Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας σε χρυσό ιστάμενον του 11ου αι.
Ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας ήταν αυτοκράτορας από το 1059 έως το θάνατό του το 1067.
Ήταν γιος του Ανδρόνικου Δούκα, ενός Παφλαγόνα ευγενή, ο οποίος υπηρέτησε κατά πάσα πιθανότητα ως κυβερνήτης του θέματος της Μοισίας.
Ο Κωνσταντίνος Ι’ νυμφεύθηκε πρώτα την κόρη του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού, ενός κυβερνητικού αξιωματούχου, μέλους της αριστοκρατικής οικογένειας των Δαλασσηνών, και στρατηγού του πρώτου μισού του 11ου αιώνα.
Ο Κωνσταντίνος απέκτησε δύναμη όμως όταν παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, κόρη του Ιωάννου Μακρεμβολίτου και ανιψιά του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου. Το 1057 υποστήριξε τον σφετερισμό του θρόνου από τον Ισαάκιο Α’ Κομνηνό αλλά σταδιακά τάχθηκε με την αυλική γραφειοκρατία εναντίον των μεταρρυθμίσεων του νέου αυτοκράτορα. Παρά τη σιωπηρή αντίδρασή του, το Νοέμβριο του 1059 επελέγη από τον άρρωστο Ισαάκ ως διάδοχός του, υπό την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού. Έπειτα από λίγο ο Ισαάκιος εγκατέλειψε τον θρόνο, καταφεύγοντας σε μοναστήρι και στις 24 Νοεμβρίου του 1059 ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας στέφθηκε αυτοκράτορας.
Η άνοδός του στο θρόνο ήταν θρίαμβος της αριστοκρατίας, αλλά ο θρίαμβος αυτός αποδείχθηκε οδυνηρός για την Αυτοκρατορία δεδομένου ότι ο Κωνσταντίνος φάνηκε ανίκανος στη διοίκησή της.
Ο νέος ηγεμόνας έδωσε εξουσία σε δύο νεαρούς γιους του, διόρισε τον αδελφό του, Ιωάννη Δούκα, Καίσαρα και αποδύθηκε σε πολιτική υπέρ της αυλικής αριστοκρατίας και του κλήρου. Περικόπτοντας σημαντικά την εκπαίδευση και την οικονομική ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων, μοιραία αποδυνάμωσε τη βυζαντινή άμυνα σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο, το οποίο συμπίπτει με τη επέκταση προς τα δυτικά των Σελτζούκων - Τούρκων και των Τουρκομάνων συμμάχων τους.
Ο Κωνσταντίνος έγινε σύντομα μισητός στους υποστηρικτές του Ισαάκιου στην στρατιωτική αριστοκρατία, οι οποίοι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν το 1061. Επιπλέον, έχασε κάθε δημοτικότητα στις λαϊκές τάξεις, έπειτα από την αύξηση που επέβαλε στους φόρους, προσπαθώντας να πληρώσει μετά από πολύ καιρό τα μέλη του στρατεύματος.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής Ιταλίας από τους Νορμανδούς εκτός από την περιοχή γύρω από το Μπάρι, αν και υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντός του για τη διατήρηση της Απουλίας διορίζοντας τουλάχιστον τέσσερις στρατηγούς στην Ιταλία.
Η Αυτοκρατορία υπέστη, επίσης, επιδρομές από τον Αλπ Αρσλάν, στη Μικρά Ασία, το 1064 και από τους Ούζους στη Βαλκανική το 1065.
Ο Κωνσταντίνος, γέρος, ήδη, και με κλονισμένη υγεία όταν ανέβηκε στον θρόνο, πέθανε στις 22 Μαΐου του 1067. Τον διαδέχθηκαν οι νεαροί γιοί του υπό την κηδεμονία της μητέρας τους, Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας.

Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας

Ο Μέγας Κωνσταντίνος προσφέρει την Κωνσταντινούπολη στην Παναγία. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τη νοτιοδυτική είσοδο της Αγια Σοφιάς.
Με λίγα λόγια…
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος, από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ιστορίας, υπήρξε σίγουρα σπουδαίος θεμελιωτής. Θεμελίωσε τη νέα πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, μια νέα δυναστεία, αλλά και μια νέα θρησκεία, που έμελλε να μονοπωλήσει το λατρευτικό στερέωμα της Ύστερης Αρχαιότητας. Αν και στα πρώιμα στάδια της καριέρας του και της ζωής του ενεπλάκη σε εμφύλιους πολέμους και ενδοοικογενειακές διαμάχες που κατέληξαν σε λουτρά αίματος, στη συνέχεια μεταμελήθηκε και αγιοποιήθηκε από τη χριστιανική Εκκλησία, την οποία φαίνεται ότι προστάτεψε ενεργά, βγάζοντάς την από την παρανομία. Ο βιογράφος του, ο Ευσέβιος της Καισαρείας, φρόντισε να απαλύνει τα ζοφερά σημεία και να τονίσει τα λαμπερά στοιχεία της προσωπικότητάς του και η Ιστορία, που αγαπά τις εκρηκτικές προσωπικότητες, του χάρισε το επίθετο Μέγας.

Και με πιο πολλά…
Ρωμαίος αυτοκράτορας (324-337). Ονομάστηκε Μέγας για το πολυσύνθετο έργο του, που επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την παγκόσμια ιστορία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο, επειδή υποστήριξε παντοιοτρόπως τον Χριστιανισμό. Η μνήμη του συνεορτάζεται μαζί με αυτή της μητέρας του Αγίας Ελένης στις 21 Μαΐου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν τον έχει εντάξει στη χωρεία των Αγίων της, επειδή η ιστορική έρευνα του χρεώνει τη διαταγή για τη δολοφονία του γιου του Κρίσπου και της δεύτερης γυναίκας του Φαύστας (Κρίσπος και Φαύστα πρέπει να είχαν ερωτική σχέση, σύμφωνα τα νεώτερα ιστορικά δεδομένα).
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272 στην Ναϊσσό της Άνω Μοισίας (σήμερα Νις Σερβίας) και ήταν γιος του ρωμαίου αξιωματικού Κωνστάντιου Χλωρού και της συζύγου ή παλλακίδας του Ελένης. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα κοντά στον πατέρα του και από νεαρής ηλικίας κατατάχθηκε στον ρωμαϊκό στρατό, όπου διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες και την εν γένει προσωπικότητά του. Η προώθηση του πατέρα του στα ανώτατα κλιμάκια της αυτοκρατορίας βοήθησε και τη δική του ανέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία της Ρώμης.
Το 305 ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία του στη Μεγάλη Βρετανία και μετά τον θάνατό του (7 Ιουλίου του 306) ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα διάδοχός του με τον τίτλο του Αυγούστου στο Εβόρακο (σήμερα Γιορκ). Σε μία περίοδο μεγάλων εντάσεων στην αυτοκρατορία εξαιτίας της πολυαρχίας, ο Κωνσταντίνος θέλησε να γίνει κυρίαρχος πρώτα στο Δυτικό τμήμα και στη συνέχεια στο Ανατολικό. Γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να επικρατήσει του άλλου Αύγουστου της Δύσης, του Μαξέντιου.
Οι στρατοί του Κωνσταντίνου και του Μαξέντιου συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 312 στα περίχωρα της Ρώμης, κοντά στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη. Την παραμονή της μάχης, στις 27 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος είδε το περίφημο όραμά του, σύμφωνα με το οποίο ακτίνες φωτός σχημάτισαν στον ουρανό ένα σταυρικό σύμπλεγμα με τη φράση “Εν τούτω Νίκα”. Το περιστατικό αυτό, το οποίο το θεώρησε ως “θεία έμπνευση”, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του ικανότητες, τον οδήγησαν την επομένη (28 Οκτωβρίου) σε μία περήφανη νίκη επί του Μαξέντιου, που τον κατέστησε κυρίαρχο της Δύσης.
Παρότι δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον Χριστιανισμό, διείδε τη δυναμική της θρησκείας αυτής και αποφάσισε να την υιοθετήσει και να την εντάξει στην πολιτική του. Το 313 υπέγραψε με τον σύμμαχό του στην Ανατολή Λικίνιο το “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, με το οποίο κατοχυρωνόταν η αρχή της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας στην επικράτειά του. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από το 311 με το διάταγμα του αυτοκράτορα Γαλέριου, που έπαυε τους διωγμούς κατά των χριστιανών.
Οι φιλοδοξίες του Κωνσταντίνου δεν σταματούσαν με την επικράτησή του στη Δύση. Ήθελε να κυριαρχήσει σε όλη την αυτοκρατορία και γι' αυτό πολύ γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τον σύμμαχό του στην Ανατολή και γαμπρό του Λικίνιο (Ο Λικίνιος ήταν σύζυγος της αδελφής του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίας). Ο Κωνσταντίνος επικράτησε σε σειρά μαχών και ναυμαχιών και το 324 έγινε κυρίαρχος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Μετά την επικράτησή του, κύριο μέλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανόρθωση της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Με μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησε, αποκατέστησε την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και περιόρισε τις κεντρόφυγες τάσεις, με την κατάργηση των αξιωμάτων του Αύγουστου και του Καίσαρα, ενώ περιόρισε σημαντικά τις εξουσίες της Συγκλήτου. Στο οικονομικό πεδίο, έκοψε νέο νόμισμα, το σόλιδο και προέβη σε μαζικές αγορές χρυσού, που όχι μόνο το σταθεροποίησαν, αλλά το κατέστησαν το σταθερότερο νόμισμα στη διεθνή αγορά μέχρι τον 11ο αιώνα. Στο διοικητικό πεδίο, η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ριζική ανανέωση της αυτοκρατορίας που επιδίωκε ο Κωνσταντίνος. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330.
Η εύνοια του Κωνσταντίνου προς την εκκλησία εκδηλώθηκε με το σταθερό του ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της εσωτερικής της ενότητας, που είχε διαρρηχθεί από την αίρεση του Αρειανισμού. Γι’ αυτό το λόγο συγκάλεσε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικουμενική Σύνοδο, που καθόρισε το δόγμα του Χριστιανισμού (“Πιστεύω”). Λίγο πριν από τον θάνατό του στις 22 Μαΐου του 337, ο  Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε νυμφευθεί δύο φορές: Το 303 τη Μινερβίνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κρίσπο και το 307 τη Φαύστα, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο, τον Κώνστα, την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Το 326 ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή για τη δολοφονία του μεγαλύτερου γιου του Κρίσπου και της δεύτερης συζύγου του Φαύστας, επειδή, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τους υποπτευόταν ότι διατηρούσαν ερωτική σχέση. Εξ΄ αυτού του λόγου, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον Μέγα Κωνσταντίνο ως Άγιο.

Τιμόθεος Α’ - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Τιμόθεος Α’ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 511 ως το 518.
Πριν την εκλογή του ήταν πρεσβύτερος και σκευοφύλακας στην Αγιά Σοφιά. Αναφέρεται ότι ήταν άνθρωπος κακοήθης, και για το λόγο αυτό του είχαν αποδοθεί τα παρωνύμια Κήλων, Λιτροβόλης και Λιτροβούλβης. Ορίστηκε Πατριάρχης το 511, όταν με ενέργειες του Αυτοκράτορα Αναστασίου παύθηκε ο Πατριάρχης Μακεδόνιος Β’, διότι δε δεχόταν να καταδικάσει τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Τιμόθεος πολέμησε με σφοδρότητα τους οπαδούς του προκατόχου του, Μακεδόνιου, ενώ όπως αναφέρει ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης, δεν ξεκινούσε τη Θεία Λειτουργία σε κάποιο ναό, εάν πρώτα δεν έσπαγε την εικόνα του Πατριάρχη Μακεδόνιου.
Πρώτη του ενέργεια, σε σύμπραξη με τον Αυτοκράτορα, ήταν να συγκαλέσει Σύνοδο επισκόπων, η οποία καθαίρεσε τον Μακεδόνιο, θεραπεύοντας έτσι την αντικανονικότητα της απομάκρυνσής του από το Θρόνο. Κατόπιν ο Τιμόθεος έστειλε προς όλους τους επισκόπους επιστολές με την καθαίρεση του Μακεδονίου, ζητώντας τους να προσυπογράψουν. Άλλοι το έκαναν, άλλοι όχι.
Όταν κάποτε πήγε στη Μονή του Δίου, προκειμένου να χειροτονήσει νέο ηγούμενο, εκείνος αρνήθηκε να χειροτονηθεί από Πατριάρχη που δε δέχεται τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο. Τότε ο Τιμόθεος αναφώνησε «ἀνάθεμα παντὶ ἀνθρώπῳ μὴ δεχομένῳ τὴν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον», οπότε έγινε η χειροτονία. Ο αρχιδιάκονος του Τιμοθέου διεμήνυσε την ομολογία αυτή στον Αυτοκράτορα Αναστάσιο, ο οποίος οργίστηκε και ζήτησε εξηγήσεις. Τότε ο Τιμόθεος είπε «ἀνάθεμα παντὶ ἀνθρώπῳ δεχομένῳ τὴν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον». Ο Αναστάσιος πίεζε όλους τους επισκόπους να αποκηρύξουν τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, πράγμα που έκανε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Όταν μαθεύτηκε όμως αυτό, σαράντα επίσκοποι της Ιλλυρίας και της Ελλάδας απέκοψαν κάθε κοινωνία με τον Πατριάρχη Τιμόθεο και προσαρτήθηκαν στον Πάπα Ρώμης.
Για το θέμα της αναγνώρισης της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου γίνονταν την εποχή εκείνη πολλές επαναστάσεις του λαού, σε μια από τις οποίες ο όχλος σκότωσε κάποιον μοναχό, φίλο του Αυτοκράτορα, έμπηξαν το κεφάλι του σε ξύλο και το περιέφεραν στην Πόλη φωνάζοντας «οὗτός ἐστιν ὁ φίλος τοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος». Έκτοτε έπαυσαν οι διωγμοί των Ορθοδόξων.
Αναφέρεται ότι ο Πατριάρχης Τιμόθεος καθιέρωσε να λέγεται το Σύμβολο της Πίστεως σε κάθε Λειτουργία, αν και άλλοι το αποδίδουν στον Πέτρο Κναφέα, Πατριάρχη Αντιοχείας.
Ο Τιμόθεος πέθανε το 518.

Άνθιμος Α’ - Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Άνθιμος Α’ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για λιγότερο από ένα χρόνο, από το 535 ως το 536.
Πριν την εκλογή του ήταν Μητροπολίτης Τραπεζούντας. Ήταν ευνοούμενος της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, κατόπιν επιθυμίας της οποίας πείστηκαν πολλοί επίσκοποι και τον εξέλεξαν.
Οι απόψεις του δεν ήταν εντελώς ορθόδοξες. Αμέσως μετά την εκλογή του συνδέθηκε με τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο αντιμονοφυσίτης Πατριάρχης Αντιοχείας το ανέφερε στον Πάπα Αγαπητό, ο οποίος συνεκάλεσε Σύνοδο, η οποία τον καθαίρεσε, στις 18 Μαΐου 536. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε από αυτοκρατορικό διάταγμα της 6ης Αυγούστου του 536. Στις αποφάσεις της Συνόδου αυτής ενέδωσε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός, τον οποίο ο Αγαπητός έπεισε να εκθρονίσει και να εξορίσει τον Άνθιμο, μαζί με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Μετά την καθαίρεση του Άνθιμου (ή ίσως και πριν από αυτήν),  εξελέγη Πατριάρχης ο Μηνάς, κατ' επιλογή του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
Έκτοτε, ο Άνθιμος παρέμεινε υπό την προστασία της Αυτοκράτειρας, μέχρι το θάνατό της, 12 χρόνια αργότερα (548), οπότε και ο Ιουστινιανός ανακάλυψε ότι όλα αυτά τα χρόνια ζούσαν άνετα στα διαμερίσματά της στο Παλάτι.

Λέων ΣΤ’ ο Σοφός

Αριστερά βλέπουμε λεπτομέρεια από ψηφιδωτή παράσταση του 9ου αι. στην Αγιά Σοφιά, που απεικονίζει τον Λέοντα ΣΤ’ να αποτίει φόρο τιμής στον Χριστό και ένθετο: χάλκινο νόμισμα με τη μορφή του.
Δεξιά το βυζαντινό αυτοκρατορικό στέμμα που φορούσε ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός ως παιδί το οποίο χρησιμεύει ως βάση για το γλυπτό από φυσικό κρύσταλλο που φέρει μπροστά του επίχρυσο ασημένιο αγαλματάκι της Θεοτόκου.
Το κρύσταλλο και το αγαλματάκι είναι του 13ου αιώνα, το στέμμα τέλος του 9ου αρχές του 10ου αιώνα. (Από το θησαυρό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία).
Ήταν γιός του Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα και της Ευδοκίας Ιγγερινής. Γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 866.
Συν-αυτοκράτορας με τον αδελφό του Αλέξανδρο αλλά αλλά κυβέρνησε μόνος όταν ανέλαβε την εξουσία σε ηλικία 20 ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του.
Έλαβε επιμελημένη μόρφωση και δάσκαλός του υπήρξε ο Πατριάρχης Φώτιος. Χάρη στην ευρεία του μόρφωση έλαβε και το προσωνύμιο “Σοφός”. Μπορεί να ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, αλλά ήταν ανίκανος όμως ως στρατηγός.
Έγραψε αρκετά βιβλία, όπως πολιτικές δημηγορίες, λειτουργικά ποιήματα και θεολογικά συγγράμματα. Το κυριότερο έργο του είναι το Νομοθετικό. Κωδικοποίησε τους νόμους σε 60 βιβλία τα “Βασιλικά”, γραμμένα στα ελληνικά, όπου ενσωμάτωσε τον Ιουστινιάνιο κώδικα. Εισήγαγε νέους νόμους με 114 βιβλία, τις “Νεαρές”, εξέδωσε το “Βιβλίο του Έπαρχου” το οποίο ασχολείται με την οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου.
Στο στρατιωτικό σκέλος κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις των Αράβων, δίχως ωστόσο να καταφέρει να τους εκδιώξει από την Κρήτη και να εμποδίσει την κατάληψη της Σικελίας.
Συμμάχησε με τους Ούγγρους καταφέρνοντας να αποκρούσει τον Τσάρο της Βουλγαρίας Συμεών επεκτείνοντας τα όρια της Αυτοκρατορίας στα Δυτικά έως την Αδριατική και στα Βόρεια ως τη Βλαχία και μέρος της Ουγγαρίας.
Εντούτοις, δεν μπόρεσε να αποκρούσει μεταγενέστερη επίθεση των Βουλγάρων με αποτέλεσμα την απώλεια της Αλβανίας και μεγάλου μέρους της Μακεδονίας.
Είχε άστατο χαρακτήρα όπως φανερώνει και ο ταραχώδης βίος του. Ανάγκασε σε παραίτηση το δάσκαλό του Φώτιο από τον πατριαρχικό θρόνο για να ανεβάσει στο πατριαρχικό αξίωμα τον ξάδελφό του Στέφανο.
Παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Για αρχή παντρεύτηκε (για πολιτικούς λόγους) την Θεοφανώ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ευδοκία. Όταν πέθανε η Θεοφανώ, δόθηκε η δυνατότητα στο Λέοντα να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζωή Ζαούτσαινα, η οποία όμως πέθανε άτεκνη σε δύο χρόνια. Κατόπιν παντρεύτηκε την Ευδοκία Βαϊανή, η οποία πέθανε κατά τη διάρκεια της γέννησης του γιου του, ο οποίος επίσης δεν επιβίωσε.
Έτσι έχοντας συνάψει τρεις γάμους, κατέφυγε σε μεθοδεύσεις ούτως ώστε να γίνει δεκτός από την Εκκλησία ένας τέταρτος γάμος. Παντρεύτηκε εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών από τους αυστηρότερους εκπροσώπους του κλήρου την παλλακίδα του Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία πριν το γάμο τους ακόμα γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο.
Αποτέλεσμα ήταν, ο Πατριάρχης Νικόλαος Α’ ο Μυστικός λόγω του έκκλητου βίου του Λέοντα να τον εκδιώξει από τη λειτουργία στο ναό της Αγιά Σοφιάς. Έτσι οργισμένος ο Λέων τον αντικατέστησε με τον Ευθύμιο, ο οποίος και νομιμοποίησε τον τέταρτο και τελευταίο γάμο του Λέοντα..
Μετά από αυτό η διαδοχή του θρόνου από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο ήταν καθ’ όλα “νόμιμη” αφού ο αυτοκράτορας εξασφάλισε έτσι την αναγνώριση του Κωνσταντίνου ως νόμιμου γιου.
Με τον τρόπο αυτό άρχισε η έριδα γύρω από την "τεταρτογαμία", τον τέταρτο (παράνομο) γάμο του Λέοντα, ο οποίος συγκλόνισε τη βυζαντινή κοινωνία και επανέφερε την παλαιά διαίρεση μεταξύ των οπαδών του Φωτίου και του Ιγνατίου.
Ο Λέων πέθανε (από φυσικά αίτια) στις 11 Μαΐου 912.
Εντούτοις, πριν από το θάνατό του επανέφερε το Νικόλαο Μυστικό στον εκκλησιαστικό θρόνο ως πράξη μετανοίας.

Ουάλης

Χρυσός Σόλιδος με τη μορφή του Ουάλη.
Ο Ουάλης ή Βάλης, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 364 έως το 378. Του δόθηκε το ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας από τον αδελφό του, Βαλεντινιανό Α’, μετά την άνοδο του τελευταίου στο θρόνο. Ο Ουάλης, μερικές φορές γνωστός ως ο "τελευταίος αληθινός Ρωμαίος", ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη της Αδριανούπολης, η οποία σημάδεψε την αρχή της κατάρρευσης της φθίνουσας Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Αφού αντιμετώπισε επιτυχώς, μέχρι το 366 με τη μάχη στα Θυάτειρα της Λυδίας, την εξέγερση του σφετεριστή αξιωματικού Προκόπιου, εξαδέλφου του νεκρού Ιουλιανού και σύμφωνα με τις φήμες επιθυμητού διαδόχου του τελευταίου, προχώρησε στη ρύθμιση των θεμάτων τα οποία βασάνιζαν την επικράτειά του. Σε μία εποχή σφοδρών θρησκευτικών συγκρούσεων στον μεσογειακό κόσμο, αν και αρειανός Χριστιανός, παρείχε θρησκευτική ελευθερία και ανεξιθρησκία στους υπηκόους του, παρόλο που ανέχθηκε ορισμένες βεβηλώσεις παγανιστικών ιερών. Αρχικά, αντιμετώπισε με επιτυχία τις συνοριακές στρατιωτικές προκλήσεις.
Ο Ουάλης ενεπλάκη σε μία νέα σύρραξη με τους Πέρσες του Σαπώρη Β’, ο οποίος ήθελε να εκμεταλλευτεί περαιτέρω τη νίκη του 363 (όπου ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιοβιανός είχε παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις και προνόμια στην Περσία) ανατρέποντας το ρωμαιόφιλο χριστιανικό καθεστώς της ανεξάρτητης Αρμενίας και εισβάλλοντας στην Καυκάσια Ιβηρία. Ο Ουάλης, σε μία προσπάθεια να αποτρέψει αυτές τις δυσάρεστες για την αυτοκρατορία εξελίξεις, αλλά και να αντισταθμίσει την ταπεινωτική συνθηκολόγηση του Ιοβιανού, αναμείχθηκε στις εσωτερικές υποθέσεις της Αρμενίας. Συγκεκριμένα, παραβίασε τους όρους της συνθήκης του 363, τοποθετώντας στον θρόνο του κράτους ως ρωμαϊκό ανδρείκελο τον Παπ έναν εκπρόσωπο της Αρμενικής δυναστείας των Αρσακιδών γιό του προηγούμενου βασιλιά της Αρμενίας Αρσάκη Β' που είχε αυτοκτονήσει στις φυλακές του Σαπώρη (370). Συγκρούστηκε στρατιωτικά με τους Πέρσες (371) για να υπερασπίσει την επιλογή αυτή, ο Σαπώρης αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή λόγω των κουσανικών επιδρομών στις ανατολικές περσικές επαρχίες αλλά το 376 ο πόλεμος μεταξύ των δύο Μεγάλων Δυνάμεων φαινόταν πια αναπότρεπτος.
Ωστόσο τα σχέδια του Ουάλη ανατράπηκαν από μία εξέγερση των Τανούκ, εκχριστιανισμένων ομόσπονδων αραβικών φύλων τα οποία περιπολούσαν τα σύνορα με την έρημο της Συρίας για λογαριασμό της Ρώμης. Η εξέγερση ήταν θρησκευτικά υποκινούμενη καθώς οι Τανούκ επί καιρό ζητούσαν μάταια από την Κωνσταντινούπολη ορθόδοξο επίσκοπο στην περιοχή τους αντί για αρειανό, και υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Μαβίας, της επικεφαλής τους υπό φοιδερατικό καθεστώς, ξεκίνησαν έναν επιτυχή ανταρτοπόλεμο φθοράς κατά των ρωμαϊκών φρουρών της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Συρίας. Μάλιστα οι αραβικές δυνάμεις, έχοντας πολεμήσει ως σύμμαχοι με τους Ρωμαίους επί έναν αιώνα, αποδείχθηκαν ικανοί ακόμα και σε τακτικές μάχες.
Την ίδια στιγμή μία ελεγχόμενη εγκατάσταση φοιδεράτων Γότθων στη Μοισία και στη Θράκη κατέληξε σε στάση, περαιτέρω γερμανική εισβολή και λεηλασίες στα Βαλκάνια. Ο Ουάλης παραμέρισε τις βλέψεις του στην Αρμενία, σύναψε αμέσως ειρήνη με τη Μαβία (ικανοποιώντας τα αιτήματά της) και μάλιστα ζήτησε τη βοήθειά της για τη συγκράτηση της γοτθικής απειλής. Όμως η εκστρατεία του στη Θράκη κατέληξε σε καταστροφή: οι Ρωμαίοι ηττώνται στη μάχη της Αδριανούπολης (9 Αυγούστου του 378) και στο τέλος της μέρας τα δύο τρίτα των στρατιωτών τους κείτονται νεκρά, μαζί με τον ίδιο τον Ουάλη. Επρόκειτο για τη χειρότερη ήττα της ρωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής από την εποχή της μάχης του Τευτοβούργιου Δρυμού και έδειξε σε όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές ότι το ρωμαϊκό πεζικό, θεωρούμενο ως τότε σχεδόν ανίκητο, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το συνδυασμό ισχυρών πεζών και έφιππων βαρβαρικών δυνάμεων. Ακόμη σπουδαιότερο ήταν το δυσαναπλήρωτο κενό από έμπειρους στρατιώτες το οποίο άφησε αυτή η δεινή ήττα. Αυτό το κενό ανάγκασε τον διάδοχο του Ουάλη, Θεοδόσιο Α’, να προχωρήσει σε εκτεταμένη στρατολόγηση γερμανικών φύλων, με αντίστοιχη παραχώρηση σε αυτά ολόκληρων περιοχών της αυτοκρατορίας.