Ακάκιος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Ακάκιος ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 472 έως το 489. Είχε διατελέσει, αρχικά, διευθυντής του Ορφανοτροφείου της Κωνσταντινούπολης, προτού ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο ως διάδοχος του Πατριάρχη Γεννάδιου Α’. Αφότου ήρθε σε σύγκρουση με τον σφετεριστή Βασιλίσκο, συνέχισε κατά την διάρκειας της βασιλείας του Ζήνωνα την παραδοσιακή πολιτική η οποία συνιστούσε στην συμμαχία με την Ρώμη εναντίον της Αλεξάνδρειας, της οποίας και καθαίρεσε τον Μονοφυσίτη Πατριάρχη, Πέτρο Μογγό*. Συνειδητοποιώντας, ωστόσο, την σημασία την οποία είχε η ενότητα μεταξύ των ανατολικών επαρχιών για την Αυτοκρατορία, αποκατέστησε τον Πέτρο Μογγό στον θρόνο του, ενώ συνέθεσε υπέρ του Αυτοκράτορα Ζήνωνα το Ενωτικόν (482), συμβιβασμός ο οποίος θα ήταν ικανός, όπως ο ίδιος θεωρούσε, να ενώσει μεταξύ τους Χαλκηδονιακούς και Μονοφυσίτες. Η κίνησή του αυτή οδήγησε στην καταδίκη του από την Ρώμη (484) και, στην συνέχεια, το Ακακιανό Σχίσμα**. Το σχίσμα αυτό έλαβε τέλος με την άνοδο στην εξουσία του Ιουστίνου Α’, ο οποίος και ανακάλεσε το Ενωτικόν, κατά την περίοδο του ποντιφικάτου του Πάπα Ορμίσδα (519).
Πριν την εκλογή του είχε διακριθεί ως πρεσβύτερος για το κοινωνικό του έργο, διετέλεσε μάλιστα και προϊστάμενος αξιόλογου ορφανοτροφείου, όπως αναφέραμε. Η δραστηριότητά του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει την εύνοια του Αυτοκράτορα Λέοντα Α’ του Θράκα, ο οποίος ήταν υποστηρικτής των αποφάσεων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Ακάκιος εξελέγη σε μια εποχή με πολλά προβλήματα, τα οποία προκαλούνταν από τους αντιπάλους των αποφάσεων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, καθώς και από το ζήτημα της έκτασης της δικαιοδοσίας του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης (στις Διοικήσεις Ασίας, Πόντου και Θράκης). Το τελευταίο θέμα προκάλεσε έντονη τριβή με τον Παπικό Θρόνο, καθώς ο τελευταίος αντέδρασε στον 28ο κανόνα της Οικουμενικής αυτής Συνόδου. Η έριδα αυτή ενίσχυσε τις διασπαστικές τάσεις στην Ανατολή. Ο μονοφυσίτης Πατριάρχης Αλεξανδρείας Τιμόθεος ο Αίλουρος ευνόησε την αυτονόμηση του, επίσης μονοφυσίτη, Μητροπολίτη Εφέσου και των επαρχιών της Διοίκησης της Ασίας, κίνηση στην οποία ήταν θετικός και ο σφετεριστής του Αυτοκρατορικού Θρόνου Βασιλίσκος. Ο Βασιλίσκος, προσπαθώντας να προσεταιριστεί τους Μονοφυσίτες, εξέδωσε το λεγόμενο «Εγκύκλιο», το οποίο επέβαλε το Μονοφυσιτισμό.
Ο Πατριάρχης Ακάκιος αντέδρασε σε αυτές τις ενέργειες, με τη βοήθεια μοναστικών ταγμάτων. Αποκήρυξε το «Εγκύκλιο» και προετοίμασε την εκθρόνιση του Αυτοκράτορα. Απέστειλε επιστολή στους ορθόδοξους Πατριάρχες και στον Πάπα Σιμπλίκιο, από τον οποίο εγκωμιάστηκε. Η εκθρόνιση του Βασιλίσκου και η άνοδος στο Θρόνο του Ζήνωνα δικαίωσε τον αγώνα του Ακακίου, καθώς αποκαταστάθηκε η δικαιοδοσία του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης στην Ασιανή διοίκηση και ακυρώθηκε το «Εγκύκλιο» του Βασιλίσκου.
Ο Ζήνων όμως δεν μπορούσε να αγνοήσει τις αποσχιστικές ενέργειες των Μονοφυσιτών στην Αίγυπτο και τη Συρία, που θα είχαν μεγάλο κόστος για την Αυτοκρατορία. Έτσι, με τη συνεργασία του Ακακίου, το 482 εκδόθηκε το «Ενωτικόν» διάταγμα, το οποίο είχε σκοπό να γεφυρώσει τις θεολογικές αντιθέσεις Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αυτό παρέκαμπτε τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις επιστροφής των μετριοπαθών, τουλάχιστον, Μονοφυσιτών. Όμως το διάταγμα αυτό δεν υπογράφτηκε από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Ιωάννη Ταλάια και Αντιοχείας Καλανδίωνα, οι οποίοι εκθρονίστηκαν για το λόγο αυτό και στη θέση τους εξελέγησαν οι Πέτρος Μογγός και Πέτρος Κναφεύς αντιστοίχως.
Εκτός αυτών όμως αντέδρασαν και οι μοναχοί της μονής των Ακοιμήτων, καθώς και ο Πάπας Ρώμης Σιμπλίκιος, ο οποίος αποδοκίμασε όχι μόνο το «Ενωτικόν», αλλά και τον Πατριάρχη Ακάκιο, ενώ ο διάδοχός του Πάπας Φήλιξ Γ’ συνεκάλεσε δύο Συνόδους στη Ρώμη, καθαίρεσε και αφόρισε τον Ακάκιο, θεωρώντας ότι αυτός είχε εμπνεύσει το «Ενωτικόν» στον Αυτοκράτορα. Ο Ακάκιος όμως περιφρόνησε τις Παπικές αποφάσεις, θεωρώντας τες αντικανονικές. Η σύγκρουση που ακολούθησε, οδήγησε στη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας των Θρόνων Ρώμης και Κωνσταντινούπολης για 35 χρόνια, η οποία είναι γνωστή ως «Ακακιανό Σχίσμα». Έτσι, η πολιτική του Ακακίου, ενώ επιδίωκε την ένωση Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, οδήγησε στη διάσπαση των Ορθοδόξων Ανατολής και Δύσης, καθώς και στον κατακερματισμό των Μονοφυσιτών σε μικρότερες ομάδες.
Ο Ακάκιος πέθανε τον Νοέμβριο του 489. Η πολιτική του αποδοκιμάστηκε το 519 από τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο και τον Πάπα Ορμίσδα, με την υπογραφή του λεγόμενου «Τύπου του Πάπα Ορμίσδα***», που σηματοδότησε και τη λήξη του Ακακιανού Σχίσματος.

------------------------------
* Ο Πατριάρχης Πέτρος Γ’ Αλεξανδρείας, ο επονομαζόμενος και Μογγός, θέλοντας να ειρηνεύσει την Εκκλησία της Αλεξανδρείας καίτοι ο ίδιος παρέκκλινε στο μονοφυσιτισμό, συνετέλεσε ώστε ο Αυτοκράτορας Ζήνων να εκδώσει το καλούμενο «Ενωτικό» γράμμα το οποίο αντί να κατευνάσει τα θρησκόληπτα έντονα πάθη των Χριστιανών, το αντίθετο, τα εξέγειρε σε βαθμό που προκάλεσε το διχασμό των μονοφυσιτών της Αλεξανδρείας.

** Το “Ακακιανό Σχίσμα” του 6ου αιώνα πήρε το όνομά του από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Ακάκιο και εμφανίστηκε ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική εκκλησία. Διήρκεσε από το 484 ως το 519.
Το σχίσμα προέκυψε από την εισβολή σφετεριστών στο επισκοπικό αξίωμα στην Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια και την έκδοση του Ενωτικού. Ο αυτοκράτορας Ζήνωνας (και ο διάδοχός του Αναστάσιος Α’) σε μια προσπάθεια να μετριάσει την αντίθεση των μονοφυσιτών με τους ορθόδοξους τριαδιστές εξέδωσε με παρότρυνση του πατριάρχη Ακακίου το 481 το Ενωτικό καταδικάζοντας τον Νεστόριο, αναγνωρίζοντας μόνο τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους και αντιπαρερχόμενος το ζήτημα των δύο φύσεων του Χριστού. Ο πάπας Φήλιξ Γ’ θεωρώντας ότι το Eνωτικό ήταν αποτέλεσμα αιρετικών αντιλήψεων αναθεμάτισε το 484 τον πατριάρχη Ακάκιο και το Ενωτικό προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο το λεγόμενο “Ακακιανό Σχίσμα”. Ο Ακάκιος αντιδρώντας διέγραψε από τα εκκλησιαστικά δίπτυχα τον πάπα.
Ακολούθησε προσπάθεια αποκατάστασης του σχίσματος από τον Πάπα Ορμίσδα το 519 με την υπογραφή εκ μέρους όλων των επισκόπων της Ανατολικής εκκλησίας ενός κειμένου που έγινε γνωστό ως “Ο τύπος του Πάπα Ορμίσδα”.

*** “Ο τύπος του Πάπα Ορμίσδα”, είναι ένα κείμενο το οποίο κλήθηκαν να υπογράψουν όλοι οι επίσκοποι της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, ως αποτέλεσμα της επανένωσης με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης μετά από το σχίσμα που προκάλεσε το Ενωτικόν του αυτοκράτορα Ζήνωνα, το οποίο αναγνώριζε δόγματα και απόψεις των μονοφυσιτών ως ορθόδοξα. Ο τύπος υπογράφηκε στις 28 Μαρτίου του 519 στον καθεδρικό της Κωνσταντινούπολης, παρουσία όλων των Ελλήνων επισκόπων. Ο Ορμίσδας αργότερα αναγνωρίστηκε ως Άγιος.

Ακολουθεί όλο το κείμενο που υπέγραψαν οι Έλληνες επίσκοποι:
“Πρώτη προϋπόθεση για την σωτηρία είναι η διατήρηση της ορθόδοξης πίστης και σε καμία περίπτωση [δεν είναι σωτηρία] η απομάκρυνση από τα δόγματα των Πατέρων. Γιατί είναι αδύνατον οι λέξεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είπε, «Εσύ είσαι Πέτρος, και πάνω σε αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησίαν μου» [Ματ. 16:18], να μην είναι αληθινά. Και η αλήθεια τους αποδείχθηκε από την πορεία της ιστορίας, αφού στην Αποστολική Έδρα [της Ρώμης] η Ορθοδοξία διατηρήθηκε πάντοτε αναλλoίωτη. Από αυτήν την ελπίδα και πίστη εμείς δεν επιθυμούμε να χωριστούμε και ακολουθώντας την πίστη των Πατέρων, αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις και συγκεκριμένα, τον αιρετικό Νεστόριο, πρώην Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος αναθεματίστηκε από την Σύνοδο της Εφέσου, από τον Όσιο Κελεστινό, Πάπα [Επίσκοπο Ρώμης], και από τον Κύριλλο, επίσκοπο Αλεξανδρείας. Κι εμείς, λοιπόν, αναθεματίζουμε τους Ευτύχη και Διόσκορο από την Αλεξάνδρεια, οι οποίοι αναθεματίστηκαν από την αγία Σύνοδο της Χαλκηδόνας, την οποία ακολουθούμε και σεβόμαστε.
Αυτή η Σύνοδος, μαζί με την αγία Σύνοδο της Νίκαιας δίδαξε την αποστολική πίστη. Και εμείς καταδικάζουμε τον δολοφόνο Τιμόθεο Αίλουρο και τον Πέτρο [Μογγός] από την Αλεξάνδρεια, τον μαθητή του και ακόλουθό του σε όλα. Επίσης αναθεματίζουμε τον βοηθό και πιστό τους, Ακάκιο από την Κωνσταντινούπολη, επίσκοπο αναθεματισμένο από την Ρώμη, και όλους όσους παραμένουν σε επαφή και συντροφιά με αυτόν. Επειδή ο Ακάκιος ήρθε σε Κοινωνία και Ένωση με αυτούς, αξίζει να καταδικαστεί ομοίως με αυτούς. Καθώς επίσης, καταδικάζουμε τον Πέτρο από την Αντιόχεια μαζί με όλους τους μαθητές του και μαζί με τους μαθητές όλων αυτών που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Μένοντας πιστοί λοιπόν, όπως είπαμε παραπάνω, και ακολουθώντας σε όλα την Αποστολική Έδρα και κηρύττοντας όλες τις αποφάσεις της, επικυρώνουμε και εγκρίνουμε όλες τις επιστολές του Πάπα Αγ. Λέοντα που έγραψε όσον αφορά την Χριστιανική πίστη. Και ελπίζω να κριθώ άξιος να είμαι μαζί σου σε ένωση με ότι η Αποστολική Έδρα της Ρώμης κηρύττει και διδάσκει, στην οποία [Έδρα της Ρώμης], βρίσκεται ολόκληρη, αληθινή και τέλεια η ασφάλεια της Χριστιανικής πίστης. Υπόσχομαι, ότι από τώρα και στο εξής όσοι είναι χωρισμένοι από την Καθολική Εκκλησία, δηλαδή όσοι διαφωνούν με την διδασκαλία της Αποστολικής Έδρας δεν θα μνημονεύονται κατά την διάρκεια των Θείων Μυστηρίων. Όμως, αν παραβιάσω την παραμικρή από τις μαρτυρίες μου [που υπογράφω σε αυτόν τον Τύπο], τότε ο ίδιος δηλώνω ότι είμαι συνεργός όσων καταδίκασα. Υπογράφω την μαρτυρία μου με το ίδιο μου το χέρι και το παραδίδω σε εσένα, Ορμίσδα, Παναγιώτατο Πάπα της Αποστολικής Έδρας της Ρώμης”.

Στον τύπο, που υπογράφτηκε το 519, προβαλλόταν, για πρώτη φορά επίσημα, η αποδοχή από τις Εκκλησίες της Ανατολής του παπικού πρωτείου. Το Ενωτικό ακυρώθηκε, τα ονόματα των Μονοφυσιτών πατριαρχών διαγράφηκαν από τα Δίπτυχα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, στα οποία αποκαταστάθηκαν τα ονόματα των ορθοδόξων πατριαρχών, και διακηρύχθηκε η εμμονή στο κύρος των δογματικών αποφάσεων τής Δ’ Οικουμενικής συνόδου. Με την άρση τού Ακακιανού Σχίσματος αποκαταστάθηκε και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, αλλά η απόσχιση τών Μονοφυσιτών έγινε οριστική. Ο τύπος χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της Α’ Βατικανικής Συνόδου ως απόδειξη για την εξάσκηση του Παπικού Πρωτείου και του Παπικού Αλάθητου.

Θεοδόσιος Γ’ ο Αδραμυττηνός

Χρυσός σόλιδος με τη μορφή του Θεοδοσίου Γ’.
Ο Θεοδόσιος Γ’ ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 715 έως το 717. Καταγόταν από το Αδραμύττιο της Μυσίας και ήταν εισπράκτορας φόρων στη πατρίδα του.
Όταν την άνοιξη του 715 ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Β’ προετοιμαζόμενος να φέρει αποφασιστικό χτύπημα εναντίον του Αράβων, αφού συγκέντρωσε τον Βυζαντινού στόλο στην Ρόδο από όπου θα εξορμούσε για τα παράλια της Φοινίκης, διέταξε την επιβίβαση στα Βυζαντινά πλοία ταγμάτων από το Θέμα του Οψικίου το οποίο περιελάμβανε την Μυσία, Βιθυνία και Φρυγία. Τα τάγματα όμως αυτά στασίασαν και κήρυξαν έκπτωτο τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Β’ και αναγόρευσαν στο Αδραμύττιο αυτοκράτορα τον φοροεισπράκτορα Θεοδόσιο. Αφού στρατολόγησαν πολλούς Γοτθογραικούς -εξελληνισμένους Οστρογότθους, από την Φρυγία και την Λυκία- ξεκίνησαν κατά της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνοντας κατά τον πλού τους και όσα εμπορικά πλοία συναντούσαν. Στόλος και στρατός των στασιαστών έφθασαν μπροστά από την Πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 715 και τελικά την κατέλαβαν τα Παλάτια με προδοσία τον Φεβρουάριο του 716. Ο Θεοδόσιος τήρησε την συμφωνία με τον Αναστάσιο Β’ και τον άφησε να ζήσει εξορίζοντάς τον στην Θεσσαλονίκη. Ήταν όμως άνθρωπος ανάξιος για να κυβερνήσει. Το κράτος παρέλυσε. Φοβερή αναρχία επικράτησε σε όλους τους κλάδους της διοίκησης, η πειθαρχία του στρατού εξαφανίστηκε και οι εχθροί της Αυτοκρατορίας άρχισαν να λεηλατούν τις επαρχίες. Ο στρατηγός των ανατολικών επαρχιών Λέων – ο μετέπειτα αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος – μαζί με τον στρατηγό των Αρμενίων Ατράβασδο, δεν αναγνώρισαν την κυριαρχία του Θεοδοσίου.
Εν τω μεταξύ οι Άραβες ολοκλήρωσαν τις ετοιμασίες τους και αφού συγκέντρωσαν μία τεράστια για την εποχή τους στρατιωτική δύναμη ξεκίνησαν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Το πρώτο κύμα του στρατού τους υπό τον στρατηγό Σουλαϋμάν πέρασε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ενώ ακολουθούσε άλλος στρατός υπό την αρχηγία του Μασλαμά, αδελφού του Χαλίφη. Ο στόλος υπό την αρχηγία του Ουμάρ παράπλεε τα Μικρασιατικά παράλια. Ο στρατηγός Λέων διαβλέποντας τον κίνδυνο της φοβερής αυτής αραβικής επέλασης οχύρωσε το μεγάλο φρούριο της Φρυγίας Αμόριο, αναγκάζοντας τους Άραβες να κατευθυνθούν προς την Καππαδοκία οι κάτοικοι της οποίας κάτω από την πίεση του πολυάριθμου στρατού συνθηκολόγησαν. Στη συνέχεια οι Άραβες κατευθύνθηκαν μέχρι τη Βιθυνία και την Μυσία και κατέλαβαν την Έφεσο όπου και αποφάσισαν να περάσουν τον χειμώνα του 716 αναβάλλοντας την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης για την επόμενη άνοιξη.
Εκμεταλλευόμενος ο Λέων την στρατοπέδευση των Αράβων στην Έφεσο και φοβούμενος ότι εάν ο Θεοδόσιος συνέχιζε να βρίσκεται στον Θρόνο, η Κωνσταντινούπολη θα έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών, κατά τα τέλη του 716 προήλασε μέχρι την Νικομήδεια όπου κατατρόπωσε τον γιο του Θεοδοσίου ο οποίος είχε σταλεί για να αναχαιτίσει τον Λέοντα. Στην συνέχεια φθάνει στην Χρυσούπολη όπου ήλθε σε συνεννόηση με την Σύγκλητο και τον Πατριάρχη Γερμανό, υποσχόμενος να αφήσει αβλαβή τον Θεοδόσιο και τον γιο του. Έτσι εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη όπου στέφεται στην Αγιά Σοφιά αυτοκράτορας στις 25 Μαρτίου του 717. Ο Θεοδόσιος που ποτέ δεν είχε την φιλοδοξία να γίνει αυτοκράτορας, αλλά προήχθη στο ανώτατο αξίωμα από τον στρατό ο οποίος τον ήθελε υποχείριό του, παραιτήθηκε αμέσως και μαζί με τον γιο του έγιναν μοναχοί και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην Έφεσο όπου μετά τον θάνατό του τάφηκε στον Ναό του Αγίου Φιλίππου. Στο μνήμα του διέταξε να γραφεί μία μόνο λέξη : <ΥΓΕΙΑ>

Κωνσταντίνος Λάσκαρης (ο άστεπτος αυτοκράτορας)

*Για τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, παρά τις προσπάθειές μας, δεν βρήκαμε φωτογραφία ή κάτι που να τον απεικονίζει…

Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου για μερικούς μήνες από το 1204 έως τις αρχές του 1205. Γεννήθηκε από μια ευγενή αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστή Βυζαντινή οικογένεια. Ήταν γιος του Μανουήλ Λάσκαρη και της Ιωάννας Καράτζαινας, αδελφός του μετέπειτα αυτοκράτορα Θεόδωρου Α’ Λάσκαρη.
Σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό γι’ αυτόν πριν από τα γεγονότα της Δ’ Σταυροφορίας.
Γενναίος, με προϋπηρεσία διοίκησης επίλεκτων μονάδων στις μάχες με τους σταυροφόρους, όχι όμως πάντα επιτυχώς. Ήταν από τους διακεκριμένους υπερασπιστές της Πόλης. Εξελέγη από το λαό, ενώ ο εχθρός ήταν ήδη εντός των τειχών.
Το βράδυ της 12ης Απριλίου του 1204, μετά τη φυγή του Αλεξίου Ε’ Δούκα Μούρτζουφλου και καθώς οι Σταυροφόροι θα έμπαιναν το πρωί στην πόλη, ο λαός μαζεύτηκε στην Αγιά Σοφιά για να εκλέξει νέο αυτοκράτορα. Υποψήφιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, που είχε συμμετάσχει γενναία στην άμυνα της Πόλης και ο Κωνσταντίνος Δούκας, επίσης ικανός στρατιωτικός.
Επειδή όμως ο λαός δεν μπορούσε να αποφασίσει μεταξύ των δύο υποψηφίων, καθώς και οι δύο ήταν νέοι και είχαν αποδεδειγμένες στρατιωτικές δεξιότητες, επιλέχθηκε με κλήρωση ο Λάσκαρης.
Παρά το αποτέλεσμα της κλήρωσης, ο Λάσκαρης αρνήθηκε να δεχτεί την αυτοκρατορική πορφύρα από τον Πατριάρχη Ιωάννη Ι’ Καματηρό και έτσι έμεινε ως “ο άστεπτος αυτοκράτορας”…
Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, στο έργο του “Χρονική Διήγησις” σελ. 572 αναφέρεται σε αυτό το γεγονός:  
“...τὸ πρωτεῖον εἰληφὼς ὁ Λάσκαρις τά μεν τῆς βασιλείας οὐ προσίεται σύμβολα…”
Κατόπιν ο Λάσκαρης προέτρεψε τον συγκεντρωμένο λαό να αντισταθεί στους Λατίνους εισβολείς με όλη τους τη δύναμη. Ωστόσο, το πλήθος δεν θέλησε να διακινδυνεύσει σε μια τόσο μονόπλευρη σύγκρουση, κι έτσι ο Λάσκαρης γύρισε στους Βάραγγες και ζήτησε την υποστήριξή τους. Αν και οι λόγοι του προς στιγμήν έπεσαν σε κωφάδες, συμφώνησαν να πολεμήσουν με αυξημένους μισθούς. Αλλά τελικά όμως όλοι τον εγκατέλειψαν. Βλέποντας ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ότι όλα χάθηκαν, εγκατέλειψε γρήγορα την πρωτεύουσα στις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Απριλίου του 1204. Έφυγε με πλοίο για τη Βιθυνία. Εκεί ο αδελφός του Θεόδωρος συγκέντρωσε στρατό και έστειλε τον Κωνσταντίνο να καταλάβει το Αδραμύττιο από τον Ερρίκο της Φλάνδρας, Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Στη μάχη του Αδραμυττίου που έγινε στις 19 Μαρτίου του 1205 ο Βυζαντινός στρατός ηττήθηκε και έκτοτε δεν αναφέρεται ο Κωνσταντίνος, ίσως λοιπόν σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε.
Το 1205 ο αδελφός του Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης αξίωσε το δικαίωμα να είναι αυτοκράτορας των Ρωμαίων.
Με τη σειρά τους οι σταυροφόροι και οι Βενετοί στην Κωνσταντινούπολη ήταν αποφασισμένοι να αντικαταστήσουν την αυτοκρατορία των Σχισματικών Ελλήνων με μία δική τους αυτοκρατορία.
Την κρίσιμη εκείνη περίοδο κατά την οποία φαινόταν ότι η Αυτοκρατορία είχε καταστραφεί, γεννήθηκε η ελπίδα για νίκη επί των σταυροφόρων και για επιστροφή στις ημέρες ακμής της Αυτοκρατορίας. Μαζί με τα σταυροφορικά κράτη που δημιουργούνταν στον ελλαδικό χώρο και στην Μικρά Ασία δημιουργούνταν και κράτη από πρώην Βυζαντινούς αξιωματούχους και αριστοκράτες με στόχο την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας. Αυτά ήταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου που ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνούς, και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας που ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Λάσκαρη.
Η Νίκαια είναι το μέρος όπου μετοίκησε η Αυλή και σταδιακά -αλλά όχι αμαχητί- θα γίνει το νέο κέντρο του Βυζαντίου.
-------------------------------------
Σημ.: Δεδομένου του προφανώς δευτερεύοντος ρόλου του Κωνσταντίνου κάτω από τον αδελφό του Θεόδωρο το 1205, ιστορικοί όπως ο Sir Steven Runciman και ο Donald Queller, ισχυρίστηκαν ότι ήταν στην πραγματικότητα ο Θεόδωρος και όχι ο Κωνσταντίνος που ήταν στην Αγιά Σοφιά εκείνη τη μοιραία ημέρα.
Αυτή η αβεβαιότητα, συν το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης παρέμεινε άστεπτος σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι καταμερισμένος στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες γι’ αυτό και δεν του αποδίδεται αριθμός.
Εάν είχε γίνει η στέψη, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης θα έπρεπε να αριθμηθεί ως ΙΑ’ και ο επόμενος Κωνσταντίνος, ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, θα έπρεπε να είναι ο ΙΒ’.
Ουσιαστικά δεν κυβέρνησε ποτέ. Δεν έχει αρίθμηση (π.χ. ΙΑ’) επειδή δεν συγκαταλέγεται πάντα ανάμεσα στους ηγέτες του Βυζαντίου, αλλά το γεγονός είναι ότι είχε οριστεί για λίγο βασιλεύς χωρίς κανένας άλλος να φέρει αυτόν τον τίτλο.

Ελευθέριος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Ο Ελευθέριος διαδέχτηκε τον Διογένη και ήταν επίσκοπος Βυζαντίου για επτά χρόνια (129 - 136).

Βαλεντινιανός Α’

Χρυσός Σόλιδος με τη μορφή του Βαλεντινιανού.
Ο Βαλεντινιανός Α’, ή Ουαλεντινιανός ήταν αυτοκράτορας του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από το 364 μέχρι το 375.
Ο Βαλεντινιανός, δέκα μέρες μετά το θάνατο του προκατόχου του Ιοβιανού, εξελέγη αυτοκράτορας από τον Στρατό ως Ουαλεντινιανός Α΄. Ήταν αγράμματος, χριστιανός και ταπεινής καταγωγής, αλλά ικανός στρατιωτικός, με επιβλητικό παράστημα και ευέξαπτο χαρακτήρα. Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, όρισε συναύγουστο τον νεώτερο αδελφό του Ουάλη. Στον αδελφό του, ο Βαλεντινιανός Α' ανέθεσε τη διοίκηση των ανατολικών επαρχιών. Τα επόμενα χρόνια τα δύο αδέλφια πολέμησαν στη Γαλατία εναντίον βαρβαρικών φυλών, στα βόρεια εναντίον των Γότθων και ανατολικά εναντίον των Περσών. Το 375, ο Βαλεντινιανός Α' πέθανε από αποπληξία.
Απολογιστικά το έργο του ήταν θετικό για την Αυτοκρατορία. Ήταν ικανός και ανεκτικός ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των υπηκόων του, αλλά η αυστηρότητά του τον είχε καταστήσει ελάχιστα δημοφιλή. Πριν πεθάνει, όρισε ως διάδοχο τον γιο του Γρατιανό και αργότερα τον γιο του από άλλο γάμο, επίσης Βαλεντινιανός (μετέπειτα αυτοκράτορας Βαλεντινιανός Β’). Ο Ουάλης κυβέρνησε από κοινού με τον Γρατιανό, μέχρι το θάνατό του σε μάχη κατά των Γότθων στην Αδριανούπολη, το 378.

Ρωμανός Β’ ο Πορφυρογέννητος

Ο Ρωμανός Β’ στο νεκροκρέβατό του. 
(Μικρογραφία από το χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, Εθνική βιβλιοθήκη της Ισπανίας).
Ένθετο κάτω αριστερά: Χρυσός σόλιδος του Ρωμανού Β’.
Ο Ρωμανός Β’ ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις 6 Νοεμβρίου του 959 έως τις 15 Μαρτίου του 963. Προηγουμένως είχε στεφθεί ως συν-αυτοκράτορας στις 6 Απριλίου του 945. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Κωνσταντίνο Ζ’ το 959 (6 Νοεμβρίου), σε ηλικία 20 ετών.
Ο Ρωμανός Β’ ήταν γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ και της Ελένης Λεκαπηνής, κόρης του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ και της συζύγου του, Θεοδώρας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 939 και πήρε το όνομα του παππού του από τη μεριά της μητέρας του. Το 944, σε ηλικία μόλις 5 ετών, τον πάντρεψαν με τη Μπέρθα, νόθα κόρη του Ούγου της Προβηγκίας, βασιλιά της Ιταλίας, με σκοπό τη σύναψη συμμαχίας. Μετά το γάμο τους, η Μπέρθα άλλαξε το όνομά της σε Ευδοκία αλλά πέθανε πρόωρα το 949 πριν γεννήσει κληρονόμο, με αποτέλεσμα να μη γίνει ποτέ ένας πραγματικός γάμος και να διαλυθεί η συμμαχία. Στη συνέχεια, ο Ρωμανός Β’ ερωτεύτηκε την ωραία Αναστασία (κόρη ταβερνιάρη από την Σπάρτη) την οποία μετονόμασε Θεοφανώ. Εικοσαετής διαδέχθηκε τον πατέρα του που πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 959.
Ο Ρωμανός Β’ ήταν νέος ωραίος αθλητικού παραστήματος, νοήμων, ευπαίδευτος και φίλαθλος, συνεχώς ασχολούμενος με το κυνήγι και παραμελώντας ενίοτε τα καθήκοντά του. Είχε όμως τη δεξιότητα να αναθέτει τα μεγαλύτερα του κράτους υπουργήματα σε άνδρες ικανούς και δραστήριους. Τη διαχείριση όλης της βασιλικής εξουσίας εμπιστεύθηκε στον Ιωσήφ Βρίγγα και αρχιστρατήγους του (δομεστίκους των σχολών) όρισε για τα μεν στην Ασία στρατεύματα τον Νικηφόρο Φωκά, των δε ευρωπαϊκών περιοχών τον αδελφό του Λέοντα Φωκά.
Το 960 θέλησε να ανακαταλάβει την Κρήτη από την αραβική κυριαρχία παρά την αντίθετη άποψη των περισσοτέρων συγκλητικών, φοβουμένων τη δυσχέρεια της επιχείρησης. Έτσι κάλεσε από τη Μικρά Ασία τον Νικηφόρο Φωκά και του ανέθεσε την αρχηγία της εκστρατείας που τελικά στέφθηκε με επιτυχία.
Στο μεταξύ οι Άραβες της Κιλικίας, επωφελούμενοι από την απομάκρυνση του Νικηφόρου, εισέβαλαν με πολύ στρατό στο βυζαντινό έδαφος υπό τον Εμίρη Σαΐφ αλ-Ντάουλα. Εναντίον αυτών ο Ρωμανός έστειλε τον Λέοντα Φωκά, το έργο του οποίου ολοκλήρωσε ο Νικηφόρος Φωκάς. Αυτός μετά την επιστροφή του από τη Κρήτη (961) επέστρεψε στη Μικρά Ασία και πολύ σύντομα κατατρόπωσε τελείως τους Άραβες, εκπορθώντας 60 κάστρα και παίρνοντας χιλιάδες αιχμαλώτους και αμύθητη λεία.
Στο μέσο των μεγάλων αυτών επιτυχιών, στις 15 Μαρτίου 963, ο Ρωμανός Β’ πέθανε αιφνίδια. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς είναι πιθανόν να δηλητηριάστηκε από τη σύζυγό του Θεοφανώ. Η Θεοφανώ ήταν γυναίκα λαϊκής καταγωγής, κόρη ταβερνιάρη, και το πραγματικό όνομά της φέρεται πως ήταν Αναστασώ. Στη Θεοφανώ καταλογίζεται και ο θάνατος (επίσης από δηλητηρίαση) του πατέρα του Ρωμανού, αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, αλλά και η δολοφονία του επόμενου συζύγου της Νικηφόρου Φωκά, έπειτα από συνωμοσία με τον ανιψιό του Νικηφόρου και τότε εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή. Άλλες εκδοχές για τον θάνατο του Ρωμανού Β’ είναι ότι πέθανε αιφνίδια από συγκοπή καρδιάς λόγω βιαίων ασκήσεων ή ότι αρρώστησε και πέθανε μετά από μια μεγάλη κυνηγετική εξόρμηση.
Τον διαδέχθηκαν οι γιοί του Βασίλειος Β’ και Κωνσταντίνος Η’ επιτροπευόμενοι από τη μητέρα τους Θεοφανώ, η οποία όμως σύντομα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά. Ο Ρωμανός Β’ είχε και δύο κόρες, τη Θεοφανώ που παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Β’ το 972, και την Άννα που το 989 παντρεύτηκε τον Ρως ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο τον Μέγα.

Πολύκαρπος Α΄ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Ο Πολύκαρπος Α', υπήρξε επίσκοπος του Βυζαντίου (71 - 89). Αφού διετέλεσε τρία έτη σε χηρεία η επισκοπή των Βυζαντίων εξελέγη ο Πολύκαρπος επίσκοπος σε διαδοχή του Ονήσιμου το 71. Επισκόπευσε δεκαοκτώ έτη και απεβίωσε το 89. Το λείψανο του απετέθη στο ναό της Αργυρούπολης, όπως και των προκατόχων του.
Κατά την αρχιερατεία του Πολυκάρπου, τα τελευταία οκτώ έτη (81-89) εμαίνετο ο διωγμός του αυτοκράτορα Δομιτιανού εναντίον των Xριστιανών.