Θεοδόσιος Β’ ο Μικρός

Ο Θεοδόσιος ο Β’ χαιρετίζει τα λείψανα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. (Μινιατούρα από τις αρχές του 11ου αιώνα). 
Επάνω αριστερά βλέπουμε μαρμάρινη προτομή του Θεοδοσίου Β’, (5ος αιώνας, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Ο Θεοδόσιος ο Β’ ήταν γιος του Αρκάδιου και εγγονός του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ονομάστηκε από τους ιστορικούς Μικρός για διάκριση από τον πρώτο. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στις 10 Απριλίου του 401.
Ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία επτά χρόνων (408) και είχε στην αρχή κηδεμόνα τον έπαρχο Ανθέμιο. Αργότερα τον ανέλαβε η αδερφή του Πουλχερία, η οποία του έδωσε για σύζυγο την κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, την Αθηναΐδα, που μετονομάστηκε σε Ευδοκία.
Η Ευδοκία ήταν έξυπνη και δραστήρια αυτοκράτειρα. Επέβαλε την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους και ίδρυσε το 425 στην Κωνσταντινούπολη το “Πανδιδακτήριο”, ένα είδος πανεπιστημίου της εποχής εκείνης. Αργότερα όμως η Πουλχερία έδιωξε από τα ανάκτορα την Ευδοκία, η οποία έφυγε στα Ιεροσόλυμα. Αυτή είχε τρομερή επίδραση επάνω του, καθόσον μάλιστα ο αυτοκράτορας δεν αναμείχθηκε ποτέ στα σοβαρά με την πολιτική. Μάλιστα τα τελευταία είκοσι χρόνια της βασιλείας του το κράτος διαχειριζόταν ο ευνούχος Χρυσάφιος.
Ο Θεοδόσιος Β’ ήταν ευγενής, μορφωμένος, αλλά αδιάφορος. Παράτησε το κράτος στα χέρια συγγενών και αυλικών (ικανών ευτυχώς). Η αυτοκρατορία όμως υπέφερε από τις επιδρομές των βαρβάρων στις οποίες ήταν ανήμπορος να αντιδράσει.
Το 421 ο Θεοδόσιος κήρυξε τον πόλεμο στους Πέρσες επειδή εδίωκαν τους Χριστιανούς, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ το 442 στη “μάχη του Ούτους” ηττήθηκε από τους Ούννους που επιβάλλονται στα Βόρεια Βαλκάνια.
Οι Ούννοι με τη σειρά τους επιδράμουν στα Βαλκάνια το 443 και καταστρέφουν δύο Ρωμαϊκές στρατιές. Οι Βυζαντινοί εξαγοράζουν την ειρήνη από τον Αττίλα, ο οποίος στρέφεται στη Δύση.
Επί των ημερών του Θεοδοσίου (413) ολοκληρώνονται τα "Θεοδοσιανά Τείχη" της Κωνσταντινούπολης, (ένα ιστορικό έργο που ξεκίνησε ο Ανθέμιος). Πρόκειται για τα Χερσαία τείχη τα οποία ήταν διπλά και άρχιζαν από την Προποντίδα (θάλασσα του Μαρμαρά) και τέλειωναν στο επάνω μέρος του Κερατίου κόλπου κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Τμήμα των τειχών αυτών σώζεται μέχρι σήμερα.
Το σπουδαιότερο όμως έργο της βασιλείας του Θεοδοσίου του Β’ είναι η έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα “Codex Theodosianus” (438). Ο κώδικας αυτός αποτελεί συγκέντρωση και κωδικοποίηση σε 16 βιβλία όλων των αυτοκρατορικών νόμων από το 312 μέχρι το 437. Ο Θεοδοσιανός κώδικας θα χρησιμεύσει ως βάση της νομοθεσίας του Ιουστινιανού κατά τον 6ο αιώνα.
Ο Θεοδόσιος έτρεφε μεγάλη ευλάβεια και αφοσίωση στην ορθόδοξη πίστη. Όταν ανέλαβε το βασιλικό σκήπτρο, με τη βοήθεια της αδελφής του Πουλχερίας, υποστήριξε θερμά την αλήθεια της Ορθόδοξης Πίστης και την ασφάλεια του συμβόλου της. Έτσι, με βασιλικό θέσπισμα της 19ης Νοεμβρίου του 430, συνήλθε την 22α Ιουνίου του 431 στην Έφεσο η Γ' Οικουμενική Σύνοδος, που καταδίκασε τις αιρετικές δοξασίες του μονοφυσίτη Νεστορίου. Έτσι ο Νεστόριος καθαιρέθηκε και οι οπαδοί του (οι Νεστοριανοί) αναθεματίστηκαν.
Το 449 στη Μικρή Σύνοδο της Εφέσου, επικύρωσε την αίρεση του αρχιμανδρίτη Ευτυχή. Η Μικρή Σύνοδος της Εφέσου καταδίκασε τον Φλαβιανό, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ονομάστηκε ληστρική από τον Πάπα Ρώμης Λέοντα τον Α’. Οι αποφάσεις της ακυρώθηκαν από την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451.
Πέθανε την 28η Ιουλίου του 450, σε ηλικία 51 ετών, μετά από βασιλεία 42 ετών.
Ο θάνατος του προήλθε από θανάσιμο τραύμα στην σπονδυλική στήλη, το οποίο έπαθε όταν κατάπεσε από το άλογό του κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού διασχίζοντας ένα ποτάμι.
Ο Θεοδόσιος Β’ δεν άφησε άρρενες, απογόνους με αποτέλεσμα να εκλείψει μαζί με αυτόν και η δυναστεία του Θεοδοσίου του Μεγάλου, η οποία κατείχε το θρόνο από το 379. Ο αυτοκράτορας πεθαίνοντας είχε συνείδηση των κρίσιμων περιστάσεων. Γι' αυτό αποφάσισε να μη στερήσει την αδελφή του Πουλχερία από την εξουσία την οποία κατείχε άξια από το 414. Έτσι λοιπόν δύο μέρες πριν από το θάνατο του Θεοδοσίου αποφασίστηκε να δοθεί στην Πουλχερία σύζυγος προχωρημένης ηλικίας (ώστε να σεβαστεί το τάμα της ότι θα έμενε ισοβίως παρθένα) και συγχρόνως ικανός και δραστήριος για να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα προβλήματα του κράτους. Ιδανικό πρόσωπο γι' αυτήν την περίσταση ήταν ο εκ Θράκης γέρων συγκλητικός Μαρκιανός ο οποίος νυμφεύτηκε την Πουλχερία και αναγορεύθηκε αυτοκράτορας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 29 Ιουλίου.

Νικηφόρος Α’ ο Λογοθέτης

Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ επιτίθεται στη Βουλγαρία, αλλά συλλαμβάνεται από τους Βουλγάρους. (Μινιατούρα από το Χρονικόν του Κωνσταντίνου Μανασσή, 14ος αιώνας).
Δεξιά: Ο Κρούμμος σε συμπόσιο, ενώ ένας υπηρέτης του φέρνει κρασί σε κύπελλο φτιαγμένο από κρανίο του Νικηφόρου, (επίσης από το Χρονικόν του Μανασσή).
Δεξιά κάτω: Το κρανίο (εικάζεται) του Νικηφόρου Α’.
Κέντρο (ένθετο): βλέπουμε Σόλιδο της εποχής με τη μορφή του Νικηφόρου Α’ φορώντας χλαμύδα, κρατώντας σταυρό και ακακία, (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο).
Ο Νικηφόρος Α’ ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 802 και 811.
Υπήρξε Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης (ή λογοθέτης του γενικού, δηλ. υπουργός των οικονομικών). Είχε εξαπατήσει τόσο τον Κωνσταντίνο τον Τυφλό όσο και την Ειρήνη ώστε να του εμπιστευτούν τους θησαυρούς τους. Ήταν από τους επικεφαλής της συνωμοσίας που εκδίωξε την Ειρήνη και τον Αέτιο και έτσι ανέβηκε στο θρόνο.
Σε γενικές γραμμές ήταν η πιο σκοτεινή ώρα της αυτοκρατορίας μέχρι τώρα. Μια αυτοκρατορία ανυπεράσπιστη απέναντι στους εχθρούς της, ενώ στην πολιτική επικρατεί κλίμα ίντριγκας, βαρβαρότητας και φόβου. Το μόνο θετικό τουλάχιστον είναι το τέλος της Εικονομαχίας.
Ο Νικηφόρος στέφθηκε στην Αγιά Σοφιά από τον Πατριάρχη Ταράσιο. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ευημερούσε επί Ειρήνης, δέχθηκε με εχθρότητα την ανάρρηση του Νικηφόρου και κατά την στέψη του καταριόταν τόσο τον ίδιο όσο και τον εικονόφιλο πατριάρχη Ταράσιο που δέχθηκε να τον στέψει.
Μετά την ενθρόνισή του, ο Νικηφόρος επισκέφθηκε την Ειρήνη, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, την διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να του δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη δέχτηκε υπό τον όρο να της επιτραπεί να παραμείνει στο ανάκτορο του Ελευθερίου. Ο Νικηφόρος συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς και την εξόρισε στην Λέσβο όπου και πέθανε αυτή τον επόμενο χρόνο, την 9η Αυγούστου του 803.
Αμέσως μετά, κατέστειλε στάση αντιπάλων του στο στρατό. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση των Αράβων και των Βουλγάρων, οι οποίοι ήταν το βασικό πρόβλημα της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη. Υπέστη την επιφυλακτικότητα του Πατριάρχη Ταράσιου, αλλά και αντιδράσεις των Στουδιτών. Μετά το θάνατο του Ταράσιου, προώθησε στο Επισκοπικό Θρόνο τον λαϊκό Νικηφόρο.
Η εκλογή του επέτεινε την αντιπαράθεσή του με τους Στουδίτες, τους οποίους εδίωξε απηνώς.
Είχε φιλόδοξους στόχους, ενώ ήταν μάλλον καλός οργανωτής αλλά προφανώς του έλειπαν πολιτικές και στρατηγικές ικανότητες.
Αύξησε τους φόρους, πράγμα το οποίο βελτίωσε τα οικονομικά και την άμυνα της αυτοκρατορίας. Κατέστειλε με ευκολία την επανάσταση των Σλάβων της Πελοποννήσου το 805 και τους επέβαλε ακόμη βαρύτερη φορολογία. Οχύρωσε την αυτοκρατορία προς τους Βούλγαρους στην περιοχή της Ροδόπης και του Στρυμόνα, αλλά αρνήθηκε να καταβάλει φόρους προς τους Άραβες, πράγμα που οδήγησε στην εισβολή του Σεΐχη Αρούν-αλ-Ρασίντ στη Μικρά Ασία και στη νίκη του εκεί. Μετά τη λεηλασία της Ηράκλειας και των Τυάνων, ο Νικηφόρος δέχθηκε βαρείς όρους ειρήνης.
Το 809, μετά το θάνατο του Αρούν-αλ-Ρασίντ, ο Νικηφόρος αφοσιώθηκε στον αγώνα του κατά των Βουλγάρων. Αν και πέτυχε σημαντικές νίκες κατά του αρχηγού τους Κρούμμου, εντούτοις εκείνος κατάφερε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς και να τους επιφέρει τεράστιες απώλειες.
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί περιγράφουν τον Νικηφόρο σαν αχρείο. Ήταν δραστήριος και αποτελεσματικός στις κρατικές υποθέσεις, και καλύτερος από τους τρεις προηγούμενους. Ευνόησε τους αιρετικούς Παυλικανούς και τους εικονοκλάστες, αλλά η βαριά φορολογία και η καταπίεση του κλήρου τον έκαναν μισητό.
Εισήγαγε το φόρο «Αλληλέγγυον» για την κάλυψη των φόρων των φτωχών από τους πλουσιότερους.
Οι θεαματικές στρατιωτικές αποτυχίες του ζημίωσαν επίσης την υστεροφημία του.
Ο Νικηφόρος Α’ σκοτώθηκε στη μάχη της Πλίσκας από τον στρατό του Κρούμμου, την 26η Ιουλίου του 811. Είχε εισβάλει στη Βουλγαρία με 80.000 άντρες, παρότι ο Κρούμμος είχε ζητήσει ειρήνη αλλά ο Νικηφόρος δεν δέχτηκε. Έτσι κατέλαβε την πρωτεύουσα Πλίσκα, αλλά μετά ο στρατός του παγιδεύτηκε και καταστράφηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε.
Μετά το θάνατο του Νικηφόρου, ο Κρούμος έκοψε το κεφάλι του αυτοκράτορα και το επιδείκνυε κρεμασμένο για πολλές μέρες. Ύστερα το έγδαρε, το έντυσε με ασήμι κι έπιναν απ’ αυτό κρασί στα συμπόσια ο ίδιος και οι άρχοντες των Σλάβων.
Στην ίδια μάχη, ο γιος του Νικηφόρου, Σταυράκιος πληγώθηκε σοβαρά και με μεγάλες δυσκολίες κατάφερε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.

Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος

Αριστερά: Λεπτομέρεια από μικρογραφία χειρογράφου ενός Επιταφίου που συνέταξε ο Μανουήλ Β’ το 1407 για τη μνήμη του αδελφού του Θεοδώρου Α’ δεσπότου Μωρέως. (Κωνσταντινούπολη, 1409-1411. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Παρίσι, DEPARTEMENT DES MANUSCRITS).
Κέντρο επάνω: Χρυσόβουλο του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, γραμμένο λατινικά και ελληνικά, με το οποίο αποδίδει διάφορα λείψανα στο αββαείο του Αγίου Διονυσίου (Σαιν Ντενί) στο Παρίσι.
Η υπογραφή διαβάζεται με τις συντμήσεις του ως εξής:
+ Μανουήλ εν Χ(ριστ)ώ τω Θ(ε)ώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ ρωμαί(ων) ο παλαιολόγος.
Το έγγραφο υπογράφτηκε από τον αυτοκράτορα στο Παρίσι, στις 23/11/1402. (Εθνική βιβλιοθήκη Ισπανίας & Αββαείο του St. Denis στο Παρίσι).
Κέντρο κάτω: Μισό Σταυράτον νόμισμα του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου.
Δεξιά: Μικρογραφία που αναπαριστά τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, την σύζυγό του, αυτοκράτειρα Ελένη, μετέπειτα Αγία Υπομονή, και τρία από τα παιδιά τους: Ιωάννη, Θεόδωρο και Ανδρόνικο, να ευλογούνται από την Παναγία. Κωνσταντινούπολη, 1403-5. Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Στη μικρογραφία αναφέρεται για τον καθένα τους ξεχωριστά:
ΜΑΝΟΥΗΛ ΕΝ ΧΩ ΤΩ ΘΩ ΠΙCΤΟC ΒΑCΙΛΕΥC ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC ΚΑΙ ΑΕΙ ΑΥΓΟΥCΤΟC
(Μανουήλ εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Παλαιολόγος και αεί Αύγουστος).
ΕΛΕΝΗ ΕΝ ΧΩ ΤΩ ΘΩ ΠΙCΤΗ ΑΥΓΟΥCΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙCΑ ΡΩΜΑΙΩΝ Η ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙΝΑ
(Ελένη εν Χριστώ τω Θεώ πιστή Αυγούστα και αυτοκρατόρισσα Ρωμαίων η Παλαιολογίνα).
ΙΩ ΕΝ ΧΩ ΤΩ ΘΩ ΒΑCΙΛΕΥC Ο ΥΙΟC ΑΥΤΟΥ
(Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς ο υιός αυτού).
ΘΕΟΔΩΡΟC Ο ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟC ΕΥΤΗΧΗC ΔΕCΠΟΤΗC Ο ΥΙΟC ΑΥΤΟΥ
(Θεόδωρος Πορφυρογέννητος ευτυχής Δεσπότης ο υιός αυτού).
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟC ΑΥΘΕΝΤΟΠΟΥΛΟC ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC Ο ΥΙΟC ΑΥΤΟΥ
(Ανδρόνικος Αυθεντόπουλος Παλαιολόγος ο υιός αυτού).
Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1391 έως το θάνατό του στις 21 Ιουλίου του 1425.
Γιός του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και της Ελένης Καντακουζηνής και αδελφός του Ανδρόνικου Δ’, γεννημένος στις 27 Ιουνίου του 1350.
Μετά το θάνατο του πατέρα του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και δεδομένου του πραξικοπήματος του ανιψιού του, γιου του Ανδρονίκου Δ’ (και νομίμου διαδόχου με βάση τη συμφωνία του 1379) Ιωάννου Ζ’, ο Μανουήλ ανέλαβε την εξουσία.
Ήταν χαρισματικός και με πολιτικές ικανότητες. Λόγιος και υμνωδός. Ένας συνετός και σοφός ηγεμόνας σε δύσκολους καιρούς. Όλη του τη ζωή προσπαθούσε να εξισορροπήσει ανάμεσα στις απαιτήσεις των Τούρκων και των παπικών. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, διατήρησε το καθεστώς της υποτέλειας που είχε εγκαινιάσει ο πατέρας του. Έτσι, κλήθηκε να υπηρετήσει στο πλευρό του Βαγιαζήτ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων όπως στην πολιορκία της Φιλαδελφείας το 1390, τελευταίου βυζαντινού προπυργίου στη δυτική Μικρά Ασία.
Αργότερα όμως, μετά από κάποιες εκρήξεις αστάθειας του Σουλτάνου, αποφάσισε να διακόψει κάθε υπηρεσία στους Τούρκους. Έξαλλος ο Βαγιαζήτ απάντησε με άμεση πολιορκία της Πόλης το 1394, η οποία έμελλε να κρατήσει με κυμαινόμενη ένταση, για 8 χρόνια.
Την ίδια περίπου εποχή, η Δύση κινητοποίησε στρατεύματα που έφταναν τις 100.000 κατά των Τούρκων. Η ήττα των νέων Σταυροφόρων στη Νικόπολη το 1396, σήμανε και το τέλος των ουσιωδών προσπαθειών της Δύσης. Ο Μανουήλ πάντως, συνέχισε τις διπλωματικές του προσπάθειες, ερχόμενος σε επαφή με το Λουδοβίκο της Γαλλίας, ο οποίος τον προσκάλεσε για επίσημη επίσκεψη. Γρήγορα φρόντισε να συμφιλιωθεί με τον παλαιό του αντίπαλο Ιωάννου Ζ’, τον οποίο άφησε στη θέση του στη Βασιλεύουσα, και αφού μετέφερε την οικογένειά του στον ασφαλή περίγυρο του Μυστρά, ξεκίνησε για το Παρίσι το 1399.
Οι τελετές για την υποδοχή του Μανουήλ, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντίστοιχες που είχαν γίνει κατά την περιοδεία του πατέρα του το 1370. Ο Ιωάννης Ε’ είχε πάει σα ζητιάνος, ενώ ο Μανουήλ ως περήφανος άρχοντας. Το πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από τους Δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ, ο οποίος «αλλάζοντας άλογα, δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα». Ήταν στα μάτια τους ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, ο οποίος αγωνιζόταν «ως στρατιώτης του Χριστού στις επάλξεις των μαχών κατά των απίστων βαρβάρων» (J.J.Norwich). Οι διπλωματικές προσπάθειες του Μανουήλ βρήκαν ανταπόκριση σε λόγια και κάποιες οικονομικές ενισχύσεις, από τη Βενετία, Γαλλία, Αγγλία, Αραγονία και Πορτογαλία. Οι άρχοντες της Δύσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ανάληψη μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής πρωτοβουλίας, ίσως και Σταυροφορίας, που ήταν ο μόνος τρόπος να διασωθεί το Βυζάντιο από τους Τούρκους. Η περιοδεία είχε ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια, όταν έφτασαν τα νέα της καταστροφής του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Αγκύρας και το μαρτυρικό θάνατο του Σουλτάνου το 1401. Μετά από αυτό, ο Μανουήλ επέστρεψε στη Βασιλεύουσα.
Αμέσως, άρχισαν οι έριδες διαδοχής μεταξύ των τεσσάρων γιων του Βαγιαζήτ, που επέτρεψαν στο Βυζάντιο να σταθεί κάπως στα πόδια του. Ο Μανουήλ ακολούθησε στο σημείο αυτό ήπια πολιτική, παρακολουθώντας από μακριά τις εσωτερικές διαμάχες των Τούρκων, προκειμένου να ανασυνταχθεί, με μακροπρόθεσμο στόχο την οργάνωση μεγάλης ευρωπαϊκής εκστρατείας οριστικής εξάλειψης του Τουρκικού κινδύνου. Δεν ήταν δυνατόν όμως να μείνει εντελώς εκτός των εξελίξεων, και έτσι όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, πρόσφερε υποστήριξη στο Μωάμεθ Α’, ο οποίος ήταν ο πλέον συνεννοήσιμος από τους επίδοξους διαδόχους. Τα επόμενα χρόνια, ο Μανουήλ εξεστράτευσε στην Ελληνική χερσόνησο για να ενισχύσει τις εκεί κτήσεις της Θεσσαλονίκης και του Μυστρά. Δυστυχώς όμως, την ίδια περίοδο η Δύση βυθίστηκε στις δικές της διαμάχες, με βασικότερη αυτή του παπικού προβλήματος και των αντιπάλων παπών. Δεν ήταν δυνατό να αναμένει κανείς οποιαδήποτε βοήθεια υπό αυτές τις συνθήκες.
Ο γιος του Αυτοκράτορα Ιωάννης Η’, συμμετείχε ενεργά και σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό στις υποθέσεις του κράτους, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του Μανουήλ, όταν η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί. Η γνώμη του Ιωάννη ήταν να ακολουθηθεί πιο επιθετική πολιτική εναντίον των Τούρκων. Δυστυχώς, η εσφαλμένη τακτική που εφάρμοσε στο θέμα των διαδόχων του Σουλτανάτου, παρά τις προειδοποιήσεις του πατέρα του, οδήγησε στη νέα πολιορκία της Πόλεως από τον Μουράτ Β’, γιο του Μωάμεθ Α’, το 1422. Ανυπόμονος καθώς ήταν, ο Μουράτ παραιτήθηκε γρήγορα από την προσπάθειά του, τόσο γιατί βρήκε τα τείχη της Πόλεως πολύ ισχυρά για το στρατό του, όσο και γιατί επενέβη ο έμπειρος Μανουήλ και η παραδοσιακή Βυζαντινή διπλωματία.
Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο σήμανε το ουσιαστικό τέλος της ενεργούς διακυβέρνησης από το Μανουήλ. Πέθανε την 21η Ιουλίου του 1425, αφού πρώτα εκάρη μοναχός, κατά την υστεροβυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση, με το όνομα Ματθαίος.
Η μορφή του ξεχωρίζει στο στερέωμα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων τόσο για τις ικανότητές του, διπλωματικές, διοικητικές και στρατιωτικές, όσο και για αυτή καθεαυτή την προσωπικότητά του. Μπορούσε να ηγηθεί των στρατευμάτων του σε μάχη το ίδιο εύκολα, όσο μπορούσε να συζητήσει και να αναλύσει με τους εκλεκτότερους λόγιους της εποχής του τα λεπτότερα θεολογικά ζητήματα. Ο Μανουήλ Β’ έδωσε ανάσα επιβίωσης και παράταση ζωής στο Βυζάντιο, χωρίς βέβαια να κατορθώσει να αναστρέψει το αναπόφευκτο της πτώσης, γεγονός που είναι βέβαιο ότι είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει.
Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος ήταν ο συγγραφέας πολλών έργων σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων γράμματα, ποιήματα, τη ζωή ενός Αγίου, θεολογικές πραγματείες (συμπεριλαμβανομένης της «Προσευχή για την Κοίμηση της Θεοτόκου») και της ρητορικής, καθώς και έναν επιτάφιο λόγο για τον αδελφό του Θεόδωρο Α’, δεσπότη Μωρέως. Επίσης έγραψε μια πραγματεία σε 157 κεφάλαια για την Λιτανεία του Αγίου Πνεύματος, ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της θεολογίας της Ανατολής Ελλήνων. Το πιο σημαντικό έργο του είναι το 1397 οι διάλογοι με την περσική , σε 26 διαλόγους, οι διάλογοι που διηγείται πραγματοποιήθηκε το 1391 στην Άγκυρα, το έργο είναι αφιερωμένο στον αδελφό του Θεόδωρο Α’. Ο διάλογος είναι μια προσπάθεια ο Μανουήλ να κατανοήσει το Ισλάμ, διότι υπό την προϋπόθεση ότι οι Οθωμανοί θα κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη, ήθελε να καταλάβει, όπως ήταν αυτός ο πολιτισμός που θα αντικαταστήσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Τον διαδέχτηκε ο γιος του Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος ο οποίος συμμετείχε ενεργά στη διακυβέρνηση από το 1422, μετά από την επιδείνωση της υγείας του πατέρα του Μανουήλ Β’.
Ο Μανουήλ Β’ ανακηρύχθηκε Όσιος από την Εκκλησία μας και η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιουλίου εκάστου έτους ως Μανουήλ βασιλέως του δια του αγγελικού σχήματος μετονομασθέντος Ματθαίου.

Συνοπτικά:
Ενέργειες & Γεγονότα από τη βασιλεία του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου:
1396 - Ταξίδεψε στη Δυτική Ευρώπη προς αναζήτηση βοήθειας. Είχε θερμή υποδοχή σε Ρώμη, Μιλάνο, Λονδίνο και Παρίσι όπου έμεινε 2 χρόνια. Το ταξίδι του αυτό, προώθησε τους πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ Δύσης- Βυζαντίου. Ψάχνοντας όμως απεγνωσμένα βοήθεια, πουλούσε άγια λείψανα για να σωθεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. (Περισσότερα για την πώληση των άγιων λειψάνων από τον Μανουήλ Β’, πατήστε εδώ).

Πρόσφερε το Βυζάντιο στους Ενετούς που δεν το δέχτηκαν.
Υποδαύλισε τον εμφύλιο για τη διαδοχή του Βαγιαζήτ.
Συμφωνία με τον σουλτάνο Μωάμεθ Α’ το 1414.
Έχτισε το τείχος των Εξαμιλλίων στην Κόρινθο.
Είχε αντιπαράθεση με τους Ρώσους για τον οικουμενικό ρόλο του Πατριαρχείου.
1415 - Σύνοδος της Κωστάντζας για να λήξει η ρήξη ανάμεσα στους τρεις Πάπες.

Πόλεμοι:
1394 - Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (για 8 χρόνια). Έληξε μετά τις νίκες του Ταμερλάνου στα ανατολικά.
1396 - Μάχη της Νικόπολης. Οι Τούρκοι νίκησαν ένα στράτευμα Δυτικών που υπέστη βαριές απώλειες. Ήταν η τελευταία πράξη των σταυροφοριών.
1422 - Πολιορκία της Πόλης από τον Μουράτ Β’.

Αλέξιος Γ’ Άγγελος

Άσπρον τραχύ* από ήλεκτρο νόμισμα του Αλέξιου Γ’ Άγγελου. Στη μέση υπάρχει μακρύς πατριαρχικός σταυρός που τον κρατούν στα αριστερά ο Αλέξιος Γ’ και στα δεξιά ο Άγιος Κωνσταντίνος Α’ ο Μέγας. Ο πρώτος φορεί χλαμύδα και κρατά ακακία στο αριστερό. Ο δεύτερος φορεί λώρον και φέρει φωτοστέφανο. Και οι δύο στέκονται με στέμμα, είναι γενειοφόροι και φορούν διβιτίσιον.
-----------------------------------
*Το "άσπρον τραχύ" νόμισμα είναι το 1/16 του εξ ήλεκτρου τραχέος και αποτελείται από κράμα αργύρου (6-7%) και χαλκού. Τα τραχέα αυτά είναι κοιλόκυρτα νομίσματα, όπως δείχνει κι η ονομασία τους (τραχύ = κοιλόκυρτο).
Ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1195 έως 1203 και αυτοαποκαλείτο Αλέξιος Γ’ Κομνηνός ως εγγονός της Θεοδώρας Κομνηνής.
Ήταν δευτερότοκος γιος του Ανδρόνικου Αγγέλου, ενός εξαδέλφου του αυτοκράτορα Αλεξίου Β’ Κομνηνού. Το 1195, και ενώ ο αδελφός του Ισαάκιος Β’ βρισκόταν για κυνήγι στη Θράκη ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα αυτοκράτορας. Συνέλαβε τον Ισαάκιο στα Στάγειρα της Μακεδονίας, και αφού τον τύφλωσε, τον φυλάκισε μαζί με τον ανήλικο γιο του Αλέξιο, μολονότι είχε ελευθερωθεί από αυτόν από την αιχμαλωσία του στην Αντιόχεια και είχε περιβληθεί με τιμές. Θέλοντας να λησμονηθεί το έγκλημά του απέβαλε το επίθετο των Αγγέλων και για να σταθεροποιήσει την θέση του χρησιμοποιούσε αυτό της γιαγιάς του Θεοδώρας Κομνηνής: μετονομάσθηκε Αλέξιος Γ’ Κομνηνός για να δώσει περισσότερη λαμπρότητα στον εαυτό του ως απόγονος του μεγάλου οίκου των Κομνηνών.
Ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος στηρίχθηκε καταρχάς στην αντιλατινική παράταξη για να αναρριχηθεί στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα επεδίωξε την προσέγγιση του με τον Παπικό Θρόνο: με επιστολή του συνεχάρη τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ για την εκλογή του (1198) και του πρότεινε συμμαχία, αλλά ο Πάπας του γνωστοποίησε με απεσταλμένους του ότι δεν ήταν δυνατή η συμμαχία του Παπικού Θρόνου. Τότε ο Αλέξιος Γ’, με νέα του επιστολή προς τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, παρατήρησε ότι "η ένωση των εκκλησιών ήταν υπόθεση όχι του αυτοκράτορα, αλλά μιας οικουμενικής συνόδου, στην οποία, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος θα ήταν δυνατή η ανεύρεση μιας ορθής λύσης με την επιβουλή της θείας θελήσεως". Αναλόγου περιεχομένου επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ επέδωσαν και στον πατριάρχη Ιωάννη Β’ Καματηρό οι παπικοί αντιπρόσωποι υποδιάκονος Αλβέρτος και νοτάριος Αλβερτίνος. Επίσης ο Αλέξιος Γ’ ανανέωσε τις ενωτικές συζητήσεις με τον ηγεμόνα των Αρμενίων Λέοντα Β’ για την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Αρμενικής Εκκλησίας, που είχαν ξεκινήσει επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου. Μάλιστα η σύνοδος των Αρμενίων προκαθημένων στην πόλη Ταρσό το 1196 δέχθηκε τους βυζαντινούς όρους, αλλά στις μετέπειτα συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη προσέκρουσαν σε αδιέξοδο λόγω τον υπερβολικών βυζαντινών αξιώσεων. Έτσι οι ενωτικές αυτές προσπάθειες απέτυχαν. Αναμφισβήτητα ο Αλέξιος Γ’ άσκησε επιτυχημένη εκκλησιαστική πολιτική, όμως δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε το ίδιο και για τους υπόλοιπους τομείς του Βυζαντινού Κράτους όπως την Οικονομία, την Εξωτερική Πολιτική, το Στρατό, κλπ.
Η ικανή και ισχυρή σύζυγός του αυτοκράτειρα Ευφροσύνη Καματηρά επεχείρησε μάταια να σταματήσει την καταστροφή, διότι ο καλύτερος σύμβουλός της στην απόπειρα μεταρρύθμισης, ο Βατάτζης, δολοφονήθηκε με εντολή του αυτοκράτορα. Ταυτόχρονα δαπάνησε πολλά χρήματα για να επιτύχει την αναγνώριση του Αλεξίου Γ’, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει το δημόσιο ταμείο. Έδωσε δε τόση ελευθερία στους αξιωματούχους του, ώστε πρακτικά το βασίλειο παρέμεινε χωρίς άμυνα. Έτσι ολοκλήρωσε την οικονομική καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Στα ανατολικά, το κράτος ερημωνόταν από τους Σελτζούκους. Μόνον ο θάνατος του Σουλτάνου τους Κελιτζέ Αρσλάν Β’ το 1193 και η διχόνοια ανάμεσα στους υιούς του για την μοιρασιά, έσωσαν τις υπολειπόμενες επαρχίες του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία. Στα βόρεια οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι ισοπέδωναν ατιμώρητα τη Θράκη και τη Μακεδονία, ενώ ο Αλέξιος σπαταλούσε τους θησαυρούς του κράτους για τα παλάτια του και τους κήπους του. Έτσι αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον βασιλιά τους Ιωαννίση, παραχωρώντας του όλες τις περιοχές που είχε αυτός καταλάβει.
Το 1200 ο Αλέξιος Κομνηνός, εγγονός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, με τη βοήθεια της θείας του Θάμαρ βασίλισσας της Γεωργίας, κατέλαβε την Τραπεζούντα, την Παφλαγονία και άλλα παράλια του Εύξεινου Πόντου εγκαθιδρύοντας την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με το όνομα Αλέξιος Α’ Μεγάλος Κομνηνός.
Σύντομα όμως ο Αλέξιος Γ’ θα απειλούνταν από έναν νέο, πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο. Κατά το έτος 1202 οι Ευρωπαίοι πρίγκιπες της Δ’ Σταυροφορίας συναθροίστηκαν στην Βενετία. Ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και απευθυνόμενος στη σύναξη των Σταυροφόρων τούς υποσχέθηκε την ακύρωση του σχίσματος ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, εάν αυτοί τον βοηθούσαν να εκθρονίσει το θείο του Αλέξιο Γ’, καθώς και πλούσια αποζημίωση και δώρα για τις υπηρεσίες τους. Την 1η Οκτωβρίου του 1202 ξεκίνησε ο βενετικός στόλος μεταφέροντας τους σταυροφόρους στις Δαλματικές ακτές, όπου κατέλαβαν την Ζάρα και στην συνέχεια το Δυρράχιο, όπου ο Αλέξιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ’. Στις 23 Ιουνίου 1203, ο στόλος των Σταυροφόρων υπό την ηγεσία του Δόγη της Βενετίας Δάνδολου, μεταφέροντας τον νέο Αυτοκράτορα, αγκυροβόλησε μπροστά από την Κωνσταντινούπολη. Στις 17 Ιουλίου οι σταυροφόροι προχώρησαν στην πρώτη κατάληψη της Πόλης και ο Αλέξιος Γ’ χωρίς καμία αντίσταση και δείχνοντας όλη του τη δειλία δραπέτευσε νύχτα δια θαλάσσης στο Δεβελτό παίρνοντας μαζί τα τιμαλφέστερα κειμήλια του στέμματος και τις κόρες του Ειρήνη και Ευδοκία. Περιπλανήθηκε σε όλη την έκταση της πρώην Αυτοκρατορίας του έχοντας μαζί του τα διάσημα του αξιώματός του και τα κειμήλια που απέσπασε φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη. Στη Λάρισα συναντήθηκε με τον Λέοντα Σγουρό στον οποίο έδωσε την κόρη του Ευδοκία. Έτσι συνελήφθη το 1210 και φυλακίσθηκε σε ένα μοναστήρι της Νίκαιας όπου και πέθανε.
Για τον Ντόναλντ Νίκολ (Άγγλος βυζαντινολόγος), ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος, ήταν «αδύναμος χαρακτήρας, διεφθαρμένος και εγωιστής», ευρισκόμενος «κάτω από την επιρροή της δυναικής γυναίκας του, Ευφροσύνης Δούκαινας».

Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος: Ψάχνοντας απεγνωσμένα βοήθεια! Πουλώντας άγια λείψανα για να σωθεί η βυζαντινή αυτοκρατορία…

 Λεπτομέρεια από μικρογραφία χειρογράφου ενός Επιταφίου που συνέταξε ο Μανουήλ Β’ το 1407 για τη μνήμη του αδελφού του Θεοδώρου Α’ δεσπότου Μωρέως. (Κωνσταντινούπολη, 1409-1411. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Παρίσι, DEPARTEMENT DES MANUSCRITS).
Η επαπειλούμενη κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ώθησε πολλούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου, από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, να ζητήσουν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια από τα βασίλεια της Δύσης. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της γνωστής περιοδείας του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου στη Δύση, ο ίδιος προσπάθησε να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια κατά των Τούρκων, ακόμα και ενεχυριάζοντας, πουλώντας και δωρίζοντας άγια λείψανα, ανάμεσα στα οποία ήταν τεμάχια του Τιμίου Σταυρού, τεμάχια του χιτώνα του Χριστού, αυτόν που άγγιξε η αιμορροούσα γυναίκα και θεραπεύτηκε, τεμάχια του σπόγγου από τα Πάθη του Χριστού, λείψανα αποστόλων και άλλων αγίων. Η αποστολή δεν ευοδώθηκε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλά λείψανα μεταφέρθηκαν έτσι στη Δύση και διασώθηκαν.
Eυαγγέλιο που χάρισε ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος στο αββαείο του Αγίου Διονυσίου (Σαιν Ντενί), στο Παρίσι.

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στη Δύση, ο Μανουήλ προσπάθησε να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια κατά των Τούρκων, ακόμα και ενεχυριάζοντας, πουλώντας ή δωρίζοντας άγια λείψανα. Περιγραφή αυτής της προσπάθειας κάνει ο Holger A. Klein στο άρθρο του: Eastern Objects and Western Desires: Relics and Reliquaries between Byzantium and the West (=Αντικείμενα της Ανατολής και Επιθυμίες της Δύσης: Λείψανα και Λειψανοθήκες ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Δύση), που δημοσιεύθηκε στο Dumbarton Oaks Papers, Vol. 58. (2004), pp. 283-314. Ακολουθεί μετάφραση από τις σελίδες 310-312.
Το Βυζάντιο το 1400
Στις 9 Δεκεμβρίου 1395, μετά από, περισσότερο του ενός χρόνου, εμπειρία πολιορκίας του από τους Τούρκους, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ ο Παλαιολόγος ήταν έτοιμος να προσφέρει το χιτώνα του Χριστού και άλλα λείψανα ως εξασφάλιση για ένα δάνειο που ήλπιζε να λάβει από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Η Βενετία, όμως, όπως γνωρίζουμε από τα σωζόμενα έγγραφα, αρνήθηκε την προσφορά του αυτοκράτορα, υποστηρίζοντας ότι η μεταφορά αυτών των εξαίσιων και σεβαστών αντικειμένων θα μπορούσε να οδηγήσει σε βίαιες λαϊκές διαμαρτυρίες στην Κωνσταντινούπολη, μια ανησυχία, αληθινή ή όχι, που όμως ο βυζαντινός αυτοκράτορας ο ίδιος προφανώς δεν συμμεριζόταν.

Μικρογραφία που αναπαριστά τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, την σύζυγό του, αυτοκράτειρα Ελένη, μετέπειτα Αγία Υπομονή, και τρία από τα παιδιά τους: Ιωάννη, Θεόδωρο και Ανδρόνικο.
Σχηματική παράσταση της άνω μικρογραφίας
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο Μανουήλ Β’ ξεκίνησε το διάσημο ταξίδι του προς τη Δύση, πήρε μαζί του τα λείψανα που η Βενετία είχε προηγουμένως απορρίψει. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ο Μανουήλ άρχισε αμέσως να στέλνει πρεσβευτές με επιστολές και δώρα στις διάφορες αυλές της Ευρώπης, σε μια προσπάθεια να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Πιθανώς, προκειμένου να δώσει στις εκκλήσεις του περισσότερο βάρος, ο Μανουήλ αποφάσισε να προσθέσει στις επιστολές του λείψανα ως δώρα. 

Λειψανοθήκη του 12ου αιώνα με τεμάχιο Τιμίου Σταυρού. Η κατασκευή της λειψανοθήκης έγινε κατόπιν εντολής του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Ο σταυρός παραχωρήθηκε το 1420 από τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο στον Βασιλιά της Πολωνίας, Władysław II Jagiełło. Σήμερα βρίσκεται στον θησαυρό της Παναγίας των Παρισίων.
Σύμφωνα με αυτές τις επιστολές, αλλά και άλλων αρχείων που έχουν διασωθεί, ο βασιλιάς Μαρτίνος I της Αραγονίας έλαβε ένα λείψανο του Αγίου Γεωργίου ήδη τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του 1400, την αυθεντικότητα του οποίου, όμως, σε πρώτη φάση, δεν εμπιστευόταν. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο απεσταλμένος του Μανουήλ, Αλέξιος Βρανάς, εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του βασιλιά, μεταφέροντας ένα χρυσόβουλλο και ακόμα δύο κειμήλια, ένα κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού που είχε θεραπεύσει την αιμορροούσα γυναίκα και τον σπόγγο από τα Πάθη του Χριστού. Από την αυλή της Αραγονίας, ο Αλέξιος Βρανάς συνέχισε προς την αυλή του βασιλιά Κάρολου ΙΙΙ της Ναβάρρας, όπου έφτασε κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 1401 με άλλο ένα χρυσόβουλο, ένα τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού, και ένα κομμάτι από τον ίδιο χιτώνα του Χριστού που είχε ήδη λάβει ο βασιλιάς Μαρτίνος. Σύμφωνα με μια παράδοση κάπως αβέβαια, ο Μανουήλ έστειλε ένα ακόμα χρυσόβουλο στο βασιλιά Ιωάννη I της Πορτογαλίας, στις 15 Ιουνίου του ίδιου έτους, αυτή τη φορά συνοδευόμενο από ένα ακόμα μεγαλύτερο αριθμό λειψάνων: ένα τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού, ένα κομμάτι από τον ίδιο αναφερόμενο παραπάνω χιτώνα του Χριστού, ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σπόγγο, και ακόμη από λείψανα των Αγίων Πέτρου, Παύλου και Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα, τον Ιούνιο δηλαδή, ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα Αλέξιος Βρανάς παρέδωσε γράμματα και ακόμη ένα κομμάτι του γαλαζωπού χιτώνα του Χριστού στον αντι-πάπα Βενέδικτο ΧΙΙΙ.  Ένα μήνα αργότερα, για να κρατήσει όλες τις επιλογές ανοικτές, ένα άλλο κομμάτι του χιτώνα του Χριστού εστάλη στον πάπα Βονιφάτιο IX. Αν και είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, προφανώς είχε απομείνει ακόμα αρκετός γαλαζωπός χιτώνας του Χριστού στον Μανουήλ για να στείλει ένα τελευταίο κομμάτι στην βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας, τον Νοέμβριο του 1402, λίγο πριν την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη.

Μερικοί από τους ηγεμόνες της Δύσης που έλαβαν άγια λείψανα από τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο,είτε με επιστολές, είτε με διπλωματικές αποστολές (από αριστερά προς τα δεξιά)

1. Βασιλιάς Μαρτίνος I της Αραγονίας,
2. Βασιλιάς Κάρολος ΙΙΙ της Ναβάρρας,
3. Βασιλιάς Ιωάννης Ι της Πορτογαλίας
4. Αντι-πάπας Βενέδικτος ΧΙΙΙ
5. Πάπας Βονιφάτιος ΙΧ και
6. Βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας

Αλλά ακόμα και τότε η διασπορά των λειψάνων δεν σταμάτησε. Σε δύο επιστολές, με χρονολογία και των δύο τις 17 Αυγούστου 1405, ο βασιλιάς Μαρτίνος της Αραγονίας, ο οποίος είχε ήδη λάβει διάφορα λείψανα το 1400, απευθυνόταν στον πατριάρχη και στον αυτοκράτορα με αίτημα για περισσότερα λείψανα, τα οποία θα έπρεπε να εμπιστευθούν στον Pere de Quintanes, έναν έμπορο που λειτουργούσε ως απεσταλμένος του βασιλιά γι' αυτό το θέμα. Είναι μόνο μέσω της πολύς καθυστερημένης απάντησης του Μανουήλ, χρονολογημένης την 23η Οκτωβρίου του 1407, που γνωρίζουμε ποια ήταν η εξέλιξη στο αίτημα του βασιλιά.
Έγγραφο του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, γραμμένο λατινικά και ελληνικά, με το οποίο αποδίδει διάφορα λείψανα στο αββαείο του Αγίου Διονυσίου (Σαιν Ντενί) στο Παρίσι.
Η υπογραφή διαβάζεται με τις συντμήσεις του ως εξής:
+ Μανουήλ εν Χ(ριστ)ώ τω Θ(ε)ώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ ρωμαί(ων) ο παλαιολόγος.
Το έγγραφο υπογράφτηκε από τον αυτοκράτορα στο Παρίσι, στις 23/11/1402.
Η παρούσα κατάσταση του άνω εγγράφου
Έχοντας συμβουλευτεί τον πατριάρχη καθώς και βαρόνους και άλλους ιθύνοντες της αυτοκρατορίας, ο Μανουήλ είχε αποφασίσει να στείλει στον Μαρτίνο διάφορα κειμήλια που σχετίζονταν με τα Πάθη του Χριστού, καθώς και ένα λείψανο του Αγίου Λαυρεντίου. Ωστόσο, αντί να στείλει τα λείψανα στην Ισπανία με τον Pere de Quintanes -ο οποίος παρεμπιπτόντως πνίγηκε σε μια καταιγίδα κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη-, ο αυτοκράτορας είχε σκοπό να τα εμπιστευθεί σε μία πρεσβεία με επικεφαλής τον Μανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος πράγματι αναχώρησε από την πρωτεύουσα με μεγάλη καθυστέρηση στα τέλη Οκτωβρίου του 1407. Τα λείψανα που ο Χρυσολωράς μετέφερε στην Ισπανία φαίνεται να είναι ανάμεσα από τα τελευταία που στάλθηκαν στη Δύση από κάποιον βυζαντινό ηγεμόνα πριν την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
_______________________
Πηγή: leipsanothiki.blogspot.gr

Κωνσταντίνος Β΄

Άγαλμα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Β’ ως καίσαρα πάνω από την Κορδονάτα (η μνημειώδης σκάλα που ανεβαίνει στην Piazza del Campidoglio ), στη Ρώμη.
Ένθετο, κάτω αριστερά: Ασημένιο νόμισμα με τη μορφή του Κωνσταντίνου Β’.

Ο Φλάβιος Κλαύδιος Κωνσταντίνος Αύγουστος ή Κωνσταντίνος Β’, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 ως το 340 (ουσιαστικά δεύτερος Βυζαντινός αυτοκράτορας). Μοιράστηκε το θρόνο με τα αδέρφια του και παιδιά του Μέγα Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο Β΄ και Κώνστα αλλά η σύντομη διακυβέρνησή του τελείωσε μετά από μια αποτυχημένη εισβολή στην Ιταλία το 340.
Ο Κωνσταντίνος Β’ ήταν ο μεγαλύτερος και μάλλον νόθος γιος του Μέγα Κωνσταντίνου και γεννήθηκε στην Αρλ της σημερινής Γαλλίας το Φεβρουάριο του 317. Μεγάλωσε ως Χριστιανός. Την 1η Μαρτίου του 317, έγινε Καίσαρας και σε ηλικία μόλις 7 χρόνων το 323 πήρε μέρος στην εκστρατεία του πατέρα του ενάντια στους Σαρμάτες. Στα δέκα του έγινε διοικητής Γαλατίας μετά το θάνατο του Κρίσπου. Μια επιγραφή του 330 τον αναφέρει ως «Αλαμανικός», συνεπώς θεωρείται πιθανό οι στρατηγοί του να είχαν σημειώσει κάποια νίκη έναντι των Αλαμανών. Η στρατιωτική του καριέρα συνεχίστηκε όταν ο πατέρας του τον διόρισε διοικητή της στρατιάς του 332 κατά των Γότθων.
Μετά το θάνατο του Μέγα Κωνσταντίνου το 337, ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας μαζί με τους αδερφούς του Κωνστάντιο Β’ και Κώνστα, με την αυτοκρατορία διαιρεμένη μεταξύ αυτών και των ξαδέλφων τους Δαλμάτιο και Αννιβαλιάνο. Ο διακανονισμός αυτός κρατήθηκε μετά βίας ως το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς οι γιοί του οργάνωσαν τη σφαγή των περισσότερων μελών της οικογένειάς τους. Οι τρεις τους συγκεντρώθηκαν στην Παννονία στις 9 Σεπτεμβρίου του 337 και μοίρασαν την αυτοκρατορία αναμεταξύ τους. Ο Κωνσταντίνος Β’ ανακηρύχθηκε Αύγουστος από τα στρατεύματά του και ανέλαβε τη Γαλατία, τη Βρετανία και την Ισπανία.
Σύντομα ενεπλάκη στη διαμάχη μεταξύ των διαφόρων ερμηνειών της Χριστιανικής θρησκείας που υπονόμευε την ενότητα της εκκλησίας. Το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας που επηρεαζόταν από τους πάπες της Ρώμης έτεινε προς τον Καθολικισμό και κατά του Αρειανισμού. Με τη μεσολάβηση των παπών, οι δυτικοί κατάφεραν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Β’ να ελευθερώσει τον Αθανάσιο ώστε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Η πράξη αυτή εξόργισε τον Κωνστάντιο Β’ που ήταν θερμός οπαδός του Αρειανισμού. Στην αρχή, ο Κωνσταντίνος ήταν προστάτης του μικρότερου Κώνστα, ο οποίος κατείχε την Ιταλία, την Αφρική και την Ιλλυρία. Ωστόσο, άρχισε να παραπονιέται πως το μερίδιό του ήταν λιγότερο από αυτό που του αναλογούσε, με την αιτιολογία πως ήταν ο πρεσβύτερος αδερφός. Ενοχλημένος που ο Κώνστας ανέλαβε τη Θράκη και τη Μακεδονία μετά το θάνατο του Δαλματίου, ο Κωνσταντίνος απαίτησε την παράδοση της Αφρικής σε αυτόν και, για να διατηρήσει τις ισορροπίες, ο Κώνστας συμφώνησε. Εντούτοις, η διαμάχη συνεχίστηκε για τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας.
Εντούτοις, η διαμάχη συνεχίστηκε για τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας. 
Στην πορεία προέκυψαν επιπλέον τριβές όταν ο Κώνστας ενηλικιώθηκε και ο Κωνσταντίνος, που είχε συνηθίσει να διαφεντεύει τον αδερφό του, αρνήθηκε να αποποιηθεί της κηδεμονίας του. Το 340, πορεύτηκε προς την Ιταλία επικεφαλής του στρατού. Ο Κώνστας, που βρισκόταν στη Δακία, απέστειλε μια επίλεκτη και σκληραγωγημένη μονάδα στρατού από την Ιλλυρία, λέγοντας πως ο ίδιος θα τους ακολουθούσε σύντομα. Ο Κωνσταντίνος εγκλωβίστηκε σε κάποια μάχη κοντά στην Ακυληία και σκοτώθηκε μετά από ενέδρα. Το βασίλειο του Κωνσταντίνου Β’ ανέλαβε ο Κώνστας.

Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης

Αριστερά: Σκίτσο του αυτοκράτορα Θεόδωρου Α’ από χειρόγραφο του 15ου αιώνα, από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά, Mutinensis gr.122, f.294r, Biblioteca Estense Universitaria, Μόντενα.
Δεξιά: Ο Θεόδωρος Α’ αντικατέστησε τα τραχέα εξ ηλέκτρου με τα τραχέα αργυρά, 
(ένα από αυτά τα τραχέα αργυρά είναι στη φωτογραφία).
Επίσης έκοψε και τραχέα από κράμα χαλκού με λίγο άργυρο. Τα νομισματοκοπεία του ήταν στη Μαγνησία και στη Νίκαια.
Ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης ήταν ο ιδρυτής και πρώτος αυτοκράτορας της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, στη Μικρά Ασία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204.
Ήταν υιός του Μανουήλ Λάσκαρη και της Ιωάννας Καράτζαινας. Ήταν στρατιωτικός και γαμπρός του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ Αγγέλου. Γεννήθηκε γύρω στα 1175 και όντας μέλος επιφανούς οικογένειας του Βυζαντίου προωθήθηκε γρήγορα σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα, στα οποία και διακρίθηκε για την γενναιότητα και τις ικανότητές του.
Το 1204, την παραμονή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους κατά τη Δ’ Σταυροφορία και ενώ ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος είχε εγκαταλείψει την Πόλη, ο λαός εξέλεξε ως αυτοκράτορα τον αδελφό του Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Οι συνθήκες όμως οδήγησαν στη φυγή των Λασκαριδών από την Πόλη και τη διαφυγή τους στη Μικρά Ασία.
Εκεί την ηγεσία της αντίστασης ανέλαβε ο Θεόδωρος. Ήταν το είδος του ηγέτη που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, ο οποίος αφού κατάφερε να επιβληθεί στους Μικρασιάτες μεγιστάνες άρχισε τον πόλεμο κατά των Σταυροφόρων και των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.
Μεταξύ των προσφύγων από την Πόλη συγκαταλεγόταν και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με πολλούς κληρικούς.
Έτσι δημιούργησε ένα νέο Πατριαρχείο στη Νίκαια και όρισε νέο Πατριάρχη, τον Μιχαήλ Δ’, που τον έστεψε αυτοκράτορα γύρω στο 1208.
Το 1211 ο Θεόδωρος Λάσκαρης συγκρούεται με τους Σελτζούκους Τούρκους και τον Σουλτάνο Καϊκοσρού (Καϊχοσχρόης) στην κοιλάδα του Μαιάνδρου (μάχη της Αντιόχειας) και πετυχαίνει αναπάντεχη νίκη. Ο στρατός του, μόλις 2000 άνδρες με πιο αξιόμαχο τμήμα ένα σώμα 800 μισθοφόρων ιππέων από την Ιταλία, μειονεκτούσε φανερά από τους Τούρκους και μετά τις πρώτες συμπλοκές αρχικά φαινόταν ότι θα έχανε τη μάχη. Όταν όμως ο Θεόδωρος συναντάται προσωπικά με Σουλτάνο, ρίχνει το άλογο και φονεύει τον αναβάτη του ανατρέποντας έτσι την έκβαση της μάχης. Σύμφωνα με βυζαντινές πηγές αναφέρεται πως ο Θεόδωρος κάρφωσε το Σουλτάνο στην καρδιά, ενώ ο σελτζούκος ιστορικός Ιμπν Μπιμπί πως τον αποτέλειωσε "Φράγκος". Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει πως το κεφάλι του Καϊκοσρού κόπηκε χωρίς να σφαγεί από το βασιλέα ή από άλλον της συνοδείας του.
Οι επιτυχίες του, καθώς και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Λατίνοι στα Βαλκάνια από τους Βουλγάρους οδήγησαν τελικά στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τον Ερρίκο αυτοκράτορα της Λατινικής Αυτοκρατορίας, το 1214 στο Νυμφαίο, με βάση την οποία οι Λατίνοι περιορίζονταν σε μια στενή λωρίδα στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκε με την οργάνωση του κράτους του, την ενίσχυση της οικονομίας και του στρατού πάνω σε υγιείς βάσεις και την προετοιμασία της επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη.
Πέθανε ξαφνικά το 1222, σε ηλικία 47 ετών, αφήνοντας ως διάδοχό του τον γαμπρό του, Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη.
-----------------------------------
Σημ.: Μετά την καταστροφή, το Βυζάντιο είναι ακόμα ζωντανό. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης κατανόησε πως η ανακατάληψη της Πόλης θα έπαιρνε δεκαετίες, και ίδρυσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας, που θα γίνει το ορμητήριο του αγώνα εναντίον των Δυτικών.

Αναστάσιος Α’

Δίπτυχο με τον Φλάβιο Αναστάσιο (Αναστάσιο Α’). Ελεφαντόδοντο από τον αρχαίο θησαυρό του Saint-Etienne της Bourges. (Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Τμήμα: νομίσματα, μετάλλια και Αντίκες).
Εξαιρετικός ηγεμών, αυτοδημιούργητος και ικανός με έργα μακράς πνοής. Από οικονομική άποψη είχε μια άκρως επιτυχημένη διακυβέρνηση. Αναμόρφωσε τα οικονομικά καταργώντας το “χρυσάργυρον” και άλλους φόρους και εκδίδοντας μια μεγάλη σειρά από χάλκινα νομίσματα. Άφησε το κρατικό θησαυροφυλάκιο πλουσιότερο κατά 320.000 λίβρες χρυσού. Έκτισε τα Μακρά Αναστάσια Τείχη, από την Προποντίδα στον Εύξεινο. Δεν αποδείχτηκαν πολύ γερά ούτε πολύ χρήσιμα. Έφτιαξε επίσης εκτεταμένα οχυρωματικά έργα στα ανατολικά σύνορα και στον Δούναβη. Εξόρισε τον Λογγίνο (αδελφό του Ζήνωνα) και απομάκρυνε και άλλους Ισαύρους από την Κωνσταντινούπoλη. Αυτό προκάλεσε ανταρσία και 6ετή πόλεμο (492-497) με τους Ισαύρους, τους οποίους και νίκησε. Επίσης κέρδισε κάποια εδάφη σε συγκρούσεις με την Περσία (502-505).
Προκάλεσε πάντως μεγάλη αναστάτωση με τις εμμονές του στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (μονοφυσίτης). Εξόρισε τον Πατριάρχη Ευφήμιο και το διάδοχό του Μακεδόνιο (511). Αυτό προκάλεσε ταραχές στην Πόλη και τη στάση του Βιταλιανού. Κατέπνιξε όμως τη στάση του Βιταλιανού (511-515) που 3 φορές πολιόρκησε την Πόλη. Ο στρατός του ήταν μείγμα βαρβάρων, που έτσι ανακάλυψαν τα πλούτη και τα αδύναμα σημεία του Βυζαντίου.
Ο Αναστάσιος Α’ πέθανε από βαθιά γεράματα ενώ δεν άφησε απογόνους.

Μιχαήλ Ζ’ Δούκας ο Παραπινάκης

Επάνω αριστερά: Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, στο πίσω μέρος του Ιερού Στέμματος της Ουγγαρίας. Ήταν δώρο του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα προς το βασιλέα Γέζα Α’ της Ουγγαρίας(1074-77). Η προσφορά του στέμματος αυτού, όπως και του στέμματος του Μονομάχου, εντάσσεται στις ενέργειες του Βυζαντινού κράτους για σύσφιξη των συμμαχικών δεσμών με τους γειτονικούς ηγεμόνες. Πρόκειται για μια περίοδο όπου οι εξωτερικοί εχθροί πληθαίνουν (Βούλγαροι, Σέρβοι, Σελτζούκοι Τούρκοι) και το Βυζάντιο αναζητεί συμμάχους στη Δύση, στη Βόρεια Ιταλία και στην Ουγγαρία).
Επάνω δεξιά: Το Ιερό στέμμα όπως εκτίθεται (από το 2000) στην κεντρική αίθουσα 
του κτιρίου του Ουγγρικού Κοινοβουλίου.
Κέντρο: Το Ιερό στέμμα υπό από το άγρυπνο βλέμμα της Βασιλικής φρουράς της Ουγγαρίας.
Κάτω: Το Ιερό στέμμα επίσης στο αναμνηστικό τραπεζογραμμάτιο 2000 HUF, που εκδόθηκε το 2000, την επέτειο της χιλιετίας της στέψης του βασιλιά Στεφάνου Α’ της Ουγγαρίας.
Ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, γνωστός και ως ο Παραπινάκης, ήταν αυτοκράτορας το 1067 (για λίγους μήνες) και από το 1071 μέχρι το 1078.
Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα και της Ευδοκίας Μακρεμβολίτου. Νήπιο σχεδόν εστέφθη συμβασιλέας από τον πατέρα του και δεκαετής περίπου τον διαδέχθηκε, όταν εκείνος πέθανε το Μάιο του 1067. Μετά από λίγους μήνες η μητέρα του παντρεύτηκε το στρατηγό Ρωμανό Διογένη, οπότε τον Ιανουάριο του 1068 του παρέδωσε τη βασιλική αρχή.
Το φθινόπωρο του 1071, όταν έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’, οι φίλοι του Δούκα -πρωτοστατούντος του καίσαρα Ιωάννη Δούκα- αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Μιχαήλ και εξόρισαν την Ευδοκία στο μοναστήρι της Πιπερούς, που η ίδια είχε ιδρύσει στην Προποντίδα, όπου δια της βίας εκάρη μοναχή. Στο μεταξύ ο Ρωμανός Δ’ ελευθερωθείς από τον Σουλτάνο Άλπ Αρσλάν ερχόταν να διεκδικήσει το θρόνο. Τότε ο Μιχαήλ Ζ’ θορυβηθείς εξαπέστειλε στρατεύματα τα οποία συνέλαβαν τον Ρωμανό Δ’ και τον τύφλωσαν.
Ο Μιχαήλ Ζ’ αναλαμβάνοντας την Αρχή προσέλαβε ως λογοθέτη των δρόμων τον ευνούχο Νικηφόρο (Νικηφορίτζη), ο οποίος απομάκρυνε από τα ανάκτορα όλους τους συγγενείς και φίλους του αυτοκράτορα. Είχε καταστεί δε πανίσχυρος κυβερνήτης με αδικίες και καταχρήσεις. Έφθασε δε να πουλά το σίτο στο λαό αντί ενός μεδίμνου και τούτο ελλιπή «παρά πινακίω», εξ ου και το προσωνύμιο "ο Παραπινάκης".
Στη σιτοδεία και τον λιμό που ενέσκηψαν ήρθε να προστεθεί και η επιδρομή των Τούρκων, που θεώρησαν άκυρες τις συνομολογηθείσες συμφωνίες με τον Ρωμανό Δ’ και εισβάλλοντας στη Μικρά Ασία κατέλαβαν τις εκεί περιοχές. Τον ίδιο καιρό συνέβη και η ανταρσία του Φράγκου Ουρσελίου, η επανάσταση της Βουλγαρίας, η επιδρομή των Χρωβατών (Κροατών) στην Ιλλυρία και των Νορμανδών στην κάτω Ιταλία, οι οποίοι στη συνέχεια στράφηκαν στα αλβανικά παράλια. Εναντίον αυτών εστάλη ο στρατηγός Δαμιανός Δαλασσηνός, ο οποίος ηττήθηκε κατά κράτος από τους Βουλγάρους και τους συμμάχους τους Σέρβους. Αποσταλείς στη συνέχεια ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος κατόρθωσε να ειρηνεύσει τις χώρες εκείνες και να καθυποτάξει τους Βουλγάρους και να εκδιώξει τους Χρωβάτες, τους Σέρβους και τους Νορμανδούς. Νέες όμως θύελλες εξερράγησαν.
Ο στρατηγός Νέστωρ στη Δρίστρια (σημερ. Σιλίστρια) της Βουλγαρίας, δυσαρεστηθείς για την αργοπορία της μισθοδοσίας του και του στρατού του, απαίτησε τη καθαίρεση του Νικηφορίτζη. Αρνούμενος ο Μιχαήλ Ζ’, ο Νέστωρ στασίασε προσλαμβάνοντας για συμμάχους του τους Πατσινάκες ή Πατσενέγκες και φθάνοντας στα προάστια της Κωνσταντινούπολης, όπου οι κάτοικοι πέθαιναν σωρηδόν από τον λοιμό μένοντας άταφοι.
Μπροστά σ' αυτές τις συμφορές ο Μιχαήλ Ζ’ παρέμεινε ανάλγητος και προχώρησε στην καθαίρεση του δαφνοστεφή στρατηγού Νικηφόρου Βρυέννιου και του στρατηγού Βασιλάκιου. Τότε ο Βρυέννιος στασίασε και αναγορεύθηκε «αυτοκράτορας πασών των επαρχιών από Δυρραχίου μέχρι Αδριανουπόλεως» και αυτής της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε στασίασε και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης από τη Μικρά Ασία που έφθασε στη Χαλκηδόνα και στη Χρυσόπολη κυριεύοντας τα στενά του Βοσπόρου. Τότε εξερράγη λαϊκή εξέγερση: πρόκριτοι και λαός πήραν τα όπλα την Κυριακή του Λαζάρου 1078, επιτέθηκαν στη φρουρά των ανακτόρων και τελικά αιχμαλώτισαν τον Μιχαήλ Ζ’ και εξανάγκασαν αυτόν και την αυτοκράτειρα Μαρία να καρούν μοναχοί. Τη μεθεπομένη εισήλθε στη πόλη επευφημούμενος ο νέος αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης.
Μετά από κάποιο χρόνο ο Μιχαήλ Ζ’ προεχειρίσθη μητροπολίτης Εφέσου, αλλά μεταμεληθείς επέστρεψε στη μονή Στουδίου, κατ΄ άλλους στη Μονή του Μανουήλ, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του (1090).
Ο Μιχαήλ Ζ’ από το γάμο του με τη Μαρία απέκτησε ένα γιο, τον πορφυρογέννητο Κωνσταντίνο, τον οποίο σε μικρή ηλικία μνήστευσε με την κόρη του Νορμανδού ηγεμόνα της Κάτω Ιταλίας, Ροβέρτου Γισκάρδου. Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, ανεβαίνοντας στο θρόνο το 1081, μνήστευσε αυτόν με τη κόρη του, Άννα. Από αυτό λαμβάνοντας αφορμή ο Ροβέρτος Γισκάρδος επιχείρησε το 1081 την κατά του Βυζαντίου μεγάλη εκστρατεία.