Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος

Αριστερά: Ο Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος. Μικρογραφία από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά, δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, (Biblioteca Estense Universitaria, Μόντενα).
Δεξιά: Σταυράτον του Ανδρόνικου Δ’ Παλαιολόγου. Το σταυράτον υπήρξε αργυρό νόμισμα της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος ήταν πρωτότοκος υιός του Ιωάννη Ε’ και της Ελένης Καντακουζηνής, γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1348.
Είχε νυμφευθεί την κόρη του Βουλγάρου τσάρου Ιβάν Αλεξάνδρου των Σρατσιμίρ, Μαρία Κυράτζα (μετέπειτα μοναχή Μακαρία).
Στις 17 Αυγούστου του 1355 η μόλις επτάχρονη Μαρία αποφασίστηκε να νυμφευτεί το συνομήλικό της διάδοχο-αυτοκράτορα, για πολιτικούς λόγους. Για να συναφθεί όμως ένας τέτοιος αρραβώνας και γάμος απαραίτητη ήταν η έγκριση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, οπότε χρειάστηκε ειδική συνοδική απόφαση, ώστε να υπάρχει και η συγκατάθεση της Εκκλησίας. Έτσι, το Πατριαρχείο ευλόγησε το συνοικέσιο, αφού γίνεται προς κοινό όφελος των χριστιανών. Η επιχειρούμενη βέβαια βυζαντινοβουλγαρική συμμαχία δεν τελεσφόρησε, με αποτέλεσμα το 1364 να οδηγηθούν τα κράτη σε ένοπλη σύγκρουση.
Ο Ανδρόνικος ήταν άνθρωπος με ακτινοβολούσα, λαοφιλή αλλά και κενόδοξη προσωπικότητα, που αδημονούσε για την αυτόνομη άσκηση της εξουσίας, (συν-αυτοκράτορας από το 1352) μιας και ο πατέρας του ήταν μόλις 16 χρόνια μεγαλύτερός του.
Αρχικά επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του πατέρα του σε διπλωματική περιοδεία στο εξωτερικό έως το 1369. Οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τον Ούγγρο ηγεμόνα Λουδοβίκο A’, η αισχρή για το λαό υποταγή του Ιωάννη Ε’ στον πάπα Ουρβανό και η ένδεια του αυτοκράτορα κατά την επίσκεψή του στη Βενετία για διευθέτηση οφειλών, δημιουργούσαν στην πρωτεύουσα κλίμα απογοήτευσης και αγανάκτησης προς τον απροκάλυπτα δυτικόφιλο Ιωάννη Ε’. Έτσι ο Ανδρόνικος φανέρωσε έμπρακτα τις προθέσεις του. Όμως αδράνησε προκλητικά, όταν ουσιαστικά ο πατέρας του ήταν όμηρος των Βουλγάρων (Βίντιν, 1366) και χρειάστηκε η επέμβαση του Αμεδέου της Σαβοΐας (εξαδέλφου του Ιωάννη Ε’) για να ελευθερωθεί, αλλά και όταν ο Ιωάννης Ε’ ζήτησε οικονομική βοήθεια, ενώ βρισκόταν στη Βενετία, η συνδρομή του ευπειθούς Μανουήλ ήταν που τελικά έδωσε τη λύση. Επιπρόσθετα οι σχέσεις πατέρα και πρωτότοκου γιου ψυχράθηκαν περισσότερο, επειδή ο Ιωάννης Ε’ συμφώνησε με τους Βενετούς την παραχώρηση της νήσου Τενέδου, μήλο της έριδας μεταξύ των μεγάλων ιταλικών ναυτικών δυνάμεων Βενετίας και Γένοβας, με την οποία Γένοβα συνεργαζόταν μυστικά ο Ανδρόνικος.
Η πρώτη ένοπλη προσπάθεια του Ανδρόνικου να καταλάβει την εξουσία το 1373 απέτυχε.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φυλακιστεί μαζί με την Μαρία και το μικρό γιο τους, Ιωάννη, αφού τιμωρήθηκαν με τύφλωση. Πρώτα φυλακίζονται στον Πύργο του Ανεμά και στη συνέχεια στη Μονή Καυλέως, συνολικά τρία έτη. Η εκτέλεση της εντολής δεν επέφερε βέβαια πλήρη τύφλωση, μια και σε διάστημα σχεδόν δύο χρόνων η όραση των κρατουμένων επανήλθε σε τέτοια επίπεδα, ώστε να διεκδικήσουν την εξουσία.
Η απόδραση της οικογένειας έρχεται ως επακόλουθο των καλών σχέσεων του σφετεριστή με τους Γενουάτες, αλλά επίσης είναι αξιομνημόνευτη η διαρκής φροντίδα της Μαρίας προς τους πάσχοντες οφθαλμολογικά άντρες, το σύζυγο και το γιο, που θεραπεύονται χάρη και σε κάποια αλοιφή από τους Γενοβέζους.
Το 1376, λοιπόν, ακολουθεί τον Ανδρόνικο στο Παλάτιον, όντες οι δυο τους πλέον το αυτοκρατορικό ζεύγος (για τα επόμενα τρία χρόνια), μιας και ο Ανδρόνικος οργάνωσε πραξικόπημα που αυτή τη φορά πέτυχε. Κέρδισε βέβαια το θρόνο με την υποστήριξη του Μουράτ Α’ στον οποίο είχε υποσχεθεί την Καλλίπολη (που είχε ανακτηθεί το 1366).
Συνέλαβε και φυλάκισε τον Ιωάννη Ε’ και τον αδελφό του Μανουήλ. Έτσι κάθισε στο θρόνο από το 1376 μέχρι το 1379, παρεμβάλλοντας τη βασιλεία του σε αυτή του πατέρα του. Ευνόησε όμως υπερβολικά τους Γενουάτες παραχωρώντας την Τένεδο. Για το λόγο αυτό, Τούρκοι και Ενετοί στράφηκαν εναντίον του και υποστήριξαν ξανά τον πατέρα του. Το 1379 ο Ιωάννης Ε’ και ο Μανουήλ απελευθερώθηκαν, πιθανόν από τους Τούρκους και τους Βενετούς, σταθερά εχθρούς του Ανδρόνικου, λόγω της φιλικής προς τους Γενουάτες πολιτικής του.
Ο Ανδρόνικος ανατράπηκε. Επέστρεψε μετά από συμβιβασμό σαν συν-αυτοκράτορας και διάδοχος το 1381 και του παραχωρήθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, καθώς και δικαίωμα διαδοχής στο βυζαντινό θρόνο από το γιο του Ιωάννη. Πέθανε στις 28 Ιουνίου του 1385 χωρίς να γίνει βασιλιάς ξανά.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Ανδρόνικου αναγκάζει τη χήρα του, πλέον, να αναλάβει την προστασία του διαδόχου Ιωάννη, όμως την περίοδο 1399-1402 επανέρχεται στην Πόλη με το γιο της που αντικαθιστά προσωρινά τον Μανουήλ. Τελικά κείρεται μοναχή και πεθαίνει λίγο μετά, το 1404.

Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Αποστάτης

Λεπτομέρεια από άγαλμα του Ιουλιανού του Παραβάτη το οποίο βρίσκεται στο
Frigidarium du Musée de Cluny, στο Παρίσι.
Ένθετο: Σόλλιδος με τη μορφή του.
Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου από το 361 έως το 363 μ.Χ. Γεννήθηκε το 331 στην Κωνσταντινούπολη ως Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός και ήταν γιος του Ιουλίου Κωνστάντιου, ετεροθαλούς αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Προσπάθησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία στην Αυτοκρατορία και από τους Εθνικούς αποκαλέστηκε Μέγας. Για τους Χριστιανούς και την Ιστορία είναι ο «Παραβάτης» και ο «Αποστάτης», καθ’ ότι ανατράφηκε χριστιανός, αλλά στράφηκε στον παγανισμό, κερδίζοντας έτσι τη φήμη του ως «αποστάτης», ενώ του αποδίδονται και τα επίθετα «Ειδωλιανός», «Αδωναίος», «Καυσίταυρος» και «Πισαίος».
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον σκύθη ευνούχο Μαρδόνιο, ο οποίος εμφύσησε στον νεαρό Ιουλιανό την αγάπη για την Αρχαία Ελλάδα. Μετά τη συνομωσία του εξαδέλφου του, αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β’, εναντίον μελών της οικογένειάς του, ο Ιουλιανός μετέβη μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Γάλλο στη Νικομήδεια, όπου ήταν μητροπολίτης ο αδελφός της μητέρας του Ευσέβιος. Ο Ευσέβιος έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη μόρφωσή του ανιψιού του, αλλά μετά το θάνατό του το 342 τα δύο αδέλφια εστάλησαν στην Καπαδοκία.
Το 348 και για μια τριετία ο Ιουλιανός επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρακολούθησε μαθήματα με τους ρήτορες Νικοκλή και Εκήβολο. Το 351 εξαναγκάσθηκε να εγκατασταθεί και πάλι στη Νικομήδεια. Προσπάθησε να παρακολουθήσει μαθήματα του εθνικού σοφιστή Λιβάνιου, που αναγνωριζόταν ως κύριος εκφραστής της ελληνικής θρησκείας, αλλά ο αυτοκράτωρ του το απαγόρευσε. Ο Ιουλιανός φρόντισε, όμως, να προμηθευτεί αντίγραφα των μαθημάτων του και να μυηθεί στην αρχαία ελληνική διανόηση. Την τριετία 351-354, που παρέμεινε στη Νικομήδεια, έδειξε ενδιαφέρον για τον νεοπλατωνισμό του Ιάμβλιχου, γνωρίζοντας τον μαθητή του Αιδέσιο.
Την εποχή αυτή χρονολογείται και η οριστική απομάκρυνσή του από τον Χριστιανισμό. Στις «Επιστολές» του προς τον Λιβάνιο αναφέρει ότι καθοριστικός παράγοντας για τη μεταστροφή του ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός του εξαδέλφου του αυτοκράτορα και η ανάγνωση των Ομηρικών Επών. «Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία. Υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. Αύτη εστίν η σοφία υμών» έλεγε.
Το 354 ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος δίνει εντολή για τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του Γάλλου, που ήταν Καίσαρ. Ο Ιουλιανός τότε οδηγήθηκε στο Μιλάνο, όπου παρέμεινε σε απομόνωση για ένα εξάμηνο, με διαταγή του καχύποπτου εξαδέλφου του. Με τη μεσολάβηση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, που τον συμπαθούσε ιδιαιτέρως, αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Ανατολή. Καθ’ οδόν, επισκέφθηκε την Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα με τους φιλοσόφους Προαιρέσιο και Ίμερο. Στην Αθήνα συνάντησε και δύο παλιούς του γνώριμους από τη Νικομήδεια, τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ενώ μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια, που είχαν απαγορευτεί.
Το 355 η Ευσέβεια πείθει τον Κωνστάντιο να διορίσει τον Ιουλιανό Καίσαρα της Δύσης με έδρα το Μιλάνο. Την ίδια χρονιά, νυμφεύεται τη αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη. Αμέσως, αναλαμβάνει την αρχηγία των στρατευμάτων της Γαλατίας με σκοπό να εξουδετερώσει τις καταστρεπτικές επιδρομές των διαφόρων γερμανικών φύλων. Παρότι χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση, ο Ιουλιανός επιδεικνύει αξιοσημείωτες ηγετικές ικανότητες.
Με νέα έδρα το Παρίσι, κατορθώνει να περιορίσει τους Φράγκους και τους Αλαμανούς πέραν του Ρήνου. Παράλληλα, προβαίνει σε αναδιοργάνωση της Γαλατίας, προωθώντας διοικητικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι κοινωνικές παροχές προκαλούν την αποδοχή του λαού και το φθόνο του αυτοκράτορα και της αυλής του. Στον ελεύθερο χρόνο του, ο Ιουλιανός συνεχίζει τη μελέτη φιλοσοφικών έργων και γράφει τα πρώτα του κείμενα.
Ο θάνατος της αυτοκράτειρας Ευσεβίας το 359 αύξησε την καχυποψία του Κωνστάντιου για τον Ιουλιανό. Οι σχέσεις των δύο ανδρών έφθασαν σε οριστική ρήξη, όταν ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον νεαρό Καίσαρα την αποστολή στρατιωτικών τμημάτων από τη Γαλατία για να ενισχύσουν την κατά των Περσών εκστρατεία του. Κάποιες από τις μονάδες του Ιουλιανού αρνήθηκαν και τον ανακήρυξαν Αύγουστο. Ο Ιουλιανός, έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ζήτησε από τον Κωνστάντιο την αναγνώριση του τίτλου του. Η άρνηση του αυτοκράτορα έθεσε σε εφαρμογή τα φιλόδοξα σχέδιά του.
Το 361, με την προτροπή συμβούλων και φίλων του, διέσχισε τον Ρήνο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Στρατοπέδευσε στη Ναϊσό, γενέτειρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έχοντας την υποστήριξη του Δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Στις 9 Νοεμβρίου 361 ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος πέθανε ξαφνικά, με αποτέλεσμα ο επικείμενος Εμφύλιος Πόλεμος να αποφευχθεί. Στις 11 Δεκεμβρίου 361 ο Ιουλιανός εισέρχεται θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και αναγορεύεται αυτοκράτωρ.
Πρώτο μέλημα του νέου ηγέτη του Βυζαντίου ήταν η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του παλατιού με την προώθηση των δικών του ανθρώπων, αλλά και η τιμωρία των δολοφόνων του πατέρα του. Τρεις ήταν οι βασικοί στόχοι της πολιτικής του: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής, η θρησκευτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η εξουδετέρωση του περσικού κινδύνου.
Το πολύμορφο πρόγραμμά του αποσκοπούσε στην αποκέντρωση της αυτοκρατορικής διοικήσεως, στη δραστική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, στην εκτέλεση έργων κοινωνική πρόνοιας, στη δημιουργία μιας εθνικής εκκλησίας και την κατάρτιση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος με ιδιαίτερη έμφαση στο πνεύμα και όχι το γράμμα των κλασσικών κειμένων.
Το 362 με διάταγμά του αποκαθιστά την Εθνική θρησκεία, καθιερώνοντας την αρχή της ανεξιθρησκίας. Οι κλεισμένοι αρχαίοι ναοί ανοίχθηκαν και η εκκλησιαστική περιουσία δόθηκε στους δικαιούχους της. Οι χριστιανοί απομακρύνθηκαν από τα υψηλά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ενώ αποκλείστηκαν ως δάσκαλοι από τα σχολεία της Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βλάση Φειδά, η ενοθεϊστική θρησκειακή σύνθεση του Ιουλιανού είχε θεό μιθραϊκό, θεολογία νεοπλατωνική και οργάνωση χριστιανική, ενώ διατήρησε πολλά στοιχεία του ειδωλολατρικού πανθέου. Ο βασιλεύς Ήλιος ήταν ο υπέρτατος θεός, η ελληνική φιλοσοφία ήταν η πνευματική υποδομή της νέας θρησκείας και η ειδωλολατρική λατρεία η μόνη παραδεκτή για τη διάπλαση των ηθών, ενώ για το ιερατείο επεφύλασσε τελετουργικά και διδακτικά καθήκοντα. Ωστόσο, ο Ιουλιανός είχε βαθιά γνώση του χριστιανισμού και μεγάλο θαυμασμό για την κοινωνική του αλληλεγγύη.
Στο πλαίσιο της ανεξιθρησκίας, ο Ιουλιανός στράφηκε προς τους Εβραίους και τους παρότρυνε να ασκήσουν τη θρησκεία του με κάθε ελευθερία. Όταν εκείνοι του εξήγησαν ότι μπορούν να λατρεύουν τον Θεό τους, μόνο στο Ναό του Σολομώντος, που από αιώνες κειτόταν σε σωρό ερειπίων, ο αυτοκράτωρ διέταξε τον άμεσό συνεργάτη Αλύπιο να επιληφθεί της ανοικοδομήσεώς του. Ο Ιουλιανός στόχευε αφ’ ενός στην εξασφάλιση ενός χρήσιμου συμμάχου στα όρια της αυτοκρατορίας, αφ’ ετέρου στη διάψευση της προφητείας του Ιησού ότι ο Ναός θα έμενε γκρεμισμένος στους αιώνας.
Ο ενθουσιασμός, όμως, του Ιουλιανού για την ειδωλολατρία αποδείχθηκε ανεδαφικός, καθώς η χριστιανισμός είχε αποκτήσει βαθιές ρίζες στην Αυτοκρατορία. Χαρακτηριστικός είναι ο χρησμός που φαίνεται να του έδωσαν το Μαντείο των Δελφών: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος, έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ». Ο ίδιος ο Ιουλιανός απέκτησε σαφέστερη αντίληψη όταν αποδοκιμάστηκε και λοιδωρήθηκε στην Αντιόχεια, θέλοντας να επαναφέρει τη λατρεία του θεού Απόλλωνα σ’ ένα εγκαταλειμμένο ναό στα περίχωρα της πόλης. Την ημέρα της τελετής μόνο ο ίδιος, ο ιερέας του ναού και μια χήνα έδωσαν το «παρών», όπως αναφέρει ο Ιουλιανός σ’ ένα σύγγραμμά του.
Κατά την παραμονή του στην Αντιόχεια εξεστράτευσε εναντίον των Περσών, που με τον αρχηγό τους Σαπώρη Β’ παρενοχλούσαν με τις επιδρομές τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός νίκησε σε όλες τις μάχες του αντιπάλους του κι έφθασε μέχρι την πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα, την οποία πολιόρκησε. Στις 26 Ιουνίου 363 πληγώθηκε από δόρυ στο συκώτι κατά τη διάρκεια αψιμαχιών με διασκορπισμένες περσικές δυνάμεις. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του τις πέρασε στη σκηνή του, συζητώντας με τους φιλοσόφους Πρίσκο και Μάξιμο για την αθανασία της ψυχής. Ο Ιουλιανός ξεψύχησε με τη φράση «Νενίκηκάς με, Ναζωραίε», αναγνωρίζοντας το μάταιο της προσπάθειάς του για την αναβίωση της αρχαίας θρησκείας. Πάντως, η φράση του αυτή αμφισβητείται ιστορικά.
Ποιο χέρι έριξε το μοιραίο δόρυ; Οι απόψεις διίστανται. «Οικείος στρατιώτης» γράφει ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης, «Άγνωστον Πόθεν» διαπιστώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός, ενώ ο Λιβάνιος είναι κατηγορηματικός: «εν τοις ημετέροις ήν ο φονεύς», εννοώντας ότι αυτός που τον σκότωσε ήταν χριστιανός.
Με το θάνατο του Ιουλιανού έσβησε και το όραμά του για την αναβίωση της ειδωλολατρίας. Ακόμη και οι εχθροί του αναγνώρισαν, όμως, ότι υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, παρότι κυβέρνησε μόλις για ενάμισι χρόνο. Ο Ιουλιανός υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτωρ της Κωνσταντίνειας δυναστείας. Τον διαδέχθηκε στο θρόνο του Βυζαντίου ο Ιοβιανός, που ήταν ο αρχαιότερος αξιωματικός της ανακτορικής φρουράς με καταγωγή από την Παννονία, σημερινή Ουγγαρία.

Νεστόριος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Νεστόριος όπως τον οραματίστηκε ο Ολλανδός μπαρόκ, ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και καρικατουρίστας του 17ου αιώνα Romeyn de Hooghe, στο βιβλίο “Ιστορία της εκκλησίας και αιρετικοί”.
Ο Νεστόριος διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως από τις 10 Απριλίου του 428 ως τις 22 Ιουνίου του 431. Ήταν εισηγητής της αίρεσης του Νεστοριανισμού, η οποία οδήγησε στο ομώνυμο σχίσμα.
Γεννήθηκε περί το 386 στη Γερμανίκεια της βυζαντινής Συρίας (σημερινό Καχραμανμαράς της Τουρκίας). Έλαβε αξιόλογη μόρφωση και ήταν μαθητής του Αντιοχειανού θεολόγου Θεοδώρου Μοψουεστίας, στη διδασκαλία του οποίου έχει τις ρίζες της και η διδασκαλία του Νεστοριανισμού. Εκάρη μοναχός στη Μονή του Αγίου Ευπρεπίου της Αντιόχειας, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και απέκτησε μεγάλη φήμη, χάρη στην ευγλωττία και τη θεολογική του μόρφωση.
Η φήμη του οδήγησε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να τον προωθήσει στον Θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Σισινίου.
Η χριστολογική του διδασκαλία οδήγησε στην έριδα περί των υποστάσεων του Ιησού Χριστού. Η έριδα ξεκίνησε όταν άρχισε να κηρύττει κατά της χρήσης του όρου «Θεοτόκος» για την Παναγία, και να προβάλλει αντ' αυτού τον όρο «Χριστοτόκος». Κατ' αυτόν τον τρόπο διαχώριζε το πρόσωπο του Χριστού σε θεϊκή και ανθρώπινη υπόσταση και τόνιζε ότι η Παναγία γέννησε την ανθρώπινη υπόστασή του, όχι τη θεϊκή. Στη θεολογική αυτή έριδα, ο Νεστόριος βρήκε αντίπαλό του τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, του οποίου βασική θέση ήταν ότι ο Νεστόριος κατ' ουσίαν αρνούνταν την ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού, παρουσιάζοντας τον Ιησού ως δύο διαφορετικά πρόσωπα, ένα ανθρώπινο και ένα θείο, ενωμένα σε ένα πρόσωπο. Ο Κύριλλος βρήκε συμπαραστάτη στις θέσεις του τον επίσκοπο Ρώμης Κελεστίνο Α΄.
Για την επίλυση της έριδας, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ συνεκάλεσε το 431 στην Έφεσο την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, υποστηρίζοντας τις θέσεις του Νεστορίου. Η Σύνοδος όμως αυτή υιοθέτησε τις απόψεις του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και του Κελεστίνου Ρώμης, καθώς οι υποστηρικτές του Νεστορίου δεν υπερίσχυσαν. Έτσι, ο Νεστόριος χαρακτηρίστηκε αιρετικός και εκθρονίστηκε. Κατόπιν, κατέφτασε καθυστερημένα στη Σύνοδο ο Αντιοχείας Ιωάννης, υποστηρικτής του Νεστορίου, ο οποίος, αφού πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της Συνόδου, συνεκάλεσε δική του, η οποία εκθρόνισε τον Κύριλλο Αλεξανδρείας.
Ακολούθησε μία ταραγμένη περίοδος, στην οποία επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν οι ληφθείσες αποφάσεις. Ο Νεστόριος τελικά κλείστηκε στη Μονή του Αγίου Ευπρεπίου στην Αντιόχεια και κατόπιν εξορίστηκε σε όαση της ερήμου στην Αίγυπτο, όπου αφοσιώθηκε στη συγγραφή θεολογικών έργων μέχρι το θάνατό του (περί το 450). Τα περισσότερα έργα του καταστράφηκαν από τους εχθρούς του, ενώ ορισμένα μόνο διασώθηκαν από οπαδούς του.
Ο μητροπολίτης Νισίβεως Έμπεντ - Ιησούς (1318) αναφέρει κατάλογο των σωζόμενων έργων του, στα οποία ανήκουν τα: Τραγωδία, Το βιβλίον του Ηρακλείδου, Επιστολή προς Κοσμάν, Βιβλίον Επιστολών, Βιβλίον Ομιλιών και Λειτουργία.
Ειδικότερα “Το Βιβλίον του Ηρακλείδου” διασώζει σε συριακή μετάφραση την εντυπωσιακή πράγματι επιχειρηματολογία της χριστολογικής διδασκαλίας του Νεστορίου, η οποία χρησιμοποιεί μετριοπαθείς διατυπώσεις για την σχέση των δύο φύσεων του Χριστού.
Η έριδα που δημιούργησε η διδασκαλία του είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση Νεστοριανών Εκκλησιών στην Περσία και αλλού, οι οποίες επέζησαν για πολλούς αιώνες. Το 1898 επήλθε μερική ένωση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και οι σύγχρονοι Νεστοριανοί, μέλη της λεγόμενης Ασσυριακής Εκκλησίας της Ανατολής, έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο. Η Εκκλησία αυτή τιμά τον Νεστόριο μέχρι σήμερα ως άγιο.

Λέων Γ’ ο Ίσαυρος

Ελληνικό γραμματόσημο που απεικονίζει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο να οδηγεί τις δυνάμεις του στη νίκη επί της εισβολής των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη. Εκδόθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1937 σε 4.015.000 τεμ.
Ένθετο επάνω αριστερά: Χρυσός σόλλιδος με τη μορφή του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου.
Ικανός και δραστήριος ηγέτης. Γεννημένος στη Γερμανικεία της Συρίας, ήταν ο πρώτος εικονομάχος αυτοκράτορας. Ίδρυσε τη δυναστεία των Ισαύρων, η οποία κυβέρνησε για 80 χρόνια. Το αρχικό του όνομα ήταν Κόνων. Το «Ίσαυρος» ήταν μεταγενέστερο μειωτικό προσωνύμιο. Εξαιρετικός αν και αυταρχικός. Ο Λέων Γ’ δεν υπήρξε μόνο ένας ικανός και δραστήριος υπερασπιστής της Αυτοκρατορίας του εναντίον των εξωτερικών εχθρών, αλλά επίσης ήταν και ένας σοφός και ικανός νομοθέτης. Ο Λέων Γ’ εμπιστεύθηκε σε μια επιτροπή την σύνταξη ενός κώδικα, με τον τίτλο "εκλογή".
Τα περιεχόμενα της "Εκλογής" διαιρεμένα σε 18 μέρη ασχολούνται με το Αστικό κυρίως Δίκαιο, με έντονο κοινωνικό-ανθρωπιστικό περιεχόμενο. Επίσης το σπουδαίο δημιούργημα της νομοθετικής δράσης του Λέοντα Γ’ ήταν ο Γεωργικός Νόμος που αποτελείται από μια συλλογή κανόνων που ρυθμίζουν την αγροτική ζωή και που ασχολούνται με κοινά αδικήματα των αγροτών. Αναφέρεται κυρίως στην προσωπική ιδιοκτησία των αγροτών, στην κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και στην καθιέρωση της ελευθερίας της μετακίνησης. Αναδιοργάνωσε Διοίκηση & Άμυνα του κράτους. Στην εποχή του Λέοντος Γ’ τελειοποιήθηκε και επεκτάθηκε το "σύστημα των θεμάτων", το οποίο ήταν στενά συνδεδεμένο με τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την Αυτοκρατορία. Ο Λέοντας επίσης διαίρεσε το κράτος σε διοικητικές και στρατιωτικές περιφέρειες, καθόρισε με σαφήνεια τον αριθμό και τις αρμοδιότητες των αξιωματούχων των ανακτόρων, δημιούργησε αξιόμαχο στρατό από στρατιώτες καλλιεργητές. Έβαλε τέλος σε μια περίοδο αστάθειας και έσωσε το Βυζάντιο από τους Άραβες όταν η πρωτεύουσα απειλήθηκε από το στρατό και το στόλο των Αράβων, που την πολιορκούσαν για έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Λέων ο Γ’ έδειξε τότε όλες τις στρατιωτικές και πολιτικές του ικανότητες, συντρίβοντας τις δυνάμεις των Αράβων και λύνοντας την πολιορκία στις 15 Αυγούστου του 718, αφού προηγούμενα τους είχε αποδυναμώσει με δύο έξυπνους πολιτικούς χειρισμούς: την υποκίνηση των χριστιανών Αιγυπτίων, που ήταν στο στρατό των Αράβων, ν' αυτομολήσουν στους Βυζαντινούς και τη συμφωνία του με τους Βουλγάρους, που κατέσφαξαν 20.000 Άραβες.
Στη συνέχεια κατέπνιξε μια σειρά στάσεων εναντίον του στην Κωνσταντινούπολη και την επανάσταση του αυτοανακηρυχθέντα βασιλιά της Ελλάδας Κοσμά, που, υποκινούμενος από τον πάπα, θέλησε ν' αποσπάσει την κυρίως Ελλάδα απ' το βυζαντινό κράτος. Τέλος, το 740, κατάστρεψε στη Φρυγία το στρατό των και πάλι εισβολέων Αράβων.
Στο ειρηνικό του έργο αναδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους, φορολόγησε την εκκλησιαστική περιουσία κι απαγόρεψε την προσκύνηση και τη λατρεία των εικόνων, γεγονότα που δημιούργησαν αναταραχή, η οποία πήρε το σχήμα εκκλησιαστικής έριδας, με το όνομα "εικονομαχία" κι απείλησε ακόμη και την ύπαρξη του βυζαντινού κράτους. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε εικονομάχος.
Πέθανε από υδρωπικία 18 Ιουνίου του 741. Μετά τον θάνατό του ανήλθε αμέσως στον θρόνο ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος ο οποίος συνέχισε την πολιτική του πατέρα του σε όλους τους τομείς.

Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος

Αριστερά: Ο Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος σε μινιατούρα από χειρόγραφο του 14ου αιώνα. Stuttgart, Mitteilungen aus Konstantinopel - Cod.hist.fol.601, (μεγάλη επιστημονική καθολική βιβλιοθήκη με έδρα τη Στουτγάρδη).
Δεξιά: Ασημένιο βασιλικό νόμισμα. Στη μία όψη (επάνω) ο Ανδρόνικος Γ’ (ANΔΡΟΝΙΚΟC) και ο άγιος Δημήτριος (ΔΗΜΗΤΡΙΟC) ενώ στην άλλη όψη (κάτω) ο Χριστός.
Ο Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1328 έως το 1341. Γεννημένος στις 25 Μαρτίου του 1297 ως Ανδρόνικος Δούκας Άγγελος Κομνηνός Παλαιολόγος, ήταν γιος του Μιχαήλ Θ’ του Παλαιολόγου και της Ρίτας της Αρμενίας.
Με τον πατέρα του, διάδοχο και συν-αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’ να έχει πεθάνει ήδη από το 1320, ο Ανδρόνικος Γ’ κατέλαβε την εξουσία με ήπιο πραξικόπημα κατά του παππού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου. Ο Ανδρόνικος Β’, κατηγορώντας τον εγγονό του για ανάμειξη στο θάνατο του αδελφού του Μανουήλ, τον είχε ήδη αποκηρύξει παλαιότερα ορίζοντας ως διάδοχο τον δικό του δευτερότοκο γιο Κωνσταντίνο. Όμως ο δραστήριος Ανδρόνικος Γ’ είχε την υποστήριξη μιας ομάδας νέων αριστοκρατών ενώ κατάφερε να συγκεντρώσει πολιτικούς και στρατιωτικούς συμπαραστάτες και τελικά να εκτοπίσει τον παππού του από την εξουσία το 1328, στέλνοντάς τον έγκλειστο σε μοναστήρι, μέχρι το θάνατό του. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, και διήρκεσε με διαλείμματα από το 1321 ως το 1328, εξάντλησε την αυτοκρατορία.
Ο εγγονός του Ανδρόνικου Β’ αποδείχτηκε ικανότερος ηγεμόνας από τον παππού του. Ήταν άξιος στρατιώτης, πολιτικός ηγέτης αλλά και διπλωμάτης. Καταπολέμησε τη διαφθορά, ενίσχυσε το στρατό και επανίδρυσε το ναυτικό, που είχε καταργήσει ο Ανδρόνικος Β’ προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα. Η προέλαση των Οθωμανών στην Μικρά Ασία πάντως, παρά τις προσπάθειες του Ανδρόνικου, ήταν ασταμάτητη, κυρίως λόγω των αποθεμάτων τους σε έμψυχο δυναμικό. Ο Ανδρόνικος ηττήθηκε στην μάχη του Πελεκάνου το 1329 από τον Ορχάν, το σουλτάνο των Οθωμανών. Η Νίκαια της Βιθυνίας χάθηκε για τους Βυζαντινούς το 1331 και η Νικομήδεια το 1337. Ο Ανδρόνικος τότε προσπάθησε να προσεταιρισθεί, σαν αντίβαρο στους Οθωμανούς, τους εμίρηδες του Σαρουχάν και του Αϊδινίου που βρισκόταν πιο νότια. Αυτή η συνεργασία ήταν αρκετά ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.
Στις δυτικές επαρχίες, υπήρχε συνεχής αναταραχή, με ανάμιξη τόσο των Δεσποτών της Ηπείρου, όσο και Φράγκων ευγενών που νέμονταν τις εκτάσεις. Ο Ανδρόνικος κατόρθωσε να επιβάλλει τον ορισμό βυζαντινού διοικητή τόσο στη Θεσσαλία όσο και στην Ήπειρο, επαναφέροντας αυτές τις περιοχές κάτω από τον αυτοκρατορικό έλεγχο. Ακόμη, κατάφερε να σταματήσει την προέλαση των Σέρβων στην Μακεδονία (όπου όμως πριν τη συμφωνία ειρήνης έχασε αρκετές πόλεις, όπως την Οχρίδα και την Καστοριά) και την προέλαση των Βουλγάρων στη Θράκη.
Στο εσωτερικό, προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο νομικό σύστημα με την εισαγωγή, το 1329, του θεσμού των Καθολικών κριτών των Ρωμαίων. Ήταν μία ομάδα τεσσάρων ανώτατων δικαστών -δύο κληρικών και δύο λαϊκών- έργο των οποίων ήταν η επίβλεψη της απονομής δικαιοσύνης σε όλη την αυτοκρατορία. Αν και το 1337 τρεις από τους τέσσερις κριτές κρίθηκαν ένοχοι δωροδοκίας και αντικαταστάθηκαν, ο θεσμός αυτός διατηρήθηκε ως την οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας, το 1453.
Βασικό στοιχείο ισχύος της διακυβέρνησής του, ήταν η παρουσία στο πλευρό του στενού φίλου του, ικανότατου στρατηγού και Μεγάλου Δομέστιχου Ιωάννη Καντακουζηνού, που συνέβαλλε δραστικά στις επιτυχίες του Ανδρόνικου. Παρά τις κοινές τους προσπάθειες όμως, η κατάσταση σταθερής παρακμής και αποδυνάμωσης συνεχίζονταν σταθερά. Ο Ανδρόνικος Γ’ αρρώστησε και πέθανε ξαφνικά στις 15 Ιουνίου του 1341 (44 ετών), χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο.

Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός

Δύο μινιατούρες σε περγαμηνή, 33,5x25 cm, από τις Θεολογικές πραγματείες του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού.
Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε από τον πρώην αυτοκράτορα (όταν ήταν μοναχός) και περιέχει τέσσερις θεολογικές πραγματείες και τέσσερις μινιατούρες και αποτελείται από 437 φύλλα. Χρονολογείται περίπου το 1370-1375 και βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στο Παρίσι.
Στην αριστερή μινιατούρα βλέπουμε διπλή προσωπογραφία του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού 
ως αυτοκράτορα και ως μοναχού.
Στο κέντρο βλέπουμε σε λεπτομέρεια το πρόσωπο του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, ως αυτοκράτορα, 
από την ίδια μινιατούρα αριστερά.
Στη δεξιά μινιατούρα βλέπουμε τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό να προεδρεύει στο Συμβούλιο του 1351, 
ο οποίος προσπάθησε να λύσει τις ατελείωτες θρησκευτικές διαμάχες που έπληξαν την αυτοκρατορία.
Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός ο οποίος κάθισε στο θρόνο από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354. Τυπικά όμως, στέφθηκε αυτοκράτορας μόλις το 1347, ως συν-αυτοκράτορας του Ιωάννη Ε’, διότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε από το θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ μέχρι το 1347, δεν υπήρχε επίσημος εστεμμένος αυτοκράτορας, αφού ο τελευταίος αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχο. Η απρονοησία του Ανδρόνικου Γ’ να ορίσει διάδοχο έφερε το κράτος σε ένα επικίνδυνο καθεστώς ακυβερνησίας. Ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε’ δεν είχε στεφθεί συν-αυτοκράτορας και έτσι δημιουργήθηκε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφοροι παράγοντες της εξουσίας, όπως η αυτοκράτειρα και χήρα του Ανδρόνικου Άννα της Σαβοΐας, ο φιλόδοξος Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο στρατηγός Αλέξιος Απόκαυκος. Μόνος εγγυητής της ομαλότητας σε αυτό το χάος ήταν ο έντιμος και πιστός Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος είχε σταθεί στο πλευρό του αυτοκράτορα μέχρι το τέλος, και ο οποίος αρχικά προσπάθησε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη, στο τέλος όμως βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του. Όντας συχνά σε εκστρατείες, ήταν εύκολος στόχος των μηχανορραφιών της Κωνσταντινούπολης.
Ο Δεύτερος Εμφύλιος των Βυζαντινών ξεκινά το 1341 και στη διάρκειά του οι αντίπαλες πλευρές αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με εχθρούς του Βυζαντίου, όπως το Στέφανο Δουσάν της Σερβίας ο οποίος άλλαξε στρατόπεδα κατά τα ίδια συμφέροντα, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, τους οποίους έφεραν ως επιδιαιτητές οι ίδιοι οι Βυζαντινοί στην καθαρά εσωτερική αυτή υπόθεση. Παράλληλα, ξόδεψαν κάθε ίχνος χρυσού που υπήρχε διαθέσιμο, με χαρακτηριστικό δείγμα την κατάθεση των αυτοκρατορικών κοσμημάτων σε βενετικό ενεχυροδανειστήριο από την Άννα της Σαβοΐας (μητέρας του Ιωάννη Ε’), έναντι ευτελούς ποσού.
Πιο συγκεκριμένα, ο Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος 1341-47, μερικές φορές αναφερόμενος ως Δεύτερος Παλαιολόγειος Εμφύλιος Πόλεμος, ήταν μια σύγκρουση που ξέσπασε μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου για την κηδεμονία του εννιάχρονου γιου και διαδόχου του, Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου. Ενέπλεξε από την μία πλευρά τον κύριο συνεργάτη του Ανδρόνικου Γ’, Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, και από την άλλη την αντιβασιλεία υπό την αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ’ Καλέκα, και τον μέγα δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Ο πόλεμος πόλωσε την Βυζαντινή κοινωνία διαχωρίζοντας τις κοινωνικές τάξεις, με την αριστοκρατία να υποστηρίζει τον Καντακουζηνό και τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις να υποστηρίζουν την αντιβασιλεία. Σε μικρότερο βαθμό, η σύγκρουση απέκτησε και θρησκευτική χροιά. Το Βυζάντιο είχε εμπλακεί στη διαμάχη του Ησυχασμού, και η τήρηση του μυστικιστικού δόγματος του Ησυχασμού συχνά ταυτιζόταν με υποστήριξη προς τον Καντακουζηνό.
Ως βασικός συνεργάτης και πιο στενός φίλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’, ο Καντακουζηνός ανέλαβε την κηδεμονία του ανήλικου Ιωάννη Ε’ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, τον Ιούνιο του 1341. Ενώ όμως ο Καντακουζηνός ήταν απών από την Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ένα πραξικόπημα με επικεφαλής τον Αλέξιο Απόκαυκο και τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ’ εξασφάλισε την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Άννας και καθιέρωσε μια νέα αντιβασιλεία. Σε απάντηση, ο στρατός και οι οπαδοί του Καντακουζηνού τον ανακήρυξαν συν-αυτοκράτορα τον Οκτώβριο, επιβεβαιώνοντας το χάσμα μεταξύ του ιδίου και της νέας αντιβασιλείας, το οποίο κλιμακώθηκε αμέσως σε ένοπλη σύγκρουση.
Κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι δυνάμεις της αντιβασιλείας επικράτησαν. Στον απόηχο διαφόρων αντιαριστοκρατικών εξεγέρσεων, κυρίως αυτή των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, η πλειοψηφία των πόλεων της Θράκης και της Μακεδονίας τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αντιβασιλείας. Με τη βοήθεια του Στεφάνου Δουσάν της Σερβίας και του Ουμούρ Μπέη του Αϊδινίου, ο Καντακουζηνός σταδιακά αντέστρεψε την κατάσταση. Μέχρι το 1345, παρά την αποστασία του Δουσάν και την απόσυρση του Ουμούρ, ο Καντακουζηνός απέκτησε το πάνω χέρι και το διατήρησε με τη βοήθεια του Ορχάν, κυβερνήτη του Οθωμανικού εμιράτου. Η δολοφονία τον Ιούνιο του 1345 του μέγα δούκα Απόκαυκου, του βασικού ιθύνοντα νου της αντιβασιλείας, της επέφερε ένα σοβαρό πλήγμα. Επισήμως εστεμμένος ως αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη το 1346, ο Καντακουζηνός εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Φεβρουαρίου 1347. Κατόπιν συμφωνίας θα κυβερνούσε για δέκα χρόνια ως πρώτος αυτοκράτορας και αντιβασιλέας για τον Ιωάννη Ε’, έως ότου αυτός να ενηλικιωθεί και να κυβερνήσει ως ίσος.
Η διαμάχη τελείωσε το 1347, με πρώτο αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και συν-αυτοκράτορα τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, όμως, έληξαν οριστικά μόνο όταν ο δεύτερος παραιτήθηκε από το θρόνο το 1354, και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ, αφήνοντας μόνο ηγέτη το νεαρό Παλαιολόγο.
Οι συνέπειες της παρατεταμένης σύγκρουσης αποδείχθηκαν καταστροφικές για την Αυτοκρατορία, η οποία είχε ανακτήσει μια σχετική σταθερότητα υπό το Ανδρόνικο Γ’. Επτά χρόνια πολέμου, η επιδρομές των διαφόρων στρατών, η κοινωνική αναταραχή, και η έλευση του Μαύρου Θανάτου κατέστρεψε το Βυζάντιο και το κατέστησε σκιά του εαυτού του. Η σύγκρουση επίσης επέτρεψε στον Δουσάν να κατακτήσει την Αλβανία, την Ήπειρο και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, όπου ίδρυσε τη Σερβική Αυτοκρατορία. Η Β’ Βουλγαρική Αυτοκρατορία απέκτησε επίσης έδαφος βόρεια του ποταμού Έβρου.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον ορθόδοξο λαό και κλήρο. Αντίπαλοι στην έριδα αυτή, ο Γρηγόριος Παλαμάς από την πλευρά των ησυχαστών και ο Νικηφόρος Γρηγοράς από τους ενάντιους. Η έριδα αυτή, αν και βαθειά θεωρητική, αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα που προσετέθη στα λοιπά δεινά του κράτους, αφού δηλητηρίασε την κοινωνική ειρήνη για πολλά χρόνια. Κατά την υπερχιλιόχρονη βυζαντινή παράδοση, ο ίδιος ο αυτοκράτορας κλήθηκε να το αντιμετωπίσει το θέμα, με την σύγκλιση 4 διαδοχικών συμβουλίων και τελική έκβαση τη δικαίωση του ησυχαστικού κινήματος το 1349.
Επίσης, το 1347 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη επιδημία πανούκλας, που οδήγησε στο θάνατο, κατά ορισμένες εκδοχές, έως και τα 8/9 του πληθυσμού της Βασιλεύουσας. Τον ίδιο καιρό, σημειώθηκαν διαμάχες μεταξύ των Βενετών και Γενουατών, με πεδίο μάχης την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Προσπαθώντας να επιλύσει το πρόβλημα που του προκαλούσε αυτή η αναταραχή, ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπέστη οδυνηρή ναυτική ήττα από τους Γενουάτες στον Κεράτιο το 1349. Νέα μάχη το 1352 είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Μελανότερο ίσως σημείο της διακυβέρνησής του είναι η συμμαχία του με το Σουλεϊμάν πασά, σε εκστρατεία κατά του Ιωάννη Ε’, ο οποίος πολιορκούσε την Αδριανούπολη ενάντια στο διοικητή της, γιο του ίδιου του Καντακουζηνού. Οι τουρκικές ορδές επιδόθηκαν στις γνωστές τους συνήθειες των σφαγών και της λεηλασίας, πράξεις που στα μάτια των Βυζαντινών υπηκόων έγιναν με τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή του συν-αυτοκράτορά τους.
Το 1354, η ερημωμένη από καταστροφικό σεισμό Καλλίπολη εποικήθηκε από Τούρκους του Σουλεϊμάν, οι οποίοι (προσκεκλημένοι του ίδιου του Καντακουζηνού) διαπίστωσαν και μόνοι τους τον πλούτο και την ευφορία της Θράκης. Έτσι, πατούν για πρώτη φορά πόδι με αξιώσεις στην ίδια την ευρωπαïκή γη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την ίδια τη Βασιλεύουσα.
Συμμετέχοντας ενεργά στη διακυβέρνηση για περισσότερα από 25 χρόνια, αλλά εστεμμένος αυτοκράτορας μόλις για επτά, ο Ιωάννης Καντακουζηνός είναι σημαντική μορφή ανάμεσα στους Βυζαντινούς ηγέτες. Προικισμένος με πλείστα από τα προσόντα που απαιτούνται για έναν άξιο αυτοκράτορα, βρέθηκε να έχει τα ηνία του κράτους υπό τόσο δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες, που πιθανόν άλλος, λιγότερο ικανός, να μην είχε καταφέρει να το διασώσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και ποτέ δεν αμφισβήτησε επίσημα την πρωτοκαθεδρία τού Ιωάννη Ε’ στο θρόνο, βρέθηκε μονίμως κατηγορούμενος για έλλειψη αφοσίωσης σε αυτόν, με αποτέλεσμα μακροχρόνιες εμφύλιες διαμάχες οι οποίες συνέθλιψαν οικονομικά αλλά και πολιτικά το Βυζάντιο.
Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, άφησε την τελευταία του πνοή, στον Μυστρά, στις 15 Ιουνίου του 1383.

Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός

Σφραγίδα του Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού. Ο Ρωμανός είναι στο κέντρο, μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζ’ (αριστερά) 
και τον γιό του Στέφανο (δεξιά).
Ο Ρωμανός Λεκαπηνός γεννήθηκε περίπου το 870 στο χωριό Λακαπή, κοντά στη Μελιτηνή. Ήταν αρμενικής καταγωγής, όπως πολλοί άλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία την εποχή εκείνη. Γενάρχης της οικογένειας, η οποία έφερε το όνομά της από τον τόπο καταγωγής της, ήταν ο πατέρας του Ρωμανού, ο Θεοφύλακτος Aβεστάκτος. Σύμφωνα με τις πηγές του 10ου αιώνα (ίσως υπό την επιρροή του ίδιου του Ρωμανού Λεκαπηνού, ο οποίος ήταν τότε αυτοκράτορας), ο Θεοφύλακτος έσωσε σε μια μάχη τη ζωή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’. Φαίνεται ότι ο πατέρας του Ρωμανού ανήκε στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας και ότι δεν ήταν απλός χωρικός από την Αρμενία. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν νυμφευμένος με τη Θεοδώρα, με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους, τον Χριστόφορο, τον Στέφανο, τον Κωνσταντίνο και τον Θεοφύλακτο, και μια κόρη, την Ελένη. Είχε και έναν νόθο γιο, με μια γυναίκα «σκυθικής» (σλαβικής;) καταγωγής, τον Βασίλειο, ο οποίος ήταν ευνούχος.
Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν ένα από τα παραδείγματα που επιβεβαίωναν ότι κάθε Βυζαντινός είχε τη δυνατότητα με τα έργα του και τις αρετές του να ανέλθει μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες της βυζαντινής κοινωνίας. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για επιτυχία ήταν μέσω της στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε διατελέσει στρατηγός του θέματος Σάμου προτού ανέλθει στο αξίωμα του δρουγγάριου του βυζαντινού στόλου, που ήταν και το αποκορύφωμα της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Μολονότι το αξίωμα αυτό δεν από τα ανώτερα στον βυζαντινό στρατό, αφού αυτά προορίζονταν την εποχή εκείνη για τους διοικητές των χερσαίων στρατευμάτων της Ανατολής, η διοίκηση του στόλου έδωσε τη δυνατότητα στον Ρωμανό Λεκαπηνό να διακριθεί και να διεισδύσει στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Μετά το θάνατο των αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ’ (τον Μάιο του 912) και Αλεξάνδρου (τον Ιούνιο του 913) στο θρόνο έμεινε ο επτάχρονος γιος του Λέοντος, ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος. Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο διεξήγε σχεδόν συνεχείς πολέμους με τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Συμεών, ο οποίος είχε βλέψεις και για το αυτοκρατορικό στέμμα. Μετά την αντιβασιλεία του πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικού, η οποία ανετράπη λόγω των μεγάλων υποχωρήσεων που έκανε προς τον Συμεών, τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας ανέλαβε η μητέρα του Κωνσταντίνου, η Ζωή Καρβωνοψίνα, η οποία αποφάσισε να νικήσει στο πεδίο της μάχης τον Βούλγαρο ηγεμόνα.
Διοικητής του βυζαντινού στρατού ήταν ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των σχολών και ένας από τους επιφανέστερους και ισχυρότερους στρατηγούς (γιος του Νικηφόρου Φωκά του Παλαιού και θείος του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά), ενώ του στόλου ηγείτο ο Ρωμανός Λεκαπηνός. Η μεγάλη ήττα που υπέστησαν τα βυζαντινά στρατεύματα στις 20 Αυγούστου του 917 στον ποταμό Αχελώο κοντά στην Αγχίαλο και η μετέπειτα προέλαση του Συμεών στη βόρεια Ελλάδα το 918 είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ανταγωνισμός για τον αυτοκρατορικό θρόνο μεταξύ των επιφανέστερων στρατηγών οι οποίοι διαισθάνθηκαν την αδυναμία της αυτοκράτειρας Ζωής. Χάρη στο στόλο, του οποίου ηγείτο, ο Ρωμανός Λεκαπηνός κατόρθωσε να προλάβει τους υπόλοιπους υποψηφίους, πρωτίστως τον Λέοντα Φωκά, ο οποίος ήταν ο σοβαρότερος αντίπαλός του. Έφθασε με το στόλο στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε διαπραγματεύσεις με έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους μέσα από τα τείχη της πρωτεύουσας -τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό. Αφού συμφώνησε με τον πατριάρχη και με τον «παιδαγωγό» του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο Ρωμανός Λεκαπηνός μπήκε στο Μέγα Παλάτιο, όπου ορκίσθηκε πίστη στον ανήλικο αυτοκράτορα, τον οποίο νύμφευσε με την κόρη του Ελένη (τον Μάιο του 919). Έλαβε έτσι τον τίτλο του βασιλεοπάτορα.
Ως στενός συνεργάτης του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, ο Λεκαπηνός οργάνωσε το 920 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετηθεί η ενδοεκκλησιαστική διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Νικολάου Μυστικού και του πρώην πατριάρχη Ευθυμίου. Ο Ευθύμιος είχε χειροτονηθεί πατριάρχης μετά την εκδίωξη του Μυστικού από τον πατριαρχικό θρόνο από τον Λέοντα ΣΤ’, με αφορμή τη σύγκρουση των δύο ανδρών σχετικά με το ζήτημα της τεταρτογαμίας του αυτοκράτορα. Όταν μετά το θάνατο του Λέοντος ΣΤ’ ο Νικόλαος Μυστικός επέστρεψε στον πατριαρχικό θρόνο, οι οπαδοί του Ευθυμίου αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν. Επιπλέον η διαμάχη περί τεταρτογαμίας δεν είχε διευθετηθεί, επιτείνοντας την κρίση. Με τον Τόμο Ενώσεως που προέκυψε από τη Σύνοδο του 920 (9 Ιουλίου), ο Ρωμανός Λεκαπηνός καταδίκασε την τεταρτογαμία οριστικά και προβλήθηκε ως συμφιλιωτής της διηρημένης εκκλησίας που επαναφέρει την ειρήνη, όπως τόνιζε συχνά ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός.
Μέσα στους επόμενους μήνες η άνοδος του Ρωμανού στον αυτοκρατορικό θρόνο ενισχύθηκε με τον τίτλο του καίσαρα και επισημοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 920, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ’ έστεψε τον πεθερό του συν-αυτοκράτορα, παραχωρώντας του ουσιαστικά τη θέση του αυτοκράτορα.
Αναλαμβάνοντας το θρόνο, ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την Αυτοκρατορία σε δύο μέτωπα: τον Συμεών που κυριαρχούσε στα Βαλκάνια και τους Άραβες που απειλούσαν τα βυζαντινά εδάφη στη Μικρά Ασία.
Ο Συμεών απαιτούσε την υλοποίηση της συμφωνίας την οποία πέτυχε με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, σύμφωνα με την οποία η κόρη του Συμεών επρόκειτο να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Ρωμανός, με τη βοήθεια του Νικολάου Μυστικού, επιχείρησε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τον Συμεών, με τον οποίο μάλιστα συναντήθηκε κοντά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως το 923/924, όμως ο κίνδυνος εξουδετερώθηκε ουσιαστικά μόνο μετά το θάνατο του Βούλγαρου ηγεμόνα το 927. Ο γιος του Συμεών Πέτρος ήταν πολύ πιο πρόθυμος να κλείσει ειρήνη, πρόθεση που το Βυζάντιο συμμεριζόταν απόλυτα. Συνάφθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών και η εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού και κόρη του γιου του Χριστόφορου, η Μαρία, παντρεύτηκε τον Βούλγαρο τσάρο. Το γάμο κοντά στην βυζαντινή πρωτεύουσα τέλεσε ο πατριάρχης Στέφανος Β’, ενώ προς τιμήν της ειρήνης που επιτεύχθηκε η εγγονή του Ρωμανού μετονομάσθηκε Ειρήνη.
Οι μάχες στην Ανατολή εναντίον των Αράβων την εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξαν πολύ επιτυχείς, χάρη, πρωτίστως, στον διοικητή του στρατού Ιωάννη Κουρκούα, με τον οποίο ο Ρωμανός Α’ σύναψε συγγενικούς δεσμούς και τον οποίο διόρισε το 923 δομέστικο των σχολών. Μια από τις μεγαλύτερες συμβολικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων ήταν η μεταφορά του Ιερού Μανδηλίου, της πιο γνωστής αχειροποίητης εικόνας του Χριστού, από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη το 944.
Αν και ανέλαβε το θρόνο με την υποχρέωση να διαφυλάξει τα δικαιώματα στο θρόνο του νεαρού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ώστε να μην διαταραχθεί η νομιμότητα της Μακεδονικής δυναστείας, ο Ρωμανός Λεκαπηνός έσπευσε, λίγο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας, να στέψει συν-αυτοκράτορες τους γιους του Χριστόφορο, Στέφανο και Κωνσταντίνο. Μάλιστα ο Χριστόφορος στέφθηκε πρώτος συν-αυτοκράτορας, με αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος Ζ’ να περιοριστεί στην τρίτη θέση της ιεραρχίας: μετά τον Ρωμανό Α’ και τον Χριστόφορο. Τον τέταρτο γιο του, τον Θεοφύλακτο, ο Ρωμανός κατάφερε (ενδεχομένως και με τη συνδρομή του επισκόπου Καισαρείας Αρέθα) να τον χειροτονήσει πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στις 2 Φεβρουαρίου 933, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Έχοντας εδραιώσει έτσι την εξουσία του, με όλα τα ανώτερα αξιώματα στα χέρια της οικογένειάς του, ο Ρωμανός Α’ επιδίωκε στην πραγματικότητα να παραγκωνίσει αθόρυβα τον Κωνσταντίνο Ζ’ και να ιδρύσει ο ίδιος τη δική του δυναστεία. Ωστόσο μετά το θάνατο του μεγαλύτερου και αγαπημένου του γιου Χριστόφορου το 931, και δυσαρεστημένος από τη συμπεριφορά των άλλων δύο εστεμμένων του γιων, του Στέφανου και του Κωνσταντίνου, ο Ρωμανός δεν επιχείρησε να προαγάγει στη θέση του πρώτου συν-αυτοκράτορα (και επίδοξου διαδόχου) κανέναν από τους δύο.
Εκτός αυτού ο Ρωμανός Α’ ίδρυσε τη μονή του Μυρελαίου, της οποίας το καθολικό (σημ. Μποντρούμ Τζαμί) προοριζόταν για ταφικός ναός της οικογένειάς του (κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνη, μάλιστα, ο Ρωμανός μετέτρεψε το ανάκτορό του σε μονή). Ο ναός, ένας από τους πρώτους στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου, του αρχιτεκτονικού δηλαδή τύπου που έμελλε να διαδοθεί εξαιρετικά στους κατοπινούς αιώνες, εφαπτόταν με το συγκρότημα του παλατιού του Ρωμανού. Πιθανότατα είχε αποπερατωθεί μέχρι το 922, οπότε τάφηκε εκεί η γυναίκα του Ρωμανού, η Θεοδώρα. Το 931 τάφηκε ο πρωτότοκος γιος του Ρωμανού, ο Χριστόφορος, το 946 ο άλλος γιος του, ο Κωνσταντίνος, και νωρίτερα η σύζυγός του, ενώ το 948 στην κρύπτη μεταφέρθηκαν και τα λείψανα του Ρωμανού. Το τελευταίο μέλος της οικογένειας των Λακαπηνών που τάφηκε στην εκκλησία του Μυρελαίου ήταν η κόρη του Ρωμανού Λεκαπηνού, χήρα του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου και μητέρα του Ρωμανού Β’, Ελένη.
Πέρα από τα δυναστικά προβλήματα, ο Ρωμανός Α’ έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μικρογαιοκτητών, οι οποίοι φτώχαιναν όλο και περισσότερο και ήταν αναγκασμένοι να πωλούν τη γη τους στους «δυνατούς» σε χαμηλότερη τιμή από την πραγματική. Για να προστατεύσει τους μικρογαιοκτήμονες -στους οποίους στηριζόταν η φορολογία του κράτους- ο Ρωμανός Α’ εξέδωσε δύο Νεαρές το 928 και το 934, παραχωρώντας το δικαίωμα της «προτίμησης», δηλαδή της προτεραιότητας στην αγορά ενός εκποιούμενου τεμαχίου γης σε πέντε κατηγορίες αγοραστών σχετικές με τον ιδιοκτήτη (συνιδιοκτήτες και γείτονες), ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα των μεγαλογαιοκτημόνων να αγοράσουν κτήματα φτωχών. Η δεύτερη Νεαρά, του 934, εκδόθηκε ύστερα από μια περίοδο μεγάλης ένδειας την οποία είχαν εκμεταλλευτεί οι «δυνατοί» για να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τη γη μικρογαιοκτημόνων. Σε αυτήν προβλεπόταν η δυνατότητα των μικρογαιοκτημόνων να ξαναγοράσουν, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της «προτίμησης», τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας να περιορίσει τη συσσώρευση γης στα χέρια ισχυρών οικογενειών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με την αυτοκρατορική αρχή συνεχίσθηκε και στις δεκαετίες μετά το θάνατο του Ρωμανού.
Οι προσπάθειες του Ρωμανού Α’ να εδραιώσει μια δική του δυναστεία υπονομεύτηκαν από τους ίδιους του τους γιους, τον Στέφανο και τον Κωνσταντίνο. Στις 20 Δεκεμβρίου 944 οι δύο συν-αυτοκράτορες, φοβούμενοι ότι ο πατέρας τους θα αφήσει την προτεραιότητα στη διαδοχή στον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο αντί στους ίδιους, συνέλαβαν τον Ρωμανό Α’ και τον εξόρισαν στο νησί Πρώτη. Μόλις ένα μήνα αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 945, ο Κωνσταντίνος Ζ’ κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους δύο αδελφούς που είχαν χάσει το έρεισμά τους στην εξουσία με το σφετερισμό που επιχείρησαν, στέλνοντάς τους στην εξορία όπου και πέθαναν. Με τον τρόπο αυτό παραμερίστηκε η οικογένεια των Λεκαπηνών από τον αυτοκρατορικό θρόνο, αν και, στο πρόσωπο του Ρωμανού Β’, γιου του Κωνσταντίνου Ζ’ και της κόρης του Ρωμανού Α’ Ελένης, η Μακεδονική Δυναστεία ενώθηκε με τη γενιά των Λεκαπηνών.
Ο ίδιος ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός πέθανε ως μοναχός, εξόριστος, στις 15 Ιουνίου 948. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο εκκλησιαστικό του καθίδρυμα, στην εκκλησία του Μυρελαίου.

(Σημ.: Η δυναστεία των Λεκαπηνών, ήταν αυτοκρατορική βυζαντινή οικογένεια (920-945). Ιδρυτής και γενάρχης της ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α’ ο Λεκαπηνός, στρατιωτικός αρμενικής καταγωγής, από τη Λακάπη, κοντά στη Μελιτηνή (σημ. Μαλάτεια της Τουρκίας).

Αναρρηθέντες αυτοκράτορες:
Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός (920-944)
Χριστόφορος Λεκαπηνός (921-931)
Στέφανος Λεκαπηνός (928-945)
Κωνσταντίνος Λεκαπηνός (928-945)

Κατά τους περισσότερους ιστορικούς του Βυζαντινού κράτους, ο Ρωμανός Λεκαπηνός και οι γιοί του δεν θεωρούνται ξεχωριστή δυναστεία (επειδή συμβασίλευσαν καθ' όλη τη διάρκεια με τον Κωνσταντίνο Ζ’, και κανένα άλλο μέλος των Λεκαπηνών δεν ανήλθε αργότερα στο θρόνο) και γι' αυτό συμπεριλαμβάνονται στη Μακεδονική Δυναστεία).

Φήλιξ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Ο Φήλιξ ήταν επίσκοπος του Βυζαντίου για πέντε χρόνια (136-141), όπου και απεβίωσε. Το λείψανό του κατετέθη στο υπόγειο σπήλαιο το θυσιαστήριο που έδρασε και ο Πρωτόκλητος Ανδρέας.
Ο Φήλιξ υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των αυτοκρατόρων Αδριανού και Αντωνίου Πίου.
Έγινε άγιος της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 16 Απριλίου.

Γρατιανός

Χρυσός Σόλιδος με τη μορφή του Γρατιανού.
Ο Γρατιανός υπήρξε αυτοκράτορας του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. Ήταν γιος του Βαλεντινιανού Α’ και κυβέρνησε από το 375 μέχρι το 383.
Το 379, μπροστά στο φάσμα της γοτθικής απειλής, κάλεσε τον στρατηγό Θεοδόσιο να τους αντιμετωπίσει. Την ίδια χρονιά ο Θεοδόσιος στέφτηκε συν-αυτοκράτορας. Μέχρι τις αρχές του 381 πέτυχε ειρήνη με τους Γότθους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο ως υπήκοοι της Αυτοκρατορίας. Το 383, συγκέντρωσε στρατό προκειμένου να αντιμετωπίσει τη συνωμοσία ενός αξιωματούχου με το όνομα Μάξιμος. Το ίδιο έτος δολοφονήθηκε με ύπουλο τρόπο από μισθοφόρους του συνωμότη.
Το έργο του δεν ήταν εξέχον, αν και ο ίδιος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος. Η διοίκησή του επισκιάζεται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία του Θεοδοσίου Α’.

Διογένης - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Ο Διογένης ήταν επίσκοπος Βυζαντίου για δεκαπέντε χρόνια (114 - 129). Επί αρχιερατείας του ξέσπασε ο διωγμός του αυτοκράτορα Αδριανού. 
Μετά την κοίμησή του τάφηκε στον επισκοπικό ναό της Αργυρούπολης, όπως και οι προκάτοχοί του.

Αλέξανδρος

Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος, σε ψηφιδωτό που βρίσκεται στην Αγιά Σοφιά.
Ένθετα: Επάνω αριστερά λεπτομέρεια από το ίδιο ψηφιδωτό και κάτω δεξιά χρυσός σόλιδος με τη μορφή του.
Ο Αλέξανδρος ήταν (τρίτος) γιος του Βασιλείου Α’ και της Ευδοκίας Ιγγερίνας. Γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 872. Στις 11 Μαΐου του 912 διαδέχθηκε στο θρόνο τον αδελφό του Λέοντα ΣΤ' (τον Σοφό). Είχε γίνει συν-αυτοκράτορας ήδη από τον πατέρα του Βασίλειο το 879.
Ήταν όμως ακατάλληλος για βασιλιάς. Μοχθηρός, αδύναμος, τεμπέλης, εκκεντρικός και φιλήδονος. Είχε γίνει συν-αυτοκράτορας ήδη από τον πατέρα του Βασίλειο το 879. Δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με τις κρατικές υποθέσεις ούτε στα 33 χρόνια που ήταν συμβασιλέας ούτε όταν έγινε μονοκράτορας. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα γλέντια και οι ερωτικές περιπέτειες, και γι’ αυτό μερικές φορές αναφέρεται σαν “Αλέξανδρος ο Ερωτόληπτος”. Επίσης αναφέρεται και σαν “Αλέξανδρος ο Γ’”, συνυπολογίζοντας και τους βασιλείς της αρχαίας Μακεδονίας. Κανένας από αυτούς τους προσδιορισμούς δεν χρησιμοποιείται στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Φημολογείτο ότι σχεδίαζε να ευνουχίσει το νεαρό Κωνσταντίνο Ζ’ για να τον αποκλείσει από τη διαδοχή. Είναι ο πρώτος που έκανε χρήση του τίτλου “αυτοκράτωρ” (σε νομίσματα) για να γιορτάσει την έναρξη της αποκλειστικής του βασιλείας και τη λήξη της περιόδου της συμβασιλείας του που διήρκεσε 33 χρόνια, στη σκιά του αδελφού του Λέοντα του Σοφού. Το “αυτο” μπορεί να υποδηλώνει “είμαι εγώ ο ίδιος άρχων και μόνος στο θρόνο, επιτέλους”, αλλά το πιθανότερο είναι πως υιοθέτησε τον τίτλο για να θυμίσει ότι είναι συνονόματος ενός άλλου Μακεδόνα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου (που έφερε τον τίτλο «Στρατηγός Αυτοκράτωρ»). Έδιωξε τους περισσότερους από τους ανθρώπους του Λέοντος, συμπεριλαμβανομένων του ναυάρχου Ιμερίου, του Πατριάρχη Ευθυμίου, και της αυτοκράτειρας Ζωής Καρβουνοψίνας, μητέρας του Κωνσταντίνου Ζ’ που την έκλεισε σε μοναστήρι, ενώ προκάλεσε πόλεμο με τον Συμεών Α’ της Βουλγαρίας αρνούμενος να στείλει την παραδοσιακή δωρεά για την ανάρρησή του τελευταίου στο θρόνο. Επίσης ο Νικόλαος Μυστικός που είχε απομακρυνθεί από τη θέση του επειδή ήταν αντίθετος στον 4ο γάμο του Λέοντος ΣΤ’, αποκαταστάθηκε στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Αλέξανδρος πέθανε στις 6 Ιουνίου του 913 (41 ετών), από αποπληξία, μετά από ένα παιχνίδι που ονομαζόταν τζυκάνιον, και μετά από βασιλεία ενός μόλις έτους και 27 ημερών (από τις 11 Μαΐου 912 έως 6 Ιουνίου 913).

Μητροφάνης Α΄ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

Αριστερά: Ο Άγιος Μητροφάνης, τοιχογραφία δια χειρός κυρ Μανουήλ Πανσέληνου.
Δεξιά: Σκίτσο του Χ. Φωτιάδη που απεικονίζει τον Άγιο Μητροφάνη να δείχνει σχεδιάγραμμα της Αγια Σοφιάς στον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Μητροφάνης Α΄ ήταν επίσκοπος του Βυζαντίου από το 306 έως το 314, δηλαδή την εποχή που ο Κωνσταντίνος Α΄ αποφάσισε να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Υπήρξε γιος του Δομετίου, αδελφού του αυτοκράτορα της Ρώμης Πρόβου. Ο Δομέτιος πολύ νωρίς ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και εκατοίκησε στο Βυζάντιο. Εκεί σχετίσθηκε πνευματικώς με τον Επίσκοπο Τίτο, τον οποίο και διαδέχθηκε στον θρόνο του Βυζαντίου και αυτόν αλληλοδιαδόχως οι γιοι του Πρόβος και Μητροφάνης.
Επί των ημερών του Αγίου Μητροφάνους, έπαυσαν οι κατά των Χριστιανών διωγμοί και ο αυτοκράτορας και μετέπειτα Άγιος, Μέγας Κωνσταντίνος, έκτισε την Κωνσταντινούπολη στην περιφέρεια του Βυζαντίου, μεταφέρων εκεί την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από την Ρώμη. Επομένως ο Μητροφάνης ονομάστηκε ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Αγίας Πόλεως αυτής, μετά την μετονομασία της από Βυζάντιον σε Κωνσταντινούπολις και επί των ημερών της Αρχιεπισκοπείας του ετέθησαν τα θεμέλια των τριών μεγάλων ναών της Βασιλίδος των Πόλεων, ήτοι της Αγια Σοφιάς, της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Δυνάμεως, ως επίσης μετεκομίσθησαν από της Ιερουσαλήμ οι 12 κόφινοι της αρτοκλασίας του Κυρίου και απετέθησαν «εν τω ειλήματι του Φόρου».
Θεωρούσε το επισκοπικό αξίωμα ύψιστη εκκλησιαστική διακονία και γι’ αυτό φρόντισε να ασκήσει την ποιμαντορία του με ακρίβεια και φόβο Θεού. Παροιμιώδης υπήρξε η ταπεινοφροσύνη του και η καλοσύνη του.
Χιλιάδες αναξιοπαθούντες έβρισκαν καταφύγιο, παρηγοριά και βοήθεια σε αυτόν. Υπήρξε επίσης και άνθρωπος της προσευχής και της καλλιέργειας των αρετών. Γι’ αυτό και ο Θεός τον αντάμειψε με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Αλλά ο Μητροφάνης βρισκόταν σε βαθύ γήρας και του ήταν αδύνατο να ασκήσει τα επισκοπικά του καθήκοντα. Γι’ αυτό παρεχώρησε το θρόνο στον άξιο διάδοχό του άγιο Αλέξανδρο (314-336). Όμως δεν έμεινε μακριά από τα προβλήματα του θρόνου.
Κατά τον χρόνο συγκλήσεως της A’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου (325) ο Μητροφάνης ήταν στο 117ο έτος της ηλικίας του και ευρίσκετο κλινήρης. Έτσι μη δυνηθείς να συμμετάσχει στις εργασίες της Συνόδου, όρισε και αντιπροσωπεύτηκε υπό των μετέπειτα διαδόχων του και Αγίων της Εκκλησίας μας, Αλεξάνδρου Πρωτοπρεσβυτέρου και Παύλου Αναγνώστου (του κατόπιν Ομολογητού).
“Λαβών ουρανόθεν δι΄ Αγγέλου πληροφορίαν, εκοιμήθη εν ειρήνη την 4ην Ιουνίου του 325 μ.Χ.”
Η κηδεία του τελέστηκε υπό του επιστρέφοντος από τη Σύνοδο της Νικαίας Επισκόπου Νισίβιδος της Μεσοποταμίας Αγίου Ιακώβου. Ο λαός θρήνησε τον σεβάσμιο και άγιο Επίσκοπό του.
Κατά την παράδοση, ο Μέγας Κωνσταντίνος προς τιμήν του έκτισε ναό εντός του οποίου ανεστηλώθη και η εικόνα του και τον οποίον κατέστρεψαν οι Αρειανοί. Κατ΄ άλλους ο ναός του ήταν πλησίον του ναού του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου στην συνοικία Επτάσκαλον και εκεί φυλάσσονταν και τα ιερά του λείψανα τα οποία κάηκαν κατά τους χρόνους του διωγμού του Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου.
Η Σύναξη του Αγίου Μητροφάνους ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία και στο σεβάσμιο ναό αυτού, κοντά στο ναό της Μεγάλης Εκκλησίας ανερχομένης της Λιτής στο Φόρο.
Σήμερα η θαυματουργός και ευωδιάζουσα κάρα του, φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους.

Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας στις 4 Ιουνίου.

Αναστάσιος Β’

Χρυσός σόλιδος που απεικονίζει τον Αναστάσιο Β’. Ο Αναστάσιος Β’ διατήρησε το όνομά του, Αρτέμιος στα νομίσματα που έκοψε.
Ο Αναστάσιος Β’ ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 713 έως το 716.
Κατά την εορτή της Πεντηκοστής του 713, ο λαός που συναθροίστηκε στην Αγιά Σοφιά ανακήρυξε αυτοκράτορα τον αρχιγραμματέα επικρατείας του Φιλιππικού Αρτέμιο, τον οποίο έστεψε σαν Αναστάσιο Β’, άνθρωπο συνετό και έμπειρο.
Από τις πρώτες πράξεις του ως αυτοκράτορας ήταν να ανορθώσει το κράτος της Ορθοδοξίας σύμφωνα με τις αποφάσεις της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ταυτόχρονα τιμώρησε με τύφλωση τους δύο στρατηγούς που συνωμότησαν κατά του Φιλιππικού και τους εξόρισε στην Θεσσαλονίκη.
Ο Αναστάσιος Β’ ανέλαβε με επιδεξιότητα τη διοίκηση των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας, έχοντας στραμμένη την προσοχή του στους Άραβες, από τους οποίους ο κίνδυνος συνεχώς μεγάλωνε. Για να εξασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, διόρισε άνδρες ικανούς σε όλα τα αξιώματα, ενώ ανέθεσε την άμυνα των ανατολικών επαρχιών στον στρατηγό Λέοντα, τον μετέπειτα γενάρχη της νέας δυναστείας. Σύμφωνα με τις ειδήσεις που κατέφθαναν στην πρωτεύουσα, ο χαλίφης Ουαλίντ Α’ ετοιμαζόταν για μια νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, στρατολογώντας μεγάλες ναυτικές και πεζικές δυνάμεις. Το 714 ο αυτοκράτορας έστειλε τον Έπαρχο της Πόλης Δανιήλ Σιναπίτη στον ηγεμόνα των Αράβων για να προτείνει ειρήνη, αλλά με πραγματικό σκοπό να κατασκοπεύσει την κατάσταση και τις προθέσεις του Ουαλίντ. Επιστρέφοντας ο απεσταλμένος διαβεβαίωσε τις φήμες για την κινητοποίηση των Αράβων. Έτσι άρχισαν αμέσως οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της πολιορκίας με αποθήκευση τροφίμων, ενίσχυση των τειχών και εξοπλισμό τους με αμυντικές μηχανές. Στις αρχές του 715 ο Ουαλίντ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Σουλεϊμάν, ο οποίος συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο την προσπάθεια του προκατόχου του. Δάση ολόκληρα κόπηκαν στον Λίβανο για να κατασκευαστεί ο νέος Αραβικός στόλος. Ο Αναστάσιος Β’, θέλοντας να καταστρέψει τις Αραβικές δυνάμεις στον τόπο όπου συναθροίζονταν, διέταξε την συγκέντρωση στόλου στην Ρόδο υπό την αρχηγία του γενικού λογοθέτη Ιωάννη και εντολή την αιφνίδια επίθεση στα παράλια του Λιβάνου για την καταστροφή του Αραβικού στόλου.
Οι δυνάμεις όμως που συγκεντρώθηκαν στην Ρόδο στασίασαν κατά του Ιωάννη και αφού τον σκότωσαν κήρυξαν έκπτωτο τον Αναστάσιο Β’ και ξεκίνησαν κατά της πρωτεύουσας. Καθ’ οδόν συνάντησαν στο Αδραμύτιο της Μυσίας τον φοροεισπράκτορα Θεοδόσιο, τον οποίο αναγόρευσαν αυτοκράτορα με το όνομα Θεοδόσιο Γ’. Συνεχίζοντας το ταξίδι τους για την Κωνσταντινούπολη στρατολόγησαν οπαδούς από τους Γραικογότθους της Φρυγίας, Βιθυνίας και της Λυδίας και κατέληξαν απέναντι από την πρωτεύουσα στα μέσα του 715. Ύστερα από προδοσία πέρασαν μέσα στην Πόλη στο τμήμα των Βλαχερνών και την κατέλαβαν τον Φεβρουάριο του 716. Ο Αναστάσιος, θέλοντας να αντιμετωπίσει τους στασιαστές, κατευθύνθηκε στη Νίκαια, όπου όμως τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον Θρόνο και να γίνει μοναχός. Εξορίστηκε από τον Θεοδόσιο Γ’ στη Θεσσαλονίκη.
Το 719 ο Αναστάσιος προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία. Για το σκοπό αυτό ήλθε σε συνεννόηση με διάφορους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες της πρωτεύουσας που πρόσκεινταν φιλικά προς αυτόν. Στην συνέχεια απέβαλε το μοναχικό σχήμα και κατέφυγε στους Βουλγάρους για να ζητήσει την βοήθειά τους. Αφού εξασφάλισε τη συμμαχία τους, ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη, την οποία πλησίασαν αρκετά. Μετά όμως από τις απειλές του αυτοκράτορα Λέοντα, οι Βούλγαροι παρέδωσαν τον Αναστάσιο στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε την θανάτωσή του.