Αλέξιος Β’ Κομνηνός

Μολυβδοσφραγίδα του 14χρονου αυτοκράτορα Αλεξίου Β’ Κομνηνού.
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που βασίλεψε για τρία χρόνια (1180 – 1183), αλλά δεν κυβέρνησε ποτέ. Ανήκε στη δυναστεία των Κομνηνών.
Ο Αλέξιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Σεπτεμβρίου του 1169 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας, κόρης του γάλλου πρίγκιπα της Αντιοχείας Ραϊμούνδου του Πουατιέ. Στις 2 Μαρτίου του 1180 και για λόγους πολιτικής του πατέρα του, ο δεκαετής Αλέξιος παντρεύτηκε την οκταετή πριγκίπισσα Αγνή, κόρη του φράγκου βασιλιά Λουδοβίκου του 7ου, η οποία έλαβε το όνομα Άννα.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1180, ο Μανουήλ Α’ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο εντεκάχρονος γιος του, Αλέξιος. Επειδή ήταν ανήλικος τον κηδεμόνευε η βασιλομήτωρ Μαρία, η οποία γρήγορα τον παραγκώνισε, αναθέτοντας την εξουσία στον εραστή της Αλέξιο Πρωτοσέβαστο, εξάδελφο του αυτοκράτορα Αλέξιου Β’. Η απροκάλυπτα φιλοδυτική στάση της Μαρίας και του ευνοούμενού της, καθώς και η ασυδοσία των λατίνων εμπόρων (Γενουατών και Πισατών) που κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην αυτοκρατορία, προκάλεσαν την έξαρση των αντιδυτικών αισθημάτων του λαού και την αντίδραση της οικογένειας των Κομνηνών. Η ετεροθαλής αδελφή του ανήλικου αυτοκράτορα Μαρία Κομνηνή ή Πορφυρογέννητη και ο φράγκος σύζυγός της Καίσαρ Ιωάννης (Ρενιέ ντε Μονφερά, το γαλλικό όνομά του), προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τον λαό της Κωνσταντινούπολης κατά του μισητού ζεύγους της Μαρίας και του Αλέξιου, αλλά απέτυχαν.
Τότε φάνηκε δυναμικά στο προσκήνιο ο Ανδρόνικος Κομνηνός, εξάδελφος του αποθανόντος αυτοκράτορα, που είχε πέσει σε δυσμένεια επί Μανουήλ Α’, ως σφετεριστής του θρόνου και είχε απομακρυνθεί στον Πόντο. Με την προτροπή της Μαρίας Κομνηνής, την άνοιξη του 1182 στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα (σημερινό Καντίκιοϊ), στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, προκαλώντας στάση μέσα στη Βασιλεύουσα.
Ο Αλέξιος Πρωτοσέβαστος εγκαταλείφθηκε από τους υποστηρικτές του, αιχμαλωτίστηκε από τους στασιαστές και τυφλώθηκε. Παράλληλα, ξεκίνησε ένα πογκρόμ κατά των ρωμαιοκαθολικών ή λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, που ανέρχονταν σε περίπου 60.000 και αποτελούνταν από εμπόρους και τις οικογένειές τους. Ανεξακρίβωτος αριθμός λατίνων κατεσφάγη από το μαινόμενο πλήθος, ενώ τουλάχιστον 4.000 πουλήθηκαν ως σκλάβοι στους Σελτζούκους Τούρκους. Οι διασωθέντες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Στις 3 Μαΐου του 1182 ο Ανδρόνικος Κομνηνός εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη ως προστάτης του ανήλικου ανιψιού του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να δηλητηριάσει τη Μαρία Κομνηνή και τον σύζυγό της Καίσαρα Ιωάννη. Ακολούθως, συνέλαβε τη βασιλομήτορα Μαρία, την οποία υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και ανέθεσε τον στραγγαλισμό της στον σωματοφύλακά του Κωνσταντίνο Τρίψυχο.
Ο Ανδρόνικος στέφθηκε συν-αυτοκράτορας και στις 24 Σεπτεμβρίου του 1183 με διαταγή του δολοφονήθηκε ο 14χρονος αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ Κομνηνός. Τον στραγγάλισαν με τη χορδή ενός τόξου. Ο Ανδρόνικος αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός και για να νομιμοποιήσει την εξουσία του παντρεύτηκε τη χήρα του Αλέξιου Β’, παρότι αυτός ήταν 65 ετών και η Άννα μόλις 13.
Τη δυναστική διαμάχη στο Βυζάντιο επί Αλεξίου Β’ εκμεταλλεύτηκαν οι γείτονες της αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς των Ούγγρων Μπέλα ο 3ος, κατέλαβε περιοχές της Κάτω Πανονίας (σημερινή Βόρεια Σερβία και Βοσνία), η Βενετία τη Δαλματία και ο σουλτάνος των Σελτζούκων Τούρκων Κιλίτζ Αρσλάν ο 2ος προωθήθηκε δυτικότερα στη Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας το Κοτύαιον (σημερινή Κιουτάχεια) και τη Σωζόπολη της Πισιδίας.

Μανουήλ Α’ Κομνηνός

Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός με τη δεύτερη σύζυγό του Μαρία της Αντιοχείας που θεωρούνταν η ομορφότερη γυναίκα της εποχής της. Μικρογραφία από χειρόγραφο του 1166 (σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού).
Ένθετο: Αργυρό νόμισμα του Μανουήλ Α’ Κομνηνού.
Ο Μανουήλ Α’ ο Κομνηνός ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας του 12ου αιώνα, ο οποίος βασίλεψε σε μία κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Μεσογείου. Έμεινε στο θρόνο από το 1143 μέχρι το θάνατό του το 1180.
Ο Μανουήλ γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1118 και ήταν ο νεώτερος από τους τέσσερις γιους του Ιωάννη Β’ Κομνηνού. Έχοντας χάσει τους δύο μεγαλύτερους πρόωρα, ο Ιωάννης τον θεώρησε καταλληλότερο έναντι του πρεσβύτερου Ισαάκιου. Με όμορφο παρουσιαστικό, βαθειά μόρφωση και μεγάλες στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες, ο Μανουήλ είχε όλα τα προσόντα ενός άξιου διαδόχου.
Ο Μανουήλ ήταν ευφυής, υπερκινητικός, πληθωρικός και λίγο κυκλοθυμικός. Επιπλέον, πανύψηλος, δυνατός και θρυλικός πολεμιστής. Ένας από τους μεγάλους. Πολύ δραστήριος σε όλους τους τομείς. Έξοχος ηγέτης που δέσποζε στο Βυζάντιο και στην Ευρώπη. Απεκλήθη "Μέγας" και είχε τη φήμη του "πιο ευλογημένου αυτοκράτορα". Στον καιρό του, ήταν ο πιο ισχυρός άνθρωπος του κόσμου.
Το 1144, ο Άραβας Ιμάντ αντ-Ντιν Ζενγκί κατέλαβε την Έδεσσα (σημερινή Ούρφα), και την έπνιξε στο αίμα. Ο Πάπας Ευγένιος Γ’, κάλεσε το βασιλιά Λουδοβίκο Γ’ της Γαλλίας και τον Κορράδο Γ’ Χοενστάουφεν της Γερμανίας σε νέα Σταυροφορία. Η είδηση της επικείμενης νέας Σταυροφορίας προκάλεσε μεγάλο πονοκέφαλο στο Μανουήλ, ο οποίος είχε πολύ καλά υπόψη του το τί είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του παππού του στην Α’ Σταυροφορία. Όντως, τα Γαλλικά και Γερμανικά στρατεύματα της Β’ Σταυροφορίας περνώντας από τα βυζαντινά εδάφη, επέφεραν το χάος. Ο Μανουήλ κατάφερε να τους διοδεύσει, παρακάμπτοντας τη Βασιλεύουσα, άμεσα προς τη Μικρά Ασία όπου σταδιακά συνετρίβησαν από τους Τούρκους και τους Άραβες, καθότι δε διέθεταν ούτε τα μέσα, ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την κατάλληλη ηγεσία για να επιτύχουν στο φιλόδοξο εγχείρημά τους. Δεν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν ούτε μια σπιθαμή γης. Η τραγική αποτυχία της Β’ Σταυροφορίας εμβάθυνε την αμοιβαία αντιπάθεια Βυζαντινών και Δυτικών, ενώ καταβαράθρωσε την εικόνα στρατιωτικής ισχύος που είχε η Δύση απέναντι στους βαρβαρικούς λαούς των Τούρκων και Αράβων.
Τον ίδιο καιρό, ο στόλος του βασιλιά Ρογήρου B’ της Σικελίας εξεστράτευσε κατά Δυτικών επαρχιών του Βυζαντίου, προκαλώντας την οργή του Μανουήλ, που αναγκάστηκε να λάβει τα μέτρα του. Μετά τη Β’ Σταυροφορία ο Μανουήλ στράφηκε προς μια προσπάθεια επανάκτησης των Ιταλικών επαρχιών, που αποτελούσε προσωπικό του όραμα. Μετά από σύντομες αντιπαραθέσεις εναντίον Σέρβων και Ούγγρων εισβολέων, αποφάσισε να αντιμετωπίσει το βασιλιά Ρογήρο της Σικελίας. Ο Ρογήρος όμως πέθανε, και ο διάδοχος γιος του Γουλιέλμος Α’ δεν είχε τις ικανότητες του πατέρα του. Έτσι, τα Βυζαντινά στρατεύματα υπό τους στρατηγούς Ιωάννη Δούκα και Μιχαήλ Παλαιολόγο, με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Αδριανού Δ’, προσωρινά απελευθέρωσαν όλη τη νότια Ιταλία. Δυστυχώς όμως ο Γουλιέλμος επανήλθε με σειρά συμμαχιών, και η όλη προσπάθεια κατέληξε σε μια συμφωνία του 1158, με την οποία ουσιαστικά οι βυζαντινές βλέψεις προς την Ιταλία έλαβαν τέλος.
Ο Μανουήλ στράφηκε ξανά προς την Ανατολή. Ταξίδεψε στην Αντιόχεια, όπου επέβαλε τη βυζαντινή εξουσία. Συμμάχησε με το βασιλιά του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Γ’ Ανζού, νυμφεύτηκε σε 2ο γάμο την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιόχειας και συνήψε ειρήνη με τον Τούρκο Κιλίτζ-Αρσλάν και το Σαρακηνό Νουρ-εντ-Ντιν. Ο γάμος του με την Μαρία (Ξένη), την ομορφότερη γυναίκα της εποχής, δημιούργησε τριβές με το νοτιο-γαλλικό οίκο Rouergue που όριζε τις κομητείες της Τουλούζης (στη νότιο Γαλλία) και της Τριπόλεως (στην Ανατολή ή Λεβάντε), και με τους περισσότερους από τους Χριστιανούς άρχοντες του Λεβάντε. Συγκεκριμένα, όταν ύστερα από το θάνατο της 1ης συζύγου του Γερμανίδας Μπέρθας (Ειρήνης) του Ζούλτσμπαχ εστάλησαν στους Αγίους Τόπους ο Ιωάννης Κοντοστέφανος, ο δραγομάνος Θεοφύλακτος και ο ακόλουθος της φρουράς των Βαράγγων ο Βασίλειος Καματηρός για να επιλέξουν κάποια από τις λεβαντίνες αριστοκράτισσες ως νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα, αυτοί προτίμησαν την πολύ όμορφη Μαρία από το ήδη υποτελές πριγκιπάτο της Αντιοχείας, παρά την κατά τι λιγότερο όμορφη αλλά με πολύ πιο μεγάλη επιρροή Μελισσάνθη, κόρη του κόμητα της Τριπόλεως Ραϊμόνδου Β’ Rouergue και ανιψιά της βασίλισσας της Ιερουσαλήμ Μελισσάνθης του Ρεθέλ.
Ο Μανουήλ, προσπάθησε να περιορίσει τη Ενετική ισχύ, καθώς και να επιλύσει τα προβλήματα από συνεχείς απειλές στις Δυτικές επαρχίες, χωρίς όμως απόλυτη επιτυχία. Παράλληλα, ο Μανουήλ αναμείχθηκε ενεργά στις υποθέσεις του Ουγγρικού βασιλείου. Το 1167 ο Μπέλα, διεκδικητής του ουγγρικού θρόνου έγινε, με τη βοήθεια του Μανουήλ, βασιλιάς της Ουγγαρίας ως Μπέλα Γ’ και συνήψε συνθήκη με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τον επόμενο χρόνο, πιθανόν εκπληρώνοντας μυστικό όρο της συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη, βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν στις ουγγρικές επαρχίες της Δαλματίας και της Βοσνίας και τις κατέλαβαν. Δυστυχώς, η στροφή ενδιαφέροντος προς τη Δύση, έδωσε περιθώριο στον Κιλίτζ-Αρσλάν να κινηθεί ενάντιά του. Ο Μανουήλ συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις και εξεστράτευσε εναντίον του. Όμως, ένα σοβαρό στρατιωτικό λάθος οδήγησε το 1176 το σύνολο του Βυζαντινού στρατού σε ενέδρα στην περιοχή του Μυριοκεφάλου της Μικράς Ασίας. Τα Βυζαντινά στρατεύματα κατεσφάγησαν, αν και ο Μανουήλ κατόρθωσε την ύστατη στιγμή να συνάψει ειρήνη. Η ήττα του Μυριοκεφάλου αποτέλεσε μεγάλο χτύπημα για τον ίδιο τον Μανουήλ, και συγχρόνως ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη της Μικράς Ασίας. Τα επόμενα χρόνια και παρ´όλη την αντίσταση που συνέχισαν να προβάλουν οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι σταθεροποιήθηκαν και συνέχισαν να προχωρούν δυτικά.
Το 1180, ο Μανουήλ αρρώστησε και στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους πέθανε, αφήνοντας τον ανήλικο γιο του, Αλέξιο Β’, ως τυπικό διάδοχο.
Μοναδική φυσιογνωμία της Βυζαντινής ιστορίας, ο Μανουήλ συνέχισε την παράδοση του πατέρα και του παππού του με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του στο στρατιωτικό, διπλωματικό και πολιτικό τομέα. Παρορμητικός και ασυγκράτητος, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Κατάφερε μεγάλες επιτυχίες, τελικά όμως πάντα ένα μικρό σφάλμα, μια ασημαντότητα, ήρθε να τις ανατρέψει. Η συμπάθεια που έτρεφε προς τη Δύση και τον πολιτισμό της, τον οδήγησε στο να διατηρεί πάντα το βλέμμα προς τις εκεί πρώην και νυν επαρχίες, με αποτέλεσμα να μην επικεντρώσει τις προσπάθειές του προς τον μεγάλο εξ' ανατολών κίνδυνο των Τούρκων. Τέλος, το ανήλικο του διαδόχου του έμελλε να οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες το κράτος.

Μιχαήλ Γ' ο Μέθυσος

1. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’. Μικρογραφία από χειρόγραφο του 15ου αι. Από την Ιστορία του Ιωάννη Σκυλίτζη (Skyllitzes Matritensis, Biblioteca Nacional de España) και ένθετο: νόμισμα με τον Μιχαήλ Γ’ με την αδελφή του Θέκλα.
2. Ο Μιχαήλ Γ’ ως αρματοδρόμος στα ανάκτορα του Αγίου Μάμαντα. (Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτση, Κώδικας Μαδρίτης).
3. Η δολοφονία του Βάρδα ενώπιον του Μιχαήλ. (Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννη Σκυλίτση, Κώδικας Μαδρίτης).
4. Η στέψη του Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα ως συναυτοκράτορα από το Μιχαήλ Γ’, (Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννη Σκυλίτση, Κώδικας Μαδρίτης).
Ο Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 842 μέχρι το θάνατό του το 867.
Ήταν γιος και Διάδοχος του Θεόφιλου, ενώ ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία τριών ετών υπό την εποπτεία της μητέρας του Θεοδώρας και τη συμπαράσταση του αδελφού της Βάρδα.
Ο θείος του και επίτροπος παραμέλησε επίτηδες την ανατροφή του με αποτέλεσμα να θεωρείται ο Μιχαήλ ένας μέθυσος και ανίκανος να ασκήσει την εξουσία αφού οι αφορμές που έδιδε ήταν αρκετές.
Ο Μιχαήλ Γ’ ενέδιδε υπερβολικά στο κρασί και επιδιδόμενος με τους φίλους του σε όργια, χλεύαζε τακτικά και δημόσια τα δόγματα και τους τύπους της Εκκλησίας, εξ ου και το προσωνύμιο «Μέθυσος». Είχε φήμη βάναυσου, μέθυσου και ηδονιστή. Αλλά ίσως να υπήρχε και λίγη υπερβολή σε όλα αυτά.
Η βασιλεία του ήταν πολύ πετυχημένη. Το μειωτικό παρατσούκλι του και η κακή του φήμη οφείλονται μάλλον σε ιστορικούς της εποχής του Βασιλείου Α’ που επεδίωξαν να δικαιολογήσουν το φόνο του. Αν ήταν πραγματικά απαίσιος και άσχετος, ήξερε τουλάχιστον να διαλέγει καλούς συνεργάτες.
Νυμφεύθηκε την Ευδοκία την Δεκαπολίτισσα, αλλά εξακολουθούσε να άγεται και να φέρεται από την παλαιά του ερωμένη Ευδοκία Ιγγερίνη.
Την εξουσία ασκούσε όμως ουσιαστικά ο θείος του Καίσαρ Βάρδας ενώ το Βυζάντιο διερχόταν κρίσιμες στιγμές στη Πελοπόννησο, την οποία άρχισαν να καταστρέφουν οι Σλάβοι, στη Κρήτη όπου απέτυχαν οι επιχειρήσεις κατά των Αράβων, στη Σικελία και την Καλαβρία που είχαν καταληφθεί από τους Άραβες και τους Φράγκους, και στη Μικρά Ασία όπου αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τους Παυλικιανούς και τους Άραβες.
Το 865 οι Ρώσσοι επιτέθηκαν κατά του Βυζαντίου και πολιόρκησαν από την θάλασσα την Κωνσταντινούπολη, όμως τελικά αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία λόγω σφοδρής τρικυμίας.
Ο Μιχαήλ καθαίρεσε τον Πατριάρχη Ιγνάτιο και τον αντικατέστησε με έναν λαϊκό, τον Φώτιο, πολύ μορφωμένο και ικανό άνθρωπο που την εποχή του έδρασαν οι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, εφευρέτες του Σλαβικού αλφαβήτου και εκχριστιανιστές των Σλάβων. Το 863 μάλιστα, όταν βαφτίστηκαν Χριστιανοί οι Βούλγαροι, ο Μιχαήλ ήταν ανάδοχος του βασιλιά τους, Βόριδα, ο οποίος για το λόγο αυτό πήρε και το χριστιανικό όνομα «Μιχαήλ».
Η προώθηση του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο το 863 έδωσε το έναυσμα για το Σχίσμα των Εκκλησιών. Επίσης ο Φώτιος βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τον Πάπα Νικόλαο Α’ για θέματα πρωτοκαθεδρίας, δικαιοδοσίας επί των νεοφωτισθέντων Σλάβων και για το «filioque» και έτσι ο πάπας Νικόλαος Α’ ανακήρυξε τον Φώτιο παράνομο και τον αναθεμάτισε.
Δεδομένου ότι Μιχαήλ δεν είχε αποκτήσει παιδιά από την γυναίκα του Ευδοκία την Δεκαπολίτισσα, ο Βάρδας ήλπιζε ότι η βασιλεία θα περιέλθει στον ίδιο και στους γιους του. Σε εφαρμογή των σχεδίων του αυτών, έπεισε ο Βάρδας τον Μιχαήλ να αποπέμψει τον παρακοιμώμενο Δαμιανό, προκειμένου να βάλει δίπλα του ένα δικό του άνθρωπο. Αλλά παρακοιμώμενος έγινε απρόσμενα ο Βασίλειος.
Ο Βάρδας ήρθε σε ανοικτή ρήξη με τον Βασίλειο και αυτός με τη σειρά του έπεισε τον Μιχαήλ για την επιβουλή του Βάρδα και σκηνοθετήθηκε εκστρατεία στην Κρήτη μετά το Πάσχα του 866. Ο Βάρδας αποφάσισε να συμμετάσχει, αν και πολλοί τον είχαν συμβουλεύσει να μη το κάνει. Έτσι δολοφονήθηκε στην αυτοκρατορική σκηνή από τον Βασίλειο. Ύστερα ο Μιχαήλ έκανε μάγιστρο και υιοθέτησε τον Βασίλειο, και την Πεντηκοστή του 866 τον έστεψε συμβασιλέα στην Αγιά Σοφιά.
Το καλοκαίρι του 867 το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών έγινε βαθύτερο. Ο Φώτιος συνεκάλεσε σύνοδο των ανατολικών Εκκλησιών, η οποία καθήρεσε (θεωρητικώς κι αυτή) κι αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο Α’.
Εν τω μεταξύ ο Μιχαήλ φέρεται να είχε φτάσει στα όρια της παραφροσύνης: Ξέθαψε τα οστά του Κωνσταντίνου Ε’ και του Ιωάννη του Γραμματικού, τα μαστίγωσε στον Ιππόδρομο και διέταξε να τα κάψουν. Κατήργησε τον οπτικό τηλέγραφο που είχε επινοήσει ο Λέων ο Μαθηματικός και ειδοποιούσε για τις επιδρομές των Αράβων, προκειμένου ν’ απολαμβάνει ο λαός απερίσπαστος τις νίκες του στις αρματοδρομίες. Το βράδυ μεθυσμένος διέτασσε ακρωτηριασμούς κι αποκεφαλισμούς και το πρωί καλούσε τους καταδικασμένους στο επόμενο συμπόσιο. Κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα στα συμπόσια, στα άλογα και στους αρματηλάτες, αγωνιζόμενος και κινδυνεύοντας ο ίδιος.
Ο Βασίλειος προσπάθησε να τον συνετίσει αλλά μάταια. Κέρδισε μόνο την εχθρότητα των συμποτών του Μιχαήλ οι οποίοι άρχισαν να τον διαβάλλουν. Η στάση του Μιχαήλ έναντι του Βασιλείου άλλαξε τελείως και έβαλε να τον δολοφονήσουν. Η απόπειρα απέτυχε και τότε ο Μιχαήλ ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να αναγορεύσει και έναν από τους ευνοουμένους του συμβασιλέα. Όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου του 867, στο παλάτι του Αγίου Μάμα στο Πέρα, άνθρωποι του Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα δολοφόνησαν τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Μιχαήλ ο Βασίλειος απέμεινε ο μοναδικός αυτοκράτορας. Ως επιβεβαίωση της νέας, απόλυτης εξουσίας του, ο Βασίλειος ανακηρύχθηκε επίσημα αυτοκράτορας στο ναό της Αγιά Σοφιάς, ιδρύοντας έτσι την Μακεδονική δυναστεία. 

Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος

Αριστερά: Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος σε μικρογραφία από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά, δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, (Biblioteca Estense Universitaria, Μόντενα).
Δεξιά: Μισό Σταυράτον του Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγου. 
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος υπήρξε πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Δ’ και της συζύγου του κυράς Μαρίας των Σισμάν.
Ο Ιωάννης Ζ’ είχε νόμιμα δικαιώματα στο θρόνο με βάση τη συμφωνία που είχε επιτύχει (1381) ο πατέρας του Ανδρόνικος Δ’, τα οποία όμως αμφισβητήθηκαν με τη νέα σύγκρουση με τον πατέρα του λίγο πριν το θάνατό του (1385). Κατέλαβε την εξουσία τον Απρίλιο του 1390 με πραξικόπημα κατά του παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, τον οποίο κατόρθωσε να περιορίσει σε θέση πολιορκούμενου σε ένα μικρό φυλάκιο κοντά στη Χρυσή Πύλη της Κωνσταντινούπολης. Το πραξικόπημα έγινε τη νύχτα της 14ης Απριλίου με τη βοήθεια του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’, ο οποίος επιθυμούσε την ανατροπή του Ιωάννη Ε’, κυρίως για να προκαλέσει στο Βυζάντιο εσωτερική αναταραχή προς δικό του όφελος. Σύμμαχοι του Ιωάννη Ζ’ ήταν και οι Γενουάτες, σταθερά αντίπαλοι του Ιωάννη Ε’ και διαρκώς συντασσόμενοι με τον Ανδρόνικο Δ’. Είχε προηγηθεί μάλιστα ταξίδι του Ιωάννη Ζ’ στη Γένουα το 1389 προς αναζήτηση πολιτικής υποστήριξης έναντι του θείου του Μανουήλ.
Ενώ, λοιπόν, ο Ιωάννης Ε’ υπερασπιζόταν το φυλάκιο, ο υιός του Μανουήλ Β’ κατόρθωσε να ξεφύγει και να καλέσει βοήθεια από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου. Έτσι, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Ιωάννης Ε’ επανέκτησε την εξουσία. Αμέσως μετά τον τερματισμό του πραξικοπήματος και την αποκατάσταση του Ιωάννη Ε’, ο Ιωάννης Ζ’ αλλά και ο Μανουήλ κλήθηκαν από τον Βαγιαζήτ (βάσει των όρων υποτέλειας που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Ε’) να συμμετάσχουν στην επόμενη στρατιωτική εκστρατεία των Τούρκων, κατά της Φιλαδέλφειας, που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σε Βυζαντινά χέρια. Βρέθηκαν έτσι σε κοινό στρατόπεδο, μαχόμενοι εναντίον του ίδιου του βυζαντινού κράτους. Ενώ βρίσκονταν στη Μ. Ασία τους αναγγέλεται (1391) η είδηση για το θάνατο του, απελπισμένου πια, Ιωάννη Ε’. Έτσι έμεναν μόνοι διεκδικητές του θρόνου ο Ιωάννης και ο Μανουήλ.
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’ όμως δε δίστασε να αποκλείσει και να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη, με πρόσχημα τη θέλησή του να αποκαταστήσει το νεαρό Ιωάννη. Ο κλοιός γύρω από την Πόλη έγινε ασφυκτικότερος μετά την αποτυχημένη Σταυροφορία του 1396, που τερματίστηκε με τη συντριπτική νίκη του σουλτάνου στη μάχη της Νικόπολης το ίδιο έτος. Το 1399 εισήλθε πανηγυρικά ο Ιωάννης Ζ’ στην Πόλη, χωρίς όμως να επιτρέψει την παράδοσή της στους Οθωμανούς. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της άμυνας, ενώ ο Μανουήλ κατέφυγε στη Δύση με σκοπό να συγκεντρώσει πολύτιμη βοήθεια. Όλοι περίμεναν το θαύμα, το οποίο ήρθε με τη μορφή του Ταμερλάνου: το 1402 ο Βαγιαζήτ λύνει την πολιορκία για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Ορδή και ηττάται στην Άγκυρα.
Οι απόπειρες συμφιλίωσης ανιψιού και θείου μετά το θάνατο του Ιωάννη Ε’ (1391) δε στέφτηκαν από επιτυχία, μέχρι που το 1403 συνομολογήθηκε ο μεν Μανουήλ Β’ να αναλάβει τη διοίκηση της πρωτεύουσας, ο δε Ιωάννης να ελέγχει την περιοχή της Θεσσαλονίκης ως «ἒξαρχος πάσης Θετταλίας». Εκεί παρέμεινε για πέντε χρόνια ακόμη, έως δηλαδή το θάνατό του στις 22 Σεπτεμβρίου του 1408, που έδωσε τέλος στην τριαντάχρονη αλληλομαχία της οικογένειας.
Να σημειώσουμε ότι ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος, νυμφεύτηκε την πρωτότοκη κόρη του Φραντσέσκο Β’ Γκαττιλούζιο ηγεμόνα της Λέσβου, την Ευγενία, η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη μετά το 1399. Μαζί απέκτησαν τον Ανδρόνικο Ε’, ο οποίος ήταν συν-αυτοκράτορας με τον πατέρα του Ιωάννη, από το 1403 μέχρι τον θάνατό του το 1407, σε ηλικία 7 ετών.

Αρτάβασδος

Χρυσός σόλιδος με τη μορφή του Αρτάβασδου.
Ο Αρτάβασδος ή Αρτάβαζος ήταν Βυζαντινός στρατηγός και αυτοκράτορας που υποστήριξε τους εικονολάτρες και ανέτρεψε προσωρινά τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’.
Στις αρχές του 8ου αι. φέρεται να έχει τιμηθεί με το αξίωμα του «στρατηγού» του θέματος των Αρμενιακών. Για τη βοήθεια που πρόσφερε στον στρατηγό του θέματος των Ανατολικών, Λέοντα Γ’, ώστε να καταλάβει τον θρόνο του Βυζαντίου και να ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας (717-741), έλαβε το αξίωμα του «κουροπαλάτη» και αργότερα το αξίωμα του στρατηγού του Οψικίου θέματος και του διοικητή της στρατιωτικής δύναμης που έδρευε εκεί. Παρά ταύτα δεν συμφωνούσε με την πολιτική που ακολουθούσε ο αυτοκράτορας επί της εικονομαχίας. Αντιθέτως αν και Αρμένιος, όπως και αρκετοί εικονομάχοι στρατιωτικοί, ο συγκεκριμένος ήταν εικονολατρικών τάσεων.
Μετά το θάνατο του Λέοντα Γ’ (741) και την άνοδο του Κωνσταντίνου Ε’ στο θρόνο, ο Αρτάβασδος, ο οποίος ήταν γαμπρός του νέου αυτοκράτορα καθώς είχε νυμφευθεί την αδελφή αυτού Άννα, αφού εξασφάλισε την υποστήριξη των Θεμάτων του Οψικίου, του Αρμενιακών και της Θράκης επαναστάτησε το 742 κατά του Κωνσταντίνου Ε’ χτυπώντας τον αιφνιδιαστικά όταν αυτός και οι δυνάμεις του διέσχιζαν το Οψίκιο κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Αράβων. Μετά το τέλος της, νικηφόρας για αυτόν, μάχης, διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν νεκρός και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου εκμεταλλευόμενος την δυσαρέσκεια αφενός των αριστοκρατών, τους οποίους η συγκεντρωτική πολιτική των Ισαύρων είχε περιθωριοποιήσει και αφετέρου τα εικονολατρικά αισθήματα μερίδας του λαού και του κλήρου αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και στέφθηκε από τον Πατριάρχη Αναστάσιο. Αμέσως ο νέος αυτοκράτορας διακήρυξε την υποστήριξή του στην εικονολατρία, ακύρωσε όλα τα εικονομαχικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί, αποκατέστησε την τιμή στις εικόνες, ενίσχυσε τις θέσεις των εικονολατρών στις δημόσιες θέσεις ενώ αναγνωρίστηκε ως νόμιμος αυτοκράτορας από τον εικονόφιλο Πάπα Ζαχαρία.
Όμως, ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, ανασυντάχθηκε, συγκέντρωσε ισχυρή στρατιωτική δύναμη και αντεπιτέθηκε νικώντας τον Μάιο του 743 τον Αρτάβασδο στις Σάρδεις. Συνεχίζοντας την καταδίωξη έφτασε μετά από τέσσερις μήνες έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την οποία κατέλαβε δύο μήνες αργότερα αιχμαλωτίζοντας μάλιστα τον Αρτάβασδο, ο οποίος προσπάθησε να διαφύγει.
Μετά την επικράτησή του, ο Κωνσταντίνος τιμώρησε σκληρά όλους όσοι ήταν εμπλεκόμενοι στην ανταρσία εναντίον του: συγκεκριμένα ο Αρτάβασδος καθώς και οι δύο γιοι του, Νικήτας και Νικηφόρος, τυφλώθηκαν αφού πρώτα διαπομπεύτηκαν δημόσια στους δρόμους της πρωτεύουσας ενώ την ίδια τύχη φαίνεται να είχε και ο Πατριάρχης Αναστάσιος.

Ηρακλεωνάς

Χρυσός σόλιδος που απεικονίζει τον Κωνσταντίνο Γ’ με τον πατέρα του Ηράκλειο και τον ετεροθαλή αδελφό του Ηρακλεωνά.
Διάδοχος του αυτοκράτορα Ηρακλείου, ο Ηρακλεωνάς κάθισε στο βυζαντινό θρόνο ελάχιστους μόνο μήνες του 641, σε ηλικία 15 ετών. Ήταν γιος του Ηρακλείου από τη δεύτερη σύζυγό του και ανιψιά του, Μαρτίνα, μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα, η οποία επιχείρησε να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια της και να παρακάμψει τον πρωτότοκο γιό του Ηρακλείου από την πρώτη του σύζυγο Ευδοκία, τον Κωνσταντίνο Γ’. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Γ’ από φυματίωση, ο 15χρονος Ηρακλεωνάς τον διαδέχεται. Ο λαός τον θεωρεί νόθο γιο του Ηράκλειου, άρα και όχι νόμιμο διάδοχο, αφού ο γάμος του Ηράκλειου με τη Μαρτίνα θεωρείται αιμομικτικός… Εξάλλου, νόμιμος διάδοχος έπρεπε να είναι, σύμφωνα με το τυπικό, ο γιος του Κωνσταντίνου Γ’ και όχι ο ετεροθαλής αδελφός του.
Ο Ηρακλεωνάς και η Μαρτίνα ήρθαν σε σύγκρουση με τη Σύγκλητο, της οποίας ο ρόλος είχε αναβαθμιστεί από τον Ηράκλειο. Μητέρα και γιος κατηγορήθηκαν ότι δολοφόνησαν τον συν-αυτοκράτορα Κωνσταντίνο.
Έτσι μετά από έξι μήνες στην εξουσία ο Ηρακλεωνάς εκθρονίζεται από τον Αρμένιο στρατηγό Βαλεντίνο. Καταδικάστηκαν σε εξορία στη Ρόδο και τιμωρήθηκαν με ακρωτηριασμό. Ο Βαλεντίνος κόβει τη γλώσσα της Μαρτίνας και τη μύτη του Ηρακλεωνά… Ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον γιο του Κωνσταντίνου Γ’, τον ενδεκάχρονο Κώνσταντα Β’.

Κώνστας Β’ ο Πωγωνάτος

Αριστερά χρυσός σόλιδος με τη μορφή του Κώνστα Β’ και δεξιά ο Κώνστας Β’ και ο γιος του Κωνσταντίνος Δ’ σε εξάγραμμο* νόμισμα.
 ----------------------------
*Το εξάγραμμο υπήρξε μεγαλόσχημο αργυρό νόμισμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε κυκλοφορία κυρίως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα.
Με εξαίρεση ορισμένες ειδικές εκδόσεις του 6ου αιώνα, στο νομισματικό σύστημα της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τα αργυρά νομίσματα δεν χρησιμοποιούνταν, κυρίως λόγω της εξαιρετικά κυμαινόμενης τιμής του πολύτιμου μετάλλου. Μόνο υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (βασ. 610-641) κόπηκαν κάποια νέα αργυρά νομίσματα, για τις ανάγκες που προέκυψαν από τον πόλεμο μεταξύ Βυζαντινών και Σασσανιδών (602-628), η δε πρώτη ύλη γι αυτά αντλήθηκε από την κατάσχεση αργυρών εκκλησιαστικών σκευών. Τα εξαγράμματα έλαβαν την ονομασία τους κατ' αντιστοιχία του βάρους τους, ήτοι έξι γράμματα (υπολογίζεται σε 6,84 γραμμάρια), ενώ η συναλλαγματική τους αντιστοιχία ήταν 12 προς 1 χρυσό σόλιδο. Η χρήση του συνεχίστηκε και μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου, υπό τον Κώνστα Β’ (βασ. 641-668), περίοδο από την οποία και προέρχονται τα περισσότερα σωζόμενα δείγματα. Υπό τον Κωνσταντίνο Δ’ (βασ. 668-685) η χρήση των εξαγράμμων σταδιακά εξασθενεί και περιορίζεται μόνο σε ειδικές εκδόσεις, έως την πλήρη κατάργησή τους υπό τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Β’ (βασ. 713-715). Το έτος 720 ένα νέο αργυρό νόμισμα κάνει την εμφάνισή του, με το όνομα “μιλιαρήσιον”, υπό τον νέο αυτοκράτορα Λεοντα Γ’ τον Ίσαυρο (βασ. 717-741).
Ο Κώνστας Β’, αποκαλούμενος και ως Πωγωνάτος (δηλαδή γενειοφόρος λόγω της ασυνήθιστα τεράστιας για την εποχή του γενειάδας), ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 641 έως το 668. Γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Γ’ και της Γρηγορίας, ανέβηκε στον θρόνο στην ηλικία των 11 ετών, μετά την ανατροπή του προκατόχου του Ηρακλεωνά, ετεροθαλούς αδελφού του πατέρα του, και της μητέρας του της Μαρτίνας οι οποίοι ακρωτηριάστηκαν (στον Ηρακλεωνά κόπηκε η μύτη ενώ στη μητέρα του η γλώσσα).
Όσο ήταν μικρός, την αντιβασιλεία είχε ο Πατριάρχης Παύλος Β’.
Ήδη από τα χρόνια του παππού του Ηρακλείου, ο ισχυρότερος εχθρός της Αυτοκρατορίας ήταν οι Σαρακηνοί (οι Μουσουλμάνοι Άραβες), οι οποίοι με στρατηγό τον Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ κατέλαβαν στα πρώτα δύο χρόνια της βασιλείας του τεράστιες εκτάσεις, αποσπώντας από τους Βυζαντινούς μέχρι το 640 τη Παλαιστίνη, την Ιορδανία και τη Συρία. Το 641 την Αλεξάνδρεια μαζί με ολόκληρη την Αίγυπτο, το 642 ολόκληρη τη Συρία και την Παλαιστίνη, ενώ το 643 καταλήφθηκε και η Τρίπολη της σημερινής Λιβύης. Το 650 ο στρατός του χαλίφη Μουαΐγια κατέστρεψε την Κύπρο και το 654 τη Ρόδο και την Κω. Ο Κώνστας, που στο μεταξύ όπως και ο παππούς του για τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, παρακολουθούσε ανήμπορος και ανέτοιμος να τους αντιμετωπίσει, πέτυχε να συνάψει συμφωνία με τον Μουαΐγια το 659. Η συμφωνία έγινε δυνατή λόγω των εσωτερικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε ο χαλίφης. Σε όλα αυτά τα χρόνια, οι Άραβες εκτός των άλλων ανέπτυξαν ναυτική δύναμη, την οποία ως εκείνα τα χρόνια δε διέθεταν. Με το στόλο τους κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο και την υπόλοιπη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Κατά τα χρόνια που οι Άραβες ανεμπόδιστοι ήλεγχαν τη θάλασσα και αντιλαμβανόμενος την ισχύ των εχθρών του, ο Κώνστας εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο μεταφοράς της πρωτεύουσας στα δυτικά. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιταλία, επιλέγοντας τις Συρακούσες ως πιθανότερη θέση της νέας πρωτεύουσας. Την ίδια εποχή, διέταξε την εκτέλεση του αδελφού του Θεοδοσίου, προκειμένου να μη μοιραστούν την εξουσία, ορίζοντας διαδόχους του τους γιους του Κωνσταντίνο, Ηράκλειο και Τιβέριο.
Έτσι έγινε λαομίσητος για τις μεγάλες απώλειες, τη χαλαρή θρησκευτική πολιτική, το φόνο του αδελφού του και το σχέδιο για μετακόμιση στη Σικελία.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 668, σε ηλικία 38 ετών, ο Κώνστας Β' βρέθηκε δολοφονημένος στο λουτρό του στις Συρακούσες.
Ο Κώνστας δεν πραγματοποίησε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Ασχολήθηκε πάντως με λεπτά θεολογικά ζητήματα, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τις διάφορες αιρέσεις. Το 648, σε ηλικία μόλις 17 ετών, δημοσίευσε τον Τύπο, ένα έδικτο (edictum) που καθιστούσε ανενεργό το δόγμα του μονοθελητισμού. Το έδικτο καταδίκασε ο πάπας Μαρτίνος Α, με συνέπεια να συλληφθεί από τα αυτοκρατορικά αποσπάσματα και να οδηγηθεί στην Πόλη. Εκεί διαπομπεύθηκε και φυλακίστηκε.
O Κώνστας κατάφερε να διατηρήσει ζωντανή την αυτοκρατορία στα χρόνια του, δείχνοντας ικανότητα και θέληση.
Ήταν επίσης ο τελευταίος αυτοκράτορας που έγινε Ύπατος (642). Τώρα όσο για τη δολοφονία του στα λουτρά από τον υπηρέτη του, μπορεί να ήταν συνωμοσία, αλλά μάλλον τα κίνητρα ήταν προσωπικά…

Κωνσταντίνος Ε’ Κοπρώνυμος

Μικρογραφία της καταστροφής ναού κάτω από τις διαταγές του εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου (από το “Χρονικόν” του Κωνσταντίνου Μανασσή, 14ος αιώνας).
Ένθετα: Ο Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος και χρυσός σόλιδος με τη μορφή του.
Ο Κωνσταντίνος Ε’ ήταν γιος του Λέοντος Γ’. Επονομάστηκε υβριστικά από τους αντιπάλους του εικονόφιλους “Κοπρώνυμος”, με την εξήγηση ότι κατά το βάπτισμά του ρύπανε την κολυμβήθρα.
Γεννήθηκε το 718 και ανακηρύχθηκε συμβασιλιάς το Πάσχα του 720. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον Ιούνιο του 741, ανήλθε αμέσως στον θρόνο και συνέχισε την πολιτική του πατέρα του σε όλους τους τομείς.
Ήταν από τους πιο κακόφημους αυτοκράτορες παρόλο που ήταν καλός ηγεμόνας, ικανός στρατηγός και καλός ηγέτης, ευέξαπτος αλλά και χαρισματικός.
Από την αρχή της βασιλείας του αντιμετώπισε τη στάση του Αρταβάσδου, ο οποίος διεκδίκησε τον θρόνο με την υποστήριξη πολιτικών αξιωματούχων και των εικονοφίλων.
Μετά το θάνατο του Λέοντα Γ’ και την άνοδο του Κωνσταντίνου Ε’ στο θρόνο, ο Αρτάβασδος, ο οποίος ήταν γαμπρός του νέου αυτοκράτορα καθώς είχε νυμφευθεί την αδελφή αυτού Άννα, αφού εξασφάλισε την υποστήριξη των Θεμάτων του Οψικίου, του Αρμενιακών και της Θράκης επαναστάτησε το 742 κατά του Κωνσταντίνου Ε’ χτυπώντας τον αιφνιδιαστικά όταν αυτός και οι δυνάμεις του διέσχιζαν το Οψίκιο κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Αράβων. Μετά το τέλος της, νικηφόρας για αυτόν, μάχης, διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν νεκρός και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου εκμεταλλευόμενος την δυσαρέσκεια αφενός των αριστοκρατών, τους οποίους η συγκεντρωτική πολιτική των Ισαύρων είχε περιθωριοποιήσει και αφετέρου τα εικονολατρικά αισθήματα μερίδας του λαού και του κλήρου αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και στέφθηκε από τον Πατριάρχη Αναστάσιο. Αμέσως ο νέος αυτοκράτορας διακήρυξε την υποστήριξή του στην εικονολατρία, ακύρωσε όλα τα εικονομαχικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί, αποκατέστησε την τιμή στις εικόνες, ενίσχυσε τις θέσεις των εικονολατρών στις δημόσιες θέσεις ενώ αναγνωρίστηκε ως νόμιμος αυτοκράτορας από τον εικονόφιλο Πάπα Ζαχαρία.
Όμως, ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, ανασυντάχθηκε, συγκέντρωσε ισχυρή στρατιωτική δύναμη και αντεπιτέθηκε νικώντας τον Μάιο του 743 τον Αρτάβασδο στις Σάρδεις. Συνεχίζοντας την καταδίωξη έφτασε μετά από τέσσερις μήνες έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την οποία κατέλαβε δύο μήνες αργότερα αιχμαλωτίζοντας μάλιστα τον Αρτάβασδο, ο οποίος προσπάθησε να διαφύγει.
Μετά την επικράτησή του, ο Κωνσταντίνος τιμώρησε σκληρά όλους όσοι ήταν εμπλεκόμενοι στην ανταρσία εναντίον του: συγκεκριμένα ο Αρτάβασδος καθώς και οι δύο γιοι του, Νικήτας και Νικηφόρος, τυφλώθηκαν αφού πρώτα διαπομπεύτηκαν δημόσια στους δρόμους της πρωτεύουσας ενώ την ίδια τύχη φαίνεται να είχε και ο Πατριάρχης Αναστάσιος.
Σαν ικανός στρατηγός που ήταν ο Κωνσταντίνος, σημείωσε σημαντικές νίκες εναντίον Αράβων και Βουλγάρων. Το 746 εισέβαλε στη Συρία και κατέλαβε τη γενέτειρα του πατέρα του (Λέοντος Γ’). Το 752 νίκησε ξανά τους Άραβες, ενώ το 747 κατέστρεψε τον αραβικό στόλο στην Κύπρο. Εποίκισε τα Βαλκάνια με πληθυσμούς από την Ανατολία. Πραγματοποίησε 9 εκστρατείες κατά των Βουλγάρων. Νικήθηκε στα Στενά Ρίσκι (759) αλλά τελικά θριάμβευσε στη Μάχη της Αγχιάλου (761).
Η εικονοκλαστική του εμμονή όμως, ζημίωσε την αυτοκρατορία και την υστεροφημία του. Ήταν κεντρικό πρόσωπο της Εικονομαχίας και μισήθηκε γι’ αυτό. Φανατικός εναντίον των εικόνων και των μοναχών, αποκήρυξε τα λείψανα των αγίων. Η Εικονομαχία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Εικόνες αφαιρούνται από τις εκκλησίες και καταστρέφονται. Μοναχοί και εικονολάτρες διώκονται και η Σύνοδος της Ιέρειας (754) εγκρίνει την πολιτική του.
Έτσι λοιπόν οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.
Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Κι όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου.
Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’ στις 14 Σεπτεμβρίου του 775.
Πέθανε (από άγνωστα αίτια), κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων και άφησε στον διάδοχο του Λέοντα Δ’ μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, η οποία όμως αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την εσωτερική διάσπαση από την εικονομαχική έριδα.
Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ωστόσο δε λησμονήθηκαν οι πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια “Κοπρώνυμος” και “Καβαλλίνος” που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε’ και ικέτευε το νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση. Παρ’ όλα αυτά το σώμα του ξεθάφτηκε και πετάχτηκε στη θάλασσα.

Κωνσταντίνος Δ’

Ο Κωνσταντίνος Δ’ (βέλος) και η συνοδεία του, (λεπτομέρεια από μωσαϊκό στη Βασιλική του Αγίου Απολλινάριου στη Ραβέννα, 6ος αιώνας).
Ένθετο κάτω αριστερά: Χρυσός σόλιδος με τη μορφή του.
Ο Κωνσταντίνος Δ’ ήταν γιος του Κώνστα Β’. Έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά τη δολοφονία του πατέρα του στη Σικελία.
Όμως μετά το θάνατο του Κώνστα στη Σικελία, ο στρατηγός Μεζίζιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από το στρατό εκεί, αλλά ανατράπηκε και σκοτώθηκε από εκστρατευτική δύναμη που έστειλε ο Κωνσταντίνος Δ’ και έτσι ο θρόνος έγινε όλος δικός του.
Ο Κωνσταντίνος Δ’ ήταν συν-αυτοκράτορας (μαζί με τους δύο αδελφούς του από το 654). Το 681 ακρωτηρίασε τους αδελφούς του (ακρωτηριασμός των ρινών) για να μην έχουν δικαιώματα στο θρόνο. Παλιά, θεωρείτο εσφαλμένα ότι ήταν ο επονομαζόμενος Πωγωνάτος (που στην πραγματικότητα ήταν ο πατέρας του).
Ικανός και έξυπνος. Συνετός και καλός οργανωτής. Εξαιρετικά δημοφιλής. Πετυχημένος δεδομένων των συνθηκών. Οργάνωσε καλά την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Από το 674 έως το 679 η Κωνσταντινούπολη πολιορκούνταν από τους Άραβες.
Την εμφάνισή του κάνει όμως τον ίδιο καιρό, το “ὑγρόν πῦρ”, ένα όπλο που θα καταστεί σύντομα το αποτελεσματικότερο μέσον για την αντιμετώπιση των εχθρικών στόλων. Έτσι οι Άραβες μη μπορώντας να διασπάσουν την βυζαντινή άμυνα, ζήτησαν ειρήνη. Η πενταετής αντίσταση στους Άραβες έκανε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ πολύ δημοφιλή και αγαπητό στους υπηκόους του.
Επιτέλους μετά από πολλά χρόνια η Αραβική απειλή βρίσκεται σε ύφεση. Οι Άραβες πρέπει να πληρώνουν για την ειρήνη πλέον. Οι Σλάβοι, και ειδικά οι Βούλγαροι όμως γίνονται ολοένα πιο επικίνδυνοι.
Έχοντας εξασφαλίσει το μέτωπο των Αράβων, ο Κωνσταντίνος στρέφεται κατά των Βουλγάρων. Το 680 ξεκινά εκστρατεία εναντίον τους, κατευθυνόμενος μέσω του Βοσπόρου προς το δέλτα του Δούναβη, στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί αποβιβάζονται τα στρατεύματά του σε ακατάλληλη ελώδη περιοχή, συναντώντας μεγάλες δυσχέρειες στην κίνηση και ανάπτυξη. Το σοβαρό αυτό λάθος τακτικής θα δώσει την ευκαιρία στους Βούλγαρους να επιτύχουν μια ανέλπιστη νίκη και να συμφωνήσουν ευνοϊκούς όρους ειρήνης.
Τώρα στο θρησκευτικό κομμάτι, συγκάλεσε την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (678),οι εργασίες της οποίας καταδίκασαν το μονοθελητισμό και έτσι έθεσε τέρμα στην παρουσία του χριστιανικού αυτού δόγματος το οποίο είχε προκαλέσει μεγάλες εντάσεις.
Ο Κωνσταντίνος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 685 από δυσεντερία, μόλις 33 ετών, αφήνοντας το Βυζαντινό κράτος σε σημαντικά ισχυρότερη θέση από ότι το παρέλαβε…

Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός

Μεσαιωνική απεικόνιση του θανάτου του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού. Από την “Historia” του Guillaume de Tyr, 
(Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, 15ος αιώνας).
Ο Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1183 έως το 1185. Ήταν γιος του Ισαάκιου Κομνηνού.
Η προσωπικότητα του Ανδρόνικου Α’ κατέχει ιδιαίτερη θέση στη βυζαντινή ιστορία. Πέρασε τη ζωή του ως τυχοδιώκτης, περιπλανώμενος στις ανατολικές περιοχές του κράτους υπό τις στρατιωτικές εντολές του εξαδέλφου του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού. Είχε μεγάλη αδυναμία προς το αντίθετο φύλο, μαρτυρία δε αυτού είναι οι θυελλώδεις έρωτες και αποπλανήσεις πριγκιπισσών και άλλων ευγενών γυναικών. Είχε επίσης σαφή ροπή προς την ευζωία, αλλά και τη χρήση σκληρής βίας. Ήδη πριν τη στέψη του όμως, είχε δώσει σαφή δείγματα ηγετικών και διοικητικών ικανοτήτων στις διάφορες αποστολές που του είχε αναθέσει ο εξάδελφός του.
Εκμεταλλεύτηκε την δυσαρέσκεια εναντίον της χήρας του Μανουήλ και έγινε συμβασιλέας από το 1082 και αυτοκράτορας για δύο χρόνια (1183-1185). Γοητευτικός, ευφραδής και χαρισματικός. Επίσης δραστήριος, ικανός, τυχοδιώκτης, ανθεκτικός, αλλά κακός και απαίσιος χαρακτήρας. Ίσως ο χειρότερος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται “τύραννος”. Ήταν εξαρχής αμείλικτος και σκληρός, αλλά γινόταν ολοένα πιο παρανοϊκός και βάναυσος.
Οργάνωσε τη δολοφονία της αδελφής του Αλεξίου Β’, μετά της μητέρας του και μετά του ίδιου του Αλεξίου Β’. Ο Ανδρόνικος, αν και ηλικίας 65 ετών, δε δίστασε επίσης να παντρευτεί την μόλις 12 ετών χήρα του Αλέξιου Γαλλίδα πριγκίπισσα Άννα για να νομιμοποιήσει την εξουσία του.
Μετά την ανάληψη του θρόνου ο Ανδρόνικος Α’ φέρεται να άλλαξε πλήρως τον τρόπο ζωής του και του δόθηκε η προσωνυμία «λαόφιλος». Ο έντονος εθνισμός και απολυταρχισμός του τον οδήγησαν το 1182 στο να διατάξει τη σφαγή όποιου διέπραττε αδίκημα ή υπεξαιρούσε χρήματα ή κώλυε το κράτος και τη σφαγή όλων των Λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που συγκλόνισε. Ταυτόχρονα όμως τα άδεια αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια γέμισαν, και οι καταπιεσμένοι πολίτες βρήκαν μία ανάπαυλα. Διατάχθηκαν επίσης οι κατασκευές οχυρών και κάστρων, με παράδειγμα το κάστρο της Λήμνου.
Πήρε σκληρά -και από μία άποψη, δίκαια- μέτρα εναντίον των ευγενών με στόχο να περιορίσει τη δύναμή τους και την αντίστασή τους στην εξουσία του. Φαίνεται πως ήταν αποφασισμένος να τους εξοντώσει.
Διέταξε την εκτέλεση όλων των φυλακισμένων και όποιου διέπραττε το παραμικρό αδίκημα, ενώ η σφαγή των 80.000 Λατίνων το 1082 σχετίζεται με την άφιξή του στην Πόλη.
Έδειξε αδιαφορία στην αντιμετώπιση των εχθρών του κράτους του. Οι Νορμανδοί της Σικελίας, υπό τον Γουλιέλμο, εισέβαλαν στην Ήπειρο και με έναν στρατό 80.000 (με 5.000 ιππότες) προήλασαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη, που τη λεηλάτησαν αφήνοντας πίσω τους 7.000 Έλληνες νεκρούς. Ο Ανδρόνικος ήταν ανίσχυρος απέναντι στους Νορμανδούς και έτσι ακολούθησε πολιτική καμένης γης που προκάλεσε λιμό.
Παρότι ο Ανδρόνικος γέμισε τα άδεια αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια, στο Βυζάντιο επικρατεί η τρομοκρατία. Ο κοινωνικός ιστός και ο στρατός καταρρέουν.
Η τελευταία εντολή του Ανδρονίκου Α’ ως αυτοκράτορα φαίνεται να είναι προς τους πλούσιους γαιοκτήμονες, καθώς τους διέταξε να κάνουν ανακαταμερισμό της γης, ώστε να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς ένα κομμάτι γης να καλλιεργήσει. Με αφορμή αυτή τη διαταγή, ο Οίκος των Αγγέλων (οι επόμενοι αυτοκράτορες των Κομνηνών, με την πιο σύντομη στα χρονικά διάρκεια βασιλείας στην αυτοκρατορία) χρησιμοποιεί τη δύναμη των ήδη ταλαιπωρημένων από τον Ανδρόνικο Α’ γαιοκτημόνων και τον ανατρέπει από το θρόνο.
Εξ αιτίας του κινδύνου των Νορμανδών που απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η κατά πολλούς βίαιη διακυβέρνησή του με ασταμάτητες εξορίες και εκτελέσεις, ο λαός εισέβαλε στα ανάκτορα, απελευθέρωσε τον αιχμάλωτο Ισαάκιο Άγγελο και τον ανακήρυξε αυτοκράτορα στη θέση του Ανδρόνικου. Ο ίδιος ο Ανδρόνικος, με τη νεαρή σύζυγό του Άννα, αποπειράται να αποδράσει μέσω θάλασσας αλλά αποτυγχάνει, συλλαμβάνεται και παραδίνεται στο πλήθος που διψούσε για αίμα.
Ο ίδιος ο Ανδρόνικος, αποπειράται να αποδράσει μέσω θάλασσας αλλά αποτυγχάνει, συλλαμβάνεται και παραδίνεται στο πλήθος που διψούσε για αίμα.
Τον αλυσόδεσαν και αμέσως άρχισαν τα βασανιστήρια από το μανιασμένο όχλο. Τον χτυπούν βάναυσα στο πρόσωπο και το στόμα, του ξεριζώνουν τα γένια, τα μαλλιά, ενώ μέχρι και γυναίκες τον γρονθοκοπούν. Του κόβουν το ένα χέρι με τσεκούρι, του βγάζουν το ένα μάτι. Στη συνέχεια τον κλείνουν, καταματωμένο, στη φυλακή.
Όμως, τα βασανιστήρια του έκπτωτου αυτοκράτορα δεν είχαν τελειώσει εκεί. Πριν περάσουν μερικές μέρες, τον βγάζουν από τη φυλακή και τον τυφλώνουν κι από το άλλο μάτι. Τον σέρνουν μισόγυμνο, πάνω σε γέρικο ζώο, στους δρόμους της Αγοράς.
Ο Νικήτας Χωνιάτης βυζαντινός ιστορικός μάς μεταφέρει πώς του όρμησαν ζητιάνοι, αλήτες, μέθυσοι («οι απαιδευσότεροι της Κωνσταντινουπόλεως οικήτορες»), αλλά και τεχνίτες και επαγγελματίες. Τον χτυπούσαν στο κεφάλι με ρόπαλα, τον ράπιζαν στο πρόσωπο, του έσπασαν όλα τα δόντια, τον τρυπούσαν με ραβδιά.
Το θέαμα ήταν αξιοθρήνητο και έφερνε δάκρυα («θέαμα ελεεινόν και πηγάς έλκον δακρύων»). Άλλοι τον λιθοβολούσαν αποκαλώντας το λυσσασμένο σκύλο, του έβριζαν τη μητέρα, του πετούσαν σάπια κρέατα και σκουπίδια. Μια πόρνη πλησίασε τη θλιβερή πομπή και του έριξε καυτό νερό στο πρόσωπο, κατακαίγοντάς το.
Αργότερα, οδηγήθηκε στον Ιππόδρομο, όπου κρεμάστηκε ανάποδα από τα πόδια. Τα βάσανά του όμως είχαν και συνέχεια και, δυστυχώς γι’ αυτόν, ο θάνατος αργούσε. Ο Ανδρόνικος φώναζε στους βασανιστές του «Κύριε Ελέησον» και «γιατί επιμένετε να τσακίζετε ένα ήδη σπασμένο καλάμι;» («ίνα τι κάλαμον συντετριμμένον προσεπικλάτε;»), εκείνοι όμως συνέχιζαν απτόητοι, χωρίς να δείξουν το παραμικρό έλεος.
Του έκοψαν κομμάτια από τη σάρκα του και τον τραυμάτισαν στα γεννητικά όργανα. Δύο στρατιώτες διαγωνίζονταν για το ποιος θα μπήξει το ξίφος βαθύτερα στο κορμί του βασανισμένου, χωρίς αυτός να σκοτωθεί, και το θύμα ξεψύχησε μόνο όταν ένας άλλος του έμπηξε ένα σπαθί βαθιά στο φάρυγγα. Έτσι πέθανε ο τελευταίος των Κομνηνών
Ο Ανδρόνικος είχε όλα τα προσόντα να γίνει ο καλύτερος των Κομνηνών, κάτι που δεν του το επέτρεψε τελικά η έλλειψη σύνεσης και ηθικών φραγμών.
Ωστόσο, το πάθημα του Ανδρόνικου δεν έγινε μάθημα στους διαδόχους του, οι οποίοι, πέραν της σκληρότητάς τους, δεν έκαναν τίποτα για να ενισχύσουν το Βυζαντινό κράτος απέναντι στην επερχόμενη απειλή. Η Κωνσταντινούπολη, εν τέλει, έπεσε στα χέρια των Δυτικών το 1204, λιγότερο από είκοσι χρόνια αφότου ο Ανδρόνικος άφηνε την τελευταία του πνοή στον Ιππόδρομο.


Το κείμενο του Νικήτα Χωνιάτη μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω:

Το τέλος του Ανδρόνικου Κομνηνού               
ΝΙΚΗΤΑΣ ΧΩΝΙΑΤΗΣ - ΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΙΣ

Καί τοῦτον μὲν τὸν τρόπον Ἀνδρόνικος τῆς Ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς ἀπεσφαίριστο, Ἰσαάκιος δὲ τῶν ἀρχείων εἴσω παρελθὼν καὶ βασιλεὺς αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὑπὸ τῶν συνεληλυθότων ὄχλων αὖθις ἀναρρηθεὶς στέλλει τοὺς ὀπίσω Ἀνδρονίκου καταδιώξοντας. τὸ δὲ τοῦ δήμου πολύ, ἐπειδὴ τὰ ἀνάκτορα ἄνετα ἐγεγόνεισαν καὶ οὐδεὶς ἦν ὁ κωλύσων αὐτοὺς ἢ ἀπάξων τοῦ δρᾶν οἷα καὶ ὅσα βούλοιντο, διαρπάζουσιν οὐ μόνον ὁπόσα χρήματα εὕραντο παρὰ τοῖς Χρυσιοπλυσίοις ἔτι ταμιευόμενα (ἦσαν δὲ ἄνευ τῶν μὴ κεκομμένων εἰς νόμισμα ὑλῶν χρυσίου κεντηνάρια δώδεκα, ἀργυρίου τριάκοντα καὶ τοῦ ἐκ χαλκοῦ κόμματος διακόσια), ἀλλὰ καὶ πᾶν ἕτερον, ὅπερ εἶχον αἱ χεῖρες ἑνός τινος μεταφέρειν ῥᾳδίως ἢ καὶ πολλῶν συνερχομένων ὁμοῦ. ὅπλων δὲ μετήνεγκαν μυριάδας τὰς ὁπλοθήκας εἰσιόντες. προέβη δὲ τὰ τῆς ἁρπαγῆς καὶ εἰς τοὺς ἔνδον τῶν βασιλείων νεώς, ὥστε καὶ κόσμους ἀπορραγῆναι ἁγίων εἰκασιῶν καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἱερώτατον κλοποφορηθῆναι σκεῦος, οὗ ἔνδοθεν φήμη ἄνωθεν διαρρέει καὶ ἐς ἡμᾶς καταβαίνουσα τὸ τοῦ Κυρίου ἐπιστόλιον συνεπτύχθαι, ὅπερ οἰκείαις χερσὶν ἐξέθετο πρὸς τὸν Αὔγαρον.Ἡμέρας οὖν συχνὰς τῷ μεγάλῳ παλατίῳ ἐνδιατρίψας ὁ βασιλεὺς Ἰσαάκιος πρὸς τὸ ἐν Βλαχέρναις ἀρχεῖον μεθίσταται, ἔνθα καὶ οἱ ἀγγέλλοντες ἐληλύθεσαν ἁλῶναι Ἀνδρόνικον. ἦν δὲ ὁ τρόπος τῆς αὐτοῦ συλλήψεως οὑτοσίν. ἀποδιδράσκων ἀφικνεῖται εἰς Χηλὴν ὀλίγους τῶν πρὸ τῆς βασιλείας ὑπηρετῶν συνεπομένους ἔχων ἑαυτῷ καὶ τὰς δύο γυναῖκας ἐπαγόμενος. ἰδόντες οὖν αὐτὸν οἱ ἐκεῖσε μηδὲν τεκμήριον περικείμενον τῶν κρατούντων, ἀλλ’ ὡς φυγάδα τὴν ἐπὶ τοὺς Ταυροσκύθας διαπλώϊσιν ἐπισπέρχοντα καὶ φεύγοντα μηδενὸς διώκοντος, συλλαβεῖν μὲν οὔτε ἐθάρρησαν, οὔτε ὁπωσοῦν ἐδικαίωσαν (τὸν γὰρ θῆρα καὶ γυμνὸν οὐδὲν ἔλαττον ἐδεδίεσαν καὶ πρὸς μόνην τὴν ἐκείνου θέαν κατέπτησσον), νῆα δὲ ἡτοιμάσαντο καὶ Ἀνδρόνικος μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν ἐμβέβηκεν εἰς αὐτήν. ὥσπερ δὲ καὶ θαλάσσης ἀγανακτούσης κατ’ Ἀνδρονίκου, ὅτι σώμασιν ἀθώοις τοὺς αὐτῆς κόλπους πολλάκις ἔχρανεν, ὀρθόν τε τὸ κῦμα ἵστατο καὶ εἰς χάσμα διίστατο καὶ καταπιεῖν αὐτὸν διανίστατο καὶ πρὸς χέρσον ἡ ναῦς ἐξεβράσσετο. καὶ τοῦτο πολλάκις γινόμενον ἐκόλουσε τὴν Ἀνδρονίκου περαίωσιν, ἕως οἱ καταληψόμενοι ἐπέστησαν.Οὕτω τοίνυν ὁ τάλας Ἀνδρόνικος συσχεθεὶς ἀκατίῳ παραρριπτεῖται μετὰ τῶν γυναικῶν δέσμιος. ἀλλ’ ἦν κἀν τῷ τότε καιρῷ Ἀνδρόνικος ὁ πολύμητις ἐκεῖνος καὶ περίφρων Ἀνδρόνικος. συνιδὼν γὰρ ὡς χεῖρες οὐκ εἰσίν, ὡς πόδες οὐκ εἰσίν, οὐδὲ πάρεστι ξίφος εἰς τὸ δρᾶσαί τι γενναῖον καὶ διαδρᾶσαι τοὺς συλλαβόντας, ὑποκρίνεται τραγῳδίαν δεξιοστροφήσας τὸ τρίχορδον τῆς φθογγῆς καὶ θρηνῶδες ᾄδει τι μέλος καὶ περιπαθὲς ἀναβάλλεται, τὰς παλαιὰς πειθανάγκας ἀνατινάσσων καὶ περιτρέχων ὡς δεξιὸς μουσηγέτης εὐήχου ὀργάνου χορδάς, καὶ καταλέγει μελεάζων ὡς ἀηδόνες τὸ γένος ὡς ὑψηλόν, τὸ εὐγενὲς ὡς ὑπὲρ τοὺς πολλούς, τὴν προτέραν τύχην ὡς εὐτυχῆ, τὸν πάλαι βίοτον, κἂν πλάνης ἦν καὶ ἀνέστιος, μηδαμῶς ἀβίωτον, καὶ τὴν τότε κατασχοῦσαν αὐτὸν συμφορὰν ὡς λίαν οὖσαν οἰκτράν. ἀντᾳδούσας δ’ εἶχε καὶ τὸ μέλος γοερώτερον διασκευαζούσας οἷα σοφὰς τὰς γυναῖκας. καὶ ὁ μὲν ἦρχε τῶν θρηνημάτων, αἱ δὲ ἀντῇδον αὐτῷ συνυπακούουσαι καὶ συμψάλλουσαι.Ἀλλ’ ἦν μάτην ταῦτα πάντα μετιὼν καὶ διακενῆς τεχνώμενος ὁ πολυτροπώτατος• ἃ γὰρ ἀνόσια διεπράξατο ἔργα, ταῦτα ὡσεὶ κηρὸς τὰς τῶν κατασχόντων αὐτὸν ἐπέβυσεν ἀκοάς, καὶ οὐδεὶς οὐδένα οἶκτος εἰσῄει, οὐδ’ ἐνήχησις ἦν ὧν κατὰ Σειρῆνας ἐμελῴδει γυναικωδῶς, εἴτ’ οὖν ὑπούλως καὶ δολερῶς, εἰπεῖν οἰκειότερον, καὶ τὸ μῶλυ τὸν Ἑρμῆν ἐπιλέλοιπε τοῦ θείου μηνίσαντος.Εἶχε τοίνυν τοῦτον ἡ τοῦ Ἀνεμᾶ λεγομένη φρουρὰ δυσὶ παχείαις ἁλύσεσι τὸν ὑψιτενῆ βαρούμενον τράχηλον, ὑφ’ ὧν οἱ ἐν δεσμωτηρίοις σιτούμενοι λέοντες μετὰ σιδηρέων κλοιῶν συνέχονται, καὶ πέδαις τοὺς πόδας κακούμενον. ἐμφανισθεὶς δὲ οὕτως ἔχων καὶ παραστὰς Ἰσαακίῳ τῷ βασιλεῖ ὕβρεσι βάλλεται, κατὰ κόρρης ῥαπίζεται, τοὺς γλουτοὺς ἐπικρούεται, τὴν γένυν τίλλεται, τοὺς ὀδόντας ἐκριζοῦται, τὴν κεφαλὴν ψιλοῦται τριχῶν, εἰς κοινὸν ἐκδίδοται παίγνιον πᾶσι τοῖς συνελθοῦσιν, ἐμπαροινεῖται καὶ ὑπὸ γυναικῶν καὶ τύπτεται πυγμαῖς κατὰ στόματος, καὶ τούτων ὁπόσαι μάλιστα ἢ θανάτῳ ὑπ’ Ἀνδρονίκου ἀπεβάλοντο τοὺς συνεύνους ἢ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπεσβεσμένους ἀπέλαβον. ἔπειτα τὴν δεξιὰν χεῖρα πελέκει ἀποκοπεὶς παραρριπτεῖται αὖθις τῇ αὐτῇ φυλακῇ, ἄσιτος, ἄποτος, ὑπ’ οὐδενὸς μεταλαγχάνων οἱασοῦν κομιδῆς.Μεθ’ ἡμέρας δέ τινας καὶ τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν ἐξορύττεται καὶ καθεσθεὶς ἐπὶ καμήλου ψωριώσης διὰ τῆς ἀγορᾶς θριαμβεύεται, κατὰ γεράνδρυον ἄφυλλον ᾠοῦ ψιλότερον ἀκαλυφές τε παντάπασι κρανίον προφαίνων καὶ βραχεῖ ῥακίῳ τὸ σῶμα σκεπόμενος, θέαμα ἐλεεινὸν καὶ πηγὰς ἐθέλον δακρύων ἡμέροις ὄμμασιν. ἀλλ’ οἱ εὐηθέστατοι καὶ ἀπαιδευτότατοι τῆς Κωνσταντίνου οἰκήτορες καὶ τούτων οἱ ἀλλαντοπῶλαι πλέον καὶ βυρσοδέψαι καὶ ὅσοι τοῖς καπηλείοις διημερεύουσι κἀκ τῶν καττυμάτων ἀποζῶσι γλίσχρως καὶ ταῖς ῥαφίσι τὸν ἄρτον στενῶς συλλέγουσι, κατ’ ἔθνεα συναθροισθέντες μυιῶν, αἳ τοὺς γαυλοὺς ἀμφιπεριίπτανται ἔαρος καὶ περιχαίνουσι τὰ πιαλέα κισσύβια, μηδένα λόγον θέμενοι, εἰ βασιλεὺς οὗτος πρὸ τρίτης καὶ βασιλείῳ διαδήματι περιδούμενος καὶ ὡς σωτὴρ ὑμνούμενος ὑπὸ πάντων ἀνευφημούμενός τε καὶ προσκυνούμενος καὶ ὡς φρικώδεσιν ὅρκοις τὴν εἰς αὐτὸν ἐνεπέδωσαν πίστιν καὶ εὔνοιαν, ἀλόγῳ δὲ θυμῷ καὶ παραλογωτέρῳ νοῒ φερόμενοι οὐδέν τι τῶν κακῶν ἐνέλιπον, ὃ μὴ εἰς Ἀνδρόνικον ἀνοσίως εἰργάσαντο. οἱ μὲν γὰρ κατὰ κεφαλῆς κορύναις αὐτὸν ἔπληττον, οἱ δὲ βολβίτοις τὰς ἐκείνου ῥῖνας ἐμόλυνον, ἄλλοι διὰ σπόγγων λύματα γαστέρων βοείων καὶ ἀνθρωπείων τῶν ὄψεων ἐκείνου κατέχεον. ἕτεροι αἰσχρορρημονοῦντες ἐκακολόγουν ἐς μητέρα καὶ τὸν λοιπὸν τῶν τοκέων. ἦσαν οἳ καὶ ὀβελίσκοις ἔπειρον αὐτοῦ τὰς πλευράς. οἱ δ’ ἀναιδέστεροι λιθολευστοῦντες κύνα ὠνόμαζον λυσσητῆρα. μία δέ τις πορνικὴ γυνὴ καὶ ἀκόλαστος κεράμιον θερμοῦ ὕδατος πλῆρες ἁρπασαμένη ἐξ ὀπτανείου τῶν ἐκείνου κατεκένωσε παρειῶν. καὶ οὐδεὶς ἦν, ὃς οὐκ ἦν ἐπ’ Ἀνδρονίκῳ κακοποιός. καὶ οὕτως ἀτίμως ἐπὶ τὸ θέατρον ἀπαχθεὶς μετὰ γελοιώδους θριάμβου καὶ τοῦ οἰκτροῦ ἐκείνου καὶ παιζομένου ἐπὶ καμήλου ὑψώματος καὶ ὅπερ ἄνωθεν κατέβη αὐτόχρημα ἐκ ποδῶν ἀναρτᾶται, τινῶν ἀναψάντων ἐκ φελλύρας καλώδιον, κατὰ τοὺς περὶ τὰς ἐπικλινεῖς τὸν τράχηλον ἐκ χαλκοῦ πεποιημένας λύκαινάν τε καὶ ὕαιναν ἱσταμένους δύο στυλίσκους καὶ λίθον ἐπικείμενον ἔχοντας.Τοσαῦτα δὲ πεπονθὼς καὶ μυρία ἕτερα ὑποστάς, ὅσα ὁ λόγος παρέδραμεν, ὅμως ἀντεῖχεν ἔτι γενναίως πρὸς τὰς ἐπιφορὰς τῶν δεινῶν ἐρρωμένος ὢν τὸ φρονεῖν. πρὸς δὲ τοὺς ἐπεισχεομένους καὶ βάλλοντας ἐπιστρεφόμενος ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφθέγγετο, εἰ μὴ τὸ „Κύριε ἐλέησον“ καὶ „ἵνα τί κάλαμον συντετριμμένον προσεπικλᾶτε“; ἀλλ’ οὐδὲ μετὰ τὴν ἐκ ποδῶν ἀπαιώρησιν οἱ ἀνούστατοι ὄχλοι τοῦ πολυπαθοῦς ἀπέσχοντο Ἀνδρονίκου ἢ φειδὼ τῶν ἐκείνου σαρκῶν ἔλαβον, ἀλλὰ περιελόντες τὸ χιτώνιον κακῶς ἐτίθουν τὰ παιδογόνα μόρια. ἀνόσιος δέ τις καὶ διὰ τοῦ φάρυγγος εἰς τὰ ἔγκατα ἐπίμηκες ξίφος ἔβαψε, τινὲς δὲ τῶν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ γένους καὶ κατὰ τῆς ἐξέδρας ἀκινάκην ἀμφοτέραις ἐπήρεισαν καὶ περιστάντες κατέφερον τὰ ξίφη, ὁποῖόν ἐστι τμητικώτερον ἀποπειρώμενοι καὶ τῇ τῆς χειρὸς κομπάζοντες δεξιότητι διὰ τὸ ἀξιόλογον τῆς πληγῆς.Καὶ μετὰ τοσαῦτα μογήματα καὶ παθήματα μόλις ἀπέρρηξε τὴν ζωήν, τὴν δεξιὰν χεῖρα μετ’ ὀδύνης ἐκτείνας καὶ περιαγαγὼν οὕτω τῷ στόματι, ὥστε καὶ τοῖς πολλοῖς ἔδοξεν ἐκμυζᾶν τοῦ ἐκ ταύτης ἔτι θερμοῦ ἀποστάζοντος αἵματος διὰ τὸ νεαρὸν τῆς τομῆς.Ἦρξε δ’ ἐνιαυτοὺς δύο καὶ ἕνα τῶν πραγμάτων κύριος ἐγεγόνει τηβέννης ἄνευ καὶ ἀρχικοῦ διαδήματος. ἦν δὲ τὴν τοῦ σώματος φυὴν εὐφυής, ἀγητὸς τὸ εἶδος, ὄρθιος ἀναβαίνων, τὴν ἡλικίαν ἡρωϊκὸς κἀν τῷ βαθεῖ γήρᾳ τὴν ὄψιν νεοειδὴς ὑγιεινότατός τε ἀνθρώπων, ὅτι μηδ’ ὀψοφάγος ἦν καὶ ἀκρατῶς ἔχων κοιλίας ὡς ζωροπότης καὶ τένθης, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς ἥρωας μάλιστα τοῖς ὀπτοῖς προσέκειτο τῷ πυρί, ὅθεν οὐδ’ ἐρυγγάνοντά τις αὐτὸν ἐθεάσατο. ἀλλ’ εἴ ποτε πλημμελῶς εἶχε στομάχου, πανημερίῳ μόγῳ τε καὶ νηστείᾳ καὶ τὸ βραχέως ἐνοχλοῦν ἀπεκρούετο ψωμῷ ἄρτου καὶ οἴνου κεράσματι ἐπιμετρῶν τὴν θεραπείαν τοῦ σώματος. οὐκοῦν οὐδ’ ἀντιδότῳ ἐχρήσατο πώποτε, εἰ μὴ ἅπαξ ἐν τῇ βασιλείᾳ, καὶ τότε τῶν ἰατρῶν εἰς τοῦτο ἐποτρυνάντων ἄκοντα, φαμένων, εἰ καὶ μὴ δι’ ἐνσκήψασαν καχέκτησιν, ἀλλ’ οὖν προφυλακῆς χάριν τὸ ἀνύσιμον χρεὼν προσενέγκασθαι φάρμακον. πιὼν τοίνυν τὸ καθάρσιον βράδιον καὶ περὶ δύνοντα ἥλιον ἀπεκένωσέ τι τοῦ ἐν φλεψὶ περιττώματος, ὥστε καὶ πρὸς τοὺς φάσκοντας τῶν ἑταίρων ἐπ’ αὐτῷ οἴεσθαι τοὺς πλείστους τὸ παλαίφατον λελέχθαι τοῦτο χρησμῴδημα „δρεπανηφόρε, τετράμηνόν σε μένει“ ἐπιμειδιῶν ἔλεγε διεψεῦσθαι προδήλως• αὐτὸς γὰρ καὶ ἐνιαυτὸν ὅλον νοσηλείᾳ παντοίᾳ τοῦ σώματος διαρκέσειεν ἂν προσπαλαίων τῷ ῥωμαλέῳ πεποιθὼς τοῦ σώματος καὶ φανταζόμενος, ὡς ἔοικεν, ὡς μαλακῷ θανάτῳ δαμήσεται καὶ εἰρηνικῷ τέλει συμπερανεῖ τὴν ζωήν, τὴν δ’ ἐναντίαν τελευτὴν ἢ ἑκὼν ἀποπροσποιούμενος ἢ μὴ κατὰ νοῦν ὅλως βαλλόμενος.Καίτοι λόγος διαρρέων καὶ ἐς ἡμᾶς ἵκετο ὡς ἵππων ἀγομένης ἁμίλλης, ἐκτείνας τὴν χεῖρα Ἀνδρόνικος δακτύλῳ ὑπέδειξε τῷ ἐξαδέλφῳ καὶ βασιλεῖ Μανουὴλ τοὺς κίονας, ὧν μέσον αὐτὸς ἀνηρτήθη, εἰπὼν ὡς ἐκεῖσε μέλλει ποτὲ βασιλεὺς ἀπαιωρηθῆναι Ῥωμαίων κακῶς παθὼν ὑπὸ τοῦ τῆς πολιτείας πληρώματος• τὸν δὲ πρὸς τὴν Ἀνδρονίκου εἰσήγησιν ἀποκρίνασθαι, ἀλλ’ αὐτὸς τέως οὐκ ἐσεῖται ὁ τοῦτο πεισόμενος.Καὶ τοιοῦτο μὲν τέλος θανάτου κατείληφε τὸν Ἀνδρόνικον, ἐξάπινα εἰς ἐρήμωσιν ὡσεὶ καὶ ἐνύπνιον ἐξεγειρομένου γεγενημένον, καὶ ἐν τῇ πόλει τὴν οἰκείαν ἐξουθενωμένον εἰκόνα, εἴτε τὸν τοῦ προσώπου χαρακτῆρα βούλοιτό τις οὕτω νοεῖν, εἴτε τὰ ἐπὶ τῶν τοίχων καὶ σανίδων εἰκάσματα, ἐπεὶ καὶ ταῦτα ὁ πολὺς κατηχρειώκει λεὼς καὶ διεσκεδάκει πρὸς γῆν καὶ ἐλέπτυνεν, ὡς οὐδ’ οἱ περὶ Μωσέα πρότερον ἀφορισθέντες τὸ χωνευθὲν ἐν μέθῃ ταυρόκρανον.Μεθ’ ἡμέρας δέ τινας καθαιρεθεὶς τοῦ οἰκτροτάτου ἐκείνου ὑψώματος ὅσα καὶ πτῶμα θρέμματος ἐν μίᾳ τῶν τῆς ἱπποδρομίας ἁψίδων παραρριπτεῖται. ἐσύστερον δέ τινες μερίδα τῷ ἐλέῳ διδόντες καὶ μὴ πάντα τῷ θυμῷ χαριζόμενοι ἐκεῖθεν τὸν Ἀνδρονίκου νεκρὸν ἀνελόμενοι παρά τινι κατωτάτω τόπῳ κατέθεντο περί που τὴν Ἐφόρου μονήν, ἣ κατὰ τὸ Ζεύξιππον ἵδρυται, ὃ καὶ εἰσέτι μὴ πάντῃ διαλυθὲν τῆς ἁρμονίας τοῖς βουλομένοις ὀπτάνεται. ὁ γὰρ ἀμεμφής, ὡς ᾤετο, τὰ πάντα καὶ δίκαιος Ἰσαάκιος οὐ κατένευσε καθαιρεθῆναι καὶ ταφῇ παραδοθῆναι Ἀνδρόνικον ἢ ἀπενεχθῆναι τὸν τούτου νεκρὸν εἰς τὸν τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα νεών, ὃν Ἀνδρόνικος ἐπεποίησε φιλοτίμως καὶ λαμπροῖς ἠγλάϊσε κόσμοις καὶ ἀναθήμασι περιττοῖς κατεκάλλυνε καὶ ἐν ᾧ τὸν τοῦ σώματος χοῦν ἀποθησαυρίσαι προεμηθεύσατο.Ἐκλείπων δὲ ἦν τὴν ψυχὴν εἰς τὰς τοῦ θεοκήρυκος Παύλου ἐπιστολὰς καὶ συνεχῶς τοῦ ἐκ τούτων ἀποστάζοντος ἐνεφορεῖτο μέλιτος καὶ ἄριστα ἐπιστέλλων ἐκ τῆς αὐτῶν πειθανάγκης τὰ οἰκεῖα περιέβαλλεν ἐπιστόλια. ἀμέλει τοι καὶ ἀρχαίας χειρὸς εἰκόνα τοῦ πνευματορρήτορος Ταρσέως κόσμῳ λαμπρύνας τῷ ἐκ χρυσοῦ ἀνέθηκε τῷ ῥηθέντι ναῷ• ἡ δέ, τῆς Ἀνδρονίκου καταστροφῆς ἐγγιζούσης, τῶν ὀφθαλμῶν ἀπεστάλαττε δάκρυον. τοῦτο δ’ ἀκηκοὼς Ἀνδρόνικος στέλλει τοὺς ἀκριβωσομένους τὰ τῆς ἀκοῆς. ἦν δὲ μεθ’ ἑτέρων εἰς τοῦτο ἐπιλεγεὶς καὶ ὁ Ἁγιοχριστοφορίτης Στέφανος, ὃς καὶ διὰ βαθμίδος ἀνελθὼν (ἦν γὰρ ἡ εἰκὼν μετέωρος) ἀπέψησεν ὑφάσματι ἀκηράτῳ τὰς τοῦ Παύλου κόρας. αἱ δὲ κατὰ τὰς διασμωμένας κρήνας ἔτι πλεῖον τὸ δάκρυον ἐξεκένουν. καὶ θαυμάσας ὃ ἑώρακεν Ἀνδρονίκῳ ἀπιὼν διηγήσατο. ὁ δὲ μέγ’ ὀχθήσας καὶ τὴν κάραν ὦδε κἀκεῖσε ταλαντεύσας ἐπέμυξε καὶ εἴρηκεν ἐπ’ αὐτῷ ἄρα δακρύειν ἐοικέναι τὸν Παῦλον καὶ κακὸν αὐτῷ χείριστον προσημαίνειν τὸ ἀγγελλόμενον• φιλεῖν γὰρ ἐκθύμως τὸν Παῦλον καὶ τῶν αὐτοῦ ῥημάτων ἄκρως ἐξέχεσθαι καὶ ἀντιφιλεῖσθαι δήπουθεν ὑπὸ Παύλου.Ἵνα δὲ συνελὼν εἴπω τὸ πᾶν, εἰ τοῦ ἐντόνου τῆς ἀπηνείας ὑπεχάλα Ἀνδρόνικος, μηδ’ εὐθὺς ἐπῆγε τὸν καυτῆρα καὶ τὴν τομὴν ἀεὶ ῥανίσιν αἱμάτων προσδιαπλέκων καὶ διαχρώζων τὸ ἀμπεχόνιον τῷ ἀπαραίτητος εἶναι πρὸς κόλασιν, ὅπερ ἐκ τῶν ἐθνῶν, οἷς προσέμιξεν, ἀπεμάξατο πολυπλανέστατος ἀνθρώπων γενόμενος, ἦν ἂν οὐκ ἐλάχιστος ἐν τοῖς ἐκ Κομνηνῶν ἄρξασιν, ἵνα μὴ λέγω ὡς ἐν ἴσῃ τῇ στάθμῃ καὶ πάντῃ ἰσόρροπος, ἐπειδήπερ ἦν κἀκ τούτου συλλέγειν ἀνθρώπινα ἄττα μέγιστα ἀγαθά• οὐ γὰρ πάντῃ ἀπηνθρώπιστο, ἀλλὰ κατὰ τὰ διφυῆ ἀναπλαττόμενα μορφώματα θηριωδίας μετέχων καὶ βροτείῳ εἴδει ἐκέκαστο. Περὶ δ’ Ἀνδρονίκου καὶ ἕτεροι τὸ μέλλον αὐτῷ προφοιβάζοντες ἰαμβεῖοι στίχοι βίβλοις ἐμφέρονται καὶ στόμασι πολλῶν περιᾴδονται, σὺν ἄλλοις δὲ καὶ οὗτοί εἰσιν• „αἴφνης δ’ ἀναστὰς ἐκ τόπου πλήρους πότου ἀνὴρ πελιδνός, ἀγέρωχος τὸν τρόπον, στικτός, πολιός, ποικίλος χαμαιλέων, ἐπεισπεσεῖται καὶ θερίσει καλάμην. πλὴν ἀλλὰ καὐτὸς συνθερισθεὶς τῷ χρόνῳ ἐσύστερον τίσειεν ἀθλίως δίκας ὧν περ κακῶς ἔπραξεν ἐν βίῳ τάλας• ὁ γὰρ φέρων μάχαιραν οὐ φύγῃ ξίφος“. πλήρη δὲ πότου τόπον τὸ Οἴναιον ὑπεμφαίνουσιν, ὡς δηλοῖ καὶ τὸ τῆς χώρας προσώνυμον, ἐξ οὗπερ Ἀνδρόνικος ἀπάρας, ὡς ἤδη ἐρρέθη μοι, πρὸς Κωνσταντινούπολιν παρεγένετο.
_________________________
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, ed. J. VAN DIETEN, Nicetae Choniatae historia, C F H B, t. 1, Berlin, 1975, σ. 347 – 354.