Θεοδώρα η Πορφυρογέννητη

Το στέμμα του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου. Αποτελείται από Βυζαντινές πλάκες χρυσού, επικαλυμμένες με σμάλτο cloisonné, οι οποίες παρουσιάζουν τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο, την αυτοκράτειρα Ζωή, την αδερφή της και αυτοκράτειρα Θεοδώρα, δύο κορίτσια που χορεύουν και τις προσωποποιήσεις των αρετών της “Αλήθειας” 
και της “Ταπεινότητας”. Επίσης δύο μετάλλια  δείχνουν τους δύο αποστόλους Άγιο Πέτρο και Ανδρέα. 
Πιθανότατα έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1042. Ανακαλύφθηκε το 1860 από έναν αγρότη. 
Βρίσκεται στο Ουγγρικό Εθνικό Μουσείο, στη Βουδαπέστη.
Δεξιά: Το κομμάτι της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Ένθετο κάτω αριστερά: Τεταρτηρόν νόμισμα με τη μορφή της Θεοδώρας.
Η Θεοδώρα ήταν αυτοκράτειρα των Ρωμαίων από τις 11 Ιανουαρίου 1055 ως τις 31 Αυγούστου 1056. Προερχόταν από τη Μακεδονική Δυναστεία, η οποία κυβέρνησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για σχεδόν 200 χρόνια.
Κατά πάσα πιθανότητα άθελά της, η μικρή κόρη του Κωνσταντίνου Η’ ήδη άνω των εξήντα ετών, αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’. Κυβερνά με σύνεση, σε όποιο βαθμό της επέτρεπε η ηλικία και το φύλο της, δεδομένου ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δυναμική, ενώ είχε επανέλθει από πολυετή μοναστική ζωή. Σημαντικότερη απόφασή της και όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη, είναι ο ορισμός ως διαδόχου του Μιχαήλ Βρίνγκα, μετέπειτα γνωστού ως "Στρατιωτικού", απόγονο του Ιωσήφ Βρίνγκα, αξιωματούχου τον καιρό της βασιλείας του παππού της του Ρωμανού Β’.
Η Θεοδώρα, η νεότερη από τις κόρες του Κωνσταντίνου του Η’ ήταν -όπως μας μαρτυρεί ο Μιχαήλ Ψελλός σκιαγραφώντας το χαρακτήρα της, σε αντιπαραβολή με αυτόν της Ζωής- ψηλή, αδύνατη, απότομη και γρήγορη στο λόγο, χαμογελαστή, όχι ιδιαίτερα εύστροφη και όμορφη, και ιδιαίτερα φειδωλή.
Διέθετε δυναμικό και φιλόδοξο χαρακτήρα καθώς στην αρχή της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1029) φαίνεται ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην εκδήλωση των συνωμοσιών του Προυσιανού και του Κωνσταντίνου Διογένη, οδηγώντας τη Ζωή στην απόφαση να την περιορίσει στη μονή Πετρίου. Ο Ψελλός αναφέρει ότι «ο φθόνος [...] χώρισε τις δύο αδελφές» και πως η θέση της στο μοναστήρι ήταν «αξιοσέβαστη». Η κουρά της Θεοδώρας, ισοδυναμούσε με ποινή και αποκλεισμό από την πολιτειακή οργάνωση της αυτοκρατορίας. Συμμετείχε επίσης και στην τιμωρία με τύφλωση του Μιχαήλ Ε’ και του Ιωάννη Ορφανοτρόφου το 1043.
Η Θεοδώρα, θα αναλάβει για δεύτερη φορά την αυτοκρατορική εξουσία -ως μόνη κάτοχός της- στις 11 Ιανουαρίου του 1055, αμέσως μετά το θάνατο του Μονομάχου, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις απειλές που είχαν εμφανισθεί. Από την μία πλευρά οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου Θ’ προσπάθησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον δούκα Βουλγαρίας Νικηφόρο Πρωτεύοντα. Απέτυχαν όμως και έχασαν τις θέσεις τους. Από την άλλη πλευρά, ο πατρίκιος Βρυέννιος, εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας και αρχηγός των Μακεδονικών δυνάμεων (των δυνάμεων δηλαδή που είχαν υποστηρίξει τον πατρίκιο Λέοντα Τορνίκιο οκτώ χρόνια νωρίτερα) αποπειράθηκε φαίνεται και αυτός να στασιάσει. Απέτυχε και εξορίστηκε, ενώ η μεγάλη περιουσία του δημεύτηκε. Τα παραπάνω γεγονότα παραλείπονται από την εξιστόρηση του Ψελλού.
Αποφάσισε να μην παντρευτεί και απέκρουσε κάθε προσπάθεια από στρατό ή κλήρο -ο πατριάρχης Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριος δυσανασχετούσε επειδή αυτοκράτωρ ήταν μια γυναίκα- να πάρει σύζυγο συνάρχοντα, υπερασπίσθηκε δραστικότατα την ανεξαρτησία της από τις επιβουλές και επιρροές της στρατιωτικής τάξης, αλλά και της κοινής γνώμης που σύμφωνα με τον Ψελλό δεν ήταν σύμφωνη με μία τέτοια διευθέτηση των πραγμάτων. «Όλοι βέβαια το θεωρούσαν απρεπές να εκθηλύνεται έτσι η άλλοτε αρρενωπή εξουσία των Ρωμαίων». Όχι τόσο από την επιθυμία για μονοκρατορία, αλλά -όπως παρατηρεί ο Ψελλός- επειδή ίσως δεν ήθελε να ακολουθήσει τη μοίρα της Ζωής. Έτσι, παίρνοντας την έγκριση των ικανών αξιωματούχων που επρόσκειντο ευνοϊκά, παραχώρησε τη διοίκηση του κράτους στον έμπιστό της πρωθυπουργό πρωτοσύγκελο Λέοντα Παρασπόνδυλο, έναν δυσπρόσιτο αλλά ικανό πολιτικό τον οποίο ο Ψελλός μέμφεται και κατακρίνει τη Θεοδώρα για την επιλογή της αυτή.
Παρά το ότι ο Ψελλός καταρχάς χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση της Θεοδώρας συνετή, κατόπιν παρατηρεί ότι ήταν απαραίτητη η ανάληψη των κρατικών ηνίων από έναν άνδρα. Εντούτοις, ο Ψελλός μαρτυρεί την ύπαρξη ενός γενικότερου κλίματος δυσαρέσκειας, εξαιτίας του ότι η Ρωμαϊκή αρχή βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας, ενώ τέλος, ακόμη και τα θετικά στοιχεία που αποδίδει στη βασιλεία της Θεοδώρας έχουν να κάνουν περισσότερο με τη διεθνή και εσωτερική πολιτική συγκυρία και πολλή λιγότερο με τις πραγματικές της ικανότητες στην άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Κυβέρνησε όπως οι αυτοκράτορες: ήταν προϊσταμένη της αυλής, διόριζε αξιωματούχους, εξέδιδε διατάγματα, ρύθμιζε δικαστικές διαφορές, δέχονταν πρέσβεις και αρχηγούς κρατών, εκπλήρωνε τυπικό ρόλο του αυτοκράτορα και λάμβανε αποφάσεις σχετικά με ζητήματα οικονομικής ή εξωτερικής πολιτικής, πάντα με «σοβαρή φωνή» όπως μας πληροφορεί ο Ψελλός. Το μοναδικό ίσως μειονέκτημα ήταν ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει προσωπικά το στρατό στη μάχη.
Φαίνεται πως είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ενώ κατά το έθιμο, για να πάρει με το μέρος της αρχές και λαό έπρεπε να κάνει δωρεές, εκείνη αρνήθηκε δικαιολογώντας την απόφασή της αυτή, σύμφωνα με τον Ψελλό, ως ανανέωση αρχής που ανήκε στη νόμιμη κληρονόμο. Εδώ έχουμε και μια πρόσθετη πληροφορία που αφορά στη φιλαργυρία της αλλά και την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε κατά την περίοδο που ήταν στην εξουσία. Η Θεοδώρα κατά την περίοδο της βασιλείας της έκοψε χρυσά νομίσματα.
Πέθανε στις 31 Αυγούστου του 1056 σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, από κάποιο γαστρεντερικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Ψελλός και έστεψε διάδοχό της τον Μιχαήλ ΣΤ’ τον Στρατιωτικό, χωρίς όμως να έχει προνοήσει για τη διαδοχή. Η βασιλεία της Θεοδώρας της πορφυρογέννητης σήμανε και το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας.
Φαίνεται πως οι βυζαντινές αυτοκράτειρες που κατάφεραν να αναρριχηθούν στο ύπατο αξίωμα και πιο συγκεκριμένα η Θεοδώρα, εκτός από την ευγλωττία της, την φιλοδοξία και την ανάμειξή της στις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, έδρασε ως ικανή αυτοκρατόρισσα-μονάρχης που εκμεταλλεύθηκε τις προσωπικές ατέλειες και αδυναμίες του κύκλου της, χωρίς να παραιτηθεί από τα προνόμια που της παρείχε η θέση της ως μέλους της Μακεδονικής δυναστείας.

Αλέξανδρος - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.



Ο Αλέξανδρος ήταν επίσκοπος Νέας Ρώμης εικοσιτρία έτη (314–337).
Καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Αφιερώθηκε από μικρός στο Θεό και διαδέχθηκε τον Μητροφάνη, όταν εκείνος πέθανε.
Ήταν, όπως λέγουν, «ἀποστολικοῖς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σαν πρεσβύτερος ακόμα, διακρινόταν για τη μεγάλη του ευσέβεια, την αρετή και την αγαθότητα του.
Σπουδαία γεγονότα που συνέβησαν επί των ημερών του ήταν η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 και καταδίκασε τον Αρειανισμό, καθώς επίσης και τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, τα οποία τελέστηκαν στις 11 Μαΐου του 330. Τέλος, επί των ημερών του, και συγκεκριμένα το 336, συγκροτήθηκε η πρώτη Ενδημούσα Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, με τη συμμετοχή επισκόπων της περιοχής.
Στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο τότε Πατριάρχης τον εξέλεξε αντιπρόσωπο του. Και όταν στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε ο Άρειος, ο Αλέξανδρος, αν και γέροντας 70 χρονών, δέχθηκε να περιοδεύσει στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να διδάξει και να γνωστοποιήσει τα ορθά δόγματα των αποφάσεων της Συνόδου της Νικαίας. Αλλά ενώ βρισκόταν στην περιοδεία αυτή, ο πατριάρχης Μητροφάνης απεβίωσε. Όρισε όμως διάδοχο του τον Αλέξανδρο, διότι, παρά το γήρας του, είχε τα κατάλληλα εφόδια για τη διακυβέρνηση της αρχιεπισκοπής της πρωτεύουσας. Πράγματι, σαν Πατριάρχης ο Αλέξανδρος ανταποκρίθηκε σωστά στις δύσκολες περιστάσεις των καιρών. Τότε ο Άρειος είχε εξαπατήσει το βασιλιά Κωνσταντίνο ότι δήθεν πιστεύει ορθά. Και ο βασιλιάς διέταξε τον Αλέξανδρο να αφήσει τον Άρειο να μετέχει της Θείας Κοινωνίας. Ο Αλέξανδρος, λυπημένος, προσευχήθηκε στο Θεό και ζήτησε τη βοήθεια Του. Η δέηση του Ιεράρχη εισακούσθηκε. Και το πρωί που ο Άρειος με πομπή θα πήγαινε στην εκκλησία, βρέθηκε το σώμα του σχισμένο και σκωληκόβρωτο!
Ο Άγιος Αλέξανδρος απεβίωσε ειρηνικά το 337, την ίδια χρονιά με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία στις 30 Αυγούστου.

Βασίλειος Α’ ο Μακεδών

Ο Βασίλειος και ο δεύτερος γιος του Λέων ΣΤ’ από το Χρονικό του Σκυλίτζη
Ένθετο: Σόλιδος του Βασιλείου Α’. 
Ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας και ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας.
Ήταν άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, γεννήθηκε στην Χαριούπολη Ραιδεστού της Θράκης από οικογένεια χωρικών, ανέβηκε στο θρόνο μετά από μια ανοδική πορεία στη διοικητική ιεραρχία της Πρωτεύουσας, έως ότου γίνει ευνοούμενος και φίλος του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’, και χρισθεί τελικά συν-αυτοκράτορας, αλλά και κάποια στιγμή ηθικός αυτουργός του φόνου του Μιχαήλ.
Η ταπεινή του καταγωγή οδήγησε τους απογόνους του να δημιουργήσουν το θρύλο ότι κατάγονται από την αρμενική βασιλική οικογένεια των Αρσακιδών. Ωστόσο, την ελληνική του καταγωγή επιβεβαιώνει και το όνομα της μητέρας του (Παγκαλώ).
Ήταν μεγαλόσωμος, δυνατός και ρωμαλέος, εξαιρετικά φιλόδοξος, αλλά εντελώς αγράμματος. Συνωμότησε στη δολοφονία του θείου και σύμβουλου του Μιχαήλ Βάρδα, αλλά και του ίδιου του αυτοκράτορα, τον οποίο δυστύχησε η μητέρα του Θεοδώρα να δει να πεθαίνει με αυτόν τον τρόπο, έχοντας επαληθευθεί η πρόβλεψή της ότι ο Βασίλειος θα ήταν το τέλος της δυναστείας της οικογένειάς της. Υπό την απαίτηση δε του ίδιου του Μιχαήλ, παντρεύτηκε την ερωμένη του αυτοκράτορα Ευδοκία Ιγγερίνα, από την οποία απέκτησε τρεις γιους (είχε ήδη άλλον ένα, τον Κωνσταντίνο, από τον πρώτο του γάμο με την συντοπίτισσά του Μαρία). Αγαπούσε υπερβολικά τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο ο οποίος όμως πέθανε νωρίς, βυθίζοντας τον Αυτοκράτορα στη θλίψη. Χωρίς προφανή λόγο, δε συμπαθούσε διόλου τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ το Σοφό, τον οποίο μάλιστα είχε συστηματικά διώξει, μέχρι του σημείου της φυλακίσεώς του. Κατά τα άλλα όμως ήταν εξαιρετικός ηγέτης.
Έδειξε εξαιρετική ικανότητα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, και οδήγησε στην αναγέννηση της δύναμης του Βυζαντίου Οι Βυζαντινοί τον θεωρούσαν έναν από τους μεγάλους αυτοκράτορες. Η δυναστεία που ίδρυσε οδήγησε το Βυζάντιο σε μια περίοδο δόξας και ευημερίας.
Ο Βασίλειος ήταν ακραιφνής ορθόδοξος. Το Σχίσμα έγινε επί των ημερών του (867), με επακόλουθο τον αφορισμό του Πάπα σε Σύνοδο και απόρριψη των πρωτείων του. Προσπάθησε όμως να έχει καλές σχέσεις με τη Ρώμη και εξόρισε τον Πατριάρχη Φώτιο και εγκατέστησε τον Ιγνάτιο, αλλά με το θάνατο του τελευταίου, επανέφερε το Φώτιο στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Βασίλειος ξεκίνησε ένα μεγάλο νομοθετικό έργο, “τα Βασιλικά”, θέτοντας έτσι τη βάση για να συγκροτηθεί στα χρόνια του γιου του Λέοντα ΣΤ’, ενώ ο ίδιος εξέδωσε τις σημαντικές συλλογές νόμων: Πρόχειρος Νόμος (870-879) και ανάμεσα στα έτη 879-886 εξέδωσε την «Επαναγωγή», μια αναθεωρημένη συλλογή νόμων.
Υπήρξε ικανός αυτοκράτορας. Με τα μέτρα που έλαβε για τη δικαιοσύνη και τα δικαστήρια έθεσε τις βάσεις για την ισχυροποίηση του κράτους, ενώ φρόντισε για την προστασία των μικροκαλλιεργητών από την απληστία των «δυνατών» και από τη διαφθορά των δημόσιων υπαλλήλων. Το νομοθετικό του έργο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Έκανε λαμπρές στρατιωτικές εκστρατείες, αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία στη Δαλματία και την Αδριατική, και έθεσε τις βάσεις για την επάνοδο του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Στην Ανατολή πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Σαρακηνών, και εξουδετέρωσε τους παυλικιανούς αιρετικούς που με την υποστήριξη των Αράβων είχαν γίνει ιδιαίτερα ισχυροί, καταλαμβάνοντας τη βάση τους στην Τεφρική. Έτσι το κράτος τους στον άνω Ευφράτη καταλύθηκε. Επίσης σε συμμαχία με τους Φράγκους, έστειλε 139 πλοία στην Αδριατική. Το Μπάρι, ο Τάραντας και η Καλαβρία ανακτήθηκαν, αλλά η Μάλτα και το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας χάθηκαν και η Βενετία σταδιακά ανεξαρτητοποιήθηκε.
Τέλος ακολούθησε σημαντικότατο πρόγραμμα επισκευών, αποκαταστάσεων και ανεγέρσεων μνημείων, με αποκορύφωμα τη Νέα Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη.
Πέθανε στις 29 Αυγούστου του 886 σε κυνηγετικό ατύχημα, όταν η ζώνη του μπλέχτηκε στα κέρατα ενός ελαφιού που τον έσυρε για 16 μίλια. Άλλες πληροφορίες λένε ότι είναι πιθανό να δολοφονήθηκε από τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ το Σοφό, σε συνωμοσία του με τον στενό σύμβουλο του Βασιλείου Στυλιανό Ζαούτζη, τον πατέρα της ερωμένης του Λέοντα, Ζωής.
Προς το τέλος της ζωής του είχε κακές σχέσεις με το γιο του Λέοντα τον οποίο υποπτευόταν ότι μάλλον ήταν γιος του Μιχαήλ Γ’. Τον φυλάκισε για 3 χρόνια και ήθελε να τον τυφλώσει.
Η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 29 Αυγούστου εκάστου έτους ως Άγιος Βασίλειος ο Μακεδών ο αυτοκράτορας.
Η μνήμη του Αγίου Βασιλείου δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές παρά μόνο στο Βυζαντινό Εορτολόγιο του Γεδεών (σελ. 161).
Σαν κτήτορας και ανακαινιστής πολλών ναών και μονών, ο Βασίλειος βρήκε θέση σε κάποια Μηνολόγια μεταξύ των Αγίων για την ευσέβεια του και για τον εμπλουτισμό της πρωτεύουσας με ιερά κτίσματα, προς δόξαν Θεού.

Μηνάς - Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πατριάρχης Μηνάς σε τοιχογραφία από το Μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα. Σερβία, Κοσσυφοπέδιο.
Ο Μηνάς διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 536 ως το 552.
Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Είχε λάβει αξιόλογη παιδεία και ήταν διευθυντής μεγάλου νοσοκομείου στην Πόλη. Εξελέγη μετά την καθαίρεση του προκατόχου του, Άνθιμου (ή ίσως και πριν από αυτήν), κατ' επιλογή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ενώ τη χειροτονία του τέλεσε ο Πάπας Αγαπητός Α’.
Εναντιώθηκε στη διδασκαλία του Ωριγένη. Τιμωρήθηκε από τον Πάπα με ακοινωνησία για μικρό διάστημα το 547 και το 551, καθώς πήρε αποφάσεις αντίθετες προς αυτές του Πάπα. Γενικά η Πατριαρχία του χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη επιρροή του Πάπα στο Θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Προήδρευσε Συνόδου το 536, το 543 και το 546.
Στις 27 Δεκεμβρίου του 537 τέλεσε τα πρώτα εγκαίνια (και στις 22 Δεκεμβρίου του 538 τα δεύτερα) του ναού της Αγια Σοφιάς.
Στις 28 Ιουλίου του 550 τέλεσε τα εγκαίνια του ναού των Αγίων Αποστόλων, «καὶ διῆλθεν ὁ ἐπίσκοπος Μηνᾶς μετὰ τῶν αὐτῶν ἁγίων λειψάνων (Ἀνδρέου, Λουκᾶ καὶ Τιμοθέου), καθήμενος ἐν ὀχήματι βασιλικῷ», γράφει ο Βυζαντινός χρονογράφος Μαλάλας.
Τον Σεπτέμβριο του 551 ο Μηνᾶς και ο Απολινάριος (πατριάρχης Αλεξανδρείας), προεξήρχον των εγκαινίων του ναού της Αγίας Ειρήνης στο Γαλατά. Γράφει ο Θεοφάνης: «καὶ ἐξῆλθον τὰ ἅγια λείψανα ἐκ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας (εννοεί ο Θεοφάνης την Αγιά Σοφιά) μετὰ καὶ τῶν δύο πατριαρχῶν Μηνᾶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀπολιναρίου τοῦ πάπα Ἀλεξανδρείας· καὶ ἐκάθησαν ἀμφότεροι ἐν τῷ βασιλικῷ ὀχήματι, κατέχοντες ἐν τοῖς γόνασιν αὐτῶν τὰ τίμια λείψανα· καὶ ἦλθον ἕως τοῦ περάματος, καὶ ἐπέρασαν καὶ ὑπήντησεν αὐτοῖς ὁ βασιλεύς· καὶ ἠνέωξαν τὴν αὐτὴν ἐκκλησίαν τῆς ἁγίας μάρτυρος Εἰρήνης».
Ο Πατριάρχης Μηνάς πέθανε το έτος 552, πιθανόν τον μήνα Αύγουστο. Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Αυγούστου.

Επιφάνιος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.


Σπάσας τελευτῆς Ἐπιφάνιος μέθυ,
Κεῖται τραπεὶς εἰς ὕπνον εὐθὺς τῷ κάρῳ.

Ο Επιφάνιος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 520 ως το 535.
Ήταν υπεύθυνος για τους κατηχούμενους, πρεσβύτερος και σύγγελος του προκατόχου του, Ιωάννη του Καππαδόκη, τον οποίο και διαδέχτηκε μετά το θάνατό του. Εξελέγη στις 25 Φεβρουαρίου του 520, μετά από πρόταση του αυτοκράτορα Ιουστίνου, με τη σύμφωνη γνώμη επισκόπων, μοναχών και του λαού. Συνοδική επιστολή προς τον Πάπα Ορμίσδα τον περιγράφει ως «έχοντα την ορθή πίστη και φροντίζοντα πατρικώς τα ορφανά».
Ο Πατριάρχης Επιφάνιος αντάλλαξε σειρά επιστολών με τον Πάπα Ορμίσδα, με αντικείμενο την τελική διευθέτηση του ακακιανού σχίσματος, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από τον προκάτοχό του. Επί της Πατριαρχίας του συνεκάλεσε Σύνοδο που ασχολήθηκε με τον επίσκοπο Λαρίσης Στέφανο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί παράνομα, ενώ αρνούνταν την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας ότι υπάγεται διοικητικά στον Πάπα Ρώμης. Η Σύνοδος αυτή τον καθαίρεσε. Επίσης συνεκάλεσε δεύτερη Σύνοδο, η οποία ασχολήθηκε με τα θέματα του Πατριαρχείου Αντιοχείας.
Ο Επιφάνιος πέθανε το 535. Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Αυγούστου.

Ιωάννης Β’ Καππαδόκης - Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Ω πώς τελευτή του καλού Iωάννου,
Σβέννυται λύχνος της Θεού Eκκλησίας!


Ο Ιωάννης Β’, ο επονομαζόμενος Καππαδόκης, διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 518 ως το 520.
Καταγόταν από την Καππαδοκία, εξ ου και το προσωνύμιό του. Ήταν πρεσβύτερος και σύγγελος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης όταν εξελέγη το 518, μετά το θάνατο του προκατόχου του, Τιμόθεου Α’. Αναφέρεται ότι είχε υποδειχθεί από τον Τιμόθεο ως διάδοχός του, αλλά ήταν και επιλογή του Αυτοκράτορα Αναστάσιου. Η σύντομη Πατριαρχία του σημαδεύτηκε από την οριστική θεραπεία του ακακιανού σχίσματος, το οποίο είχε διαιρέσει την Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση για 35 χρόνια, από την εποχή του Πατριάρχης Ακακίου.
Χειροτονήθηκε την τρίτη μέρα του Πάσχα του 518, ημέρα κατά την οποία πέθανε ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος, ο οποίος είχε συντελέσει στη διαιώνιση του ακακιανού σχίσματος, πιέζοντας επισκόπους και Πατριάρχες να καταδικάσουν την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους εξελέγη Αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Α’. Την Κυριακή 15 Ιουλίου, Αυτοκράτορας Ιουστίνος και Πατριάρχης Ιωάννης βρίσκονταν στην Αγιά Σοφιά, όπου ο λαός άρχισε να φωνάζει, απαιτώντας την αναγνώριση της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και τον αναθεματισμό του Σεβήρου, αιρετικού Πατριάρχη Αντιοχείας. Ο Πατριάρχης αναγνώρισε τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, διέγραψε το Σεβήρο από τα Δίπτυχα και, υπό την πίεση του λαού, όρισε την επομένη, 16 Ιουλίου, ως ημέρα εορτασμού των Οικουμενικών Συνόδων.
Οι εορτασμοί πραγματοποιήθηκαν και, πάλι υπό την πίεση του λαού, ο Ιωάννης συνεκάλεσε Σύνοδο στις 20 Ιουλίου, στην οποία συμμετείχαν σαρανταένας επίσκοποι και πενήντα ηγούμενοι μονών, και η οποία ανακήρυξε άδικη την εκθρόνιση των Πατριαρχών Ευφημίου και Μακεδονίου, και αποφάσισε να μεταφερθούν τα οστά τους στην Κωνσταντινούπολη, κοντά σε αυτά των προκατόχων τους, Φλαβιανού, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Παύλου του Ομολογητού. Επίσης αποφάσισε να επανέλθουν στις επισκοπές τους όσοι εξορίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο, να αναθεματιστεί ο Σεβήρος και να εγγραφούν πάλι στα Δίπτυχα τα ονόματα του Ευφημίου, του Μακεδονίου και του Λέοντα, Πάπα Ρώμης.
Ο Ιωάννης κοινοποίησε τις αποφάσεις της Συνόδου στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Γ’ και στον Τύρου Επιφάνιο, οι Εκκλησίες των οποίων συμμορφώθηκαν αμέσως με χαρά. Το ίδιο έπραξαν περί τις 2.500 επισκοπές, κατά τη βασιλεία του Ιουστίνου. Κατόπιν αυτών, στάλθηκε αντιπροσωπία στη Ρώμη, με επιστολή του Ιουστίνου προς τον Πάπα Ορμίσδα, με την οποία ζητούσε την επανένωση των εκκλησιών, καθώς οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν αναγνωριστεί και τα ονόματα των Παπών Λέοντα και Ορμίσδα είχαν εγγραφεί ξανά στα Δίπτυχα.
Κατόπιν αυτού, στις 28 Μαρτίου του 519 υπεγράφη ο λεγόμενος «Ο τύπος του Πάπα Ορμίσδα», ένα κείμενο που επιβεβαίωνε τη λήξη του ακακιανού σχίσματος (χρησιμοποιήθηκε όμως αργότερα ως απόδειξη του Παπικού Πρωτείου). Ένα άλλο σημαντικό γεγονός της Πατριαρχίας του Ιωάννη του Καππαδόκη είναι μια επιστολή λαϊκών και μοναχών της Συρίας προς αυτόν, στην οποία αποκαλείται «οικουμενικός», εβδομήντα περίπου χρόνια πριν αποδοθεί συνοδικά ο τίτλος αυτός στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ιωάννης πέθανε τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 520. Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Αυγούστου.

Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης

Η εξέγερση του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη, (2ο μισό του 13ου αιώνα, 
από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη).
Ένθετο: Χρυσό ιστάμενον νόμισμα. Η μία του όψη απεικονίζει τον Χριστό ένθρονο και ευλογών, ενώ η άλλη τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να κρατούν λάβαρο.
Ο Μιχαήλ Ε’ γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Στέφανος αναφέρεται ως καλαφάτης, εξ ου και το επώνυμο με το οποίο τον αποκαλούσαν περιφρονητικά οι κάτοικοι της πρωτεύουσας.
(Καλαφάτης=αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα).
Η μητέρα του Μαρία ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και του πανίσχυρου τότε Ιωάννη Ορφανοτρόφου. Επειδή ανήκε στην οικογένεια των Παφλαγόνων, μέλη της οποίας είχαν καταλάβει ανώτατες θέσεις στο βυζαντινό κράτος στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μιχαήλ Δ’ (1034-1041) και χάρη στη δράση του Ιωάννη Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ θεωρήθηκε από τους θείους του ο κατάλληλος διάδοχος για να μείνει το αυτοκρατορικό στέμμα στην οικογένεια.
Ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος, που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει στον αδελφό του Μιχαήλ Δ’ το θρόνο, επιδίωκε να παραμείνει η εξουσία στα χέρια της οικογένειάς του. Καθώς ήταν καταφανές ότι ήταν αδύνατον να υπάρξει νόμιμος διάδοχος του θρόνου από το γάμο του Μιχαήλ με την αυγούστα Ζωή, γόνο της Μακεδονικής δυναστείας, λόγω της προχωρημένης ηλικίας της αλλά και λόγω της πλήρους διάστασης στην οποία ζούσαν, έπρεπε να εξασφαλιστεί η διαδοχή μέσω άλλης οδού. Επιπλέον, η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του Μιχαήλ Δ’, που έπασχε από επιληψία, καθιστούσε το ζήτημα πιο επείγον, καθώς έπρεπε να εξασφαλιστεί η διαδοχή πριν από έναν πιθανό πρόωρο θάνατο του αυτοκράτορα.
Ο γάμος του Μιχαήλ Δ’ με τη Ζωή είχε οργανωθεί προσεκτικά από τον Ορφανοτρόφο, που γνώριζε ότι οι Παφλαγόνες χρειάζονταν μια δικαιολογία για την ανάληψη του αυτοκρατορικού στέμματος, την κάλυψη πίσω από τη δυναστική νομιμότητα που μπορούσε να προσφέρει η Ζωή ως μέλος της Μακεδονικής δυναστείας.
Προκειμένου λοιπόν για τη νομιμοποίηση ενός διαδόχου του Μιχαήλ Δ’, ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει και πάλι την αυτοκράτειρα Ζωή, με σκοπό να διαφυλάξει την εξουσία που είχε κερδίσει για λογαριασμό της οικογένειάς του. Επέλεξε τον ανιψιό του τον Μιχαήλ, γιο της αδελφής του, και μαζί με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ κατόρθωσαν να πείσουν τη Ζωή να τον υιοθετήσει, περίπου το 1035. Ταυτόχρονα με την υιοθεσία, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε’ έλαβε και τον τίτλο του καίσαρα, ο οποίος του εξασφάλιζε ότι θα διαδεχόταν τον θείο του στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1041 ο Μιχαήλ Δ’, καταβεβλημένος από την ασθένειά του, αποσύρθηκε στη μονή των Αγίων Αναργύρων, όπου και πέθανε την ίδια μέρα. Τρεις μέρες αργότερα η αυτοκράτειρα Ζωή έστεψε τον Μιχαήλ Ε’ αυτοκράτορα, ο οποίος με τη σειρά του υποσχέθηκε ότι θα της απονέμει όλες τις αυτοκρατορικές τιμές και ότι θα τη σέβεται σαν μητέρα του.
Πολύ σύντομα μετά τη στέψη του, όμως, ο Μιχαήλ Ε’ αποφάσισε να προβεί σε σκληρές και απροσδόκητες ενέργειες. Κατ’ αρχάς, παραμέρισε τον πανίσχυρο θείο του Ιωάννη Ορφανοτρόφο από την εξουσία και τον έστειλε στην εξορία. Η κηδεμονία του Ορφανοτρόφου ενοχλούσε πιθανότατα όχι μόνο τον νεαρό Μιχαήλ, αλλά και άλλα μέλη της πολυμελούς οικογένειας των Παφλαγόνων. Από την άλλη πλευρά, όμως, απομακρύνοντας τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο από την εξουσία, ο Μιχαήλ Ε’ έχασε έναν ισχυρό προστάτη και έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους στην Κωνσταντινούπολη. Αντί του Ιωάννη Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ Ε’ ζήτησε την υποστήριξη του άλλου του θείου, του Κωνσταντίνου, ο οποίος άρχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, μετά την απομάκρυνση του Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ Ε’ απελευθέρωσε έναν από τους αντιπάλους του θείου του, τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό, θέλοντας να δείξει με τον τρόπο αυτό ότι διακόπτει την πολιτική διωγμών που εφάρμοζε, φοβούμενος τις εξεγέρσεις, ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος, ο οποίος είχε επιπλέον εξορίσει τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο και τον κατοπινό πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο.
Το μεγαλύτερο λάθος του Μιχαήλ Ε’, όμως, ήταν η απόφαση που έλαβε, έπειτα από συμβουλή του θείου του Κωνσταντίνου, να εξορίσει την αυτοκράτειρα Ζωή. Ενθαρρυμένος από την απουσία αντιδράσεων σχετικά με την απομάκρυνση του Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ Ε’ πίστευε ότι ούτε και για την εξορία της Ζωής θα συναντούσε σημαντικές αντιδράσεις. Επιπλέον, έχοντας δώσει μεγάλη έμφαση στο να κερδίσει την εύνοια του λαού της Κωνσταντινούπολης, ακόμα και με χρηματικά ανταλλάγματα, πίστευε ότι ο πληθυσμός τού ήταν πλέον αφοσιωμένος. Οργάνωσε μάλιστα δύο λιτανείες γύρω στο Πάσχα του 1042 και η θετική υποδοχή τους από τους πολίτες τον είχε πείσει ότι το λαϊκό αίσθημα ήταν υπέρ του.
Λίγες μέρες μετά εξόρισε την αυτοκράτειρα Ζωή στην Πρίγκηπο όπου την έκλεισε σε μοναστήρι. Για να δικαιολογήσει την απόφασή του, την κατηγόρησε δημόσια, διά στόματος του επάρχου της πόλεως, ότι επιβουλευόταν τη ζωή του, ενώ με την ίδια κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του προσπάθησε να εξορίσει και τον πατριάρχη Αλέξιο Στουδίτη, αν και η δεύτερη αυτή απόφαση δεν τέθηκε σε εφαρμογή. Η εξορία όμως της αυτοκράτειρας Ζωής αποτέλεσε την αιτία για ταραχές και τελικά εξέγερση στην πρωτεύουσα, που κόστισε στον νεαρό αυτοκράτορα το θρόνο.
Όταν ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, Αναστάσιος ανάγνωσε στη πλατεία του Κωνσταντίνου τη σχετική Διαταγή (προκήρυξη), στην οποία ο Καλαφάτης προσπαθούσε να δικαιολογήσει στο λαό τους λόγους της καταδίκης της Ζωής ακούσθηκε κραυγή από το συγκεντρωμένο πλήθος: «Ημείς σταυροπάτην και καλαφάτην Βασιλέα ού θέλομεν αλλά την αρχέγονον και ημετέραν μητέρα Ζωήν» Στη φωνή αυτή απάντησε σύσσωμος ο παριστάμενος λαός: «Ανασκαφείη τα οστά του Καλαφάτου» και με αυτό δόθηκε το σύνθημα ένοπλης στάσης. Το πλήθος συσπειρώθηκε γύρω από τον πατριάρχη Αλέξιο, τον οποίο θέλησε να απομακρύνει από τον θρόνο ο Μιχαήλ.
Ήταν 19 Απριλίου του 1042, μόνον οκτώ ημέρες μετά την επίσημη λιτανεία στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε δημιουργήσει στον Μιχαήλ Ε’ την εντύπωση ότι ο λαός της Κωνσταντινούπολης του ήταν αφοσιωμένος, οι δήμοι της πόλης ξεσηκώθηκαν όχι μόνο εναντίον του νεαρού αυτοκράτορα αλλά και ολόκληρης της οικογένειας των Παφλαγόνων, που χάρη στη δράση του Ορφανοτρόφου είχαν καταλάβει πολλά καίρια αξιώματα. Ο Μιχαήλ Ε’ είχε υποτιμήσει την αφοσίωση του λαού στη δυναστική ιδέα και την είχε πλήξει βάναυσα, και έτσι τώρα ο λαός της πρωτεύουσας απαιτούσε να επιστρέψουν στην εξουσία οι νόμιμοι εκπρόσωποι της Μακεδονικής δυναστείας, όχι μόνο η Ζωή, αλλά και η αδελφή της Θεοδώρα, την οποία, ωστόσο, η ίδια η Ζωή είχε αναγκάσει να γίνει μοναχή και να αποσυρθεί στη μονή του Πετρίου το 1034.
Το εξοργισμένο πλήθος άρχισε να επιτίθεται και να καταστρέφει την περιουσία των συγγενών του Μιχαήλ και τελικά πολιόρκησε το παλάτι, εκφράζοντας την απαίτησή του για απομάκρυνση του Καλαφάτη και για επιστροφή της Ζωής και της Θεοδώρας.
Πολιορκημένοι στο παλάτι από τον λαό, ο Μιχαήλ Ε’ και ο θείος του Κωνσταντίνος προσπάθησαν να κατευνάσουν την οργή του πλήθους επαναφέροντας τη Ζωή από την εξορία. Ωστόσο ο λαός συνέχισε να πολιορκεί το παλάτι, ενώ μια ομάδα εισέβαλε στη μονή του Πετρίου και ανάγκασε την αδελφή της Ζωής, τη Θεοδώρα, να τους ακολουθήσει στην Αγιά Σοφιά, όπου της αποδόθηκαν οι ίδιες αυτοκρατορικές τιμές με τη Ζωή.
Η εξέγερση συνέχισε να μαίνεται και η προσπάθεια του Μιχαήλ Ε’ και του θείου του Κωνσταντίνου να την αντιμετωπίσουν με στρατό δεν έφερε αποτέλεσμα. Ακόμα και η άφιξη του Κατακαλών Κεκαυμένου με στρατεύματά του από τη Σικελία δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης υπέρ του αυτοκράτορα και έτσι στις 21 Απριλίου ο Μιχαήλ Ε’ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μέγα Παλάτιο. Μαζί με τον θείο του Κωνσταντίνο διέφυγαν με πλοίο στο δυτικότερο τμήμα της πόλης και προσπάθησαν να βρουν άσυλο στη Μονή Στουδίου και να γίνουν μοναχοί. Όμως η οργή των Κωνσταντινουπολιτών, που επιπλέον μετρούσαν έναν μεγάλο αριθμό θυμάτων από την εξέγερση, ήταν πολύ μεγάλη. Το πλήθος τούς πήρε με τη βία από τον κύριο ναό της Μονής Στουδίου και τους οδήγησε στο Σίγμα, όπου τους τύφλωσαν, όπως ήταν η συνηθισμένη τιμωρία των επίδοξων σφετεριστών.
Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία σε ό,τι αφορά στη διαδοχή στο θρόνο. Η Θεοδώρα και η Ζωή, που ήταν γόνοι της μακεδονικής δυναστείας, παρέμεναν στη συνείδηση του λαού ως οι νόμιμοι δικαιούχοι του αυτοκρατορικού θρόνου, παρά το γεγονός ότι και ο Μιχαήλ Ε' ήταν νόμιμος αυτοκράτορας.
Έτσι ανέλαβαν οι δύο αδελφές, εκπρόσωποι της Μακεδονικής δυναστείας, η Θεοδώρα και η Ζωή.
Οι δύο αδελφές κυβέρνησαν για πολύ λίγο καιρό το βυζαντινό κράτος, από τις 21 Απριλίου μέχρι τις 12 Ιουνίου του 1042. Η έλλειψη διοικητικών ικανοτήτων οδήγησε τη Ζωή στην αναζήτηση νέου συζύγου. H εξηντάχρονη αυτοκράτειρα παντρεύτηκε τελικά τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, γόνο μιας από τις καλύτερες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο ο Ορφανοτρόφος και ο Μιχαήλ Δ’ είχαν εξορίσει στη Μυτιλήνη ως στενό συνεργάτη του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Μονομάχος εξόρισε τον Μιχαήλ Ε’ στη Χίο όπου και πέθανε σαν μοναχός 4 μήνες μετά, στις 24 Αυγούστου του 1042, τυφλός και εξόριστος.

Κωνσταντίνος ΣΤ’

Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ (δεξιά από τον σταυρό) προεδρεύει της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου*. Μικρογραφία από τις αρχές του 11ου αιώνα, από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’, (Βιβλιοθήκη του Βατικανού).
Ένθετο: Χρυσός σόλιδος με τις μορφές του Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας.
-------------------------
*Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (ονομαζόμενη και Δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας) πραγματοποιήθηκε από τις 24 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 13 Οκτωβρίου του 787 στην Νίκαια της Βιθυνίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ και την μητέρα του, Ειρήνη την Αθηναία. Με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής αναστηλώθηκαν οι εικόνες και καταδικάστηκε η Εικονομαχία. Είναι η τελευταία σύνοδος που θεωρείται οικουμενική από την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Το κύρος της αναγνωρίζεται από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και από ορισμένες Προτεσταντικές.

Γιος του Λέοντος Δ’ και της Ειρήνης της Αθηναίας, γεννημένος στις 14 Ιανουαρίου του 771. Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ στέφθηκε βασιλεύς ήδη το 776 και ήταν ακόμα ανήλικος όταν, μετά το θάνατο του πατέρα του (8 Σεπτεμβρίου 780) έμεινε μόνος στο θρόνο και έτσι η μητέρα του Ειρήνη ανέλαβε την κηδεμονία του δεκάχρονου Κωνσταντίνου.

* Τα σπουδαιότερα γεγονότα μέχρι την ενηλικίωση του Κωνσταντίνου ήταν:

Η εξουδετέρωση συνωμοσίας εικονομάχων αρχόντων που σκόπευαν ν’ ανεβάσουν στον θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό του Λέοντα Δ’, καίσαρα Νικηφόρο.
Η στάση του στρατηγού της Σικελίας Ελπίδιου, που κατεστάλη επίσης.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων στην Μικρά Ασία που κατέληξαν σε συνομολόγηση ειρήνης με ταπεινωτικούς για την αυτοκρατορία όρους.
Η καταστολή των εξεγέρσεων σλαβικών φύλων της Ελληνικής Χερσονήσου από τον έμπιστο της Ειρήνης ευνούχο Σταυράκιο.
Η εγκατάλειψη της συμμαχίας με τους Λομβαρδούς και η προσέγγιση με τον Καρλομάγνο, στα πλαίσια της οποίας αρραβωνιάστηκε ο Κωνσταντίνος με την κόρη του ρήγα των Φράγκων Ροτρούδη (Ερυθρώ κατά τους Βυζαντινούς).
Η εκλογή ως Πατριάρχη του Ταράσιου, η διάλυση του εικονομαχικού στρατού της Κωνσταντινούπολης και η Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος, που αναστήλωσε για πρώτη φορά τις εικόνες.

Η μητέρα του ανήλικου Κωνσταντίνου, Ειρήνη, άδραξε την ευκαιρία να κυβερνήσει αντί του γιου της. Ο στρατός όμως δεν την ήθελε… Προσπάθησαν να στέψουν κάποιον από τους αδερφούς του Λέοντα Δ’, αλλά δεν την ήξεραν καλά… Η Ειρήνη τους πρόλαβε και φυλάκισε τους αδερφούς σε μοναστήρι. Ακολούθησε “ξεκαθάρισμα” στο στρατό, με φυλακίσεις και εκτελέσεις των αντιφρονούντων. Ήταν πια ελεύθερη να αφοσιωθεί στην αντιμετώπιση του μεγαλύτερου προβλήματος της αυτοκρατορίας: την Εικονομαχία…
Κατά την περίοδο της ανηλικότητας του Κωνσταντίνου ουσιαστικά (όπως αναφέραμε παραπάνω), την διεύθυνση της Αυτοκρατορίας είχε η Ειρήνη, η οποία προχώρησε στην αναστήλωση των εικόνων μετά την Ζ’ Οικουμενική σύνοδο*.
Με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, δόθηκε επισήμως τέλος στη διαμάχη. Όμως ο λαός δεν ικανοποιήθηκε. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν ότι έβγαιναν νικητές οι εικονολάτρες, οι οποίοι είχαν την πεποίθηση ότι τα μέτρα ήταν υπερβολικά ήπια. Η Ειρήνη άρχισε να κάνει λάθη. Εστίασε όλη την ενέργεια και την προσοχή της στην εικονομαχία και παραμέλησε την ασφάλεια της αυτοκρατορίας από τους εξωτερικούς εχθρούς. Σαρακηνοί και Άραβες απειλούσαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας και η βασιλομήτωρ αναγκάστηκε να “αγοράσει” την ειρήνη, παραχωρώντας στους εχθρούς υπέρογκα ποσά. Ο στρατός προσπάθησε για ακόμα μία φορά να διώξει την Αυτοκράτειρα και να επαναφέρει στο θρόνο τον γιο της, Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε μεγαλώσει και μπορούσε να κυβερνήσει. Η βασιλομήτωρ κατάφερε να καταπνίξει την στάση, εξόρισε τους συνωμότες και φυλάκισε τον γιο της. Όμως πριν να προλάβει να χαρεί το θρίαμβό της, ξέσπασε επανάσταση στις ανατολικές περιοχές του Βυζαντίου και αυτή τη φορά, η Ειρήνη υπέκυψε στις πιέσεις. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε επισήμως την αυτοκρατορία και φυλάκισε τη φιλόδοξη μητέρα του. Προσπάθησε να κυβερνήσει, αλλά αποδείχτηκε ανίκανος. Η εκστρατεία του στη Βουλγαρία απέτυχε παταγωδώς και πολύ σύντομα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της μητέρας του. Η επιστροφή της Ειρήνης δυσαρέστησε τόσο το στρατό, που εξεγέρθηκε εναντίον του. Οι φυλακισμένοι αδερφοί του Λέοντα Δ’  προσπάθησαν να την εξοντώσουν, αλλά η αεικίνητη Ειρήνη τους αποτελείωσε. Τύφλωσε τον μεγαλύτερο, έκοψε τη γλώσσα των υπολοίπων και τους εξόρισε από την αυτοκρατορία. Κανείς δεν θα έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο της προς την εξουσία, ούτε καν ο γιος της...
Το 790 ο Κωνσταντίνος ήταν είκοσι χρόνων και έπρεπε πια ν’ αναλάβει την εξουσία. Αλλά η Ειρήνη δεν σκόπευε να την εγκαταλείψει. Είχε διαλύσει τον αρραβώνα με την Ροτρούδη για να μη ισχυροποιηθεί ο γιος της, και τον πάντρεψε, παρά την θέλησή του, με την Μαρία της Αμνίας. Ο δε ευνοούμενός της Σταυράκιος ήλεγχε τον κρατικό μηχανισμό σε βαθμό που κανείς δεν έδινε την παραμικρή σημασία στον Κωνσταντίνο. Συνεννοήθηκε τότε αυτός με λίγους άρχοντες να συλλάβει και να εξορίσει την μητέρα του στην Σικελία. Αλλά η Ειρήνη πληροφορήθηκε τα πάντα διά του Σταυράκιου, συνέλαβε, κούρεψε, έδειρε κι εξόρισε τους συνωμότες, τον δε Κωνσταντίνο τον έβρισε, τον χαστούκισε και τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ύστερα ζήτησε από τον στρατό να ορκιστεί ότι όσο ζούσε αυτή δεν θ’ αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως βασιλιά.
Ο νέος στρατός που συγκρότησε ο Σταυράκιος στα ευρωπαϊκά θέματα, μετά την διάλυση του εικονομαχικού, ορκίστηκε βέβαια αμέσως. Αλλά ο στρατός της Ανατολής αντέδρασε. Εντονότερα αντέδρασε ο στρατός του θέματος των Αρμενιακών που αρνήθηκε τον όρκο και την πρόταξη του ονόματος της Ειρήνης αυτού του Κωνσταντίνου, όπως επίσης ζητήθηκε. Η Ειρήνη έστειλε τον σπαθάριο Αλέξιο Μουσελέμ για να συνετίσει τους Αρμενιακούς αλλά αυτός προσχώρησε στο κίνημα και ανέλαβε την αρχηγία των εξεγερμένων. Τώρα όλος ο στρατός της Ανατολής επευφήμησε τον Κωνσταντίνο ως μόνο βασιλιά και προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη. Η Ειρήνη, που δεν μπορούσε βέβαια να βασιστεί στον στρατό του Σταυράκιου, αναγκάστηκε να ελευθερώσει τον Κωνσταντίνο που έσπευσε να συναντήσει τον στρατό της Ανατολής που τον αναγνώρισε μονοκράτορα και αποκήρυξε την Ειρήνη. Ύστερα ο Κωνσταντίνος μπήκε στην Πόλη, και ο Σταυράκιος, καθώς και όλοι οι ευνούχοι του Παλατιού εξορίστηκαν. Η Ειρήνη περιορίστηκε στο ανάκτορο του Ελευθερίου όπου είχε τους θησαυρούς της.
Τον Απρίλιο του 791 εξεστράτευσε ο Κωνσταντίνος κατά των Βουλγάρων κ’ ύστερα από μιαν αψιμαχία και μόνο επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εξ ίσου αναποτελεσματική ήταν και μία εκστρατεία του στην Κιλικία κατά των Αράβων τον Σεπτέμβριο.
Ύστερα ο Κωνσταντίνος ανακάλεσε την μητέρα του και την αποκατέστησε πλήρως. Η βασιλεία ήταν πάλι Κωνσταντίνου και Ειρήνης. Και πάλι όμως οι Αρμενιακοί αρνήθηκαν να δεχτούν την νέα τροπή των πραγμάτων και απαίτησαν να τεθεί εκ νέου επί κεφαλής τους ο Αλέξιος Μουσελέμ, που βρισκόταν στην Βασιλεύουσα τιμημένος από τον Κωνσταντίνο με τον τίτλο του πατρικίου.
Αλλά η Ειρήνη -και ο επίσης ανακληθείς Σταυράκιος- ήλεγχαν πλήρως την κατάσταση. Ο Αλέξιος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, δάρθηκε, κουρεύτηκε και φυλακίστηκε. Ύστερα ο Κωνσταντίνος εξεστράτευσε και πάλι κατά των Βουλγάρων αλλά υπέστη δεινή ήττα με μεγάλες απώλειες. Μεταξύ των πολλών στρατηγών που έπεσαν στην μάχη ήταν και ο γηραιός στρατηγός του Κωνσταντίνου Ε’, Μιχαήλ Λαχανοδράκων.
Αγανακτισμένος ο στρατός από τις τόσες συμφορές αποφάσισε ν’ απαλλαγεί από μητέρα και γιο και ν’ αναγορεύσει αυτοκράτορα τον καίσαρα Νικηφόρο, εκείνον που είχαν συνωμοτήσει ν’ ανεβάσουν στον θρόνο οι εικονομάχοι στην αρχή της βασιλείας. Αλλά η Ειρήνη πρόλαβε, τύφλωσε τον Νικηφόρο και γλωσσοκόπησε τους τέσσερις αδελφούς του. Τυφλώθηκε και ο Αλέξιος Μουσελέμ.
Τότε οι Αρμενιακοί στασίασαν αναφανδόν και νίκησαν τους στρατηγούς που στάλθηκαν εναντίον τους. Αλλά την άνοιξη του 793 νικήθηκαν με προδοσία. Εκτός από τις άλλες τιμωρίες που τους επιβλήθηκαν, χίλιοι από αυτούς οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στίχθηκαν στα μέτωπά τους με μελάνη οι λέξεις “αρμενιακός επίβουλος”. Ύστερα εξορίστηκαν στην Σικελία και σε άλλα νησιά.
Έτσι ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου και η βασιλομήτωρ Ειρήνη, πιστή σύμβουλός του. Φαινομενικά, όλα κυλούσαν ήρεμα στη βασιλική οικογένεια. Όμως η Ειρήνη δεν είχε καταθέσει ακόμα τα όπλα. Έπεισε τον Κωνσταντίνο να χωρίσει τη νόμιμη σύζυγό του (ύστερα από επτά χρόνια γάμου) και να παντρευτεί την ερωμένη του, Θεοδότη, γόνου της οικογένειας των Στουδιτών.
Ο Κωνσταντίνος, από σφοδρό έρωτα προς την Θεοδότη απέπεμψε αδίκως την Μαρία παρά τις παραστάσεις του πατριάρχη Ταρασίου και την έκλεισε σε μονή, μαζί με τις κόρες τους Ευφροσύνη και Ειρήνη.
Η κίνηση του αυτοκράτορα συγκλόνισε τον  θρησκόληπτο λαό, που αντιμετώπισε τον ηγεμόνα ως μοιχό και ανήθικο. Το σκάνδαλο ήταν μέγα. Ο πατριάρχης Ταράσιος είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τον Κωνσταντίνο αλλά τελικά υποχρεώθηκε να επιτρέψει σ’ ένα ιερέα των ανακτόρων να τελέσει τον γάμο. Ο ηγούμενος της μονής του Σακκουδίωνος Πλάτων και ο ανεψιός του Θεόδωρος ο Στουδίτης αντέδρασαν έντονα και καταδίκασαν τον πατριάρχη και όλους όσοι αναγνώρισαν τον γάμο, τον οποίο θεώρησαν μοιχεία. Ο Κωνσταντίνος φυλάκισε τον Πλάτωνα κι εξόρισε τον Θεόδωρο και άλλους μοναχούς στην Θεσσαλονίκη.
Αλλά κι αυτός ο γάμος ήταν μέρος του σχεδίου της Ειρήνης για να υπονομεύσει τον γιο της, δεδομένου ότι ήταν αυτή που του υπέβαλε την ιδέα για να προκαλέσει την απέχθεια του λαού για την συμπεριφορά του. Στους δε αντιδρώντες μοναχούς παρείχε την υποστήριξή της.
Τον Οκτώβριο του 796 ο Κωνσταντίνος απέκτησε γιο από την Θεοδότη. Η θέση του εδραιωνόταν έτσι και η Ειρήνη ενέτεινε τις υπονομευτικές της προσπάθειες. Έτσι, όταν τον Μάρτιο της άλλης χρονιάς εξεστράτευσε εναντίον των Αράβων, ο Σταυράκιος και οι άλλοι με τους οποίους η Ειρήνη τον είχε περιστοιχίσει, τον παραπλάνησαν ως προς την παρουσία Αραβικού στρατού στην περιοχή και απέτρεψαν την σύγκρουση φοβούμενοι νίκη του και θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη.
Το αστέρι του Κωνσταντίνου άρχισε να σβήνει…
Έτσι η βασιλομήτωρ είχε πια καταστρέψει τη δημόσια εικόνα του γιου της και αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα για το τελειωτικό χτύπημα…
Όταν πέθανε ο γιος του Κωνσταντίνου, (αρχές Ιουλίου του 797), η Ειρήνη έστειλε ένα απόσπασμα για να συλλάβει τον Κωνσταντίνο αλλά αυτός πρόλαβε να μπει σε πλοίο και να περάσει στην ασιατική ακτή της Προποντίδος σκοπεύοντας να καταφύγει στον στρατό της Ανατολής. Αλλά είχε μαζί του τους ανθρώπους της μητέρας του προς τους οποίους αυτή διαμήνυσε ότι, αν δεν ενεργούσαν όπως είχε συμφωνηθεί, θα έθετε υπ’ όψιν του γιου της τις αποδείξεις των συνεννοήσεων που είχαν μαζί της.
Τον Δεκαπενταύγουστο του 797, οι άνθρωποι της Ειρήνης, συνέλαβαν τον Κωνσταντίνο και τον έσυραν στο παλάτι.
Η Ειρήνη διέταξε να τον τυφλώσουν και κατά ειρωνεία της ιστορίας τυφλώθηκε στην αίθουσα της πορφύρας του Παλατιού, όπου είχε γεννηθεί.
Η εντολή εκτελέστηκε με τέτοια σφοδρότητα, που ο Κωνσταντίνος πέθανε από αιμορραγία μετά από λίγες μέρες. Η βασιλομήτωρ ήταν πια ελεύθερη να γίνει Αυτοκράτειρα…
Η εξουσία λοιπόν περιήλθε πλέον στη βασιλομήτορα Ειρήνη την Αθηναία και έτσι η “φιλόστοργη” μητέρα έμεινε μόνη στον θρόνο.
Η Ειρήνη βασίλευσε έκτοτε μόνη της ως “Αυτοκράτωρ Ρωμαίων” μέχρι το 802, οπότε ανατράπηκε από τον γενικό λογοθέτη Νικηφόρο, που την διαδέχθηκε.

Οι πηγές ισχυρίζονται πως η Ειρήνη δεν είχε ανάμειξη στην τύφλωση γιου της, αλλά η πράξη αποδιδόταν σαφώς στις δικές της ενέργειες. Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ πέθανε στην εξορία λίγες μέρες αργότερα στην Πρίγκηπο στις 19 Αυγούστου του 797 και τάφηκε στη μονή της Ευφροσύνης που είχε ιδρύσει η μητέρα του.
Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ είχε την προσωνυμία “ο Τυφλός” επειδή τον τύφλωσαν μετά την εκθρόνισή του.
Αυτό δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο. Πέντε Βυζαντινοί αυτοκράτορες τυφλώθηκαν από αντιπάλους και σφετεριστές. Ένας από αυτούς μάλιστα (Ισαάκιος Άγγελος) επανήλθε στην εξουσία όντας τυφλός.
Δύο στοιχεία πρέπει να έκαναν την περίπτωση του Κωνσταντίνου ΣΤ’ ξεχωριστή και χάρισαν σ’ αυτόν ειδικά τον τίτλο του Τυφλού: Πρώτον, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που τυφλώθηκε και, δεύτερον, τυφλώθηκε κατά διαταγή της μητέρας του, Ειρήνης...
Σε γενικές γραμμές ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ήταν ένας αδύναμος ηγέτης. Αρχικά υπό την επιρροή της μητέρας του, αλλά δεν έκανε και πολλά όταν κυβέρνησε μόνος του. Οι εκστρατείες του ήταν θλιβερές. Πάντως δεν είχε μεγάλες αποτυχίες (όπως άλλοι πιο ικανοί). Η βασιλεία του ήταν μια συνεχής πάλη εξουσίας με αντίπαλο τη ίδια του τη μάνα…
Αυτή η περίοδος είναι μια χαρακτηριστική εικόνα όλων εκείνων των στοιχείων στο Βυζάντιο (ίντριγκες, προδοσίες, ακρωτηριασμοί, συνωμοσίες, αστάθεια) που συνοψίζονται στην αρνητική έκφραση "Βυζαντινισμός"…
___________
*Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (ονομαζόμενη και Δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας) πραγματοποιήθηκε από τις 24 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 13 Οκτωβρίου του 787 στην Νίκαια της Βιθυνίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ και την μητέρα του, Ειρήνη την Αθηναία. Με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής αναστηλώθηκαν οι εικόνες και καταδικάστηκε η Εικονομαχία. Είναι η τελευταία σύνοδος που θεωρείται οικουμενική από την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Το κύρος της αναγνωρίζεται από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και από ορισμένες Προτεσταντικές.

Μιχαήλ ΣΤ’ Βρίγγας, ο Στρατιωτικός

Ιστάμενον νόμισμα με τη μορφή του Μιχαήλ ΣΤ’ Βρίγγα, του Στρατιωτικού.
Ο Μιχαήλ ΣΤ’ Βρίγγας, ο επονομαζόμενος Στρατιωτικός, ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας από το 1056 έως το 1057.
Προχωρημένης ηλικίας, και έχοντας υπηρετήσει ως στρατιωτικός λογοθέτης (εξ ου και το προσωνύμιό του), επελέγη ως διάδοχος θρόνου των Ρωμαίων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα των Μακεδόνων, αδελφή της Ζωής. Ανήλθε στο θρόνο μετά τον θάνατο της Θεοδώρας τον Αύγουστο του 1056.
Στερούμενος πρωτοβουλίας και βλέποντας να παρασύρεται από τους ραδιούργους αυλικούς, εξαναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1057 και να αποσυρθεί σε μοναστήρι εγκαταλείποντας τον θρόνο στον ιδρυτή της δυναστείας των Κομνηνών, τον Ισαάκιο Α’.

Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης Βατάτζης

Αριστερά: Μικρογραφία με τον Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη Βατάτζη, από χειρόγραφο του 15ου αιώνα, από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά, Mutinensis gr.122, f.294r, Biblioteca Estense Universitaria, Μόντενα.
Δεξιά: Τραχύ αργυρό νόμισμα του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη Βατάτζη.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης Βατάτζης ήταν αυτοκράτορας της Νίκαιας από το 1254 έως τις 18 Αυγούστου 1258, οπότε και πέθανε.
Ο Θεόδωρος Β’ αναφέρεται και ως Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης. Γεννήθηκε στη Νίκαια και ήταν γιος του Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, κόρης του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρη, δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή Αυτοκρατορία και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του.
Ήταν πολύ μορφωμένος και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση, όχι όμως και πολιτικές ικανότητες. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικηφόρος Βλεμμύδης και Γεώργιος Ακροπολίτης. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το θέμα της εκπαίδευσης και ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία. Από στρατιωτικής απόψεως, έκανε δύο δύσκολες, αλλά νικηφόρες εκστρατείες κατά των Βουλγάρων, οι οποίοι μετά το θάνατο του πατέρα του προσπάθησαν να ανακαταλάβουν περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης, που είχε απελευθερώσει από αυτούς ο Ιωάννης Γ’. Φρόντιζε να κλείνει τα ανοιχτά μέτωπα με διπλωματικές μεθόδους. Παντρεύτηκε την Ελένη Ασέν, κόρη του Ιβάν Β’ της Βουλγαρίας και της Άννας-Μαρίας Άρπαντ της Ουγγαρίας. Παιδιά τους ήταν η Ειρήνη, η Μαρία, ο Ιωάννης, η Θεοδώρα και Ευδοκία.
Τις πρώτες δύο κόρες του ο Θεόδωρος Β’ τις πάντρεψε με ηγεμόνες για να εδραιώσει συμμαχίες. Όταν απεβίωσε όμως, ο σφετεριστής Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος θέλησε να παντρέψει τις δύο άλλες με μικρούς ευγενείς μακριά από τη Νίκαια.
Όταν πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον Νικηφόρο Άγγελο, γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα Αγγέλου του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια. Επίσης βοήθησε το σουλτάνο του Ικονίου, τον οποίο απειλούσαν οι Μογγόλοι και παράλληλα δέχθηκε μογγολική πρεσβεία στην Αυλή του με μεγάλες τιμές.
Καθώς επεδίωκε τη βοήθεια του Πάπα Ρώμης για να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, επανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Ρωμαιοκαθολική, όμως αργότερα τις διέκοψε.
Στον κοινωνικό τομέα, υποστήριξε ιδιαίτερα τους χωρικούς και τους αστούς και προώθησε ικανά άτομα από αυτές τις τάξεις σε ανώτερα αξιώματα, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των μελών της αριστοκρατίας, η οποία σταδιακά στοιχίστηκε γύρω από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Υπήρξε ιδιαίτερα ευσεβής και θρησκευόμενος.
Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής, αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, του προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του.
Έγραψε διάφορα έργα, που άλλα εκδόθηκαν και άλλα όχι (όπως μια κωμωδία «εις τον βαγιούλον αυτού, κάκιστο και χείριστο όντα». Paris. Supl. Grec. 472 f. 102 v - 103r). Υπήρξε ο ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα που χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία και δημιουργός διάφορων άλλων θεολογικών έργων, όπως ο «Λόγος εις τε το Μέγα Σάββατο και εις το Πάθος του Κυρίου και εις την Αγίαν Ανάστασιν» που εκφωνήθηκε προς το τέλος της ζωής του. Από τα πιο γνωστά θεολογικά έργα του είναι τα Θεωνύμια. Έγραψε επίσης και πολλές επιστολές. Ήταν συστηματικός υποστηρικτής της χρήσης της ονομασίας «Έλληνες» για το συλλογικό αυτοπροσδιορισμό των Βυζαντινών Ρωμαίων, ο μόνος ανάμεσα στους Βυζαντινούς συγγραφείς του 13ου αιώνα που τη χρησιμοποιούν. Η επιλογή αυτή έχει ερμηνευτεί ως ανάπτυξη ενδιαφέροντος για την αρχαία Ελλάδα και ως προσπάθεια αποσύνδεσης από τις δυτικές συμπαραδηλώσεις του όρου «Ρωμαίοι» μετά τη λατινική κατάκτηση.
Ο Θεόδωρος Β’ έκοψε χρυσά υπέρπυρα, τραχέα αργυρά, τραχέα από κράμα χαλκού με λίγο άργυρο και χαλκά τεταρτηρά. Τα νομισματοκοπεία του ήταν στη Μαγνησία, στη Θεσσαλονίκη και ίσως στη Νίκαια.
Πέθανε στο Νυμφαίο το 1258 σε ηλικία 36 ετών από βαριά ασθένεια. Πεθαίνοντας άφησε διάδοχο τον μόλις 8 ετών γιο του Ιωάννη Δ’ Δούκα Βατάτζη. Σαν κηδεμόνα άφησε τον πρωτοβεστιάριο Γεώργιο Μουζάλωνα, άτομο ταπεινής καταγωγής, προκαλώντας την αντίδραση της αριστοκρατίας. Τελικά ο Γεώργιος θα δολοφονηθεί από επίθεση στρατιωτών, που υπηρετούσαν σε σώμα που διοικητής του ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος θα επιβληθεί ως κηδεμόνας του νεαρού αυτοκράτορα, γεγονός που θα σημάνει την αρχή του τέλους της δυναστείας των Βατάτζηδων. Ο Μιχαήλ τύφλωσε τον νεαρό Ιωάννη Δ’ και αξίωσε για τον εαυτό του το αξίωμα του αυτοκράτορα ως Μιχαήλ Η’.

Αλέξιος Α’ Κομνηνός

Αριστερά: Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ευλογείται από τον Χριστό, (Codex Vaticanus Graecus).
Δεξιά: Μικρογραφία από χειρόγραφο του 12ου αι. (Βατικανό, Biblioteca Apostolica).
Ο Αλέξιος Α’ ήταν γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής. Ήταν εξαίρετος στρατηγός. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας.
Καταγόταν από την μεγάλη αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια των Κομνηνών, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην Κασταμώνα της Παφλαγονίας. Ήταν τρίτος γιος του Ιωάννη Κομνηνού, αδελφού του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α’ Κομνηνού, και της Άννας Δαλασσηνής.
Ο Αλέξιος από πολύ νωρίς κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό και αντιμετώπισε αρκετούς στασιαστές και διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου. Επί Μιχαήλ Ζ’ στάλθηκε ως στρατηγός αυτοκράτορας στην Μικρά Ασία και κατόρθωσε να του παραδοθεί από τους Σελτζούκους Τούρκους ο στασιαστής αρχηγός των Νορμανδών μισθοφόρων Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, Ρουσέλιος κατά Ζωναράν ή Ουρσέλιος κατά την Άννα Κομνηνή), τον οποίο έφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1078 ορίστηκε αρχηγός του στρατού (δομέστικος των σχολών) της Δύσης από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η νίκη και σύλληψη πρώτα του Νικηφόρου Βρυέννιου και αργότερα του Νικηφόρου Βασιλάκιου. Κέρδισε την εύνοια της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αλανίας, συζύγου των αυτοκρατόρων Μιχαήλ Ζ’ και Νικηφόρου Γ’ που τον υιοθέτησε και τον βοήθησε στην προσπάθεια ανόδου του στην στρατιωτική ιεραρχία. Το 1081 στασίασε και ο ίδιος με τους αδερφούς του και πήρε το θρόνο από το Νικηφόρο Γ’ μετά από παρότρυνση και με τη βοήθεια του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα. Μετά από την άνοδό του στο θρόνο παντρεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, εγγονή του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ’. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Δουκών επανέφερε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ’ και της Μαρίας της Αλανής ως συν-αυτοκράτορα. Μάλιστα αργότερα τον αρραβώνιασε με την πρωτότοκη κόρη του, Άννα. Η γέννηση του γιου τού Αλέξιου, Ιωάννη, το 1087 τερμάτισε την αναγνώριση του Κωνσταντίνου ως συν-αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, όμως, συνέχισε να έχει φιλικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα μέχρι το θάνατό του, περίπου το 1095.
Ο Αλέξιος Α’ ήταν γεννημένος ηγέτης και διπλωμάτης. Με μεγάλη μόρφωση, δραστήριος, ικανός και πανέξυπνος. Κληρονόμησε μια καταρρέουσα αυτοκρατορία και παρέδωσε ένα ισχυρό κράτος. Χειρίστηκε επιδέξια τους σταυροφόρους. Η οικονομική του διαχείριση και η προώθηση των γραμμάτων και των τεχνών ήταν επίσης αξιοθαύμαστες. Ο Αλέξιος Α’ είχε να αντιμετωπίσει μακράν τις περισσότερες εξεγέρσεις στην ιστορία του Βυζαντίου. Ήταν μια τάση που είχε την απαρχή της στην επανάσταση του στρατού το 1057. Από τις πιο σοβαρές ήταν αυτή του Ψευτο-Διογένη.
Η μητέρα του Άννα Δαλασσηνή, μια πολύ έξυπνη και ικανή γυναίκα, τον είχε υπό την επιρροή της για πολλά χρόνια. Είχε στεφθεί παράτυπα και αυτοκράτειρα αντί για τη γυναίκα του Ειρήνη Δούκαινα. Ήταν η κεφαλή της εξουσίας όταν ο Αλέξιος έλειπε σε εκστρατείες.
Το 1082 έκανε συμφωνία ειρήνης με τη Βενετία και παραχώρηση εμπορικών προνομίων.
Το 1085 απέκρουσε την εισβολή των Νορμανδών που είχαν πάρει την Κέρκυρα και το Δυρράχιο, και πολιορκούσαν τη Λάρισα.
Το 1091 με τη βοήθεια Κουμάνων συνέτριψε τους Πετσενέγγους που λεηλατούσαν τα Βαλκάνια.
Το 1095 αναζήτησε δυτική βοήθεια εναντίον των Σελτζούκων. Το αποτέλεσμα ήταν η 1η Σταυροφορία και η λεηλασία των Βαλκανίων από τον όχλο που οδηγούσε ο Πέτρος ο Ερημίτης.
Κατά τα άλλα, άσκησε διώξεις εναντίον Παυλικιανών και Βογομίλων στα Βαλκάνια. Έκαψε δημοσίως στην πυρά τον αρχηγό τους Βασίλειο. Επίσης παραχώρησε την Πάτμο για να γίνει μοναστική πολιτεία.
Ανακατέλαβε τη Νίκαια με τη βοήθεια των σταυροφόρων. Αξιοποίησε την Σταυροφορία και ανακατέλαβε μεγάλο μέρος της δυτικής Μ. Ασίας, καθώς Χίο και Ρόδο.
Η παρακμή διακόπτεται και αρχίζει μια περίοδος, οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτιστικής και εδαφικής ανάκαμψης, γνωστή σαν "Κομνήνεια Αναγέννηση". Αλλά αρχίζει η εξάρτηση από τις Ιταλικές θαλάσσιες δημοκρατίες. Επίσης, η παραχώρηση εμπορικών δικαιωμάτων ήταν ένα σοβαρό λάθος.
Ο Αλέξιος Α’ πέθανε στις 15 Αυγούστου του 1118. Είχε ποδάγρα και υπέφερε πολύ πριν πεθάνει.
Η ποδάγρα λοιπόν και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδυασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός. Φλεγμονές, οιδήματα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, έως ότου εξέπνευσε. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του δεν τις πέρασε σε ηρεμία. Η σύζυγός του, Ειρήνη, και η κόρη του, Άννα, συνωμοτούσαν για να μην τον διαδεχθεί ο γιος του Ιωάννης στο θρόνο, αλλά ο σύζυγος της Άννας, Νικηφόρος Βρυέννιος. Το σχέδιο τους, όμως, απέτυχε. Ο Ιωάννης πήγε μυστικά στο μοναστήρι των Μαγγάνων, όπου βρισκόταν ο πατέρας του και πήρε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι από το χέρι του λίγες ώρες πριν πεθάνει. Ο Αλέξιος ετάφη στη Μονή Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη.
Το σθένος που έδειξε ο Αλέξιος στη ζωή του ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο. Αναλύοντάς τον προσωπογραφικά θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος ηγέτης. Είχε εξάλλου όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσε η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία από έναν ιδανικό αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ήταν φανατικά ορθόδοξος, όχι από πηγαία πίστη ή εξαιτίας της επιρροής της θρησκόληπτης μητέρας του, αλλά από σκοπιμότητα.
Παρ’ όλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του, Ιωάννη, ένα σταθερότερο και ισχυρότερο κράτος από ότι το βρήκε το 1081, γεγονός είναι ότι η ενδυνάμωση των δυνατών καθώς και η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες μακροπρόθεσμα έπληξαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, έγραψε την Αλεξιάδα, ένα βιβλίο που εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και σε πολλά σημεία τον εξυμνεί.