδες ενδεχομένως εμφανίζουν το Πατριαρχείο αδύναμο, καθώς η αυτοκρατορική βούληση πέτυχε να τοποθετήσει το δικό της υποψήφιο στο θρόνο και ο Λέων Στ΄ ήταν σε θέση να παντρευτεί τέταρτη φορά. Εντούτοις, όπως και στην Εικονομαχία, ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να περάσει την πολιτική του βραχυπρόθεσμα αλλά δεν μπορούσε να επιτύχει την αλλαγή ενός κανονικού νόμου ή δόγματος. Η αλληλοδιαδοχή μεταξύ Φωτίου και Ιγνατίου ήταν ζήτημα αυτοκρατορικής πολιτικής, καθώς δεν υπήρχε δογματική διαφωνία. Ο τέταρτος γάμος του Λέοντος Στ΄ έγινε ανεκτός κατ’ οικονομίαν, αλλά οι τέταρτοι γάμοι απαγορεύτηκαν οριστικά από τότε και στο εξής. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, αναπτύχθηκε επίσης η ιδέα της συμφωνίας, με τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη να εργάζονται μαζί σαν τα δύο χέρια του Θεού. Ο αυτοκράτορας οριζόταν από το Θεό, αλλά ήταν καθήκον του να προστατεύει την Εκκλησία και το δόγμα, όπως προσδιορίστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και την παράδοση. Ιδανικά, ο Πατριάρχης έπρεπε να συνεργάζεται στενά με τον αυτοκράτορα, ώστε να διασφαλίζει την καλή διοίκηση της Εκκλησίας. Ο πατριάρχης μπορούσε να είναι ο αποδέκτης εκκλήσεων και αιτημάτων τόσο σε εκκλησιαστικές όσο και σε κοσμικές υποθέσεις. Η Εκκλησία καθόριζε το δόγμα, αλλά η αίρεση ήταν μέλημα του αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να την καταπολεμήσει. Για παράδειγμα, ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (4 Απριλίου 1081 - 15 Αυγούστου 1118) επιλήφθηκε προσωπικά της περίπτωσης του Βασιλείου του Βογομίλου και τον έκαψε στην πυρά. Βεβαίως, ο πατριάρχης μπορούσε να επικαλεστεί το εξαιρετικό ηθικό κύρος του και να αψηφήσει τον αυτοκράτορα, αν και σπάνια με επιτυχία. Ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν μπορούσε να συλλάβει και να καθαιρέσει το δημοφιλή πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, έως ότου αυτός έφυγε από την πόλη. Πάντως, τελικά ο Κηρουλάριος συνελήφθη. Ορισμένοι πατριάρχες ήταν τελείως δουλοπρεπείς, ενώ άλλοι είχαν γόνιμη συνεργασία με τον αυτοκράτορα.
Οι πατριάρχες συμμετείχαν ενεργά στις ιεραποστολές και στη διπλωματία, που από βυζαντινή άποψη ήταν αξεχώριστες. Ο πατριάρχης Νικόλαος Α΄ Μυστικός (πατριάρχης 1 Μαρτίου 901 - 1 Φεβρουαρίου 907 και Μάιος 912 - Μάιος 925) επικοινωνούσαν ενεργά με αρχηγούς στη νότια Ιταλία, τη Βουλγαρία και τον Καύκασο. Ιεραποστολές στάλθηκαν στους Σλάβους και στους Ρώσους, με πλέον φημισμένη αυτήν του Κυρίλλου και του Μεθοδίου (893). Στο απόγειο του μεγαλείου του, τον 11ο αιώνα, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε μεγάλο αριθμό προσωπικού, επικεντρωμένου γύρω από τη Μεγάλη Εκκλησία Αγία Σοφία. Ο πατριάρχης βασιζόταν σε πέντε ή έξι κύριους αξιωματούχους: το μέγα οικονόμο, τον επικεφαλής του σακελλίου, το μέγα σακελλάριο, το μέγα σκευοφύλακα, το χαρτοφύλακα και τον πρωτέκδικο. Αυτοί οι αξιωματούχοι συχνά είχαν καθήκοντα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους τίτλους τους. Το Πατριαρχείο καλούσε τακτικά τους μητροπολίτες να συναντηθούν για διάφορα ζητήματα σε σύνοδο ή την ενδημούσα σύνοδο. Το 1107 ο Αλέξιος Α΄ ίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή, αν και ένα πατριαρχικό σχολείο μπορεί να υπήρχε και πιο πριν. Η Εκκλησία και το Πατριαρχείο ήταν ενεργά αναμεμειγμένα στην πολιτιστική αναγέννηση της περιόδου αυτής.

Ύστερη Βυζαντινή περίοδος
Μετά τη Δ΄ Σταυροφορία το 1204, καθώς παρήκμαζε η αυτοκρατορία, το κύρος της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου αυξανόταν, αν και το παλαιότερο μεγαλείο του είχε χαθεί, ακριβώς όπως και η ίδια η πόλη ήταν σκιά της παλαιότερης δόξας της. Εντούτοις, ο πατριαρχικός θρόνος κατεχόταν από ανθρώπους με ταλέντο και ικανότητες, όπως ο μελετητής Γρηγόριος Β΄ της Κύπρου (πατριάρχης 28 Μαρτίου 1283 - Ιούνιος 1289). Οι πατριάρχες, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, θεωρούνταν ότι έπρεπε να συνεργαστούν με τον αυτοκράτορα, αν και υπήρχαν άνδρες που ήταν πιο ανεξάρτητοι στην προσέγγισή τους. Ο ασκητικός Αθανάσιος Α΄ (πατριάρχης Οκτώβριος 1289 - Οκτώβριος 1293, Ιούνιος 1303 - Σεπτέμβριος 1309) επιδίωξε να ενισχύσει τον κανονικό νόμο και καθαιρέθηκε για τη μη δημοφιλή επιμονή του στην αυστηρή μοναστική πειθαρχία. Δεν υποχώρησε ποτέ μπροστά στην αυτοκρατορική θέληση, αλλά καθαιρέθηκε από τον Ανδρόνικο Β΄, που τον είχε ενθρονίσει. Σε μείζον ζήτημα για τον πατριάρχη αναδείχθηκε η ένωση με τη Δυτική Εκκλησία, την οποία υποστήριζαν οι αυτοκράτορες με την ελπίδα της εξασφάλισης στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση. Οι αυτοκράτορες είδαν την ένωση ως πολιτική αναγκαιότητα, προκειμένου να εξασφαλιστεί στρατιωτική βοήθεια. Στη σύνοδο της Λυών (7 Μαΐου - 17 Ιουλίου 1274) ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος έστειλε τρεις αντιπροσώπους και υποσχέθηκε υποταγή της Βυζαντινής Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι καμία επίσημη αντιπροσωπεία δεν παρέστη από την πλευρά της. Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ο πατριάρχης Ιωσήφ Β΄ (πατριάρχης 21 Mαΐου 1416 - 10 Ιουνίου 1439) συνεργάστηκε στενά με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, για την αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση. Όπως και να έχει, αυτοκράτορας και πατριάρχης απέτυχαν να πείσουν το βυζαντινό λαό και τους μοναχούς να δεχτούν ένωση με τη Δύση, την οποία μισούσαν και εχθρεύονταν από την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας (1204).
Ο πατριάρχης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει τη νέα πολιτική πραγματικότητα μιας αυτοκρατορίας υπό συρρίκνωση. Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος ξεκίνησε με εσωτερικό σχίσμα, το αρσενιατικό. Ο πατριάρχης Αρσένιος (πατριάρχης 1255-1259, 1261-1264) αφόρισε το νέο αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, αφότου αυτός τύφλωσε και εκθρόνισε τον Ιωάννη Δ΄, τον τελευταίο αυτοκράτορα από τη δυναστεία των Λασκαριδών. Σε απάντηση, ο Αρσένιος καθαιρέθηκε. Συνεχίστηκε η συνήθης πρακτική: οι αυτοκράτορες πραγματοποιούσαν την άμεση βούλησή τους. αλλά τελικά θριάμβευε η Εκκλησία. Σε αυτή την περίπτωση το σχίσμα δεν αποκαταστάθηκε μέχρι το 1310. Παρομοίως, οι προσπάθειες για ένωση ακολούθησαν αυτό το πρότυπο. Οι αυτοκράτορες ήταν σε θέση να υποσχεθούν ένωση στη Δύση, αλλά η Εκκλησία παρέμενε αδέσμευτη.
Παρά τη συρρίκνωση των πόρων και την πραγματικότητα της φθίνουσας αυτοκρατορίας, το Πατριαρχείο κατάφερνε να αυξήσει το κύρος του σε ορισμένες περιοχές. Η δικαιοδοσία του Αγίου Όρους μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα στον πατριάρχη το 1312. Το κύρος και η εξουσία του πατριάρχη αναγνωρίστηκαν σε περιοχές που ο αυτοκράτορας δεν είχε πλέον ή δεν είχε ποτέ πολιτική εξουσία, όπως στη Ρωσία, ακόμη και μέχρι τη Λιθουανία, αν και πολλές από τις περιοχές αυτές επιδίωκαν την εκκλησιαστική ανεξαρτησία τους πέρα από το σεβασμό τους προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο μοναχισμός και οι ανθρωπιστικές σπουδές εξακολούθησαν να ανθούν με τη στήριξη του Πατριαρχείου. Αν και τελικώς οι Σλάβοι έμελλε να κερδίσουν την εκκλησιαστική ανεξαρτησία τους από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αυτό επέζησε μετά την πτώση της αυτοκρατορίας το 1453.
Θα ήταν απλό αλλά ανακριβές να δει κανείς το Πατριαρχείο ως κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο του κράτους. Το ότι υπήρχε μια ορισμένη σταθερότητα είναι αδιαμφισβήτητο. Από τον Απόστολο Ανδρέα, σύμφωνα με την παράδοση, μέχρι το 1204 υπήρξαν περισσότεροι από 120 επίσκοποι και πατριάρχες. Ο μέσος όρος θητείας ενός πατριάρχη αυτή την περίοδο ήταν εννέα χρόνια. Τριάντα πέντε από αυτούς τους πατριάρχες πέθαναν μετά την παραίτηση ή την καθαίρεσή τους ενώ πέντε καθαιρέθηκαν προσωρινά. Προέρχονταν από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Από το 1204 έως το 1453 υπήρξαν περισσότεροι από 30 πατριάρχες, με μέσο όρο πατριαρχίας τα οκτώ χρόνια. Δεκατέσσερις από αυτούς καθαιρέθηκαν και επτά επανατοποθετήθηκαν. Όλοι ήταν Έλληνες, εκτός από τον Ιωσήφ Β΄ (1416-1439) που ήταν Βούλγαρος. Το 80% των πατριαρχών αυτήν την περίοδο ήταν μοναχοί. Την Οθωμανική περίοδο (1453-περ. 1900) η μέση θητεία ενός πατριάρχη ήταν τα τρία χρόνια. Την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, ο ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εξελίχθηκε αλλά παρέμεινε εντελώς υποταγμένος στην αυτοκρατορική βούληση. Στη Μέση και την Ύστερη περίοδο, το Πατριαρχείο και ο αυτοκράτορας προσπάθησαν να συνεργαστούν αρμονικά. Αν και το Πατριαρχείο κατά καιρούς έπρεπε να υποχωρήσει στην αυτοκρατορική βούληση, σε θέματα δόγματος η Εκκλησία διατήρησε πάντα την ανεξαρτησία της.