●12 Μαρτίου: Οσίου Θεοφάνη του Ομολογητή της Σιγριανής.


Αριστερά: Ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Τοιχογραφία του 1545 από τη Λιτή του Καθολικού της Μονής Σταυρονικήτα. Αγιογράφος είναι ο Θεοφάνης ο Κρητικός ή Θεοφάνης ο Κρης ή Θεοφάνης Μπαθάς Στρελίτζας, ένας από τους εξέχοντες εικονογράφους της Κρητικής Σχολής που γεννήθηκε στο Hράκλειο της Κρήτης στα τέλη του 15ου αιώνα και ήταν η πιο σημαντική φυσιογνωμία στην καλλιτέχνιση εικονογραφιών και αγιογραφιών της συγκεκριμένης περιόδου. Το καθολικό και την τράπεζα της μονής Σταυρονικήτα, το φιλοτέχνησε το 1545 μαζί με το γιο του Συμεών.

Δεξιά: Ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Τοιχογραφία από το Καθολικό της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους, του κρητικού ζωγράφου Ζώρζη, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώιμης μεταβυζαντινής ζωγραφικής και μαθητή του Θεοφάνη του Κρητός. Σύμφωνα με το χειρόγραφο τυπικό της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, που χρονολογείται στο 1634 (αριθ. 64), σημειώνεται ότι «ο Ζώρζης ο Κρής» ήταν ο αγιογράφος της μονής, της οποίας το καθολικό και μέρος της τράπεζας, αγιογραφήθηκε το 1547, όπως μαθαίνουμε από τη σχετική κτητορική επιγραφή: “εζωγραφήθη δε παρά του θαυμαστού τεχνίτου εκείνου κυρ Ζώρζη του Κρητός”.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεοφάνη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής προερχόταν από επιφανή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης που ανήκε στη σύγκλητο, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο πατέρας του, Ισαάκιος, ήταν δρουγγάριος Αιγαίου Πελάγους επί Κωνσταντίνου Ε΄. Ο Θεοφάνης γεννήθηκε το 759 και σύντομα, το 762, έμεινε ορφανός από πατέρα. Όταν ήταν δώδεκα ετών, το 771, νυμφεύθηκε την κόρη ενός πατρικίου και σύμφωνα με τον Βίο του ο γάμος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σε αυτό το σημείο ο Θεοφάνης φαίνεται πως κατατάχθηκε μεταξύ των αυλικών αξιωματούχων, έλαβε τον τίτλο του στράτορα και αργότερα του ανατέθηκε η ανέγερση ενός κάστρου στην ευρύτερη περιοχή της Κυζίκου, αποστολή μετά την οποία προήχθη σε σπαθάριος. Το 780 όμως πέθανε και ο πεθερός του, και ο αυτοκράτορας Λέων Δ΄, και ο Θεοφάνης αποφάσισε να ρευστοποιήσει την περιουσία του και να μονάσει. Ο Θεοφάνης άφησε τη σύζυγό του, Μεγαλώ, σε μονή στην Πρίγκιπο, αποζημιώνοντάς την αδρά, και δίνοντας όρκο ότι δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ.
Ο Θεοφάνης συνδέεται κατά τα φαινόμενα με μία μοναστική κοινότητα που περιλάμβανε αρκετά μοναστήρια στην ευρύτερη περιοχή της Σιγριανής. Μία μονή υπήρχε στα κτήματά του στη Σιγριανή, μία άλλη ανήγειρε σε κτήμα του στη νήσο Καλώνυμο, όπου και εκάρη μοναχός, ενώ για πολλά χρόνια διέμεινε στη μονή Αγίου Χριστοφόρου. Στη συνέχεια ο Θεοφάνης ανήγειρε τη μονή με την οποία συνέδεσε το όνομα του, την επονομαζόμενη του Μεγάλου Αγρού. Σύμφωνα με το Βίο του έλαβε μέρος στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), μετά από την οποία ανέλαβε περιοδεία στις μονές Ελλησπόντου και Βιθυνίας, πιθανώς κατόπιν βασιλικού παραγγέλματος για την αποκατάσταση της ομαλότητας μετά την Εικονομαχία. Τα χρόνια της ειρήνης όμως τελείωσαν το 813, όταν ο νέος αυτοκράτορας, Λέων Ε΄, επιχείρησε να να τον πείσει να συνεργαστεί με το νέο καθεστώς που επιδίωκε την επαναφορά της Εικονομαχίας. Για δύο χρόνια έζησε φυλακισμένος, αρχικά στη μονή Σεργίου και Βάκχου και στη συνέχεια στα ανάκτορα των Ελευθερίου, και πιθανώς το 815 εξορίστηκε στη Σαμοθράκη. Πάσχοντας ήδη από νεφρική ανεπάρκεια, ο Θεοφάνης πέθανε στις 12 Μαρτίου, πιθανώς του 816 (ή 817), ημέρα που εορτάζεται η μνήμη του. Το 822 η σορός του μεταφέρθηκε στον τόπο της τελευταίας του κατοικίας, στη μονή του Μεγάλου Αγρού, και με την αφορμή αυτή ο Θεόδωρος ο Στουδίτης συνέγραψε για τον Θεοφάνη τον Ομολογητή εγκώμιο.
Ο Θεοφάνης ήταν καλλιγράφος και συγγραφέας, μολονότι όμως δεν έχει ακόμα συνδεθεί το όνομά του με κάποιο από τα σωζόμενα χειρόγραφα, είναι γνωστός κυρίως επειδή η Χρονογραφία του αποτελεί την βασική πηγή για την ιστορία του 7ου και του 8ου αι. Το χρονικό ξεκινά με την άνοδο του Διοκλητιανού στο θρόνο (284) ως συνέχεια της Εκλογής Χρονογραφίας του Γεωργίου συγκέλλου και τελειώνει με την άνοδο του Λέοντος Ε΄ στο θρόνο της αυτοκρατορίας (813), πριν την έναρξη της εικονομαχικής του πολιτικής. Τα γεγονότα κατατάσσονται κατά έτη και κατά βασιλείες, πατριαρχείες και θητείες ξένων ηγεμόνων και εκκλησιαστικών ηγετών. Το κείμενο, μολονότι είναι γραμμένο σε απλή, σχεδόν νεοελληνική γλώσσα, η οποία ωστόσο δεν είναι ενιαία, περιέχει πολλές και πυκνές πληροφορίες για τους θεσμούς, πολλές λεπτομέρειες για τις εξελίξεις, για την Εικονομαχία και για τις βασιλείες και τις δυναστικές αλλαγές, και εμπεριέχει καλές πληροφορίες για γεγονότα εκτός της αυτοκρατορίας, που μαρτυρά την εξοικείωσή του με ανατολικές πηγές. Γενικά θεωρείται ότι ο Θεοφάνης συνδύασε τις πολλές πηγές του, αλλά ότι το κείμενο στη μορφή που σώζεται δεν υπέστη μία τελική επεξεργασία. Ο Θεοφάνης ήταν απερίφραστα εικονολάτρης, και τα πάντα εξηγούνται μέσα από αυτή την προσέγγιση, καθώς οι εικονομάχοι «στολίζονται» με ευφάνταστα επίθετα και ευθύνονται για όλες τις φυσικές καταστροφές, σεισμούς, λιμούς και λοιμούς, εκρήξεις ηφαιστείων κλπ. Παρόλα αυτά η Χρονογραφία του Θεοφάνη είναι μία από τις πολυτιμότερες πηγές της Βυζαντινής ιστορίας και φωτίζει ιδιαιτέρως μία από τις «σκοτεινότερες» εποχές του Βυζαντίου.
Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής αποκαλείται «μητρόθειος» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄, δηλαδή θείος από την πλευρά της μητέρας του αυτοκράτορα, Ζωής Καρβονοψίνας. Για την συγγένεια αυτή υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Θεοφάνης είχε τουλάχιστον μία αδελφή, από την οικογένεια της οποίας μπορούσε να έλκει την καταγωγή η αυτοκράτειρα Ζωή. Στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ εξάλλου χρονολογείται η αγιοποίησή του και, κατά τα φαινόμενα, και η συγγραφή των Βίων του, ενώ το έργο του πήρε τη θέση που του άξιζε στην λογοτεχνική δημιουργία της αυτοκρατορίας, καθώς η επίσημη ιστοριογραφία της εποχής ξεκινά καθ’ υπόδειξιν του Κωνσταντίνου Ζ΄ από το σημείο, στο οποίο ο Ομολογητής Θεοφάνης σταμάτησε τη συγγραφή.

●10 Μαρτίου: Αγίας Αναστασίας της Πατρικίας.


H Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.

*Ο Βίος της Αγίας Αναστασίας της Πατρικίας που παραθέτουμε, είχε δημοσιευθεί στον Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τον Ιερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη.

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλείας Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί ὁ αὐτοκράτορας τήν τιμοῦσε ὡς πρώτη πατρικία τοῦ παλατιοῦ. Μήν δίνοντας, ὡστόσο, σημασία στήν ἐπίγεια δόξα, φύλαγε ἡ μακαρία στήν καρδία της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί φρόντιζε μέ ζῆλο νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Ὁ δαίμονας ὅμως, ἄσπονδος ἐχθρός ὅσων ἐπιθυμοῦν τόν ἐνάρετο βίο, παίρνοντας ἀφορμή τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρός αὐτήν ἔσπειρε αἰσθήματα ζηλοφθονίας στήν ψυχή τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅταν ἡ Ἀναστασία πληροφορήθηκε ὅτι ὑπήρξε αἰτία σκανδάλου, ἐκμεταλλευομένη τό γεγονός ἀποχώρησε ἀπό τήν αὐλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ὥστε νά λυτρωθεῖ ἡ αὐτοκράτειρα ἀπό τήν παράλογη ζήλεια, ἐσύ δέ νά ἐτοιμαστεῖς γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ». Κράτησε μικρό μέρος τῆς περιουσίας της, μοίρασε τά ὑπόλοιπα στούς πτωχούς καί ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, κοντά στήν πόλη ἵδρυσε γυναικεία μονή, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτον, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Μονή τῆς Πατρικίας.
Μερικά χρόνια ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου ἐκοιμήθη ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα (548 μ.Χ.), ὁ αὐτοκράτορας ἀναζήτησε παντοῦ τήν ὄμορφη καί ἐνάρετη Ἀναστασία γιά νά τήν παντρευτεῖ. Μόλις ἐκείνη τό πληροφορήθηκε ἐγκατέλειψε τήν μονή καί μετέβη νύκτα στήν Σκήτη, στόν ἀββᾶ Δανιήλ, γιά νά τοῦ ἐκθέσει τό πρόβλημα. Ὁ Γέροντας τήν ἔντυσε τότε μέ ἀντρικά ἐνδύματα, τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἀναστάσιος καί τήν ἐγκατέστησε σέ σπήλαιο μακριά ἀπό τήν Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα νά ζήσει ἐκεῖ μέ νηστεία καί προσευχή χωρίς οὔτε νά ἐξέλθει οὔτε νά δεχθεῖ κανένα. Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἕνας μαθητής του πήγαινε καί τῆς ἄφηνε μιά στάμνα νερό στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καί ἀποσυρόταν σιωπηλά μέ μιά μετάνοια.
Ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα ἔτη ἔζησε μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γενναία καί ἀνδρεία ψυχή, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τόν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ὑπερνικώντας τήν φυσική ἀδυναμία καί τούς μαλθακούς τρόπους τῆς αὐλῆς ἀγωνιζόταν νυχθημερόν κατά τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου καί προπαντός κατά τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων πού τῆς ὑπέβαλλαν νά ἀφήσει τήν ἡσυχία. Ἔγινε ἔτσι μέ τήν προσκαρτερία της σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰδοποιημένη γιά τήν ἐπικείμενη ἐκδημία της ἔγραψε πάνω σέ κεραμίδι στόν ἀββᾶ Δανιήλ νά φέρει τά σύνεργα γιά τόν ἐνταφιασμό της. Ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε μές στή νύκτα μέ θεῖο ὅραμα, ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στήν σπηλιά. Μόλις διάβασε τό μήνυμά της ἔσπευσε νά παραυρεθεῖ στίς τελευταῖες στιγμές της καί ἔπεσε στά πόδια της ζητώντας της νά μεσιτεύσει παρά Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί τούς μαθητές του. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἁγία χαιρέτησε τούς ἀγγέλους πού παρουσιάστηκαν στό πλευρό της καί μέ τό πρόσωπο ὁλόφωτο παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἐπιστρέφοντας στήν Σκήτη ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος ἦταν ἡ ξακουστή πατρικία, πού ἀναζητοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γιά νά τήν νυμφευθεῖ.

●Σαν σήμερα, στις 7 Μαρτίου του 961, ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς καταλαμβάνει τον Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο), δίνοντας τέλος στο Εμιράτο της Κρήτης.

Η πολιορκία του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά. (Ιστορία Ιωάννου Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη Ισπανίας, Μαδρίτη).

Το Εμιράτο της Κρήτης ήταν μια μουσουλμανική πολιτεία στο Μεσογειακό νησί της Κρήτης από το 820 έως την επανακατάληψή του από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 961. Παρόλο που η πολιτεία αναγνώριζε τη φεουδαρχία του Χαλιφάτου των Αββασιδών και διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους Τολουνίδες της Αιγύπτου, ήταν ντε φάκτο ανεξάρτητο.
Μια ομάδα Ανδαλούσιων εξόριστων κατέκτησαν την Κρήτη από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 824 και την καθιέρωσαν γρήγορα ως ανεξάρτητη πολιτεία. Το Εμιράτο και στα 137 χρόνια της ύπαρξής του αποτελούσε έναν από τους βασικότερους εχθρούς του Βυζαντίου. Η Κρήτη έλεγχε τις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου και αποτελούσε βάση για τους μουσουλμάνους κουρσάρους από την Ανατολή, οι οποίοι λεηλατούσαν τις περιοχές της νότιας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξαθλιώνοντας έτσι τις συνθήκες ζωής στο Αιγαίο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε επιχειρήσει αρκετές φορές να υποτάξει την περιοχή αλλά απέτυχε καταστροφικά και ήταν πλέον φανερό πως έπρεπε πάση θυσία να επανακτήσει την Μεγαλόνησο, αλλά οι συνεχείς εσωτερικές έριδες καθυστερούσαν την ανάληψη αυτής της παράτολμης εκστρατείας, ισχυροποιώντας τα θεμέλια της εξουσίας των Σαρακηνών στη Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο, θέτοντας σε κλοιό την ναυτική εμπορική δραστηριότητα στο Αρχιπέλαγος.
Έτσι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση για να καταλάβει το νησί το 949. Ωστόσο η αιφνίδια επίθεση των Βυζαντινών τους οδήγησε σε ήττα, κάτι που τα Βυζαντινά χρονικά αποδίδουν στην ανικανότητα του ευνούχου στρατηγού Κωνσταντίνου Γογγύλη. Ο αυτοκράτορας όμως δεν τα παράτησε και προς τα τέλη της εξουσίας του άρχισε να οργανώνει άλλη μια επίθεση η οποία διεξήχθη από τον διάδοχό του Ρωμανό Β’.
Το 959 ανεβαίνει στον θρόνο της Βασιλεύουσας ο Ρωμανός Β’. Ο Ρωμανός αποφασίζει να αναλάβει δράση απέναντι στους Άραβες και επιλέγει τον Νικηφόρο Φωκά, μέλος της γνωστής και μεγάλης στρατιωτικής οικογένειας των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ο Φωκάς ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου.
Την επόμενη χρονιά ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’ μαζί με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά (ο οποίος Φωκάς και με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής), ετοιμάζουν μία κολοσσιαίων διαστάσεων αρμάδα αποτελούμενη από 2.000 πυροφόρα χελάνδια, 1.000 δρόμωνες και 307 καματηρά (πλοία εφοδιοπομπής) τα οποία συνέθεταν έναν άνευ προηγουμένου στόλο αποτελούμενο από χιλιάδες πολεμιστές.
Οι αραβικές πηγές αναφέρουν στόλο επτακοσίων πλοίων με 72.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Ακόμα και αν ισχύουν οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις των αράβων ιστορικών, το μέγεθος του στόλου και του στρατού ήταν ικανό να προκαλέσει πανικό σε οποιοδήποτε βασίλειο της εποχής. Ο στόλος πέρασε από αρκετά νησιά του Αιγαίου αλλά στη Σαντορίνη σταμάτησε διότι οι Βυζαντινοί ναυτικοί δεν γνώριζαν την διαδρομή νοτιότερα, καθότι λόγω του φόβου που ενέπνεαν οι Σαρακηνοί πειρατές οι κυβερνήτες των αυτοκρατορικών πλοίων δεν τολμούσαν για πολλά χρόνια να προσεγγίσουν την Κρήτη. Τελικά τη λύση την έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί που οδήγησαν τη πανστρατιά του Φωκά στη νησίδα Δία στις ακτές του νησιού.
Από τη νησίδα ο Φωκάς έστειλε κατασκοπευτικά σκάφη ενώ ανέμενε να καταφθάσει ολόκληρος ο στόλος. Οι Σαρακηνοί αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος αλλά γρήγορα αναθάρρησαν και έλαβαν θέσεις στις ακτές για να εμποδίσουν την απόβαση. Καθώς δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο λιμάνι στη περιοχή για να υποστηρίξει τη δύσκολη επιχείρηση, ο Φωκάς αφού έφτασαν όλα τα πλοία, τα εξόπλισε με επικλινείς σανίδες ώστε να διευκολυνθεί η έξοδος των στρατιωτών από αυτά. Τα πληρώματα διετάχθησαν να κωπηλατήσουν προς τη στεριά και μόλις έφτασαν σε κοντινή απόσταση πλήθος τοξευμάτων κατευθύνθηκε προς τους αμυνόμενους Άραβες. Όλες οι κλίμακες των πλοίων κατέβηκαν στη στεριά σχεδόν ταυτόχρονα κάνοντας αδύνατη τη προσπάθεια των Σαρακηνών να εμποδίσουν την απόβαση.
Συντεταγμένες οι βαριά οπλισμένες φάλαγγες των Βυζαντινών χωρίστηκαν στα τρία και βάδισαν εναντίον των εχθρών. Τους έτρεψαν με σχετική ευκολία σε φυγή. Όσοι διεσώθησαν, κατέφυγαν στο οχυρό του Χάνδακα. Οι δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά στρατοπέδευσαν έξω από τη πόλη, τη περικύκλωσαν με πασσάλους και έφτιαξαν και δική τους τάφρο για να αποφύγουν τον αιφνιδιασμό από κάποια νυκτερινή επίθεση των Αράβων. Αυτός εξάλλου ήταν και ο τρόπος πολέμου των Αράβων απέναντι στους σιδερόφρακτους στρατούς τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δύσης. Ένα μείγμα ανταρτοπολέμου, ενεδρών και πολέμου φθοράς. Έτσι είχαν αντιμετωπίσει και τις προηγούμενες προσπάθειες των Βυζαντινών με μεγάλη επιτυχία.
Ο νέος όμως στρατηγός της Αυτοκρατορίας ήταν διαφορετικός από τους προηγούμενους. Εμπειροπόλεμος και αποφασισμένος για την επικράτηση, αλλά και υπομονετικός, συνετός και καρτερικός. Είδε πως το τείχος της πόλης είναι μεγάλο και ισχυρό και πως μια κατά μέτωπο επίθεση τόσο νωρίς θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την απώλεια πολλών δικών του στρατιωτών. Έτσι απέκλεισε την πόλη αλλά και διέταξε ναυτικό αποκλεισμό ολόκληρου του νησιού καθώς ο μεγάλος αριθμός πλοίων του το επέτρεπε. Παράλληλα έστελνε ισχυρές δυνάμεις σε όλη τη Κρήτη για να αποκαταστήσουν τη Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί. Έδινε πολλές συμβουλές για επαγρύπνηση καθώς ο κίνδυνος αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν μεγάλος. Οι στρατηγοί άκουσαν τις συμβουλές του εκτός από τον Νικηφόρο Παστιλά που με ένα άγημα Βαράγγων ενώ γλεντούσαν μετά από κάποια νίκη, δέχθηκαν ξαφνική επίθεση και κατεκόπησαν όλοι από τους Αγαρηνούς.
Ο ηγέτης των Σαρακηνών της Κρήτης Abd al Aziz ibn Schu ‘ab (Κουρουπής για τους Βυζαντινούς) έστειλε μηνύματα για βοήθεια στους ομόθρησκους ηγέτες. Οι εμφύλιες έριδες όμως στον Αραβικό κόσμο έκαναν αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του κινδύνου. Η Αίγυπτος έστειλε μικρές δυνάμεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα και ο εμίρης του Χαλεπίου έστειλε 30.000 ιππείς στη Μικρά Ασία ως αντιπερισπασμό αλλά και αυτοί αναχαιτίσθηκαν από τον Λέοντα Φωκά, αδερφό του Νικηφόρου.
Ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος έδωσε βαρύτητα στον ψυχολογικό πόλεμο. Βομβάρδιζε τα τείχη καθημερινά, περισσότερο για κλονισμό του ηθικού των πολιορκημένων παρά των οχυρώσεων. Παράλληλα οι κατάσκοποι του εντόπισαν ένα μέρος του τείχους που ενώ ήταν χτισμένο πάνω σε πέτρα, όπως όλο το τείχος άλλωστε, κάτω από τη πέτρα υπήρχαν ψαμμιτικά στρώματα. Σε εκείνο το σημείο απέστειλε σκαπανείς για να υπονομεύσουν τους αμυντικούς πύργους της πόλης προετοιμάζοντας τον στρατό για την τελική έφοδο.
Με αυτές τις ενέργειες και με στρατιωτικά γυμνάσια περνούσε ο χειμώνας του 960-961 ο οποίος υπήρξε δριμύς με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα εφόδια του στρατού και να κλονισθεί το ηθικό των ανδρών. Όμως η προσωπική παρέμβαση και το κύρος του Νικηφόρου Φωκά απέτρεψαν τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος. Συγκεκριμένα ο παρακοιμώμενος (πρωθυπουργεύων) του αυτοκράτορα αγόρασε τεράστιες ποσότητες σιταριού, εκ των οποίων το μισό σιτάρι το πούλησε στη μισή τιμή ώστε να ρίξει τις ανεβασμένες τιμές των κερδοσκόπων και το άλλο μισό το έστειλε στη Κρήτη ώστε να ανεφοδιαστεί ο στρατός που βρισκόταν στα όρια της πείνας.
Οι Σαρακηνοί αποφάσισαν εκείνη την εποχή να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και 36.000 πεζοί πραγματοποίησαν επίθεση φανατισμένοι από τα λόγια του εμίρη τους. Ξύρισαν τα κεφάλια τους και βάδισαν εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού με έκδηλο τον θρησκευτικό φανατισμό που χαρακτήριζε τις αραβικές στρατιές της εποχής. Ο Νικηφόρος είχε πληροφορηθεί μέσω κατασκόπων την επικείμενη επίθεση και εφήρμοσε ένα λαμπρό σχέδιο. Έστησε τέσσερις ενέδρες και όταν οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν, ο στρατός του προσποιήθηκε υποχώρηση οδηγώντας έτσι τους αντιπάλους στην ενέδρα. Όταν ο έκλεισε ο κλοιός των Βυζαντινών η μάχη είχε μετατραπεί σε σφαγή. Ο Κουρούπης έκλεισε τις πύλες του Χάνδακα ώστε να αναγκάσει τους πολεμιστές του να αγωνιστούν μέχρι τέλους. Ύστερα από επτά αποτυχημένες επιθέσεις αναγκάστηκε να ανοίξει δίοδο να μπουν οι στρατιώτες του μέσα ώστε να μη χαθεί ολόκληρος ο στρατός του και αναγκαστεί να παραδώσει το οχυρό του εκείνη τη μέρα.
Έτσι λοιπόν, στις 7 Μαρτίου, ο Φωκάς αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική του έφοδο. Τα τείχη είχαν υπονομευθεί κατάλληλα και βομβαρδιστεί ανηλεώς από τους καταπέλτες. Ο αντίπαλος στρατός είχε αποδεκατιστεί κατά την ηρωική του έξοδο και πλέον δεν επαρκούσε για την αποτελεσματική άμυνα του Χάνδακα. Έφερε όλο τον στρατό του μπροστά από τα τείχη και παρέταξε τις φάλαγγες σε πυκνή τετραγωνική διάταξη. Τέλεσε τις απαραίτητες χριστιανικές λειτουργίες (ως βαθιά θρησκευόμενος και ο ίδιος) και ξεκίνησε την επίθεση. Τότε έγινε κάτι που ανέβασε περισσότερο το ηθικό του στρατού. Μια Σαρακηνή μάγισσα ανέβηκε πάνω στα τείχη και έριχνε κατάρες στους στρατιώτες του Βυζαντίου. Ένας επιδέξιος τοξότης βγήκε μπροστά από τους συμπολεμιστές του και με τη πρώτη βολή την γκρέμισε από τις οχυρώσεις.
Το σύνθημα δόθηκε και οι μηχανικοί έβαλαν φωτιά στα τούνελ και το τείχος κατακρημνίστηκε, αφήνοντας μια μεγάλη δίοδο στους πολιορκητές να μπουν στην πόλη. Οι Σαρακηνοί μαζεύτηκαν στο άνοιγμα ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των ανδρών του Νικηφόρου Φωκά αλλά δεν κατάφεραν να αντέξουν για πολύ ώρα. Ήταν απλώς λιγοστοί στον αριθμό πλέον. Όταν οι στρατιώτες μπήκαν εντός της πόλης ξεκίνησαν οι οδομαχίες που πολύ σύντομα μετατράπηκαν σε άγρια σφαγή του πληθυσμού. Μόνο η παρέμβαση του αρχιστράτηγου σταμάτησε το μακελειό. Χιλιάδες άραβες σκοτώθηκαν ενώ πάρα πολλοί αιχμαλωτίστηκαν είτε για να πουληθούν ως σκλάβοι, είτε για να ανταλλαχθούν με χριστιανούς αιχμαλώτους. Η πόλη λεηλατήθηκε, τα τζαμιά καταστράφηκαν και τα τείχη ρίχτηκαν. Ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς αιχμαλωτίστηκαν και αυτοί και στόλισαν τον θρίαμβο του Φωκά στη Κωνσταντινούπολη. Αργότερα ο Ανεμάς θα γινόταν ένας πολυνίκης και πιστός στρατηγός της Αυτοκρατορίας!
Μέρος από τα λάφυρα, ο Φωκάς τα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του από την Κρήτη, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί, αφήνοντας μάλιστα για τη θρησκευτική στήριξη, αναμόρφωση και τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον εκ του Πολεμονιακού Πόντου καταγόμενο Άγιο Νίκωνα τον "Μετανοείτε" και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει έπειτα από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και μεγάλου πλήθους.
Έτσι, μετά από 137 χρόνια η Κρήτη επέστρεψε στην αγκαλιά του Βυζαντίου.

●5 Μαρτίου 2017: Α’ Κυριακή των Νηστειών - της Ορθοδοξίας. (Κινητή εορτή: εορτάζεται 42 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα).

Θρίαμβος της Ορθοδοξίας". Βυζαντινή εικόνα ζωγραφισμένη στην Κωνσταντινούπολη (γύρω στο 1400). 
Είναι ζωγραφισμένη σε ξύλο με αυγοτέμπερα και με επιχρύσωση. Φυλάσσεται στο Βρετανικό μουσείο, στο Λονδίνο.
Είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο επάνω μέρος είναι μια αναπαράσταση της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας και αριστερά η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο νεαρός γιος της, Μιχαήλ Γ’. Στα δεξιά είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος και τρεις μοναχοί υποστηρικτές των εικόνων.
Στο κάτω μέρος είναι 11 Άγιοι από τους οποίους οι 7 είναι αναγνωρίσιμοι. Από αριστερά προς τα δεξιά είναι: Αγία Θεοδοσία (1), Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής (5), Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (6), Άγιος Θεόδωρος και Άγιος Θεοφάνης, οι Γραπτοί (7 και 8), Άγιος Θεοφύλακτος (10) και Άγιος Αρσάκειος (11).

Ἀπολυτίκιον, Ήχος β'.
Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν Ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός·
βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκὶ ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ·
ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν Κόσμον.

Η Α’ Κυριακή των νηστειών της Τεσσαρακοστής, ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αυτήν την ημέρα εορτάζουμε την αναστήλωση των αγίων και σεπτών εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 843.
Η εικονομαχία ξεκίνησε το 726 και τελείωσε το 843. Η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων έβρισκαν αντίθετους τους εικονομάχους, οι οποίοι το θεωρούσαν μορφή ειδωλολατρίας και αποκαλούσαν όσους προσκυνούσαν τις εικόνες εικονολάτρες.
Οι εικονομάχοι ονομάζονται επίσης και εικονοκλάστες επειδή κατέστρεφαν τις εικόνες.

Αρχικά ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον Άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Του είπε ότι δε βρίσκει διαφορές ανάμεσα στις άγιες εικόνες και τα είδωλα και του ζήτησε να τις απομακρύνει, ή αν όσες εικονίζουν αγίους είναι αληθινές να κρεμαστούν ψηλά, για να μην μιαίνονται όταν τις ασπάζεται ο κόσμος με τα αμαρτωλά του χείλη και μολύνονται. Ο Πατριάρχης Γερμανός έκανε ότι μπορούσε για τον αποτρέψει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Το 726 ο Λέων Γ’ εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι εικόνες έπρεπε να τοποθετηθούν πολύ ψηλά στις εκκλησίες (ώστε να μην μπορούν να τις ασπαστούν και να τις προσκυνήσουν οι πιστοί) και ξεκίνησε τη συζήτηση για την κατάργηση των αγίων εικόνων. Θεωρούσε ότι η τίμηση των εικόνων είναι μια μορφή ειδωλολατρίας και το 730 αντικατέστησε τον Πατριάρχη Γερμανό με τον Αναστάσιο και με διάταγμα απαγόρευσε την λατρεία των αγίων εικόνων. Ο Αναστάσιος, που ήταν σύγκελλος του Πατριαρχείου, δέχθηκε να καλύψει την πολιτική των εικονομάχων, αλλά δεν αναγνωρίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο Β’, από τους πατριάρχες της Ανατολής και από τους ορθοδόξους της αυτοκρατορίας.

Ο Κωνσταντίνος Ε’, ο Κοπρώνυμος, αφαίρεσε τις εικόνες από τις εκκλησίες και έκανε διωγμούς ενάντια στους εικονολάτρες. Το 754 συγκάλεσε αντικανονική Οικουμενική Σύνοδο, την λεγόμενη εικονομαχική, στην Ιέρεια για να επιβεβαιώσει δογματικά την εικονομαχία. Εκείνη την εποχή μεγιστοποιήθηκαν οι διωγμοί ενάντια των μοναχών (ο Κωνσταντίνος Ε’ τους θεωρούσε "ειδωλολάτρες και οπαδούς του σκότους"), οι καταστροφές μοναστηριών αλλά και οι καταστροφές των εικόνων. Μάλιστα όταν ένας στρατηγός του τον ενημέρωσε ότι δεν είχε μείνει κανένας μοναχός στην περιοχή της Θράκης, ο Κωνσταντίνος Ε’ του έγραψε ότι "Σε εσένα βρήκα έναν άνθρωπο της καρδιάς μου, κάποιον που δρα όπως θέλω". Κατά την πρώτη περίοδο της εικονομαχίας ξεχώρισε ο Ιωάννης Δαμασκηνός που με επιστολές και λόγους υποστήριξε την προσκύνηση των εικόνων.

Ο γιος του Κοπρώνυμου, Λέων Δ’, και η γυναίκα του Ειρήνη η Αθηναία σταμάτησαν τους διωγμούς και κατάργησαν τις απαγορεύσεις των προηγουμένων. Το 787, μετά το θάνατο του Λέοντα Δ’, η Ειρήνη η Αθηναία καλεί τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία επανέφερε τις εικόνες. Η Σύνοδος αυτή καταδίκαζε την εικονομαχία και όριζε ότι τις εικόνες τις προσκυνούμε τιμητικά αλλά δεν τις λατρεύουμε. Η Ειρήνη η Αθηναία έκτισε και πολλούς ναούς στην πόλη των Αθηνών, ανάμεσά τους τον ναό της Θεοτόκου Γοργοεπηκόου (τώρα είναι ναός του αγίου Ελευθερίου). Περίπου τότε κτίστηκε και ο ναός της Θεοτόκου Καπνικαρέα ή Καμουχαρέα.

Οι επόμενοι αυτοκράτορες (Λέοντας Ε΄ και οι διάδοχοί του Μιχαήλ Β’ Τραυλός και Θεόφιλος) ήταν εικονομάχοι και έτσι οι διαμάχες συνεχίστηκαν μέχρι το 843. Κατά τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας, ο Θεόδωρος Στουδίτης ξεχώρισε απ' τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ως κηδεμόνας του ανήλικου υιού της Μιχαήλ Γ’, προετοίμασε την επικράτηση της Ορθοδοξίας. Συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επανέφερε τις εικόνες επικυρώνοντας τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και τερμάτισε οριστικά την εικονομαχία.

*Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356).
Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Μολονότι ούτε η Εκκλησία, ούτε το κράτος απαγόρεψαν τις γλυπτές αναπαραστάσεις αγίων προσώπων ή ιερών σκηνών, μετά την περίοδο της εικονομαχίας εξαφανίστηκαν τέτοιες αναπαραστάσεις από την Ανατολική Εκκλησία. Η 11 Φεβρουαρίου του 843 (πρώτη Κυριακή των νηστειών της Σαρακοστής εκείνου του έτους), ορίστηκε ως η ημερομηνία που θα γινόταν η αναστήλωση των εικόνων και από τότε εορτάζεται κάθε χρόνο ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Παλιότερα οι ιστορικοί θεωρούσαν ως πιθανή ημερομηνία αναστήλωσης των εικόνων το 842, αλλά οι νέες επιστημονικές μελέτες θέλουν το 843 να είναι η σωστή ημερομηνία.