Απόστολος Ανδρέας


O Απόστολος Ανδρέας ήταν αδελφός του Σίμωνος Πέτρου, γιοι του Ιωνά. Πιθανότατα ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Πέτρο. Συγκατοικούσε με αυτόν στην Καπερναούμ και συνεργαζόταν ως αλιέας στην λίμνη της Γενησαρέτ (Ματθ.4,18. Μαρκ.1,29). Πρωτύτερα είχε χρηματίσει μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού. Εκεί κοντά στον Τίμιο Πρόδρομο απέκτησε σπάνια ευσέβεια και το σπουδαιότερο έμαθε για τον ερχόμενο Μεσσία. Φαίνεται ότι ήταν παρών όταν ο Ιωάννης έδειξε με το δάκτυλό του τον Κύριο και είπε: «ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου» (Ιωάν.1,30). Αυτή η φανέρωση του Μεσσία έκαμε προφανώς τον ευσεβή ψαρά να ακολουθήσει πρώτος τον Κύριο, χωρίς κανέναν δισταγμό και γι' αυτό ονομάστηκε «Πρωτόκλητος» (Ιωάν.1,35-41).
Το όνομα του Ανδρέα αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη πάντοτε μαζί με του Φιλίππου, ο οποίος καταγόταν, όπως και εκείνος, από την Βηθσαϊδά. Μαζί με αυτόν είχε εκφράσει τη δυσπιστία του για τον χορτασμό των πεντακισχιλίων ανθρώπων με τους πέντε κρίθινους άρτους και τους δύο ιχθείς (Ιωάν.6,6-9). Αναφέρεται επίσης και στην περίπτωση της παρακλήσεως των Ελλήνων να ιδούν τον Κύριο (Ιωάν.12,20-22). Για τελευταία φορά αναφέρεται το όνομα του Ανδρέα στην Καινή Διαθήκη, όταν ανέβηκε μαζί με τους άλλους Αποστόλους στο υπερώο της Ιερουσαλήμ «προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού» (Πραξ.1,13-14), όπου και έλαβε μαζί με τους άλλους τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Πράξ.2,4).
Μετά την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος άρχισε ο Απόστολος Ανδρέας την ιεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα με την παραγγελία του Ιησού Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη…». Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση και τις διασωθείσες συναξαριακές πηγές ο Άγιος Ανδρέας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στις χώρες παρά τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), τη Σκυθία, τη Γοτθία, την Κριμαία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), καθώς και στην Καππαδοκία, τη Γαλατία και σε όλη σχεδόν τη δυτική Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία). Σύμφωνα μάλιστα με το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε στη Σεβαστούπολη, την Αμισό (Σαμψούντα), την Τραπεζούντα, την Ηράκλεια, την Αμάστριδα, τη Σινώπη και το Βυζάντιο. Μάλιστα στην πόλη του Βύζαντα χειροτόνησε τον Στάχυ, ο οποίος ήταν ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, πρώτο επίσκοπο της πόλεως. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε ο ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία από τον 4ο αιώνα εξελίχθηκε στο πρώτο Πατριαρχείο της Ανατολής, ο δε επίσκοπός της κατέστη από τον 7ο αιώνα Οικουμενικός Πατριάρχης. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος είναι ο ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα η ετήσια εορτή της μνήμης του, στις 30 Νοεμβρίου, αποτελεί τη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία και εορτάζεται με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως.
Από το Βυζάντιο ήρθε στην Ελλάδα και κήρυξε κατ' αρχάς στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τον άγιο Ιερώνυμο έφθασε στην Αχαϊα, όπου ίδρυσε Εκκλησία. Εκεί στην Πάτρα συνελήφθη από τους διώκτες ειδωλολάτρες και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, σταυρώθηκε κατακεφαλής επί σταυρού που είχε το σχήμα του γράμματος Χ, γι' αυτό και ο τύπος αυτός του σταυρού καλείται «Σταυρός του Αγίου Ανδρέου». Το λείψανό του φυλασσόταν από τους Χριστιανούς με ευλάβεια ως τα χρόνια των σταυροφοριών, οπότε το άρπαξαν οι Λατίνοι και το μετακόμισαν στην Ιταλία. Τα τελευταία χρόνια δωρίθηκε η τίμια κάρα του στην Αποστολική Εκκλησία των Πατρών και φυλάσσεται στον μεγαλοπρεπή ναό του στην πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Νοεμβρίου.

●Σαν σήμερα, στις 28 Νοεμβρίου του 1118, γεννήθηκε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ ο Κομνηνός.

Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός με τη σύζυγό του Μαρία της Αντιοχείας, σε μικρογραφία από χειρόγραφο του 1166, (σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού) και ένθετο κάτω δεξιά χρυσό νόμισμα (μανουελάτο) του Μανουήλ Α' Κομνηνού, (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο).

Ο Μανουήλ ήταν γιος του Ιωάννη Β’ του Κομνηνού. Προτιμήθηκε από τον ετοιμοθάνατο πατέρα του αντί του μεγαλύτερου αδελφού του Ισαακίου. Ο Μανουήλ ήταν ευφυής, υπερκινητικός, πληθωρικός αλλά λίγο κυκλοθυμικός. Επιπλέον, πανύψηλος, δυνατός και θρυλικός πολεμιστής. Ένας από τους “μεγάλους”. Πολύ δραστήριος σε όλους τους τομείς. Έξοχος ηγέτης που δέσποζε στο Βυζάντιο και στην Ευρώπη. Απεκλήθη "Μέγας" και είχε τη φήμη του "πιο ευλογημένου αυτοκράτορα". Στον καιρό του, ήταν ο πιο ισχυρός άνθρωπος του κόσμου.
Συμμάχησε με το βασιλέα του Σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο. Παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιοχείας η οποία θεωρούνταν η ομορφότερη γυναίκα της εποχής της.
Επίσης έκανε προσπάθειες για την επανένωση των εκκλησιών, χωρίς όμως αποτελέσματα.
Το 1147 επέτρεψε τη δίοδο από την επικράτειά του δυο στρατιών σταυροφόρων κάτω από τη στενή (και ενίοτε εχθρική) επίβλεψη του Βυζαντινού στρατού.
Το 1158 κυρίευσε την Κιλικία και την Αντιόχεια σε αντίποινα για τη λεηλασία της Κύπρου από τον Ρεϋνάλδο της Αντιόχειας, ενώ η ανακατάληψη της Νότιας Ιταλίας την ίδια χρονιά χάθηκε ξανά, μετά από ήττα στο Μπρίντιζι.
Το 1168 είχε προστριβές με την Ουγγαρία και προσάρτηση της Δαλματίας, ενώ μη μπορώντας να απαλλαγεί από τους Ενετούς, τους επέτρεψε να διατηρήσουν τις ναυτικές τους βάσεις.
Το αποκορύφωμα όμως ήταν όταν το 1176 υπέστη την οδυνηρή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μάχη του Μυριοκέφαλου. Η μάχη αυτή απετέλεσε το σημαντικότερο γεγονός που διαδραματίσθηκε στη Μικρά Ασία από την εποχή της μάχης του Μαντζικέρτ (1071) και σημείωσε το τέλος κάθε βυζαντινού σχεδίου για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας. Η αυτοκρατορία υπέστη ισχυρό κτύπημα και σοβαρές απώλειες την στιγμή κατά την οποία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Ο Μανουήλ πέθανε άρρωστος αλλά και πολύ απογοητευμένος από την ήττα του στο Μυριοκέφαλον στις 24 Σεπτεμβρίου του 1180, ενώ λίγο πριν πεθάνει έγινε μοναχός και αφήνοντας τον ανήλικο γιό του Αλέξιο Β’ ως τυπικό διάδοχο.
Μετά τον θάνατο του Μανουήλ, η αυτοκρατορία βυθίζεται στην αναρχία και έκτοτε καθίσταται ανίκανη να οργανώσει οιαδήποτε τακτική εκστρατεία στην Ανατολή. Τελικά η ήττα αυτή σηματοδότησε το τέλος των Βυζαντινών προσπαθειών για την ανάκτηση του οροπεδίου της Ανατολίας.
Έτσι λοιπόν, μετά το θάνατο Μανουήλ το 1180, ο 11χρονος τότε γιος του, Αλέξιος Β΄ ο Κομνηνός, φόρεσε την πορφύρα αλλά η διακυβέρνηση έμεινε ουσιαστικά στα χέρια της μητέρας του Μαρίας της Αντιοχείας. Επειδή ήταν ανήλικος τον κηδεμόνευε η βασιλομήτωρ Μαρία, η οποία γρήγορα τον παραγκώνισε, αναθέτοντας την εξουσία στον εραστή της Αλέξιο Πρωτοσέβαστο, εξάδελφο του αυτοκράτορα Αλέξιου Β’.
Τότε φάνηκε δυναμικά στο προσκήνιο ο Ανδρόνικος Κομνηνός.
Στις 3 Μαΐου 1182 ο Ανδρόνικος εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη ως προστάτης του ανήλικου ανηψιού του, συνέλαβε τη βασιλομήτορα Μαρία, την οποία υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και ανέθεσε τον στραγγαλισμό της στον σωματοφύλακά του Κωνσταντίνο Τρίψυχο.

Ο Ανδρόνικος στέφθηκε συναυτοκράτορας και στις 24 Σεπτεμβρίου του 1183 με διαταγή του δολοφονήθηκε ο 14χρονος αυτοκράτορας Αλέξιος Β' Κομνηνός, (τον στραγγάλισαν με τη χορδή ενός τόξου). Ο Ανδρόνικος αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός και για να νομιμοποιήσει την εξουσία του δε δίστασε να παντρευτεί την μόλις 12 ετών χήρα του Αλέξιου Γαλλίδα πριγκίπισσα Άννα παρότι αυτός ήταν 65 ετών.

●Σαν σήμερα, την 27η Νοεμβρίου του 602, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μαυρίκιος (Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος) σκοτώθηκε από τον εκατόνταρχο Φωκά και μετέπειτα αυτοκράτορα, μετά από παραινέσεις του για ανταρσία στα στρατεύματα του Μαυρίκιου.

Φόλλις του Μαυρίκιου: D[OMI]N[VS] MAVRICIVS P[ERPETVVS] AV[GVSTVS]. Άλλη όψη: M' ANNO XV THEUP[OLIS] Γ’.
(Ο/Η Φόλλις ήταν το χάλκινο νόμισμα που έκοψε ο Αναστάσιος Α’ και ήταν ίσο με Μ' = 40 νούμμια. Διατηρήθηκε ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Μαζί με τον σόλλιδο ήταν τα χαρακτηριστικά νομίσματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον 5ο ως τον 11ο αι.).

Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος, πριν αποκεφαλιστεί, υποχρεώθηκε να παρακολουθήσει την εκτέλεση και των πέντε γιων του. Τα σώματά τους ρίχνονται στη θάλασσα και τα κεφάλια τους εκτίθενται στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μαυρίκιος ήταν διακεκριμένος στρατηγός και διάδοχος του Τιβέριου νυμφευόμενος ταυτόχρονα την κόρη του αυτοκράτορα, Κωνσταντίνα. Ικανός ηγέτης και διπλωμάτης, αντελήφθη την ανάγκη για ειρήνη με τους Πέρσες λαμβάνοντας έτσι ως ανταμοιβή το μεγαλύτερο μέρος της περσικής Αρμενίας και το δυτικό τμήμα της Καυκάσιας Ιβηρίας, ολοκληρώνοντας έτσι επιτυχώς τον πόλεμο που μαινόταν από το 572. Ο Μαυρίκιος διεξήγαγε επιτυχείς αγώνες κατά των Αβάρων και Σλάβων στα δυτικά, αποκαθιστώντας έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Βαλκανική. Πραγματοποίησε διοικητικές μεταρρυθμίσεις, με βασική αυτήν της δημιουργίας των εξαρχάτων της Ιταλίας, με έδρα τη Ραβέννα, και της Αφρικής, με έδρα την Καρχηδόνα.
Ανεκτικός απέναντι στους Μονοφυσίτες, αν και Ορθόδοξος. Επί των ημερών του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Νηστευτής. Αυτός για πρώτη φορά στην ιστορία θα υιοθετήσει τον τίτλο "Οικουμενικός", γεγονός που θα πυροδοτήσει το μένος του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου. Ο Ιωάννης όμως, υποστηριζόμενος από τον αυτοκράτορα, δεν υποχωρούσε μπροστά στις αντιδράσεις του Πάπα, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να προχωρήσει ένα σημαντικό βήμα προς το Σχίσμα που έμελλε να οριστικοποιηθεί το 1054.
Ο Μαυρίκιος είναι επίσης γνωστός για τη συγγραφή ενός εξαιρετικού εγχειριδίου στρατιωτικής τακτικής, του "Στρατηγικού", που αποτέλεσε τη βάση της βυζαντινής στρατιωτικής μηχανής μέχρι και τον 11ο αιώνα.
Σε γενικές γραμμές ήταν από τους καλύτερους αυτοκράτορες, αφού αντιμετώπισε τις εξωτερικές απειλές, νοικοκύρεψε τα οικονομικά και έκανε μεταρρυθμίσεις. Οι αποφάσεις του δεν ήταν όμως πάντα δημοφιλείς. Έκανε μοιραία λάθη στο χειρισμό της εξέγερσης που του κόστισε το θρόνο και τη ζωή του, καθ’ ότι ο στρατός στη Θράκη στασίασε όταν για οικονομικούς λόγους διατάχθηκε να διαχειμάσει στη Δακία, βορείως του Δούναβη προκειμένου να εξοικονομήσει τα έξοδα της επιστροφής τους στην Κωνσταντινούπολη. Η εξέγερση έγινε υπό την ηγεσία ενός χαμηλόβαθμου αξιωματικού (εκατόνταρχου) ονόματι Φωκά. Ο Φωκάς βάδισε κατά της πρωτεύουσας, όπου κατάφερε να συλλάβει τον Μαυρίκιο και τα άρρενα τέκνα του και να τους θανατώσει και βέβαια εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και του άρπαξε το στέμμα.

Ο Μαυρίκιος ήταν ένας από τους τελευταίους αυτοκράτορες που η επικράτειά του είχε κάποια ομοιότητα με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία των περασμένων αιώνων. Έτσι λοιπόν με το θάνατό του κλείνει η τελευταία περίοδος της κλασικής αρχαιότητας.

Μαυρίκιος

Σόλιδος από την βασιλεία του Μαυρίκιου. (Ο Σόλιδος ήταν χρυσό κέρμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Καθιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α’ το Μέγα γύρω στο έτος 309).
Ο Μαυρίκιος ήταν διακεκριμένος στρατηγός. Χρίστηκε διάδοχος του Τιβέριου μια εβδομάδα πριν τον θάνατο του τελευταίου, νυμφευόμενος ταυτόχρονα την κόρη του αυτοκράτορα, Κωνσταντίνα.
Ο Μαυρίκιος ήταν ικανός ηγέτης και διπλωμάτης, αντελήφθη την ανάγκη για ειρήνη με τους Πέρσες λαμβάνοντας έτσι ως ανταμοιβή το μεγαλύτερο μέρος της περσικής Αρμενίας και το δυτικό τμήμα της Καυκάσιας Ιβηρίας, ολοκληρώνοντας έτσι επιτυχώς τον πόλεμο που μαινόταν από το 572. Ο Μαυρίκιος διεξήγαγε επιτυχείς αγώνες κατά των Αβάρων και Σλάβων στα δυτικά, αποκαθιστώντας έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Βαλκανική. Πραγματοποίησε διοικητικές μεταρρυθμίσεις, με βασική αυτήν της δημιουργίας των εξαρχάτων της Ιταλίας, με έδρα τη Ραβέννα, και της Αφρικής, με έδρα την Καρχηδόνα.
Ήταν ανεκτικός απέναντι στους Μονοφυσίτες, αν και Ορθόδοξος. Επί των ημερών του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Νηστευτής. Αυτός για πρώτη φορά στην ιστορία θα υιοθετήσει τον τίτλο "Οικουμενικός", γεγονός που θα πυροδοτήσει το μένος του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου. Ο Ιωάννης όμως, υποστηριζόμενος από τον αυτοκράτορα, δεν υποχωρούσε μπροστά στις αντιδράσεις του Πάπα, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να προχωρήσει ένα σημαντικό βήμα προς το Σχίσμα που έμελλε να οριστικοποιηθεί το 1054.
Ο Μαυρίκιος είναι επίσης γνωστός για τη συγγραφή ενός εξαιρετικού εγχειριδίου στρατιωτικής τακτικής, του "Στρατηγικού", που αποτέλεσε τη βάση της βυζαντινής στρατιωτικής μηχανής μέχρι και τον 11ο αιώνα.
Σε γενικές γραμμές ήταν από τους καλύτερους αυτοκράτορες, αφού αντιμετώπισε τις εξωτερικές απειλές, νοικοκύρεψε τα οικονομικά και έκανε μεταρρυθμίσεις. Οι αποφάσεις του δεν ήταν όμως πάντα δημοφιλείς. Έκανε μοιραία λάθη στο χειρισμό της εξέγερσης που του κόστισε το θρόνο και τη ζωή του, καθ’ ότι ο στρατός στη Θράκη στασίασε όταν για οικονομικούς λόγους διατάχθηκε να διαχειμάσει στη Δακία, βορείως του Δούναβη προκειμένου να εξοικονομήσει τα έξοδα της επιστροφής τους στην Κωνσταντινούπολη. Η εξέγερση έγινε υπό την ηγεσία ενός χαμηλόβαθμου αξιωματικού (εκατόνταρχου) ονόματι Φωκά. Ο Φωκάς βάδισε κατά της πρωτεύουσας, όπου κατάφερε να συλλάβει τον Μαυρίκιο και τα άρρενα τέκνα του και να τους θανατώσει και βέβαια εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και του άρπαξε το στέμμα.
Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος, πριν αποκεφαλιστεί (27 Νοεμβρίου του 602), υποχρεώθηκε να παρακολουθήσει την εκτέλεση και των πέντε γιων του. Τα σώματά τους ρίχνονται στη θάλασσα και τα κεφάλια τους εκτίθενται στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μαυρίκιος ήταν ένας από τους τελευταίους αυτοκράτορες που η επικράτειά του είχε κάποια ομοιότητα με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία των περασμένων αιώνων. Έτσι λοιπόν με το θάνατό του κλείνει η τελευταία περίοδος της κλασικής αρχαιότητας.

●Σαν σήμερα, στις 23 Νοεμβρίου του 872, γεννήθηκε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξανδρος.

Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος, σε ψηφιδωτό που βρίσκεται στην Αγιά Σοφιά και ένθετο επάνω αριστερά λεπτομέρεια από το ίδιο ψηφιδωτό.

Ο Αλέξανδρος ήταν (τρίτος) γιος του Βασιλείου Α’ και της Ευδοκίας Ιγγερίνας. Στις 11 Μαΐου του 912 διαδέχθηκε στο θρόνο τον αδελφό του Λέοντα ΣΤ' (τον Σοφό). Είχε γίνει συν-αυτοκράτορας ήδη από τον πατέρα του Βασίλειο το 879.
Ήταν όμως ακατάλληλος για βασιλιάς. Μοχθηρός, αδύναμος, τεμπέλης, εκκεντρικός και φιλήδονος. Ο χαρακτήρας του επίσης παρουσιάζεται από τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν ως εκδικητικός, σκληρός και βίαιος. Δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με τις κρατικές υποθέσεις ούτε στα 33 χρόνια που ήταν συμβασιλέας ούτε όταν έγινε μονοκράτορας. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα γλέντια και οι ερωτικές περιπέτειες, και γι’ αυτό μερικές φορές αναφέρεται σαν “Αλέξανδρος ο Ερωτόληπτος”. Επίσης αναφέρεται και σαν “Αλέξανδρος ο Γ’”, συνυπολογίζοντας και τους βασιλείς της αρχαίας Μακεδονίας. Κανένας από αυτούς τους προσδιορισμούς δεν χρησιμοποιείται στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Φημολογείτο επίσης ότι σχεδίαζε να ευνουχίσει το νεαρό Κωνσταντίνο Ζ' για να τον αποκλείσει από τη διαδοχή. Είναι ο πρώτος που έκανε χρήση του τίτλου “αυτοκράτωρ” (σε νομίσματα) για να γιορτάσει την έναρξη της αποκλειστικής του βασιλείας και τη λήξη της περιόδου της συμβασιλείας του που διήρκεσε 33 χρόνια, στη σκιά του αδελφού του Λέοντα του Σοφού. Το “αυτο” μπορεί να υποδηλώνει “είμαι εγώ ο ίδιος άρχων και μόνος στο θρόνο, επιτέλους”, αλλά το πιθανότερο είναι πως υιοθέτησε τον τίτλο για να θυμίσει ότι είναι συνονόματος ενός άλλου Μακεδόνα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου (που έφερε τον τίτλο «Στρατηγός Αυτοκράτωρ»). Το έργο του Αλέξανδρου δεν ήταν παρά μια σειρά εκδικητικών πράξεων και αναιρέσεων αποφάσεων του αδελφού του. Έδιωξε τους περισσότερους από τους ανθρώπους του Λέοντος, συμπεριλαμβανομένων του ναυάρχου Ιμερίου, του Πατριάρχη Ευθυμίου, και της αυτοκράτειρας Ζωής Καρβουνοψίνας, μητέρας του Κωνσταντίνου Ζ’ που την έκλεισε σε μοναστήρι, ενώ προκάλεσε πόλεμο με τον Συμεών Α’ της Βουλγαρίας αρνούμενος να στείλει την παραδοσιακή δωρεά για την ανάρρηση του τελευταίου στο θρόνο. Επίσης ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός, τον οποίο αυθαίρετα είχε καθαιρέσει ο Λέοντας, επειδή αντιδρούσε στον τέταρτο γάμο του και είχε απομακρυνθεί από τη θέση του, αποκαταστάθηκε στον πατριαρχικό θρόνο.

Ο Αλέξανδρος πέθανε στις 6 Ιουνίου του 913 από αποπληξία, μετά από ένα παιχνίδι που ονομαζόταν τζυκάνιον, και μετά από βασιλεία ενός μόλις έτους και 27 ημερών.

●22 Νοεμβρίου: Καλλίστου Β’, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.


“Κάλλιστος ἐχθρὸν τὸν κάκιστον πτερνίσας,
Φίλος Θεῷ πρόσεισι ἐκλελεγμένος”.

Ο Κάλλιστος Β’, ο επονομαζόμενος Ξανθόπουλος, ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο το έτος 1397. Άφησε όμως την πατριαρχεία, μετά από μικρό χρονικό διάστημα (3 μήνες), ενώ διακρίθηκε για την ζωντανή ευσέβεια και φιλανθρωπία του.
Προερχόταν από τη Μονή των Ξανθοπούλων. Έζησε για ένα διάστημα στην αθωνική Μονή του Παντοκράτορος, την οποία ο άγιος ονομάζει δική του. Εδώ ησύχαζε επί πολύ, στο κελί του οσίου Ονουφρίου, έξω της Μονής, καθώς αναφέρει και σε επιστολή του.
Συνδέθηκε με τον ομόφρονό του όσιο Ιγνάτιο τον Ξανθόπουλο «ως μία ψυχή εν δυσί σώμασι». Μαζί με τον όσιο Ιγνάτιο Ξανθόπουλο συνέγραψαν σημαντικά έργα περί προσευχής και μοναχικού βίου. Στη Φιλοκαλία υπάρχει θαυμάσιο έργο τους περί των αρχών και των μεθόδων της ησυχαστικής ζωής και της συνεχούς επικλήσεως του ονόματος του Κυρίου, στο οποίο φιλοσόφησαν πνευματικά και με θείο φρόνημα πράγματα υψηλά, διατυπώνοντας στα κεφάλαιά τους, που συμπληρώνουν τον τέλειο αριθμό 100, την τέλεια γνώση γι' αυτή την προσευχή.
Τα εκατό Κεφάλαια αποτελούν κωδικοποίηση ολοκλήρου της ησυχαστικής παραδόσεως, που περιλαμβάνει όλες τις σταδιακές φάσεις των θείων εμπειριών των αγίων συγγραφέων τους, επαληθευομένων με τις σχετικές αναφορές σε ησυχαστικά κείμενα, και η αξία τους συνίσταται στην μεθοδικότητα και την ιεράρχηση αυτών των θείων εμπειριών τους. Ειδικότερα όμως, ο πατριάρχης Κάλλιστος, στον οποίον απεδίδοντο τα 83 Κεφάλαια περί προσευχής, ενώ μόνο τα 14 πρώτα ανήκουν στον κάλαμό του, τα δε υπόλοιπα 69 στον ομώνυμο του Ησυχαστή Αγγελικούδη, ως γνήσιος μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, αποκαλύπτει με τα 14 Κεφάλαια την εμμονή του στη γονιμότητα της νοεράς και της καρδιακής προσευχής, που είναι ενωμένες με τη νήψη, δίνοντας έτσι το μέτρο της βαθύτατης πνευματικής του πείρας. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι είναι τόσο μεστά σε πείρα και σαφήνεια τα 14 μικρά Κεφάλαια, ώστε να συγκροτούν μια ολοκληρωμένη πραγματεία, για την νοερά και καρδιακή προσευχή, που περιλαμβάνει πλήρη περιγραφή για τις προϋποθέσεις, τα διάφορα στάδια και τις κορυφές του θείου έρωτος, με μια θελκτική εκφραστικότητα και με προσφυείς εικόνες και παραδείγματα.
Πάντως τα εκατό Κεφάλαια αποτελούν κωδικοποίηση της περί Ησυχασμού διδασκαλίας της Εκκλησίας σε όλες τις εκφάνσεις του, σε όλη την κλίμακά του, στην αρνητική και θετική πλευρά του, από τα χαμηλότερα επίπεδα ησυχαστικής αγωγής μέχρι τις έσχατες συνέπειές του, που είναι η θεία ένωση. Και παρ' ότι κυριαρχεί το ρεύμα της νοεράς και καρδιακής προσευχής, όμως δίδονται και στοιχεία θεωρητικά και αποφατικά, γι' αυτό και επανειλημμένα αναφέρονται τα ονόματα του Αρεοπαγίτου Διονυσίου και Μαξίμου του Ομολογητού.
Βλαστοί κι οι δυο της Βασιλεύουσας, εγκατέλειψαν μαζί τα πάντα και αφού πρωτύτερα έζησαν την παρθενική και μοναχική ζωή ως υποτακτικοί, έζησαν έπειτα μαζί την ασκητική και ουράνια ζωή αχώριστοι, φυλάγοντας προπάντων το να είναι ένα εν Χριστώ, πράγμα για το οποίο ο ίδιος ο Χριστός παρακάλεσε για μας τον Πατέρα (Ιω. 17, 21).
Φάνηκαν έτσι στον κόσμο σαν φωτεινά αστέρια, κατά τον Παύλο, κρατώντας στερεά το λόγο της ζωής (Φιλιπ. 2, 15-16). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερο από πολλούς άλλους Αγίους κατόρθωσαν την εν Χριστώ ένωση και αγάπη, ώστε ούτε υπόνοια κάποιας διαφοράς να υπάρξει ποτέ μεταξύ τους, και σ' αυτή τη θέλησή τους ακόμα και στον τρόπο τους, ή κάποιας στιγμιαίας λύπης, πράγμα σχεδόν αδύνατο στους ανθρώπους.
Έτσι απεβίωσαν ειρηνικά και τώρα απολαμβάνουν τη θεία γαλήνη και βλέπουν καθαρότερα τον Ιησού, τον οποίο αγάπησαν με όλη την ψυχή τους και τον αναζήτησαν αληθινά, και είναι ένα μαζί Του και μετέχουν ακόρεστα στο γλυκύτατο και θείο φως Του.
Ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης γράφει γι αυτή τη θαυμαστή δυάδα ότι «της θείας ελλάμψεως της εν τω όρει, ως και οι Απόστολοι τετυχήκασι και δέδεικται τούτο πολλοίς εναργώς εις μαρτύριον, την όψιν αστράπτοντες, κατά τον Στέφανον, οραθέντες, ως ου τη καρδία μόνον, αλλά και τη όψει τούτων εγχυθείσης της Χάριτος, διό και κατά τον μέγαν εκείνον Μωϋσήν ώφθησαν (ως μεμαρτυρήκασιν οι ιδόντες) αστράψαντες ηλιοειδώς τη μορφή».
Μεταξύ των αγίων Ησυχαστών, που έμαθαν και «έπαθαν» τα θεία, είναι οι ομότροποι και ομόψυχοι και κατά χάρη ομόθεοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι, κατά τα μέσα του 14ου αιώνος, που προήρχοντο μεν από το ομώνυμο Μοναστήρι του Βυζαντίου, αλλά στη δυνατή τελειότητα έφθασαν στο χώρο του Ησυχασμού. Και ο μεν πρώτος εκλήθη αργότερα στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ως Κάλλιστος Β', ο δε όσιος Ιγνάτιος παρέμεινε μέχρι τέλους του βίου του απλός ιερομόναχος.
Πέραν των βιογραφικών στοιχείων, που μας δίδουν οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, περί των μακαρίων Ξανθοπούλων, που ήταν τόσο αγαπημένοι σαν μια ψυχή «εν δυσί σώμασι» (τους οποίους ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ονομάζει «θεηγόρους, θεοφόρους, χριστοφόρους και ενθέους»), δεν γνωρίζουμε αρκετά από τον υπερφυσικό βίο τους.
Ο Κάλλιστος Β’, μετά την παραίτησή του από τον Οικουμενικό Θρόνο, επειδή τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ ταραγμένα, αποσύρθηκε σε Μονή, όπου και ασκητεύοντας απεβίωσε.

Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 22 Νοεμβρίου.

●Εισόδια της Θεοτόκου & Βυζάντιο.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου σε μινιατούρα από το Μηνολόγιον του αυτοκράτορος Βασιλείου Β’, (βιβλιοθήκη του Βατικανού).

Τα Εισόδια της Θεοτόκου καθιερώθηκαν ως εκκλησιαστική εορτή κατά τον 7ο αιώνα, πρώτα στην Ανατολή και πολύ αργότερα στη Δύση. Αναφορές υπάρχουν στα γραπτά του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή και των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιου και Γερμανού. Με τα Εισόδια της Θεοτόκου συνδέεται και η βασιλική της Αγίας Μαρίας της Νέας, που χτίστηκε δίπλα στα ερείπια του Ναού του Σολομώντος και εγκαινιάστηκε στις 21 Νοεμβρίου του 543 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’. Εξ αυτού του γεγονότος φαίνεται να επελέγη από την εκκλησία ο εορτασμός των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου. Επί αυτοκράτορος Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) καθιερώθηκε ως ημέρα αργίας για το Βυζάντιο.
Στις μέρες μας, με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη εορτάζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου στα Χανιά, τη Λειβαδιά, την Αμφίκλεια και την Κίμωλο. Αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου είναι η Καπνικαρέα, το θαυμάσιο αυτό βυζαντινό ναΐδριο του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στο μέσο της οδού Ερμού στην Αθήνα.
Στις 21 Νοεμβρίου γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία, η Δέσποινα, αλλά και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις γιορτάζουν την «Υπέρμαχο στρατηγό» τους.


Χρόνια πολλά λοιπόν σε όλους…!!!

Ἀπολυτίκιον:   Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον, καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ, τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται, καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καὶ ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν, Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις.

Κοντάκιον:  Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ Ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνεύματι θείῳ· ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ· Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος.

Ὁ Οἶκος:
Τῶν ἀπορρήτων τοῦ Θεοῦ καὶ θείων μυστηρίων, ὁρῶν ἐν τῇ Παρθένῳ, τὴν χάριν δηλουμένην, καὶ πληρουμένην ἐμφανῶς, χαίρω, καὶ τὸν τρόπον ἐννοεῖν ἀμηχανῶ τόν ξένον καὶ ἀπόρρητον, πῶς ἐκλελεγμένη ἡ ἄχραντος, μόνη ἀνεδείχθη ὑπὲρ ἅπασαν τὴν κτίσιν, τὴν ὁρατὴν καὶ τὴν νοουμένην. Διό, ἀνευφημεῖν βουλόμενος ταύτην, καταπλήττομαι σφοδρῶς νοῦν τε καὶ λόγον, ὅμως δὲ τολμῶν, κηρύττω καὶ μεγαλύνω· Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος.

Πρόκλος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Άγιος Πρόκλος υπήρξε άξιος αλλά και ο επιφανέστερος μαθητής του μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο Πατριάρχης Αττικός τον έκανε διάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο, ενώ το 426 χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Σισίνιο Μητροπολίτης Κυζίκου. Επειδή διακρινόταν για την παιδεία, την αρετή και την διδακτική του ικανότητα, αγαπήθηκε θερμά απ' όλους τους θαυμαστές του αξέχαστου διδασκάλου του και υποστηριζόταν απ' αυτούς για τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Για την κηρυκτική του ικανότητα, ο Ρωμαίος αξιωματούχος Βαλουσιανός (προτού βαπτισθεί χριστιανός) δήλωσε ότι· «ἐὰν εἴχομεν εἰς τὴν Ῥώμην τρεῖς ἄνδρας ὡς ὁ κύριος Πρόκλος, δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκεῖ οὔτε εἳς ἐθνικός».
Παρότι ικανός και μορφωμένος, διακρινόταν για την άμετρη ταπείνωσή του, αφού δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη δική του ανάδειξη όσο για το καλό και την ειρήνευση της Εκκλησίας. Τέσσερις φορές υποψήφιος για τον πατριαρχικό θρόνο, αλλά μόλις την τέταρτη αναδείχθηκε πατριάρχης.
Στον Συναξαριστή αναφέρεται ότι: «Ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Πρόκλος, ήκμαζε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει 408. Mε το να ήτον δε ευλαβής και ενάρετος, εχειροτονήθη επίσκοπος Kυζίκου από τον Άγιον Σισίνιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Πηγαίνωντας δε εις την Kύζικον, δεν έγινε δεκτός από τους κληρικούς της επαρχίας του, διατί είχον χειροτονήση έτερον, Δαλμάτον ονόματι. Όθεν εγύρισεν οπίσω εις την Kωνσταντινούπολιν μένωντας σχολάζων από επαρχίαν».
Χωρίς να λυπηθεί, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορεί να ζούσε ως «σχολάζων», αλλά η προσφορά του ήταν μεγάλη, αφού δίδασκε με ευγλωττία την ορθόδοξη πίστη. Όταν πέθανε ο πατριάρχης Σισίνιος, προτάθηκε για πατριάρχης ο Πρόκλος. Παρότι δεν εξελέγη, συνέχισε να διακονεί την Εκκλησία. Όταν εμφανίστηκε η αίρεση του Νεστορίου, ο ενάρετος και ειρηνικός επίσκοπος υπερασπίστηκε θερμά την ορθή πίστη. Μετά την καταδίκη του Νεστορίου και παρότι είχε δώσει πλείστες όσες πνευματικές μάχες, παραγκωνίζεται για τρίτη φορά και στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εκλέγεται ο Μαξιμιανός. Διακόνησε με ταπείνωση και αφοσίωση τον νέο πατριάρχη και μετά τον θάνατό του επελέγη τελικά πατριάρχης το έτος 434.
Η προσήλωση του Πρόκλου στα ουσιώδη της χριστιανικής ζωής και η καρτερία του στην περιφρόνηση και τον παραγκωνισμό συνέβαλαν ώστε να αναδειχθεί σπουδαίος. Συνεχιστής της εκκλησιαστικής παράδοσης του ιερού Χρυσοστόμου και συνεργάτης του ιερού πατρός, εργάσθηκε με επιείκεια και σύνεση για να επαναφέρει στην Εκκλησία τόσο τους αιρετικούς οπαδούς του Νεστορίου όσο και εκείνους που είχαν σκορπίσει εξαιτίας των εξοριών του αγίου Ιωάννου. Ανεξίκακος, πράος και μετριοπαθής βοήθησε σημαντικά στη διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος, ειρήνευσε την Εκκλησία και με τις θαυμάσιες ομιλίες στην Παναγία καθιέρωσε τα προσωνύμια «Θεοτόκος» και «αειπάρθενος».
Η Παναγία από τον άγιο Πρόκλο χαρακτηρίζεται «εργαστήριον ενώσεως των δύο φύσεων» του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Όπως ακριβώς η λυχνία δεν είναι η αιτία του φωτός, αλλά όχημά του, έτσι και η Παναγία δεν είναι Θεός, αλλά ναός του Θεού. Ο Άγιος Πρόκλος στηρίζει το «αειπάρθενον» της Παναγίας και τον όρο «Θεοτόκος» στην επίσκεψη του Θεού Λόγου. Η θεία επίσκεψη, που ονομάζεται «ανιστόρητη είσοδος και ανερμήνευτη έξοδος», καθιστά την Παναγία Θεοτόκο.
Εκτός από τις διασαφήσεις στο δόγμα της ενανθρώπησης, ο άγιος εισήγαγε στη λατρεία κατά τη διάρκεια καταστροφικών σεισμών στην Κωνσταντινούπολη τον γνωστό Τρισάγιο Ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς». Ακόμη, φρόντισε για την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τη μεταφορά τους από τα Κόμανα στη Βασιλεύουσα, στις 27 Ιανουαρίου του 438, αφήνοντας τη φήμη αγίου ανδρός.
Κατά την επάνοδο, αφού συνόδευσε σε πομπή μαζί με τον βασιλέα Θεοδόσιο και τη μακαρία Πουλχερία, εναπόθεσε το λείψανο στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων και έτσι ένωσε αυτούς που χωρίστηκαν από την εκκλησία ένεκα της καθαιρέσεως εκείνου.
Στην εποχή του αγίου Πρόκλου έγιναν μεγάλοι σεισμοί στην Κωνσταντινούπολη διαρκώς επί τέσσερις μήνες, φοβήθηκαν λοιπόν οι Βυζάντιοι και κατέφυγαν έξω από την Πόλη στην τοποθεσία Κάμπος, όπου περνούσαν τις ημέρες μαζί με τον επίσκοπο λιτανεύοντας με δεήσεις στο Θεό.
Μία από αυτές τις μέρες και ενώ εσείετο κυματιστά η γη και ο λαός έκραζε ολόψυχα το «Κύριε, ελέησον», γύρω στις εννέα το πρωί συνέβη ξαφνικά και μπροστά στα μάτια όλων να αρπαχθεί από θεία δύναμη στον αέρα ένας νεαρός και να ακούσει θεία φωνή που τον προέτρεπε ν’ αναγγείλει στον επίσκοπο και το λαό να λιτανεύουν και να λένε:
«Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
Και να μην προσθέτουν τίποτα άλλο. Ο δε άγιος Πρόκλος δέχτηκε αυτή την απόφαση και επέτρεψε στο λαό να ψάλλει έτσι και σταμάτησε αμέσως ο σεισμός. Η δε μακαρία Πουλχερία και ο αδελφός της Θεοδόσιος, ευαρεστήθηκαν πάρα πολύ με το θαύμα και πρόσταξαν να ψάλλεται σε όλη την οικουμένη ο θεϊκός αυτός ύμνος. Και από τότε παρέλαβαν όλες οι εκκλησίες να τον ψάλουν κάθε μέρα στο Θεό.
Ο Πρόκλος ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης από το 434 ως το 446. Πατριάρχευσε δώδεκα χρόνια και τρεις μήνες «καλῶς πολιτευσάμενος» και κοιμήθηκε το 447. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον έχει ανακηρύξει άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 20 Νοεμβρίου. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Κύκκου Κύπρου.

●20 Νοεμβρίου: Αγίου Πρόκλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Άγιος Πρόκλος υπήρξε άξιος αλλά και ο επιφανέστερος μαθητής του μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο Πατριάρχης Αττικός τον έκανε διάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο, ενώ το 426 χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Σισίνιο Μητροπολίτης Κυζίκου. Επειδή διακρινόταν για την παιδεία, την αρετή και την διδακτική του ικανότητα, αγαπήθηκε θερμά απ' όλους τους θαυμαστές του αξέχαστου διδασκάλου του και υποστηριζόταν απ' αυτούς για τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Για την κηρυκτική του ικανότητα, ο Ρωμαίος αξιωματούχος Βαλουσιανός (προτού βαπτισθεί χριστιανός) δήλωσε ότι· «ἐὰν εἴχομεν εἰς τὴν Ῥώμην τρεῖς ἄνδρας ὡς ὁ κύριος Πρόκλος, δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκεῖ οὔτε εἳς ἐθνικός».
Παρότι ικανός και μορφωμένος, διακρινόταν για την άμετρη ταπείνωσή του, αφού δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη δική του ανάδειξη όσο για το καλό και την ειρήνευση της Εκκλησίας. Τέσσερις φορές υποψήφιος για τον πατριαρχικό θρόνο, αλλά μόλις την τέταρτη αναδείχθηκε πατριάρχης.
Στον Συναξαριστή αναφέρεται ότι: «Ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Πρόκλος, ήκμαζε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει 408. Mε το να ήτον δε ευλαβής και ενάρετος, εχειροτονήθη επίσκοπος Kυζίκου από τον Άγιον Σισίνιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Πηγαίνωντας δε εις την Kύζικον, δεν έγινε δεκτός από τους κληρικούς της επαρχίας του, διατί είχον χειροτονήση έτερον, Δαλμάτον ονόματι. Όθεν εγύρισεν οπίσω εις την Kωνσταντινούπολιν μένωντας σχολάζων από επαρχίαν».
Χωρίς να λυπηθεί, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορεί να ζούσε ως «σχολάζων», αλλά η προσφορά του ήταν μεγάλη, αφού δίδασκε με ευγλωττία την ορθόδοξη πίστη. Όταν πέθανε ο πατριάρχης Σισίνιος, προτάθηκε για πατριάρχης ο Πρόκλος. Παρότι δεν εξελέγη, συνέχισε να διακονεί την Εκκλησία. Όταν εμφανίστηκε η αίρεση του Νεστορίου, ο ενάρετος και ειρηνικός επίσκοπος υπερασπίστηκε θερμά την ορθή πίστη. Μετά την καταδίκη του Νεστορίου και παρότι είχε δώσει πλείστες όσες πνευματικές μάχες, παραγκωνίζεται για τρίτη φορά και στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εκλέγεται ο Μαξιμιανός. Διακόνησε με ταπείνωση και αφοσίωση τον νέο πατριάρχη και μετά τον θάνατό του επελέγη τελικά πατριάρχης το έτος 434.
Η προσήλωση του Πρόκλου στα ουσιώδη της χριστιανικής ζωής και η καρτερία του στην περιφρόνηση και τον παραγκωνισμό συνέβαλαν ώστε να αναδειχθεί σπουδαίος. Συνεχιστής της εκκλησιαστικής παράδοσης του ιερού Χρυσοστόμου και συνεργάτης του ιερού πατρός, εργάσθηκε με επιείκεια και σύνεση για να επαναφέρει στην Εκκλησία τόσο τους αιρετικούς οπαδούς του Νεστορίου όσο και εκείνους που είχαν σκορπίσει εξαιτίας των εξοριών του αγίου Ιωάννου. Ανεξίκακος, πράος και μετριοπαθής βοήθησε σημαντικά στη διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος, ειρήνευσε την Εκκλησία και με τις θαυμάσιες ομιλίες στην Παναγία καθιέρωσε τα προσωνύμια «Θεοτόκος» και «αειπάρθενος».
Η Παναγία από τον άγιο Πρόκλο χαρακτηρίζεται «εργαστήριον ενώσεως των δύο φύσεων» του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Όπως ακριβώς η λυχνία δεν είναι η αιτία του φωτός, αλλά όχημά του, έτσι και η Παναγία δεν είναι Θεός, αλλά ναός του Θεού. Ο Άγιος Πρόκλος στηρίζει το «αειπάρθενον» της Παναγίας και τον όρο «Θεοτόκος» στην επίσκεψη του Θεού Λόγου. Η θεία επίσκεψη, που ονομάζεται «ανιστόρητη είσοδος και ανερμήνευτη έξοδος», καθιστά την Παναγία Θεοτόκο.
Εκτός από τις διασαφήσεις στο δόγμα της ενανθρώπησης, ο άγιος εισήγαγε στη λατρεία κατά τη διάρκεια καταστροφικών σεισμών στην Κωνσταντινούπολη τον γνωστό Τρισάγιο Ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς». Ακόμη, φρόντισε για την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τη μεταφορά τους από τα Κόμανα στη Βασιλεύουσα, στις 27 Ιανουαρίου του 438, αφήνοντας τη φήμη αγίου ανδρός.
Κατά την επάνοδο, αφού συνόδευσε σε πομπή μαζί με τον βασιλέα Θεοδόσιο και τη μακαρία Πουλχερία, εναπόθεσε το λείψανο στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων και έτσι ένωσε αυτούς που χωρίστηκαν από την εκκλησία ένεκα της καθαιρέσεως εκείνου.
Στην εποχή του αγίου Πρόκλου έγιναν μεγάλοι σεισμοί στην Κωνσταντινούπολη διαρκώς επί τέσσερις μήνες, φοβήθηκαν λοιπόν οι Βυζάντιοι και κατέφυγαν έξω από την Πόλη στην τοποθεσία Κάμπος, όπου περνούσαν τις ημέρες μαζί με τον επίσκοπο λιτανεύοντας με δεήσεις στο Θεό.
Μία από αυτές τις μέρες και ενώ εσείετο κυματιστά η γη και ο λαός έκραζε ολόψυχα το «Κύριε, ελέησον», γύρω στις εννέα το πρωί συνέβη ξαφνικά και μπροστά στα μάτια όλων να αρπαχθεί από θεία δύναμη στον αέρα ένας νεαρός και να ακούσει θεία φωνή που τον προέτρεπε ν’ αναγγείλει στον επίσκοπο και το λαό να λιτανεύουν και να λένε:
«Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
Και να μην προσθέτουν τίποτα άλλο. Ο δε άγιος Πρόκλος δέχτηκε αυτή την απόφαση και επέτρεψε στο λαό να ψάλλει έτσι και σταμάτησε αμέσως ο σεισμός. Η δε μακαρία Πουλχερία και ο αδελφός της Θεοδόσιος, ευαρεστήθηκαν πάρα πολύ με το θαύμα και πρόσταξαν να ψάλλεται σε όλη την οικουμένη ο θεϊκός αυτός ύμνος. Και από τότε παρέλαβαν όλες οι εκκλησίες να τον ψάλουν κάθε μέρα στο Θεό.

Ο Πρόκλος ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης από το 434 ως το 446. Πατριάρχευσε δώδεκα χρόνια και τρεις μήνες «καλῶς πολιτευσάμενος» και κοιμήθηκε το 447. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον έχει ανακηρύξει άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 20 Νοεμβρίου. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Κύκκου Κύπρου.

●17 Νοεμβρίου: Μνήμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου του Α’.

Αριστερά ο Άγιος Γεννάδιος και δεξιά ερείπια από την εκκλησία του Αγίου, στο χωριό Μωρό Νερό της επαρχίας Πάφου, στην Κύπρο.

Ο Γεννάδιος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 458 - 471. Πριν την εκλογή του ήταν πρεσβύτερος στην Αγιά Σοφιά. Ήταν λόγιος ιεράρχης και διακρίθηκε για την αυστηρότητα της ζωής του, την ταπεινότητά του και το ορθόδοξο φρόνημά του.
Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του πολέμησε τον Μονοφυσιτισμό και τη σιμωνία, για την καταπολέμηση της οποίας συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 458 ή το 459 με τη συμμετοχή 82 αρχιερέων. Η Σύνοδος αυτή θέσπισε για τη σιμωνία αυστηρότερες ποινές από αυτές που είχε θεσπίσει η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα. Επί των ημερών της Πατριαρχίας του ιδρύθηκε και η περίφημη αργότερα Μονή Στουδίου.
Ο Πατριάρχης Γεννάδιος επέδειξε αξιόλογο συγγραφικό έργο. Έγραψε ερμηνευτικά υπομνήματα στην Αγία Γραφή, από τα οποία σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα για την Γένεση, την Έξοδο και την Προς Ρωμαίος επιστολή του αποστόλου Παύλου. Διασώθηκαν επίσης κάποια αποσπάσματα από δογματικά έργα, καθώς και από σύγγραμμά του κατά των δώδεκα αναθεματισμών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, το οποίο γράφτηκε πριν την άνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Ο Άγιος Γεννάδιος, ο ονομαστός Οικουμενικός πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως εξέλεξε την Κύπρο ως ασκητικό καταφύγιο. Έτσι, αφού προαισθάνθηκε το τέλος του, έσπευσε να χειροτονήσει και ν' αφήσει για διάδοχο του στον πατριαρχικό θρόνο τον πρεσβύτερο Ακάκιο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος κι αρετής και να αποσυρθεί. Φόρεσε τον δερμάτινο σάκο του ασκητή, έβαλε κατάσαρκα στο κορμί του σίδερα κι αναχώρησε νύχτα απ' την Πόλη. Με συνοδό ένα ευλαβή μοναχό, τον Νείλο, τράβηξε για τους Αγίους Τόπους. Εκεί αφού είδε και προσκύνησε τον Γολγοθά και τον Ζωοδόχου Τάφο προχώρησε για την Κύπρο. Έφτασε στην Πάφο και χωρίς καμιά χρονοτριβή άφησε εκεί τον συνοδό του Νείλο κι αυτός μόνος ξεκίνησε για το όρος, όπου παλιά είχε στήσει την ασκητική του παλαίστρα ο γίγας της μοναστικής ζωής, Ιλαρίων ο Μέγας. Η απόσταση απ' την πόλη ήταν μεγάλη. Αναζητώντας το ασκητήριο του οσίου Ιλαρίωνος και κουρασμένος, ο σεβάσμιος γέροντας, απ' τα χρόνια περπατούσε σιγά. Έτσι πριν να φτάσει, άρχισε να νυκτώνει και να πέφτει χιονόνερο. Για να φυλαχτεί απ' τη θύελλα, τάχυνε το βήμα του προς το χωριό Κισσότερρα (το παλιό όνομα του χωριού Μωρό Νερό), που είναι κοντά και ζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπίτι στο όποιο κατοικούσε μια χήρα με τα δύο παιδιά της. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού πολλές φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μα κανένας δεν του άνοιξε. Το αποτέλεσμα δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Από το δυνατό κρύο ο άγιος πάγωσε και τη νύχτα εκείνη παρέδωσε το πνεύμα του.

Ετάφη εκεί, στο χωριό Μωρό Νερό και πάνω από τον τάφο του κτίστηκε ναός στο όνομά του, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα


●Σαν σήμερα, στις 17 Νοεμβρίου του 474, πέθανε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων Β’.

Χρυσός σόλλιδος με τη μορφή του Λέοντα Β’.

Ο Λέων B’ ήταν γιος του Ζήνωνα (Ίσαυρου στην καταγωγή) και της Αριάδνης και εγγονός του Λέοντα Α’ και της Βερίνας.
Ο Λέων Α’ πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 474. Δύο μήνες πριν, όρισε σαν διάδοχο τον ανήλικο εγγονό του, Λέοντα Β’. Την ημέρα της στέψης του Λέοντα Β’ στον ιππόδρομο, στις 9 Φεβρουαρίου 474, και την στιγμή που έφθασε ο πατέρας του για να τον προσκυνήσει σαν Αυτοκράτορα, ο μικρός, μιλημένος από την μητέρα του Αριάδνη, τοποθέτησε το βασιλικό στεφάνι στο κεφάλι του Ζήνωνα, ο οποίος με την συναίνεση της Συγκλήτου και την αποδοχή του Δήμου ανακηρύχτηκε συν-αυτοκράτορας του γιου του.

Ο Λέων Β’ πέθανε δέκα μήνες αργότερα στις 17 Νοεμβρίου του 474, από άγνωστη ασθένεια. Υπήρξαν έντονες φήμες ότι τον δηλητηρίασε η μητέρα του Αριάδνη για να καταστήσει τον σύζυγό της Ζήνωνα μόνο κυρίαρχο του θρόνου, όπως και έγινε. Ο θάνατός του όμως έδωσε αφορμή στην γιαγιά του Βηρίνα, χήρα του Λέοντα Α΄ να συνωμοτήσει κατά του Ζήνωνα και να πετύχει την απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιανουαρίου 475, οπότε και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας ο αδελφός της Βασιλίσκος.

Γεννάδιος Α’ - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Αριστερά ο Άγιος Γεννάδιος και δεξιά ερείπια από την εκκλησία του Αγίου, στο χωριό Μωρό Νερό της επαρχίας Πάφου, στην Κύπρο.
Ο Γεννάδιος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 458 - 471. Πριν την εκλογή του ήταν πρεσβύτερος στην Αγιά Σοφιά. Ήταν λόγιος ιεράρχης και διακρίθηκε για την αυστηρότητα της ζωής του, την ταπεινότητά του και το ορθόδοξο φρόνημά του.
Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του πολέμησε τον Μονοφυσιτισμό και τη σιμωνία, για την καταπολέμηση της οποίας συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 458 ή το 459 με τη συμμετοχή 82 αρχιερέων. Η Σύνοδος αυτή θέσπισε για τη σιμωνία αυστηρότερες ποινές από αυτές που είχε θεσπίσει η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα. Επί των ημερών της Πατριαρχίας του ιδρύθηκε και η περίφημη αργότερα Μονή Στουδίου.
Ο Πατριάρχης Γεννάδιος επέδειξε αξιόλογο συγγραφικό έργο. Έγραψε ερμηνευτικά υπομνήματα στην Αγία Γραφή, από τα οποία σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα για την Γένεση, την Έξοδο και την Προς Ρωμαίος επιστολή του αποστόλου Παύλου. Διασώθηκαν επίσης κάποια αποσπάσματα από δογματικά έργα, καθώς και από σύγγραμμά του κατά των δώδεκα αναθεματισμών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, το οποίο γράφτηκε πριν την άνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Ο Άγιος Γεννάδιος, ο ονομαστός Οικουμενικός πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως επέλεξε την Κύπρο ως ασκητικό καταφύγιο. Έτσι, αφού προαισθάνθηκε το τέλος του, έσπευσε να χειροτονήσει και ν' αφήσει για διάδοχο του στον πατριαρχικό θρόνο τον πρεσβύτερο Ακάκιο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος κι αρετής και να αποσυρθεί. Φόρεσε τον δερμάτινο σάκο του ασκητή, έβαλε κατάσαρκα στο κορμί του σίδερα κι αναχώρησε νύχτα απ' την Πόλη. Με συνοδό ένα ευλαβή μοναχό, τον Νείλο, τράβηξε για τους Αγίους Τόπους. Εκεί αφού είδε και προσκύνησε τον Γολγοθά και τον Ζωοδόχου Τάφο προχώρησε για την Κύπρο. Έφτασε στην Πάφο και χωρίς καμιά χρονοτριβή άφησε εκεί τον συνοδό του Νείλο κι αυτός μόνος ξεκίνησε για το όρος, όπου παλιά είχε στήσει την ασκητική του παλαίστρα ο γίγας της μοναστικής ζωής, Ιλαρίων ο Μέγας. Η απόσταση απ' την πόλη ήταν μεγάλη. Αναζητώντας το ασκητήριο του οσίου Ιλαρίωνος και κουρασμένος, ο σεβάσμιος γέροντας, απ' τα χρόνια περπατούσε σιγά. Έτσι πριν να φτάσει, άρχισε να νυκτώνει και να πέφτει χιονόνερο. Για να φυλαχτεί απ' τη θύελλα, τάχυνε το βήμα του προς το χωριό Κισσότερρα (το παλιό όνομα του χωριού Μωρό Νερό), που είναι κοντά και ζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπίτι στο όποιο κατοικούσε μια χήρα με τα δύο παιδιά της. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού πολλές φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μα κανένας δεν του άνοιξε. Το αποτέλεσμα δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Από το δυνατό κρύο ο άγιος πάγωσε και τη νύχτα εκείνη παρέδωσε το πνεύμα του.
Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν οι χωριανοί νεκρό. Ένας από το χωριό μετέφερε στον επίσκοπο της Πάφου το μήνυμα. Κι ο επίσκοπος Υπερόριος έστειλε ένα Ιερέα κι ένα λαϊκό μαζί, για να κανονίσουν τα της ταφής του μοναχού. Αυτή την εντύπωση έδινε ο νεκρός ιεράρχης. Μετά από θαύμα που έγινε ο Επίσκοπος κατάλαβε πώς ο νεκρός για τον οποίο του μίλησαν δεν μπορούσε να ’ναι ένας κοινός μοναχός, αλλά κάποιος μεγάλος άγιος, κι ότι αυτοί από αναξιότητα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ο επίσκοπος Υπερόριος κάλεσε ιδιαίτερα τον Νείλο και ζήτησε απ' αυτόν να του πει την ταυτότητα του νεκρού. Ο μοναχός Νείλος αρνιόταν στην αρχή. Ύστερα όμως του φανέρωσε το μυστήριο: Δέσποτα μου, του είπε, ο μοναχός αυτός, ο ξένος και ταπεινός, είναι ο Γεννάδιος, ο άλλοτε Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως. Στο άκουσμα του ονόματος ο επίσκοπος Υπερόριος σηκώθηκε και βαθιά συγκινημένος έδωσε εντολή να ετοιμάσουν για τον νεκρό το ανάλογο φέρετρο και να το μεταφέρουν για να το θάψουν στην επισκοπή. Μόλις οι άνθρωποι πού κρατούσαν το φέρετρο προχώρησαν κι έφτασαν εκεί πού κτίσθηκε αργότερα ο ομώνυμος ναός, ένιωσαν μεγάλη κούραση κι απέθεσαν το φέρετρο για να ξεκουραστούν λίγο.  Όταν ύστερα δοκίμασαν να το σηκώσουν πάλι και να προχωρήσουν, στάθηκε αδύνατο. Το φέρετρο δεν μετακινείτο. Νόμιζε κανείς πώς είχε ριζώσει στη γη. Το γεγονός αυτό τους έκανε να καταλάβουν, πώς ο άγιος ήθελε στον τόπο εκείνο να ταφεί. Αυτό και έγινε. Ετάφη εκεί, στο χωριό Μωρό Νερό και πάνω από τον τάφο του κτίστηκε ναός στο όνομά του.
Σε αυτόν το ναό ο συνοδός του, ο Άγιος Νείλος, χειροτονήθηκε υποδιάκονος ο οποίος μετά από λίγο πέθανε. Αυτού του ναού τα ερείπια σώζονται μέχρι σήμερα.

Διαβάστε την ακολουθία του Αγίου εδώ (pdf).

Λέων Β’

Χρυσός σόλλιδος με τη μορφή του Λέοντα Β’.
Ο Λέων B’ ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας το 474, για λιγότερο από ένα χρόνο. Ήταν γιος του Ζήνωνα (Ίσαυρου στην καταγωγή) και της Αριάδνης και εγγονός του Λέοντα Α’ και της Βερίνας. Ως πιο κοντινός άρρεν συγγενής του Λέοντα Α', ονομάστηκε διάδοχος μετά το θάνατο του παππού του.
Ο Λέων Α’ πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 474. Δύο μήνες πριν, όρισε σαν διάδοχο τον ανήλικο εγγονό του, Λέοντα Β’.
Επειδή ο Λέων ήταν πολύ μικρός για να κυβερνήσει μόνος του, η Βερίνα και η Αριάδνη αποφάσισαν να στέψουν τον Ζήνωνα ως συναυτοκράτορα.
Την ημέρα της στέψης του Λέοντα Β’ στον ιππόδρομο, στις 9 Φεβρουαρίου 474, και την στιγμή που έφθασε ο πατέρας του για να τον προσκυνήσει σαν Αυτοκράτορα, ο μικρός, μιλημένος από την μητέρα του Αριάδνη, τοποθέτησε το βασιλικό στεφάνι στο κεφάλι του Ζήνωνα, ο οποίος με την συναίνεση της Συγκλήτου και την αποδοχή του Δήμου ανακηρύχτηκε συν-αυτοκράτορας του γιου του.
Ο Λέων Β’ πέθανε δέκα μήνες αργότερα στις 17 Νοεμβρίου του 474, από άγνωστη ασθένεια. Υπήρξαν έντονες φήμες ότι τον δηλητηρίασε η μητέρα του Αριάδνη για να καταστήσει τον σύζυγό της Ζήνωνα μόνο κυρίαρχο του θρόνου, όπως και έγινε. Ο θάνατός του όμως έδωσε αφορμή στην γιαγιά του Βερίνα, χήρα του Λέοντα Α’ να συνωμοτήσει κατά του Ζήνωνα και να πετύχει την απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιανουαρίου 475, οπότε και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας ο αδελφός της Βασιλίσκος.

●Σαν σήμερα, στις 15 Νοεμβρίου του 565, ο Ιουστίνος Β’ διαδέχεται τον θείο του, Ιουστινιανό Α’, ως αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Β’ με τη σύζυγό του Σοφία σε μισό Φόλλις (χάλκινο νόμισμα). Η κοπή του έγινε γύρω στο 574/578 στην Καρχηδόνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Β’.
Η σύζυγος του Ιουστίνου Β’, Σοφία, μετά τη γέννηση του γιου της τιμήθηκε με την απεικόνισή της στα νομίσματα. Με τα νομίσματα στα οποία εικονίζεται η Σοφία εγκαινιάζεται ένας νέος νομισματικός τύπος. Ενώ, δηλαδή, παλαιότερα τα νομίσματα των αυτοκρατειρών αποτελούσαν ξεχωριστή σειρά, από την εποχή της Σοφίας οι αυτοκράτειρες εικονίζονται στα αργυρά και χάλκινα νομίσματα μαζί με τους συζύγους τους.

Ανιψιός λοιπόν του Ιουστινιανού, ο Ιουστίνος Β’, πήρε το θρόνο όταν απέδειξε ότι ο θείος του τον είχε ορίσει διάδοχο λίγο πριν πεθάνει, καθότι ο Ιουστινιανός ήταν άτεκνος .
Ο Ιουστίνος ήταν μεγαλομανής, αλαζόνας και με άσωτη ζωή. Δεν ήταν πετυχημένος, αλλά δεν ήταν και τόσο κακός όσο περιγράφεται από τους περισσότερους ιστορικούς. Διαδέχθηκε έναν από τους μεγάλους βασιλιάδες της Ιστορίας και αυτό μόνο δεν ήταν εύκολο.
Λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιουστίνο, το 568, οι Λομβαρδοί υπό την ηγεσία του Αλβοΐνου, εισέβαλαν στη βόρεια Ιταλία, όπου ίδρυσαν βασίλειο με πρωτεύουσα την Παβία. Κατόπιν, προχώρησαν στην κεντρική και νότια Ιταλία, εκτός από την Πεντάπολη, τις Παπικές Κτήσεις και τα νότια παράλια, που παρέμειναν βυζαντινά.
Το 568 επίσης, οι Άβαροι (ένας νομαδικός λαός της Ευρασίας), κατέλαβαν τη Δαλματία, κόβοντας έτσι τη χερσαία οδό επικοινωνίας του Βυζαντίου με τη Βόρεια Ιταλία και τη Δύση. Όταν το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος δεν μπορούσε πια να εξαγοράσει τους Αβάρους, εκείνοι άρχισαν τις επιδρομές και στα Βαλκάνια.
Σειρά είχε η σύρραξη με τους Πέρσες που το 573 πήραν τη Δαράς επί του Τίγρη.
Ο Ιουστίνος αρνήθηκε να πληρώσει τους βαρβάρους για να εξαγοράσει την ειρήνη (όπως ήταν η πολιτική του θείου του). Αυτό προκάλεσε βέβαια και τις εχθροπραξίες με Αβάρους και Πέρσες. Έτσι αναγκάστηκε σύντομα να επιστρέψει στις διπλωματικές τακτικές της εξαγοράς, που ήταν τόσο προσφιλείς στον θείο του Ιουστινιανό.
Στο εσωτερικό μέτωπο τώρα, επιχείρησε συμφιλίωση με τους Μονοφυσίτες αλλά απέτυχε, και ξεκίνησε διωγμούς εναντίον τους με την ενθάρρυνση του Ιωάννη Σχολαστικού. Έτσι αρχίζει να επικρατεί η λατρεία της Παρθένου.
Μπορεί να μη διαφύλαξε τα σύνορα, εξασφάλισε όμως θρησκευτική ειρήνη και οικονομική ανάκαμψη.
Προς το τέλος της ζωής του έχασε τα λογικά του και παρέλυσε. Όταν έχασε τα λογικά του, η γυναίκα του Σοφία τον έπεισε, σε μια στιγμή διαύγειας, να ορίσει διάδοχό του τον Φλάβιο Τιβέριο Κωνσταντίνο, ο οποίος έγινε Καίσαρ και de facto ηγέτης, από το 574. Για τέσσερα χρόνια ο Τιβέριος κυβέρνησε ως αντιβασιλέας από κοινού με τη σύζυγο του Ιουστίνου Β’ (και ανιψιά της συζύγου του Ιουστινιανού Θεοδώρας) Σοφία.

Ο θάνατός του Ιουστίνου επήλθε την 5η Οκτωβρίου του 578, σε ηλικία 58 ετών. Μετά τον θάνατο του προκατόχου του, ο Τιβέριος στέφθηκε και επίσημα Αύγουστος.

●Σαν σήμερα, στις 15 Νοεμβρίου του 1028, πέθανε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Η’.

Ιστάμενον νόμισμα με τη μορφή του Κωνσταντίνου Η’.

Ο Κωνσταντίνος Η’ ήταν γιος του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς (εκ Σπάρτης) και νεώτερος αδελφός του Βασιλείου Β’ και συμβασίλευσε μαζί του από το 963 μέχρι το 1025.
Ήταν πολύ ψηλός και μεγαλοπρεπής. Χωρίς θάρρος, ενεργητικότητα και πολιτικές ικανότητες. Ανίκανος και αδιάφορος. Ακατάλληλος για ηγέτης αφού για 63 από τα 68 χρόνια της ζωής του τον επισκίαζαν 3 άλλοι εξέχοντες αυτοκράτορες παρόλο που τυπικά ήταν κι αυτός εστεμμένος.
Όσο ήταν συναυτοκράτορας με τον αδερφό του Βασίλειο Β’, ο Κωνσταντίνος είχε έκλυτο βίο με κάθε είδους “διασκεδάσεις” ωθούμενος σε αυτές από τον ευνούχο θείο του Βασίλειο, προκειμένου να κρατηθεί μακριά από την εξουσία και να είναι πάντοτε εξαρτώμενος απ’ αυτόν.
Ο Κωνσταντίνος συνέχιζε να αδιαφορεί για τις κρατικές υποθέσεις και να ασχολείται μόνο με τις διασκεδάσεις του. Λέγεται μάλιστα ότι περνούσε περισσότερο καιρό στον Ιππόδρομο απ’ ότι στην αίθουσα του θρόνου.
Αρχικά ο Κωνσταντίνος είχε αρραβωνιαστεί με μια κόρη του τσάρου Βόρι Β' της Βουλγαρίας, τελικά όμως παντρεύτηκε με μια Βυζαντινή αριστοκράτισσα, την Ελένη, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Ευδοκία, που έγινε μοναχή, τη Ζωή και τη Θεοδώρα.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1025, μετά το θάνατο του αδελφού του, κλήθηκε να αναλάβει ως μονοκράτορας την διακυβέρνηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο έκλυτος βίος των νεανικών του χρόνων όμως είχαν επιβαρύνει σοβαρότατα την υγεία του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία.
Τουλάχιστον δεν είχε την ενεργητικότητα για να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην αυτοκρατορία. Όλη του τη ζωή απολάμβανε μέχρι ρανίδος τα προνόμια της θέσης του χωρίς να ασχολείται με κρατικές υποθέσεις.
Ευτυχώς όμως μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια κατάφερε να κινητοποιήσει την κρατική μηχανή, με αποτέλεσμα αυτή να συγκεντρώσει φόρους πέντε ετών (δηλαδή και τους καθυστερούμενους από τα χρόνια του Βασιλείου Β’ φόρους), αλλά διατήρησε και το “αλληλέγγυον”, τους νόμους δηλαδή για την ιδιοκτησία γης του Βασιλείου, οι οποίοι προστάτευαν τους μικροκαλλιεργητές από τους δυνατούς.
Η μεγάλη του έγνοια ήταν να βρει συζύγους για τις 3 κόρες του που είχαν κρατηθεί μέχρι σε μεγάλη ηλικία σε κατάσταση άγνοιας, απομόνωσης και παρθενίας, επειδή ο αδελφός του Βασίλειος φοβόταν να τις αφήσει να παντρευτούν.

Ήταν ήδη όμως πολύ άρρωστος όταν έμεινε μόνος στο θρόνο. Μετά βίας περπατούσε λόγω αρθρίτιδας. Λίγες μέρες πριν το θάνατό του, κάλεσε αιφνίδια στα ανάκτορα τον τότε Ύπαρχο Κωνσταντινουπόλεως και παλιό αριστοκράτη Ρωμανό Αργυρό και τον διέταξε να διαζευχθεί τη σύζυγό του και να νυμφευθεί την 48 ετών πριγκίπισσα Ζωή και με αυτή να τον διαδεχθεί στο θρόνο (12 Νοεμβρίου 1028). Μετά τρεις ημέρες ο Κωνσταντίνος Η΄ πέθανε και έτσι οι δυο αδελφές του έμειναν οι τελευταίοι απόγονοι της Μακεδονικής δυναστείας.

●15 Νοεμβρίου: Αγίου Θωμά του Β’ του νέου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Θωμάς ο Β’ εξελέγη Πατριάρχης έπειτα από εξάμηνη χηρεία του Θρόνου. Εχειροτονήθει το Άγιο και Μεγάλο Σάββατο του έτους 665, διαδέχτηκε τον Πέτρο και παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το 669. Πριν την εκλογή του ήταν διάκονος στην Αγιά Σοφιά και κατείχε το οφφίκιο του Χαρτοφύλακα. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει ότι ήταν επίσης νοτάριος, ρεφερενδάριος και καγκελλάριος του Πατριαρχείου, ενώ διετέλεσε και διευθυντής του γηροκομείου της Σκάλας και του πτωχοτροφείου Νεαπόλεως.

Πλην της ευσέβειάς του, δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τη ζωή του. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 15 Νοεμβρίου.

Κωνσταντίνος Η’ ο Πορφυρογέννητος

Ιστάμενον νόμισμα με τη μορφή του Κωνσταντίνου Η’.
Ο Κωνσταντίνος Η’ ήταν γιος του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς (εκ Σπάρτης) και νεώτερος αδελφός του Βασιλείου Β’ και συμβασίλευσε μαζί του από το 963 μέχρι το 1025.
Ήταν πολύ ψηλός και μεγαλοπρεπής. Χωρίς θάρρος, ενεργητικότητα και πολιτικές ικανότητες. Ανίκανος και αδιάφορος. Ακατάλληλος για ηγέτης αφού για 63 από τα 68 χρόνια της ζωής του τον επισκίαζαν 3 άλλοι εξέχοντες αυτοκράτορες παρόλο που τυπικά ήταν κι αυτός εστεμμένος.
Όσο ήταν συν-αυτοκράτορας με τον αδερφό του Βασίλειο Β’, ο Κωνσταντίνος είχε έκλυτο βίο με κάθε είδους “διασκεδάσεις” ωθούμενος σε αυτές από τον ευνούχο θείο του Βασίλειο, προκειμένου να κρατηθεί μακριά από την εξουσία και να είναι πάντοτε εξαρτώμενος απ’ αυτόν.
Ο Κωνσταντίνος συνέχιζε να αδιαφορεί για τις κρατικές υποθέσεις και να ασχολείται μόνο με τις διασκεδάσεις του. Λέγεται μάλιστα ότι περνούσε περισσότερο καιρό στον Ιππόδρομο απ’ ότι στην αίθουσα του θρόνου.
Αρχικά ο Κωνσταντίνος είχε αρραβωνιαστεί με μια κόρη του τσάρου Βόρι Β’ της Βουλγαρίας, τελικά όμως παντρεύτηκε με μια Βυζαντινή αριστοκράτισσα, την Ελένη, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Ευδοκία, που έγινε μοναχή, τη Ζωή και τη Θεοδώρα.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1025, μετά το θάνατο του αδελφού του, κλήθηκε να αναλάβει ως μονοκράτορας την διακυβέρνηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο έκλυτος βίος των νεανικών του χρόνων όμως είχαν επιβαρύνει σοβαρότατα την υγεία του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία.
Τουλάχιστον δεν είχε την ενεργητικότητα για να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην αυτοκρατορία. Όλη του τη ζωή απολάμβανε μέχρι ρανίδος τα προνόμια της θέσης του χωρίς να ασχολείται με κρατικές υποθέσεις.
Ευτυχώς όμως μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια κατάφερε να κινητοποιήσει την κρατική μηχανή, με αποτέλεσμα αυτή να συγκεντρώσει φόρους πέντε ετών (δηλαδή και τους καθυστερούμενους από τα χρόνια του Βασιλείου Β’ φόρους), αλλά διατήρησε και το “αλληλέγγυον”, τους νόμους δηλαδή για την ιδιοκτησία γης του Βασιλείου, οι οποίοι προστάτευαν τους μικροκαλλιεργητές από τους δυνατούς.
Η μεγάλη του έγνοια ήταν να βρει συζύγους για τις 3 κόρες του που είχαν κρατηθεί μέχρι σε μεγάλη ηλικία σε κατάσταση άγνοιας, απομόνωσης και παρθενίας, επειδή ο αδελφός του Βασίλειος φοβόταν να τις αφήσει να παντρευτούν.
Ήταν ήδη όμως πολύ άρρωστος όταν έμεινε μόνος στο θρόνο. Μετά βίας περπατούσε λόγω αρθρίτιδας. Λίγες μέρες πριν το θάνατό του, κάλεσε αιφνίδια στα ανάκτορα τον τότε Ύπαρχο Κωνσταντινουπόλεως και παλιό αριστοκράτη Ρωμανό Αργυρό και τον διέταξε να διαζευχθεί τη σύζυγό του και να νυμφευθεί την 48 ετών πριγκίπισσα Ζωή και με αυτή να τον διαδεχθεί στο θρόνο (12 Νοεμβρίου του 1028). Λίγες μέρες μετά το γάμο, στις 15 Νοεμβρίου, ο Κωνσταντίνος Η’ πέθανε και έτσι οι δυο αδελφές του έμειναν οι τελευταίοι απόγονοι της Μακεδονικής δυναστείας.