●31 Δεκεμβρίου: Αγίου Ζωτικού του “Ορφανοτρόφου”.

Ο Άγιος Ζωτικός ο “Ορφανοτρόφος” σε μικρογραφία από το Μηνολόγιον του Βασιλείου Β’, (10ος αιώνας, Βιβλιοθήκη του Βατικανού).

Ο Άγιος Ζωτικός έζησε στα χρόνια που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από επιφανή οικογένεια και είχε σπουδαία μόρφωση, ενώ κατείχε τον βαθμό του μαγιστριανού. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ’ αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης.
Την εποχή εκείνη έπληξε την Κωνσταντινούπολη επιδημία λέπρας, η οποία τότε, ήταν ασθένεια μεταδοτική και αθεράπευτη. Ο αυτοκράτορας διέταξε, προκειμένου να μην εξαπλωθεί η ασθένεια, όσους αρρώσταιναν από λέπρα να τους ρίχνουν στην θάλασσα. Ο Άγιος Ζωτικός, ο οποίος ήταν άνθρωπος φιλόθεος και φιλάνθρωπος, δεν μπορούσε όχι μόνο να τηρήσει τον νόμο του βασιλέα και να θανατώνει τους λεπρούς, αλλά ούτε να ακούσει για αυτόν. Παρουσιάστηκε τότε στον αυτοκράτορα και του ζήτησε χρήματα πολλά για να τα επενδύσει αγοράζοντας μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους προς όφελος της αυτοκρατορίας. Επειδή ο βασιλέας νόμιζε ότι ο Άγιος Ζωτικός μιλούσε για πραγματικούς πολύτιμους λίθους διέταξε να του δώσουν όσα χρήματα ζητούσε. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα που του έδωσαν και κατόπιν πήγαινε στους στρατιώτες που συνελάμβαναν τους λεπρούς για να τους ρίξουν στην θάλασσα, τους προσέφερε χρήματα και έπαιρνε τους λεπρούς γλιτώνοντας τους από τον θάνατο. Κατόπιν τους οδηγούσε σε ένα βουνό έξω από την Κωνσταντινούπολη, που ονομάζονταν “Ελαιώνας” και εκεί έφτιαχνε καλύβες στις οποίες έβαζε να κατοικούν οι λεπροί. Όταν πέθανε ο Μέγας Κωνσταντίνος, την βασιλεία ανέλαβε ο υιός του Κωνστάντιος, ο οποίος άνηκε στην αίρεση του Αρείου. Ο Κωνστάντιος από την μια αποστρεφόταν τον Άγιο Ζωτικό, επειδή ήταν Ορθόδοξος, από την άλλη όμως τον σεβόταν γιατί ήταν συνεργάτης του πατέρα του. Συνέβη δε να προσβληθεί από λέπρα και η κόρη του Κωνστάντιου, την οποία παρέδωσε ο ίδιος ο πατέρας της στους δήμιους για να τη ρίξουν στην θάλασσα, αλλά την ελευθέρωσε και αυτήν ο μακάριος Ζωτικός, με τον ίδιο τρόπο που έσωζε και τους άλλους λεπρούς. Την εποχή εκείνη συνέβη να πέσει πείνα στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας ζήτησε να μάθει τον λόγο. Οι συκοφάντες του Αγίου Ζωτικού βρήκαν την ευκαιρία να τον κατηγορήσουν στον αυτοκράτορα ότι εξαιτίας του Ζωτικού ο οποίος μοίραζε στους αρρώστους λεπρούς πλουσιοπάροχα τροφές υποφέρει η πόλη. Τότε ο Κωνστάντιος διέταξε να συλλάβουν τον Άγιο και να τον φέρουν μπροστά του. Ο μακάριος Ζωτικός όταν έμαθε ότι τον ζητούν για να τον συλλάβουν πήγε μόνος του και παρουσιάστηκε στον βασιλέα. Τότε ο Κωνστάντιος ειρωνικά τον ρώτησε: “ Ήρθε, ω μαγιστριανέ το πλοίο το οποίο έφερνε τα μαργαριτάρια και τους πολύτιμους λίθους που μου υποσχέθηκες ότι θα αγοράσεις με τα λεφτά που έπαιρνες”; Και ο Άγιος του απάντησε: “Ναι βασιλιά μου ήρθε, εάν θέλεις πάμε να σου τα δείξω”. Ο Κωνστάντιος σηκώθηκε και ακολούθησε τον Άγιο, ο οποίος τον οδήγησε στον καταυλισμό των λεπρών. Ο μακάριος Ζωτικός ειδοποίησε τους λεπρούς να βγουν από τις καλύβες τους, μαζί και η κόρη του βασιλιά και να προϋπαντήσουν τον αυτοκράτορα κρατώντας αναμμένες λαμπάδες. Όταν ο Κωνστάντιος είδε τους αρρώστους ρώτησε: “Ποιοί είναι αυτοί”; Και ο Άγιος του απάντησε: “Αυτοί βασιλιά μου είναι οι πολύτιμοι λίθοι που με τόσο κόπο αγόρασα”. Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο αυτοκράτορας, πιστεύοντας ότι ο μακάριος Ζωτικός τον ειρωνευόταν διέταξε να τον δέσουν πίσω από μουλάρια. Χτύπησαν τα μουλάρια και καθώς εκείνα έτρεχαν, το σώμα του Αγίου Ζωτικού κομματιάστηκε και τα μέλη του διασκορπίστηκαν.
Στην συνέχεια, μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου, τα μουλάρια μίλησαν και είπαν: “θάψτε τον εδώ”, ενώ στον τόπο του μαρτυρίου του ανέβλυσε Αγίασμα το οποίο θεράπευε κάθε ασθένεια.
Ο Κωνστάντιος μετανόησε για την σκληροκαρδία του και τον άδικο θάνατο του Αγίου Ζωτικού και διέταξε να τον ενταφιάσουν με κάθε δόξα και τιμή. Παράλληλα νιώθοντας τύψεις για την σκληροκαρδία του και την αδικία που διέπραξε, διέταξε να κτιστεί νοσοκομείο για την νοσηλεία των λεπρών και να στελεχώνεται από τους καλύτερους γιατρούς και επιστάτες, αλλά και να δοθούν κτήματα και χρήματα για την συντήρησή του. Το ιερό λείψανο του Αγίου Ζωτικού και μετά τον θάνατό του δεν έπαψε να προσφέρει ανάπαυση στους αρρώστους επιτελώντας πλήθος θαυμάτων προς δόξα του φιλάνθρωπου Θεού στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση.
Ο Άγιος Ζωτικός ονομάζεται επίσης “Ορφανοτρόφος”, διότι κατά τα επόμενα χρόνια ένα μεγάλο ορφανοτροφείο προστέθηκε στο λεπροκομείο. Το ορφανοτροφείο περιελάμβανε ένα γενικό νοσοκομείο και ένα γηροκομείο. Έτσι ο Άγιος τιμήθηκε σε όλη την βυζαντινή ιστορία ως ο προστάτης του ορφανοτροφείου και από τότε οι λεπροί θεωρούν τον Άγιο Ζωτικό προστάτη τους.
Από τότε επίσης, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, ο Ιωάννης ο Τσιμισκής και ο Ρωμανός ο Γ’, εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του λεπροκομείου και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.
Ο Άγιος Ζωτικός εορτάζει στις 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

●Σαν σήμερα, στις 27 Δεκεμβρίου του 537, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’, μαζί με τον Πατριάρχη Μηνά, εγκαινίασε με μεγάλη λαμπρότητα την Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη.

Ο θρύλος λέει ότι ο Ιουστινιανός, αντικρίζοντας τον μεγαλοπρεπή ναό, αναφώνησε την ιστορική φράση: 
«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. 
Νενίκηκά σε, Σολομών!»
εννοώντας ότι η Αγία Σοφία ξεπερνούσε σε κάλλος και μεγαλοπρέπεια το Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ.


Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ στην κατασκευή της Αγιά Σοφιάς, όπως απεικονίζεται στην χρονογραφία ¨Σύνοψις-Χρονική¨ του Κωνσταντίνου Μανασσή, (14ος αιώνας).
Δεξιά: Ο Άγιος Μηνάς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος στις 27 Δεκεμβρίου 537 τέλεσε τα πρώτα εγκαίνια του ναού της Αγιά Σοφιάς. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα, Μονή Γκρατσάνιτσα, Σερβία, Κοσσυφοπέδιο.

●27 Δεκεμβρίου: Μνήμη Αγίου Θεοδώρου Α’, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.


Ποιμήν άριστος Θεόδωρος ωράθη,
Ως ων μιμητής του μεγάλου Ποιμένος.

Ο Θεόδωρος Α΄ ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 677-679 και 686-687.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έζησε επί Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου. Διακρίθηκε για την αρετή και την ευλάβειά του και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος του Ναού της Αγίας Σοφίας. Κατόπιν έγινε σύγκελλος και σκευοφύλακας του Ναού.
Το 677, μετά το θάνατο του Πατριάρχη Κωνσταντίνου, ο Θεόδωρος αναδείχθηκε Πατριάρχης κατόπιν θέλησης του Αυτοκράτορα και της Συγκλήτου. Μετά από δύο χρόνια και τρεις μήνες Πατριαρχίας, απομακρύνθηκε από τον Αυτοκράτορα και επανήλθε στο Θρόνο μετά το θάνατο του διαδόχου του Γεωργίου Α΄ και πατριάρχευσε για τρία ακόμη έτη.

Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 27 Δεκεμβρίου.

Το ιστολόγιό μας, εύχεται ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σε όλο τον κόσμο!!!


●Σαν σήμερα, 25 Δεκεμβρίου του 820, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, δολοφονείται από τα χέρια συνωμοτών, τους οποίους είχε οργανώσει ο επίσης αυτοκράτορας, Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός, ή Ψελλός. ●Στις 25 Δεκεμβρίου 1250, γεννήθηκε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης (γιος του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη). ●Επίσης ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης στις 25 Δεκεμβρίου του 1261, στην επέτειο των ενδέκατων γενεθλίων του, καθαιρείται και τυφλώνεται με διαταγή του συν-αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.

Αριστερά: Σόλλιδος με τη μορφή του Λέοντα του Ε΄ του Αρμένιου.
Δεξιά: Πορτραίτο του αυτοκράτορα Ιωάννη Δ' από χειρόγραφο του 15ου αιώνα.

Η δολοφονία του αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντος Ε’ υπήρξε αποτέλεσμα της τυφλής σύγκρουσης στην οποία είχε οδηγήσει η εικονομαχία. Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα μίσους και αδιαλλαξίας ο Λέων απομάκρυνε τον εικονολάτρη Πατριάρχη Νικηφόρο και τον αντικατέστησε με τον Θεόδοτο Κασσιτερά, που διέταξε την απομάκρυνση των εικόνων από τις εκκλησίες. Οι επίσκοποι που διαφωνούσαν εξορίζονταν και αφορίζονταν.
Μεγάλα τμήματα του στρατεύματος αντέδρασαν. Επικεφαλής των αντιφρονούντων τέθηκε ο παλιός σύντροφος του Λέοντος, στρατηγός Μιχαήλ, από το Αμόριο της Φρυγίας.
Ο Μιχαήλ συνελήφθη και φυλακίστηκε στο παλάτι, όπου δρούσαν συστηματικά πολλοί συνωμότες. Τη νύκτα των Χριστουγέννων του 820, μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς, μπήκαν κρυφά στο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου, στα ανάκτορα, όπου έψελνε ο αυτοκράτορας. Χίμηξαν επάνω του με σπαθιά και μαχαίρια. Εκείνος αμύνθηκε με ένα μεγάλο σταυρό. Όμως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί και τον σκότωσαν. Αμέσως απελευθέρωσαν τον Μιχαήλ και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα.
Η οικογένεια του Λέοντος εξορίστηκε στην Πρώτη των Πριγκιποννήσων, όπου παίχτηκε και η τελευταία πράξη του δράματος: Όπως έγινε και με τα παιδιά του προκατόχου του Μιχαήλ Α', οι τέσσερις γιοί του Λέοντα, μεταξύ αυτών και ο πρώην συν-αυτοκράτορας Συμβάτιος, ευνουχίστηκαν για να μη μπορέσουν να διεκδικήσουν, μελλοντικά, το θρόνο (το νεότερο από αυτά πέθανε από το τραύμα). Όλη η οικογένεια, συμπεριλαμβανόμενης της δεύτερης γυναίκας του Λέοντα, Θεοδοσίας, κλείστηκε σε μοναστήρια των νησιών Πρώτη και Χάλκη.
Κρίνοντας τον Λέοντα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από σημαντικές επιτυχίες, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για την αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ικανότητές του στη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους παραδέχτηκαν ακόμη και άσπονδοι εχθροί του όπως ο πατριάρχης Νικηφόρος: "ει και αλάστορα, αλλ' ουν επιμελητήν των κοινών η πόλις άνδρα απώλεσεν" (Ήταν καταστροφέας (εννοεί της Εκκλησίας), αλλά όμως το κράτος έχασε ένα άξιο κυβερνήτη).


Ανήμερα Χριστούγεννα ήταν και το 1261, όταν κατά διαταγή του αυτοκράτορος Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, σφετεριστή του Θρόνου, τυφλώθηκε ο Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης, γιος και νόμιμος διάδοχος του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη. Ο Άγιος και αυτοκράτωρ Θεόδωρος Λάσκαρης υπήρξε αυτοκράτορας στη Νίκαια, καθώς η Κωνσταντινούπολη από το 1204 είχε πέσει στα χέρια των Φράγκων της Δ’ Σταυροφορίας. Πέθανε όταν ο γιος του ήταν μόλις 8 ετών. Την επιμέλεια του Ιωάννη ανέλαβε ο στρατηγός Μιχαήλ Παλαιολόγος, που παραγκωνίζοντας το παιδί, στέφθηκε ο ίδιος αυτοκράτορας, το 1260. Τον επόμενο χρόνο ο καίσαρας Στρατηγόπουλος απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη. Η στέψη του Μιχαήλ επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά στην Αγιά Σοφιά.

Λέων Ε’ ο Αρμένιος

Η ανακήρυξη του Λέοντα Ε’ ως αυτοκράτορα, σε μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, περί τα τέλη του 12ου με αρχές 13ου αιώνα, (Biblioteca Nacional de España in Madrid).
Ένθετα: επάνω αριστερά, χρυσός σόλιδος με τη μορφή του Λέοντα και επάνω δεξιά Φόλλις (είδος χάλκινου νομίσματος στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή αυτοκρατορία) επίσης με τη μορφή του Λέοντα.
Ο Λέων γεννήθηκε στην Αρμενία και ήταν γιος του αρμενικής και ασσυριακής καταγωγής πατρικίου Βάρδα. Υπηρέτησε στην προσωπική φρουρά του πατρικίου και στρατηγού του Θέματος των Ανατολικών Βαρδάνη, του αποκαλούμενου Τούρκου, μαζί με τον μέλλοντα αυτοκράτορα Μιχαήλ και τον μέλλοντα στασιαστή Θωμά τον Σλάβο. Όταν ο Βαρδάνης στασίασε το 803 κατά του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’, ο Λέων και ο Μιχαήλ τον εγκατέλειψαν. Ο αυτοκράτορας αντάμειψε τον Λέοντα με ένα αρχοντικό στην Κωνσταντινούπολη και το αξίωμα του κόμη των φοιδεράτων. Ο Λέων διακρίθηκε στους κατά των Αράβων αγώνες αλλά μια ήττα που προκλήθηκε από αμέλειά του όταν ήταν υποστράτηγος του Θέματος των Ανατολικών και η απώλεια του στρατιωτικού ταμείου του στοίχισαν καθαίρεση, ξυλοδαρμό, κούρεμα και εξορία.
Το 811, μετά την καταστροφική ήττα του Βυζαντινού στρατού από τους Βουλγάρους του Κρούμου στη Μάχη της Πλίσκας και το θάνατο του Νικηφόρου Α’, ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές ανακάλεσε τον Λέοντα από την εξορία και τον αναγόρευσε στρατηγό του Θέματος των Ανατολικών. Ο Λέων ήταν ήδη φίλος του Μιχαήλ πριν ο δεύτερος γίνει αυτοκράτορας αλλά έχει διατυπωθεί και η υποψία ότι η γυναίκα του Λέοντα ήταν ερωμένη του αυτοκράτορα.
Ως στρατηγός των Ανατολικών, ο Λέων καταδίωξε, σύμφωνα με την τότε πολιτική του Μιχαήλ Α’, τους αιρετικούς Παυλικιανούς και Αθίγγανους.
Διαδέχθηκε τον Μιχαήλ Α’ τον Ραγκαβέ ύστερα από τη μεγάλη ήττα που υπέστη ο Μιχαήλ στη μάχη της Βερσινικίας, κοντά στην Αδριανούπολη, από το βασιλιά των Βουλγάρων Κρούμμο.
Πιο συγκεκριμένα, το 813, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ ανέλαβε, καθυστερημένα, δράση εναντίον των Βουλγάρων του Κρούμου οι οποίοι συνέχιζαν να λεηλατούν τη Θράκη και κατέλαβαν τη Μεσημβρία. Στο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα που συγκέντρωσε, συμμετείχαν και δυνάμεις του μικρασιατικού θεματικού στρατού υπό τον Λέοντα Αρμένιο. Όμως ο Μιχαήλ, ακόμη μια φορά, επέδειξε αδράνεια καθυστερώντας αδικαιολόγητα να επιτεθεί εναντίον των Βουλγάρων. Τελικά, αυτοί εισέβαλλαν πάλι στη Θράκη και πλησίασαν το στρατό του ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Αδριανούπολη. Η συνεχής αναβλητικότητα του αυτοκράτορα επέτεινε την πτώση του ηθικού του βυζαντινού στρατού. Όταν τελικά, στη Βερσινικία, άρχισε η σύγκρουση, ολόκληρα σώματα του βυζαντινού στρατού τράπηκαν σε φυγή κατά την πρώτη συμπλοκή και η ήττα ήταν ξανά ολοκληρωτική για την αυτοκρατορία. Κάποιες βυζαντινές πηγές κάνουν λόγο για εσκεμμένη φυγή του Λέοντα, με σκοπό να ηττηθεί ο αυτοκράτορας και να καταλάβει αυτός το θρόνο, άλλοι όμως τον αθωώνουν από αυτή τη βαριά κατηγορία. Το γεγονός ότι υπάρχουν χρονογράφοι (εικονόφιλοι βέβαια) που αμφιβάλλουν για την εκδοχή της προδοσίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για προσπάθεια σπίλωσης του Λέοντα λόγω της εικονομαχικής πολιτικής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και σήμερα οι ιστορικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο αν πράγματι ο Λέοντας, ενεργώντας κατ' αυτό τον τρόπο, από πρόθεση πρόδωσε τον αυτοκράτορά του. Έτσι, άλλοι στηρίζουν την εκδοχή της εγκληματικής αμέλειας ή προδοσίας και άλλοι δίνουν βάρος στο χαμηλό ηθικό και την ελλιπή εκπαίδευση των βιαστικά στρατολογημένων νεοσύλλεκτων από τα μικρασιατικά θέματα, απορρίπτοντας την εκδοχή της προδοσίας ως προπαγάνδα των εικονόφιλων.
Μετά την ολοκληρωτική ήττα του αυτοκρατορικού στρατού, ο Κρούμος ήταν πια ελεύθερος να λεηλατεί ολόκληρη τη Θράκη, φτάνοντας μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τα εναπομείναντα στην Αδριανούπολη σώματα του στρατού στασίασαν και προκάλεσαν την παραίτηση του Μιχαήλ Α’, ως υπευθύνου της καταστροφής. Μετά από επανειλημμένες παρακλήσεις στρατού και φίλων, και τη σύμφωνη γνώμη του παραιτηθέντα αυτοκράτορα Μιχαήλ, και παρά τους αρχικούς (και, κατά μία άποψη, σκηνοθετημένους) δισταγμούς, ο Λέων δέχτηκε το αξίωμα. Στη συνέχεια, έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Νικηφόρο, καθησυχάζοντας τις ανησυχίες του τελευταίου για πιθανή αναβίωση της εικονομαχίας. Έτσι, στις 11 Ιουλίου του 813, στέφθηκε επισήμως στην Αγιά Σοφιά αυτοκράτορας ως Λέων Ε’ από τον πατριάρχη Νικηφόρο, με τη συγκατάθεση του ανώτερου κλήρου και των εικονοφίλων.
Μετά την εκθρόνισή του ο Μιχαήλ κλείστηκε σε μοναστήρι στη νήσο Πρώτη όπου και πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 844.
Λέγεται δε ότι ο Μιχαήλ και τα παιδιά του Ευστάθιος - Θεοφύλακτος και Νικήτας, ευνουχίστηκαν με διαταγή του Λέοντα, για να μη μπορούν, μελλοντικά, να προβάλλουν ως ανταπαιτητές του θρόνου. Ο Νικήτας επίσης έλαβε το ιερατικό σχήμα, έφθασε στο ανώτερο αξίωμα και διατέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με το αρχιερατικό όνομα Ιγνάτιος, (ψηφιδωτό με τη μορφή του βρίσκεται στο βόρειο τύμπανο στην Αγιά Σοφιά).
Όσο τώρα για τον Λέοντα, σαν αυτοκράτορας, ήταν ικανός ηγέτης. Οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές και συνήθως σωστές. Ήταν μάλλον δημοφιλής αν και εικονομάχος. Η ικανότητά του στη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους αναγνωρίστηκε ακόμα κι από τους αντιπάλους του. Οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις εναντίον Βουλγάρων και Αράβων δεν ήταν εντυπωσιακές αλλά ήταν επιτυχείς.
Όταν ο Κρούμμος της Βουλγαρίας έφτασε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως ο Λέων προσπάθησε να τον παρασύρει και να τον σκοτώσει σε ενέδρα αλλά απέτυχε. Μετά το θάνατο του Κρούμμου όμως, νίκησε τους Βουλγάρους στη Μεσημβρία το 814.
Επίσης είχε μικρές επιτυχίες εναντίον των Αράβων επιτιθέμενος στα παράλια της Αιγύπτου και ανακτώντας κάποια φρούρια στην Μικρά Ασία.
Άσκησε διώξεις εναντίον των Παυλικανών ενώ το 815 συμφώνησε σε τριακονταετή ειρήνη με τους Βουλγάρους. Έτσι η συνοριακή γραμμή επιστρέφει στα όρια του 780.
Ο Λέων αναζωπύρωσε την Εικονομαχία καλώντας σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 815. Εξόρισε τον Θεόδωρο τον Στουδίτη και απαλλοτρίωσε τις περιουσίες των μονών. Η αναμόχλευση της Εικονομαχίας ήταν μέγα λάθος για τον Λέοντα, η οποία Εικονομαχία δημιουργεί ξανά προβλήματα, αλλά παρ’ όλα αυτά το κράτος ανακάμπτει.
Ο Λέων ο Ε’ δολοφονήθηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 820. Η δολοφονία του υπήρξε αποτέλεσμα της τυφλής σύγκρουσης στην οποία είχε οδηγήσει η εικονομαχία. Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα μίσους και αδιαλλαξίας ο Λέων απομάκρυνε τον εικονολάτρη Πατριάρχη Νικηφόρο και τον αντικατέστησε με τον Θεόδοτο Κασσιτερά, που διέταξε την απομάκρυνση των εικόνων από τις εκκλησίες. Οι επίσκοποι που διαφωνούσαν εξορίζονταν και αφορίζονταν.
Μεγάλα τμήματα του στρατεύματος αντέδρασαν. Επικεφαλής των αντιφρονούντων τέθηκε ο παλιός σύντροφος του Λέοντος, στρατηγός Μιχαήλ, από το Αμόριο της Φρυγίας.
Ο Μιχαήλ συνελήφθη και φυλακίστηκε στο παλάτι, όπου δρούσαν συστηματικά πολλοί συνωμότες. Τη νύχτα των Χριστουγέννων του 820, μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς, μπήκαν κρυφά στο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου, στα ανάκτορα, όπου έψελνε ο αυτοκράτωρ Λέοντας. Χίμηξαν επάνω του με σπαθιά και μαχαίρια. Εκείνος αμύνθηκε με ένα μεγάλο σταυρό. Όμως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί και τον σκότωσαν. Αμέσως απελευθέρωσαν τον Μιχαήλ και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα με τις αλυσίδες της φυλακής ακόμα γύρω από τα πόδια του.
Η οικογένεια του Λέοντος εξορίστηκε στην Πρώτη των Πριγκιποννήσων, όπου παίχτηκε και η τελευταία πράξη του δράματος:
Όπως έγινε και με τα παιδιά του προκατόχου του Μιχαήλ Α’, οι τέσσερις γιοί του Λέοντα, μεταξύ αυτών και ο πρώην συν-αυτοκράτορας Συμβάτιος, ευνουχίστηκαν για να μη μπορέσουν να διεκδικήσουν, μελλοντικά, το θρόνο (το νεότερο από αυτά πέθανε από το τραύμα). Όλη η οικογένεια, συμπεριλαμβανόμενης της δεύτερης γυναίκας του Λέοντα, Θεοδοσίας, κλείστηκε σε μοναστήρια των νησιών Πρώτη και Χάλκη.
Κρίνοντας τον Λέοντα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από σημαντικές επιτυχίες, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για την αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ικανότητές του στη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους παραδέχτηκαν ακόμη και άσπονδοι εχθροί του όπως ο πατριάρχης Νικηφόρος: "ει και αλάστορα, αλλ' ουν επιμελητήν των κοινών η πόλις άνδρα απώλεσεν" (Ήταν καταστροφέας (εννοεί της Εκκλησίας), αλλά όμως το κράτος έχασε ένα άξιο κυβερνήτη).

Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης Βατάτζης


Μικρογραφία με τον Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη Βατάτζη, από χειρόγραφο του 15ου αιώνα, από την Ιστορία του Ιωάννη Ζωναρά, Mutinensis gr.122, f.294r, Biblioteca Estense Universitaria, Μόντενα.
Ο Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης Βατάτζης ήταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων, γιος του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη Βατάτζη.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης Βατάτζης πέθανε τον Αύγουστο του 1258. Ο Ιωάννης, γεννημένος στις 25 Δεκεμβρίου του 1250, ήταν τότε μόλις οκτώ ετών. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας του είχε φροντίσει να αναθέσει την επιμέλεια του κράτους και την φροντίδα του ανήλικου γιου του στον πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό και τον πρωτοβεστιάριο Γεώργιο Μουζάλωνα. Η απόφαση αυτή του Θεόδωρου B’ είχε δυσαρεστήσει τον στρατηγό Μιχαήλ Παλαιολόγο ο οποίος είχε την υποστήριξη του στρατού και πολλών ευγενών. Εννέα ημέρες μετά τον θάνατο του Θεόδωρου B’, ο Μουζάλων δολοφονήθηκε από τους στρατιωτικούς και ο Παλαιολόγος έλαβε τον τίτλο του δούκα, ως κηδεμόνας του ανήλικου Ιωάννη.
Μέσα σε τέσσερις μήνες ο Παλαιολόγος κατόρθωσε να προαχθεί σε δεσπότη και τέλος τιτλοφορήθηκε συμβασιλέας του Ιωάννη. Η στέψη έγινε την 1η Ιανουαρίου του 1260. Με απαίτηση του Παλαιολόγου στέφθηκε μόνον αυτός αυτοκράτορας, ο δε Ιωάννης αποφασίστηκε να στεφθεί αργότερα όταν θα ενηλικιωνόταν.
Στις 26 Ιουλίου του 1261 όμως ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος ελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, και στις 15 Αυγούστου ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος στέφτηκε στην Αγία Σοφία αυτοκράτορας, αγνοώντας εντελώς τον Ιωάννη Δ’. Αργότερα, στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στην επέτειο των ενδέκατων γενεθλίων του, ο Μιχαήλ Η’ διέταξε να τυφλώσουν τον Ιωάννη Δ’ ώστε να μην μπορέσει ποτέ να απειλήσει την δυναστεία των Παλαιολόγων. Γι’ αυτήν την ενέργεια ο Μιχαήλ Η’ αφορίστηκε από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ενώ αργότερα προκλήθηκε επανάσταση από τον Ψευδοιωάννη κοντά στην Νίκαια.
Ο Ιωάννης Δ’ πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός έως τον θάνατό του στα 1305. Κατά την μοναστική του ζωή τον επισκέφθηκε ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ H’, Ανδρόνικος Β’, ζητώντας με ταπεινοσύνη συγγνώμη για το έγκλημα που είχε διαπράξει ο πατέρας του.

●Σαν σήμερα, στις 24 Δεκεμβρίου του 563, εγκαινιάζεται για δεύτερη φορά ο ναός της Αγιά Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη, μετά τις ζημιές που είχε υποστεί από σεισμό.


Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια (27 Δεκεμβρίου του 537), εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο.
Έτσι λοιπόν, στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν μεγαλοπρεπώς τα δεύτερα εγκαίνια του αναστηλωθέντος ναού της Αγιά Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη, παρουσία του αυτοκράτορα και του λαού της Βασιλεύουσας.

●Σαν σήμερα, στις 18 Δεκεμβρίου του 1392, γεννήθηκε ο προτελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Η' Παλαιολόγος.

Αριστερά: Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος σε τοιχογραφία του 1459-1460, από τον ζωγράφο Benozzo Gozzoli. Βρίσκεται στο Παρεκκλήσι των Μάγων, στο Παλάτι των Μεδίκων στη Φλωρεντία.
Δεξιά: Λεπτομέρεια από την ίδια τοιχογραφία.
Ένθετο: Μετάλλιο του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου, που φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Φλωρεντία, 
από τον Πιζανέλλο το 1438. 
Επιγραφή μεταλλίου: ΙΩΑΝΝΗC BACΙΛΕVC ΚΑΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση. Ανήλθε στο θρόνο, ως συμβασιλέας του πατέρα του, ενώ έγινε αίτιος της ρήξης με το σουλτάνο Μουράτ Β΄ και της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Το 1422 πάει στη δύση και ζητάει βοήθεια ενάντια στους Τούρκους. Το τίμημα της δυτικής βοήθειας θα είναι η υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά το θάνατο του πατέρα του έμεινε μόνος στο θρόνο και το 1425 συνθηκολόγησε, με δυσμενείς όρους, σύμφωνα με τους οποίους παρέδωσε την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, υποχρεώθηκε να μην ανοικοδομήσει το επί του Ισθμού της Κορίνθου τείχος και να πληρώνει βαρείς φόρους στο Μουράτ Β΄ για να μην ξαναενοχλήσει το Βυζάντιο επί 10 χρόνια ούτε τις άλλες ελληνικές χώρες.
Από τότε, επωφελούμενος απ’ αυτή τη συνθήκη, πέρασε όλη του τη ζωή φροντίζοντας να εξασφαλίσει το κράτος από τον κίνδυνο της τουρκικής απειλής.
Επισκεύασε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, εξομάλυνε τις διαφορές των αδερφών του στη Πελοπόννησο (1427) και ξαναπήρε ορισμένες χώρες από τους Φράγκους. Το 1437 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Η' Παλαιολόγος, μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β’, τον αδελφό του Δημήτριο και μεγάλη αντιπροσωπεία, φεύγει από την Κωνσταντινούπολη για τη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας. Ανάμεσα στους απεσταλμένους της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν επίσης και ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), ο Γεώργιος (αργότερα Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Μετά από μακρές και βασανιστικές διαβουλεύσεις, επιδημίες αλλά και διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, στις 5 Ιουλίου 1439 υπογράφεται η ένωση των Εκκλησιών. Η σύνοδος κατόρθωσε να συντάξει στα λατινικά και ελληνικά, κείμενο για την ένωση των Εκκλησιών που το υπέγραψαν όλοι, εκτός από το Μάρκο τον Ευγενικό. Όμως συνάντησε δυσκολίες για την εφαρμογή του ενωτικού αυτού όρου από το λαό και τους οργανωμένους ιεράρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι τον απείλησαν με αφορισμό, αν επέμενε να συντάσσεται με τους Λατίνους.
Οι προσπάθειες όμως για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου χάνονται και η τελευταία ήταν στη μάχη της Βάρνας το 1444. Στο μεταξύ ο Μουράτ αντιλαμβανόταν τις προθέσεις του Ιωάννη, που συνεργαζόταν φανερά με την Ουγγαρία, αλλά δεν μπορούσε να αναλάβει επιπλέον πόλεμο προς το Βυζάντιο, γιατί ήταν απασχολημένος με τους Ούγγρους, τους Βοσνίους και τους πολέμους στην Ασία. Όταν μάλιστα στην Πελοπόννησο ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ανέλαβε μόνος του επιθετικό πόλεμο κατά της Τουρκίας και του δουκάτου της Αθήνας, από το 1443 έως το 1447 και έμαθε την ήττα των χριστιανικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο (18 Οκτωβρίου 1448), πέθανε από τη λύπη του. Πέθανε χωρίς κληρονόμους στις 31 Οκτωβρίου του 1448 και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Υπό διαφορετικές συνθήκες ο Ιωάννης, θα μπορούσε να αποδειχτεί εξαιρετικός ηγέτης. Ήταν πιο δυναμικός και λιγότερο ευέλικτος από τον πατέρα του, αλλά ήταν Πατριώτης.
Αν και προσπάθησε σκληρά, δυστυχώς δεν κατάφερε να σταματήσει τους Τούρκους ούτε να βρει βοήθεια από τη Δύση.

Έτσι ό,τι έχει απομείνει από την άλλοτε κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η Κωνσταντινούπολη και το Δεσποτάτο του Μορέως. Το Βυζάντιο είναι αβοήθητο και ανίσχυρο και οι Τούρκοι ετοιμάζονται για την τελική επίθεση…

Ευφήμιος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Ευφήμιος (αναφερόμενος και ως Ευθύμιος, κατά κόσμον Επιφάνιος) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 490 ως το 496. Πριν την εκλογή του ήταν πρεσβύτερος της Κωνσταντινούπολης και διευθυντής του Πτωχοκομείου της Νεάπολης.
Αμέσως μετά την εκλογή του βρέθηκε αντιμέτωπος με την επίλυση του Ακακιανού Σχίσματος, το οποίο προεκλήθη ως επί το πλείστον από τις πρωτοβουλίες του Πατριάρχη Ακάκιου και δεν είχε θεραπευτεί στη βραχύβια Πατριαρχία του προκατόχου του, Φραβίτα. Έτσι, όταν έλαβε την επιστολή του επισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου Μογγού, στην οποία αυτός καταδίκαζε την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, ο Ευφήμιος ταράχθηκε και έκοψε τις σχέσεις της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με αυτή της Αλεξάνδρειας. Ο θάνατος του Πέτρου Μογγού τον Οκτώβριο του 490 και η εκλογή του Αθανασίου Β’ επιδείνωσε τις σχέσεις των δύο εκκλησιών. Για τη θεραπεία του Ακακιανού Σχίσματος, ο Ευφήμιος προχώρησε ακόμη παραπέρα: Το 491 συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναγνώρισε τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο. Ο Ευφήμιος ενέταξε εκ νέου στα Δίπτυχα το όνομα του Πάπα Φήλικος Γ’, το οποίο είχαν διαγράψει οι προκάτοχοί του, λόγω της αντίδρασής του προς το Ενωτικόν του αυτοκράτορα Ζήνωνα. Δεν έφτασε όμως στο σημείο να αποκηρύξει και να διαγράψει από τα Δίπτυχα τους προκατόχους του Ακάκιο και Φραβίτα, οπότε και ο Πάπας, που τους θεωρούσε αιρετικούς, αρνούνταν να επανέλθει σε κοινωνία μαζί του. Ο Ευφήμιος συνέχισε τις προσπάθειες και με τον επόμενο Πάπα, Γελάσιο Α’, ο οποίος εντέλει, σε ένδειξη συμβιβασμού, δέχθηκε τις χειροτονίες και τις βαφτίσεις που είχαν τελέσει ο Ακάκιος και ο Φραβίτας.
Μεταξύ του Ευφημίου και του Αυτοκράτορα Αναστάσιου υπήρχε κάποια ψυχρότητα, η οποία προερχόταν από την καχυποψία του Αναστάσιου ότι ο Ευφήμιος συνωμοτούσε με τους Ισαύρους εναντίον του. Επιπλέον, επειδή ο Ευφήμιος γνώριζε τις αιρετικές απόψεις του Αυτοκράτορα, του είχε ζητήσει έγγραφη ομολογία πίστεως, την οποία φύλαγε στα αρχεία του Πατριαρχείου. Αργότερα ο Αναστάσιος του ζητούσε επιμόνως πίσω το έγγραφο, το οποίο τελικά απέσπασε με τη βία. Οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν ενταθεί τόσο, ώστε κάποιος φανατικός επιτέθηκε με ξίφος εναντίον του Ευφημίου. Τελικά ο Αναστάσιος συνεκάλεσε το 496 Σύνοδο, η οποία καθαίρεσε τον Ευφήμιο, ο οποίος εξορίστηκε και πέθανε το 515 στην Άγκυρα.
Επί των ημερών του Ευφημίου μεταφέρθηκαν από τη Βαβυλώνα στην Κωνσταντινούπολη τα λείψανα των τριών παίδων, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ (οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω*).

--------------------------------
* Οι Άγιοι Τρεις Παίδες γεννήθηκαν στην πόλη των Ιεροσολύμων στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνος. Ανήκαν στη φυλή του Ιούδα και κατάγονταν από βασιλική οικογένεια. Πατέρας τους ήταν ο Βασιλιάς Εζεκίας και μητέρα τους η Καλλίνικη.
Περί το 605 π.Χ. ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κυριεύει την πόλη των Ιεροσολύμων σφάζοντας, λεηλατώντας και αιχμαλωτίζοντας πολλά παιδιά Εβραίων. Μεταξύ των αιχμαλώτων και οι Τρείς Παίδες που ήταν τότε σε ηλικία 8-10 ετών, μαζί με τον φίλο τους, τον Δανιήλ τον μετέπειτα Προφήτη και οι οποίοι μεταφέρονται στη Βαβυλώνα.
Εκεί ο Δανιήλ μετά την εξήγηση του ενυπνίου του Ναβουχοδονόσορ αποκτά την εμπιστοσύνη του και διορίζεται Γενικός Επίτροπος των επαρχιών της Βαβυλώνας. Μετά από παράκληση του οι Τρείς Παίδες λαμβάνουν σημαντικά αξιώματα στη Δημόσια Διοίκηση της Βαβυλώνας.
Το 579 π.Χ. κατά τα ήθη των ειδωλολατρών βασιλέων ο Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε μια εικόνα δική του χρυσή, ύψους εξήντα πηχών και πλάτους έξη πηχών. Στα Αποκαλυπτήρια της εικόνας προσκλήθηκαν να παραστούν όλοι οι Αξιωματούχοι, Στρατηγοί και Τοπικοί Άρχοντες του Κράτους. Το πρόγραμμα περιλάμβανε προσκύνηση της εικόνας από τους προσκεκλημένους μόλις ηχούσε η σάλπιγγα. Οι παραβάτες θα ρίπτονται σε μια κάμινο πεπυρωμένη. Οι τρεις παίδες ως πιστοί Ιουδαίοι δεν υπάκουσαν στο βασιλικό πρόσταγμα και αρνήθηκαν να προσκυνήσουν την εικόνα, τηρώντας ευλαβικά τον Θείο Νόμο που πρόσταζε:

“Ου ποιήσεις εαυτόν είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω Ουρανώ και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασι τοις υποκάτω της γης... Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς”.

Το γεγονός κατήγγειλαν στο βασιλιά ο οποίος εξοργισμένος διέταξε να εμφανιστούν ενώπιων του οι τρεις παίδες ώστε να απολογηθούν για την ανυπακοή τους. Οι ευσεβείς νέοι δεν αρνήθηκαν την καταγγελία, ούτε ζήτησαν την εύνοια του οργισμένου βασιλιά. Με παρρησία χωρίς να φοβηθούν τον θάνατο του αποκρίθηκαν:

“Ου χρειάν έχομεν ημείς από του ρήματος τούτου αποκριθήναι σοι. Εστί γαρ Θεός ημών εν ουρανοίς, ω ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός, της καομένης και εκ των χείρων σου Βασιλεύ, σώσηται ημάς. Και αν μη γνωστόν έστω σοι, Βασιλεύ, ότι τοις Θεοίς σου ου λατρεύομεν, και τη εικόνι, η έστεισαν ου προσκυνούμεν”.

Οργισμένος από την θαρραλέα τους απάντηση ο Ναβουχοδονόσορ διέταξε τους άνδρες του να δυναμώσουν τη φλόγα στην κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Τρεις Παίδες. Αυτοί τότε πρόθυμα από μόνοι τους γεμάτοι χαρά έπεσαν στην κάμινο, υμνούντες και ευλογούντες τον Θεό και περπατούσαν μέσα στο καμίνι χωρίς να τους αγγίζει καθόλου η φωτιά. Αντίθετα οι φλόγες κατέκαυσαν τους βασιλικούς υπηρέτες που προσπαθούσαν να υπερπυρώσουν την κάμινο. Όταν είδε το θαύμα ο Ναβουχοδονόσορ γεμάτος έκσταση και θαυμασμό πλησίασε προς την κάμινο και διέκρινε μέσα στις φωτιές τέσσερις άνδρες. Ταπεινωμένος τους κάλεσε να βγούνε έξω. Ήταν υγιείς, ακέραιοι χωρίς να έχει φλογιστεί ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους.
Στην ερώτηση του βασιλιά για τον τέταρτο άνδρα που είχε δει οι Τρεις Παίδες του αποκρίθηκαν ότι ήταν Άγγελος του Θεού ο οποίος τους φύλαξε από την φωτιά. Ο βασιλιάς τότε έσκυψε ευλαβικά μπροστά τους και ξεχνώντας την ειδωλολατρική του πίστη διακήρυξε ότι:

“Ουκ εστί Θεός έτερος, όστις δυναθήσεται ρύσοισθαι ούτως”.

Στη συνέχεια περιέβαλε με μεγάλη εύνοια τους Τρεις Παίδες δίνοντας τους μεγαλύτερα αξιώματα. Για την μετέπειτα ζωή των τριών παίδων δεν υπάρχουν στοιχεία. Έζησαν όμως πολλά χρόνια και ετελείωσαν εν ειρήνη.
Το ίδιο συνέβη αργότερα και με τον Δανιήλ, όταν ο Δαρείος τον έριξε στο λάκκο των λεόντων, επειδή έκανε την προσευχή του, ενώ ο βασιλιάς είχε διατάξει για 30 μέρες να μη κάνει κανείς ιδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας το θαύμα ο Δαρείος, κράτησε τον Δανιήλ στην αυλή του, όπου παρέμεινε και πέθανε σε βαθιά γεράματα, πιθανότατα, στα Σούσα.

*Να σημειώσουμε ότι οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω είναι προστάτες Άγιοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ελλάδας και Κύπρου και η μνήμη τους τιμάται με σειρά εκδηλώσεων.
Παραθέτουμε τα Προεδρικά Διατάγματα σχετικά με την αναγνώριση των Αγίων ως προστατών του Πυροσβεστικού Σώματος:

Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση που αναγνωρίζει ως Προστάτες Άγιους του Πυροσβεστικού Σώματος τους «Τρεις εν Καμίνω Άγιους Παίδες, γίνεται με το Προεδρικό Διάταγμα 381 (ΦΕΚ 80 τ.Α΄16-5-1978).
Με το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα καθιερώνεται η Δευτέρα, μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής, εορτή του Αγίου Πνεύματος, ως η ημέρα επισήμου εορτής του Πυροσβεστικού Σώματος.


Τρία χρόνια μετά, με το Προεδρικό Διάταγμα 1186 (ΦΕΚ 295 τ.Α΄7-10-1981) τροποποιείται το Προεδρικό Διάταγμα 381/1978 και καθορίζεται πλέον ως «η επίσημος ημέρα δοξολογίας και εορτασμού του Πυροσβεστικού Σώματος η 17η Δεκεμβρίου» μέρα που η Εκκλησία μας εορτάζει τους «Τρεις εν καμίνω Αγίους Παίδες».


Το 1993 με το Προεδρικό Διάταγμα 329 (ΦΕΚ 140 τ. Α’ 140.26-8-1993) αναγνωρίζεται η 17η Δεκεμβρίου, ημέρα εορτασμού των τριών εν καμίνω Αγίων Παίδων, προστατών του Πυροσβεστικού Σώματος, και καθιερώνεται ως αργία για το Πυροσβεστικό Σώμα.

Οι “Τρεις Παίδες εν Καμίνω” σε μινιατούρα του 1266, από χειρόγραφο του αρμένιου χειρογράφου του μεσαίωνα Toros Roslin.

●Σαν σήμερα στις 17 Δεκεμβρίου του 920, ο Ρωμανός Α΄ ο Λεκαπηνός στέφεται συν-αυτοκράτορας του ανήλικου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Ζ' και τον Πατριάρχη Νικόλαο Α' τον Μυστικό.

Σφραγίδα του Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού.

Ο Ρωμανός Λεκαπηνός γεννήθηκε περίπου το 870 στο χωριό Λακαπή, κοντά στη Μελιτηνή. Ήταν αρμενικής καταγωγής, όπως πολλοί άλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία την εποχή εκείνη. Γενάρχης της οικογένειας, η οποία έφερε το όνομά της από τον τόπο καταγωγής της, ήταν ο πατέρας του Ρωμανού, ο Θεοφύλακτος Aβεστάκτος. Σύμφωνα με τις πηγές του 10ου αιώνα (ίσως υπό την επιρροή του ίδιου του Ρωμανού Λεκαπηνού, ο οποίος ήταν τότε αυτοκράτορας), ο Θεοφύλακτος έσωσε σε μια μάχη τη ζωή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄. Φαίνεται ότι ο πατέρας του Ρωμανού ανήκε στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας και ότι δεν ήταν απλός χωρικός από την Αρμενία. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν νυμφευμένος με τη Θεοδώρα, με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους, τον Χριστόφορο, τον Στέφανο, τον Κωνσταντίνο και τον Θεοφύλακτο, και μια κόρη, την Ελένη. Είχε και έναν νόθο γιο, με μια γυναίκα «σκυθικής» (σλαβικής;) καταγωγής, τον Βασίλειο, ο οποίος ήταν ευνούχος.
Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν ένα από τα παραδείγματα που επιβεβαίωναν ότι κάθε Βυζαντινός είχε τη δυνατότητα με τα έργα του και τις αρετές του να ανέλθει μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες της βυζαντινής κοινωνίας. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για επιτυχία ήταν μέσω της στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε διατελέσει στρατηγός του θέματος Σάμου προτού ανέλθει στο αξίωμα του δρουγγάριου του βυζαντινού στόλου, που ήταν και το αποκορύφωμα της στρατιωτκής του σταδιοδρομίας. Μολονότι το αξίωμα αυτό δεν από τα ανώτερα στον βυζαντινό στρατό, αφού αυτά προορίζονταν την εποχή εκείνη για τους διοικητές των χερσαίων στρατευμάτων της Ανατολής, η διοίκηση του στόλου έδωσε τη δυνατότητα στον Ρωμανό Λεκαπηνό να διακριθεί και να διεισδύσει στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Μετά το θάνατο των αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ΄ (τον Μάιο του 912) και Αλεξάνδρου (τον Ιούνιο του 913) στο θρόνο έμεινε ο επτάχρονος γιος του Λέοντος, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος. Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο διεξήγε σχεδόν συνεχείς πολέμους με τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Συμεών, ο οποίος είχε βλέψεις και για το αυτοκρατορικό στέμμα. Μετά την αντιβασιλεία του πατριάρχη Νικολάου Α΄ Μυστικού, η οποία ανετράπη λόγω των μεγάλων υποχωρήσεων που έκανε προς τον Συμεών, τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας ανέλαβε η μητέρα του Κωνσταντίνου, η Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία αποφάσισε να νικήσει στο πεδίο της μάχης τον Βούλγαρο ηγεμόνα.
Διοικητής του βυζαντινού στρατού ήταν ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των σχολών και ένας από τους επιφανέστερους και ισχυρότερους στρατηγούς (γιος του Νικηφόρου Φωκά του Παλαιού και θείος του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά), ενώ του στόλου ηγείτο ο Ρωμανός Λεκαπηνός. Η μεγάλη ήττα που υπέστησαν τα βυζαντινά στρατεύματα στις 20 Αυγούστου 917 στον ποταμό Αχελώο κοντά στην Αγχίαλο και η μετέπειτα προέλαση του Συμεών στη βόρεια Ελλάδα το 918 είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ανταγωνισμός για τον αυτοκρατορικό θρόνο μεταξύ των επιφανέστερων στρατηγών οι οποίοι διαισθάνθηκαν την αδυναμία της αυτοκράτειρας Ζωής. Χάρη στο στόλο, του οποίου ηγείτο, ο Ρωμανός Λεκαπηνός κατόρθωσε να προλάβει τους υπόλοιπους υποψηφίους, πρωτίστως τον Λέοντα Φωκά, ο οποίος ήταν ο σοβαρότερος αντίπαλός του. Έφθασε με το στόλο στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε διαπραγματεύσεις με έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους μέσα από τα τείχη της πρωτεύουσας – τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό. Αφού συμφώνησε με τον πατριάρχη και με τον «παιδαγωγό» του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο Ρωμανός Λεκαπηνός μπήκε στο Μέγα Παλάτιο, όπου ορκίσθηκε πίστη στον ανήλικο αυτοκράτορα, τον οποίο νύμφευσε με την κόρη του Ελένη (τον Μάιο του 919). Έλαβε έτσι τον τίτλο του βασιλεοπάτορα.
Ως στενός συνεργάτης του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, ο Λεκαπηνός οργάνωσε το 920 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετηθεί η ενδοεκκλησιαστική διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Νικολάου Μυστικού και του πρώην πατριάρχη Ευθυμίου (907-912). Ο Ευθύμιος είχε χειροτονηθεί πατριάρχης μετά την εκδίωξη του Μυστικού από τον πατριαρχικό θρόνο από τον Λέοντα ΣΤ΄, με αφορμή τη σύγκρουση των δύο ανδρών σχετικά με το ζήτημα της τεταρτογαμίας του αυτοκράτορα. Όταν μετά το θάνατο του Λέοντος ΣΤ΄ ο Νικόλαος Μυστικός επέστρεψε στον πατριαρχικό θρόνο, οι οπαδοί του Ευθυμίου αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν. Επιπλέον η διαμάχη περί τεταρτογαμίας δεν είχε διευθετηθεί, επιτείνοντας την κρίση. Με τον Τόμο Ενώσεως που προέκυψε από τη Σύνοδο του 920 (9 Ιουλίου), ο Ρωμανός Λεκαπηνός καταδίκασε την τεταρτογαμία οριστικά και προβλήθηκε ως συμφιλιωτής της διηρημένης εκκλησίας που επαναφέρει την ειρήνη, όπως τόνιζε συχνά ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός.
Μέσα στους επόμενους μήνες η άνοδος του Ρωμανού στον αυτοκρατορικό θρόνο ενισχύθηκε με τον τίτλο του καίσαρα και επισημοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 920, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ έστεψε τον πεθερό του συναυτοκράτορα, παραχωρώντας του ουσιαστικά τη θέση του αυτοκράτορα.
Αναλαμβάνοντας το θρόνο, ο Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την Αυτοκρατορία σε δύο μέτωπα: τον Συμεών που κυριαρχούσε στα Βαλκάνια και τους Άραβες που απειλούσαν τα βυζαντινά εδάφη στη Μικρά Ασία.
Ο Συμεών απαιτούσε την υλοποίηση της συμφωνίας την οποία πέτυχε με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, σύμφωνα με την οποία η κόρη του Συμεών επρόκειτο να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Ρωμανός, με τη βοήθεια του Νικολάου Μυστικού, επιχείρησε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τον Συμεών, με τον οποίο μάλιστα συναντήθηκε κοντά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως το 923/924, όμως ο κίνδυνος εξουδετερώθηκε ουσιαστικά μόνο μετά το θάνατο του Βούλγαρου ηγεμόνα το 927. Ο γιος του Συμεών Πέτρος ήταν πολύ πιο πρόθυμος να κλείσει ειρήνη, πρόθεση που το Βυζάντιο συμμεριζόταν απόλυτα. Συνάφθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών και η εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού και κόρη του γιου του Χριστόφορου, η Μαρία, παντρεύτηκε τον Βούλγαρο τσάρο. Το γάμο κοντά στην βυζαντινή πρωτεύουσα τέλεσε ο πατριάρχης Στέφανος Β΄, ενώ προς τιμήν της ειρήνης που επιτεύχθηκε η εγγονή του Ρωμανού μετονομάσθηκε Ειρήνη.
Οι μάχες στην Ανατολή εναντίον των Αράβων την εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξαν πολύ επιτυχείς, χάρη, πρωτίστως, στον διοικητή του στρατού Ιωάννη Κουρκούα, με τον οποίο ο Ρωμανός Α΄ σύναψε συγγενικούς δεσμούς και τον οποίο διόρισε το 923 δομέστικο των σχολών. Μια από τις μεγαλύτερες συμβολικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων ήταν η μεταφορά του Ιερού Μανδηλίου, της πιο γνωστής αχειροποίητης εικόνας του Χριστού, από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη το 944.
Αν και ανέλαβε το θρόνο με την υποχρέωση να διαφυλάξει τα δικαιώματα στο θρόνο του νεαρού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ώστε να μην διαταραχθεί η νομιμότητα της Μακεδονικής δυναστείας, ο Ρωμανός Λεκαπηνός έσπευσε, λίγο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας, να στέψει συναυτοκράτορες τους γιους του Χριστόφορο, Στέφανο και Κωνσταντίνο. Μάλιστα ο Χριστόφορος στέφθηκε πρώτος συναυτοκράτορας, με αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος Ζ΄ να περιοριστεί στην τρίτη θέση της ιεραρχίας: μετά τον Ρωμανό Α΄ και τον Χριστόφορο. Τον τέταρτο γιο του, τον Θεοφύλακτο, ο Ρωμανός κατάφερε (ενδεχομένως και με τη συνδρομή του επισκόπου Καισαρείας Αρέθα) να τον χειροτονήσει πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στις 2 Φεβρουαρίου 933, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Έχοντας εδραιώσει έτσι την εξουσία του, με όλα τα ανώτερα αξιώματα στα χέρια της οικογένειάς του, ο Ρωμανός Α΄ επιδίωκε στην πραγματικότητα να παραγκωνίσει αθόρυβα τον Κωνσταντίνο Ζ΄ και να ιδρύσει ο ίδιος τη δική του δυναστεία. Ωστόσο μετά το θάνατο του μεγαλύτερου και αγαπημένου του γιου Χριστόφορου το 931, και δυσαρεστημένος από τη συμπεριφορά των άλλων δύο εστεμμένων του γιων, του Στέφανου και του Κωνσταντίνου, ο Ρωμανός δεν επιχείρησε να προαγάγει στη θέση του πρώτου συναυτοκράτορα (και επίδοξου διαδόχου) κανέναν από τους δύο.
Εκτός αυτού ο Ρωμανός Α΄ ίδρυσε τη μονή του Μυρελαίου, της οποίας το καθολικό (σημ. Μποντρούμ Τζαμί) προοριζόταν για ταφικός ναός της οικογένειάς του (κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνη, μάλιστα, ο Ρωμανός μετέτρεψε το ανάκτορό του σε μονή). Ο ναός, ένας από τους πρώτους στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου, του αρχιτεκτονικού δηλαδή τύπου που έμελλε να διαδοθεί εξαιρετικά στους κατοπινούς αιώνες, εφαπτόταν με το συγκρότημα του παλατιού του Ρωμανού. Πιθανότατα είχε αποπερατωθεί μέχρι το 922, οπότε τάφηκε εκεί η γυναίκα του Ρωμανού, η Θεοδώρα. Το 931 τάφηκε ο πρωτότοκος γιος του Ρωμανού, ο Χριστόφορος, το 946 ο άλλος γιος του, ο Κωνσταντίνος, και νωρίτερα η σύζυγός του, ενώ το 948 στην κρύπτη μεταφέρθηκαν και τα λείψανα του Ρωμανού. Το τελευταίο μέλος της οικογένειας των Λακαπηνών που τάφηκε στην εκκλησία του Μυρελαίου ήταν η κόρη του Ρωμανού Λεκαπηνού, χήρα του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου και μητέρα του Ρωμανού Β΄, Ελένη.
Πέρα από τα δυναστικά προβλήματα, ο Ρωμανός Α΄ έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μικρογαιοκτητών, οι οποίοι φτώχαιναν όλο και περισσότερο και ήταν αναγκασμένοι να πωλούν τη γη τους στους «δυνατούς» σε χαμηλότερη τιμή από την πραγματική. Για να προστατεύσει τους μικρογαιοκτήμονες –στους οποίους στηριζόταν η φορολογία του κράτους– ο Ρωμανός Α΄ εξέδωσε δύο Νεαρές το 928 και το 934, παραχωρώντας το δικαίωμα της «προτίμησης», δηλαδή της προτεραιότητας στην αγορά ενός εκποιούμενου τεμαχίου γης σε πέντε κατηγορίες αγοραστών σχετικές με τον ιδιοκτήτη (συνιδιοκτήτες και γείτονες), ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα των μεγαλογαιοκτημόνων να αγοράσουν κτήματα φτωχών. Η δεύτερη Νεαρά, του 934, εκδόθηκε ύστερα από μια περίοδο μεγάλης ένδειας την οποία είχαν εκμεταλλευτεί οι «δυνατοί» για να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τη γη μικρογαιοκτημόνων. Σε αυτήν προβλεπόταν η δυνατότητα των μικρογαιοκτημόνων να ξαναγοράσουν, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της «προτίμησης», τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας να περιορίσει τη συσσώρευση γης στα χέρια ισχυρών οικογενειών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με την αυτοκρατορική αρχή συνεχίσθηκε και στις δεκαετίες μετά το θάνατο του Ρωμανού.
Οι προσπάθειες του Ρωμανού Α΄ να εδραιώσει μια δική του δυναστεία υπονομεύτηκαν από τους ίδιους του τους γιους, τον Στέφανο και τον Κωνσταντίνο. Στις 20 Δεκεμβρίου 944 οι δύο συναυτοκράτορες, φοβούμενοι ότι ο πατέρας τους θα αφήσει την προτεραιότητα στη διαδοχή στον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο αντί στους ίδιους, συνέλαβαν τον Ρωμανό Α΄ και τον εξόρισαν στο νησί Πρώτη. Μόλις ένα μήνα αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 945, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους δύο αδελφούς που είχαν χάσει το έρεισμά τους στην εξουσία με το σφετερισμό που επιχείρησαν, στέλνοντάς τους στην εξορία όπου και πέθαναν. Με τον τρόπο αυτό παραμερίστηκε η οικογένεια των Λεκαπηνών από τον αυτοκρατορικό θρόνο, αν και, στο πρόσωπο του Ρωμανού Β΄, γιου του Κωνσταντίνου Ζ΄ και της κόρης του Ρωμανού Α΄ Ελένης, η Μακεδονική Δυναστεία ενώθηκε με τη γενιά των Λεκαπηνών.
Ο ίδιος ο Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός πέθανε ως μοναχός, εξόριστος, στις 15 Ιουνίου 948. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο εκκλησιαστικό του καθίδρυμα, στην εκκλησία του Μυρελαίου.
______________________
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία.

●16 Δεκεμβρίου: Μνήμη της Αγίας Θεοφανούς της Θαυματουργής, συζύγου του βασιλιά Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού.

Αριστερά: Η Αγία Θεοφανώ η βασίλισσα.
Δεξιά επάνω: Η Αγία Θεοφανώ η βασίλισσα σε μικρογραφία από το Μηνολόγιον Βασιλείου Β’, Βατικανό (Biblioteca Apostolica Vaticana).
Δεξιά κάτω: Από τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Επί τη μνήμη της Αγίας Θεοφανούς, τέλεση Θ. Λειτουργίας από τον Μητροπολίτη Μιλήτου Απόστολο. Ο Μητροπολίτης Μιλήτου Απόστολος, ασπάζεται το ιερό λείψανο της Αγίας Θεοφανούς.

Η Αγία Θεοφανώ ήταν μια ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.
Γεννήθηκε και έζησε στην Κωνσταντινούπολη το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα.
Κόρη του πατρίκιου Κωνσταντίνου Μαρτινάκιου, γεννήθηκε μετά από μακρά περίοδο ατεκνίας των γονιών της, οι οποίοι προφανώς είχαν κάθε λόγο να αποδώσουν την γέννησή της σε θαύμα. Ορφανή από μητέρα από την βρεφική ακόμη ηλικία της, μεγάλωνε με προσήλωση στην προσευχή και τα ιερά γράμματα.
Η φήμη της ομορφιάς και της ωριμότητάς της διαδόθηκε στους ανώτερους κύκλους της πρωτεύουσας, με συνέπεια αρκετοί γονείς να την ζητούν ως σύζυγο για τους γιούς τους. Τελικά επελέγη ως σύζυγος για το Λέοντα, δευτερότοκο γιό του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα (867-886) και της Ευδοκίας Ιγγερίνας και διάδοχο του θρόνου.
Ο βιογράφος της αγίας αναφέρει, ότι η επιλογή έγινε μέσα από την διαδικασία των καλλιστείων γάμου, διαδικασία που για την έρευνα κινείται μεταξύ πραγματικού γεγονότος και παράδοσης. Από την ζωή της ως βασιλικής συζύγου λίγα μας είναι γνωστά: ότι απέκτησε μία θυγατέρα, την Ευδοκία, που πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία και ότι προτιμούσε να περνάει τον χρόνο της με προσευχή, αυστηρή άσκηση και νηστεία και προσφέροντας αθόρυβα τη βοήθεια της στους φτωχούς και κατατρεγμένους, παρά να απολαμβάνει τις τιμές και τη δόξα του αξιώματος και της θέσης της. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως κάτω από την αυτοκρατορική πορφύρα, κατάσαρκα, φορούσε τρίχινα ρούχα και πως οι θαλαμηπόλοι της έβρισκαν πάντοτε ανέγγιχτη την πολυτελή κλίνη της, γιατί κοιμόταν σε αχυρένιο στρώμα, που έκρυβε κάτω από αυτήν.  Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Όταν εγκατέλειπε η ιατρική επιστήμη κάποιον ασθενή διότι δεν μπορούσε να το θεραπεύσει, του επανέφερε την υγεία του η Αγία με τη δύναμη της ψυχής της. Παρ' όλες τις πίκρες που δέχθηκε στη ζωή της η Αγία Θεοφανώ υμνούσε τον Κύριο με μία άσβεστη φλόγα.
Η Αγία Θεοφανώ ίδρυσε τη Βασιλική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στην Χαλκιδική. Αυτή η σπουδαία Μονή ιδρύθηκε το 888 από την Αυγούστα Θεοφανώ, επί Πατριαρχίας Φωτίου του Μεγάλου. Η Θεοφανώ δώρησε στη Μονή Τίμιο Ξύλο, αλλά και την προίκα της, γι' αυτό μέχρι σήμερα εκτάσεις της Μονής φέρουν το όνομα "Βασιλικά".
Πέθανε νέα και πολύ σύντομα τιμήθηκε ως αγία, εξαιτίας των πολυάριθμων θαυμάτων που αναφέρθηκαν ότι τελέστηκαν με τη μεσιτεία της. Όταν πέθανε, ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στο ναό των Αγίων Αποστόλων όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της. Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από εκεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου σώζεται μέχρι σήμερα. Επίσης μέρος της Κάρας της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.

Ἀπολυτίκιον:
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθω, Θεοφανῶ τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τόξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παριστάμενη τῷ Παμβασιλεῖ ὂν ἐκδυσώπει, εὐρεὶν ἠμᾶς ἔλεος.

Κοντάκιον:
Ήχος δ'. Επεφάνη σήμερον.
Εορτήν σου σήμερον, την λαμπροτάτην, εκτελούντες κράζομεν, Θεοφανώ, πανευσεβώς, τους σε υμνούντας διάσωσον, από παντοίων κινδύνων τους δούλους σου.

Ὁ Οἶκος:
Ο των απάντων Πλαστουργός, και βασιλεύς των όλων, το της ψυχής ειλικρινές, της σης ω πανοσία, προγνούς πανσόφως, των φθαρτών, υψώσε σε, λαμπρύνας σε των αρετών ακτίσιν, ώσπερ δέον νυν εν ουρανοίς αυτώ συμβασιλεύουσαν, υμνούμεν σε κράζοντες μετά πόθου, διάσωσον από παντοίων κινδύνων τους δούλους σου.

●16 Δεκεμβρίου: Μνήμη Αγίου Νικολάου Β’ του Χρυσοβέργη, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Άγιος Νικόλαος Β’ ο Χρυσοβέργης, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ένθετο: Μολυβδόβουλλο του Αγίου Νικολάου Β’ του Χρυσοβέργη.

Ο Πατριάρχης Νικόλαος Β’, ο επικαλούμενος και Χρυσοβέργης, ανήλθε στο Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως από το έτος 984 μέχρι το 996. Διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο τον παραιτηθέντα Πατριάρχη Αντώνιο τον Γ’ τον Στουδίτη.
Ο Πατριάρχης Νικόλαος Β’ ήταν εκείνος που χειροτόνησε τον πρώτο Μητροπολίτη της Ρωσίας Μιχαήλ τον Σύρο, τον οποίο και έστειλε στη Ρωσία με έξι Επισκόπους και πολλούς κατώτερους κληρικούς για τον εκχριστιανισμό των Ρώσων (988). Ήταν μα Βυζαντινή ιεραποστολή για την διάδοση του Χριστιανισμού στη Ρωσία, η οποία υπήχθη στην διοικητική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Κόσμησε με την ευαγγελική του ζωή τον Οικουμενικό θρόνο με οσιακά έργα και απεβίωσε ειρηνικά.

Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 16 Δεκεμβρίου.