Ο Ευάγριος εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινούπολης από τους Ορθοδόξους,
μετά το θάνατο του Ευδόξιου, το 370, ενώ οι Αρειανοί εξέλεξαν τον Δημόφιλο.
Χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ευστάθιο.
Μόλις ο Αρειανός Αυτοκράτορας Ουάλης πληροφορήθηκε τη χειροτονία του
Ευάγριου, ήρθε στην Κωνσταντινούπολη από τη Μαρκιανούπολη, όπου βρισκόταν,
έπαυσε τον Ευάγριο και τον εξόρισε, άρπαξε τις εκκλησίες από τους Ορθοδόξους
και τις έδωσε στους Αρειανούς, και αναγνώρισε το Δημόφιλο.Ιστολόγιο αφιερωμένο στη Αγιά Σοφιά. Επίσης είναι αφιερωμένο και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με γεγονότα και πληροφορίες από την αρχή της μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, το 1453. Από αυτό το ιστολόγιο μπορείτε να αντλήσετε πληροφορίες, εικόνες κλπ. Απόψεις και προτάσεις δεκτές...
Ευσέβιος ο Νικομηδείας - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ευσέβιος ο Νικομηδείας ήταν επίσκοπος της Βηρυτού της Φοινίκης, στη
συνέχεια της Νικομηδείας όπου βρισκόταν η αυτοκρατορική νομική σχολή και,
τελικά, της Κωνσταντινούπολης από το έτος 338 ως το θάνατό του, το 341.
Όντας μακρινός συγγενής της αυτοκρατορικής οικογένειας του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, προωθήθηκε στην ανέλιξή του στις επισκοπικές θέσεις και απέκτησε
ισχύ μέσα στην Εκκλησία. Με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο, έχαιρε της πλήρους
εμπιστοσύνης τόσο του Κωνσταντίνου όσο και του Κωνσταντίου. Όπως ο Άρειος, ήταν
μαθητής του επισκόπου της Αντιοχείας Λουκιανού, και πιθανόν να είχε από την
αρχή τις ίδιες απόψεις με τον Άρειο. Στη συνέχεια μετέβαλε κάπως τις ιδέες του,
ή πιθανόν απλά υπέκυψε στις πιέσεις των συνθηκών εκείνης της περιόδου.
Εντούτοις, υπήρξε ηγέτης και οργανωτής —αν όχι δάσκαλος— της ομάδας των
Αρειανιστών.
Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 325, υπέγραψε την απόφαση
της συνόδου παρά μόνο μετά από μακρά και έντονη αντιπαράθεση. Το γεγονός ότι
υπερασπίστηκε τον Άρειο εξόργισε τον αυτοκράτορα και λίγους μήνες μετά την
σύνοδο καταδικάστηκε σε εξορία. Μετά από διάστημα τριών ετών, πέτυχε να
επανακτήσει την αυτοκρατορική εύνοια. Αφού επέστρεψε το 329, έθεσε σε κίνηση
όλο τον κρατικό μηχανισμό έτσι ώστε να επιβάλει τις απόψεις του. Ο Ευσέβιος
βάφτισε τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το έτος 337, ο οποίος λίγο αργότερα πέθανε.
Το 338 προωθήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης από τον Αυτοκράτορα
Κωνστάντιο. Ήταν η πρώτη φορά που ο αυτοκράτορας παρενέβαινε στα εκκλησιαστικά
πράγματα και υποδείκνυε το ποιος θα εκλεγεί επίσκοπος, πράγμα που έκτοτε συνέβη
πολλές φορές. Ο Αλεξανδρείας Αθανάσιος διαμαρτυρήθηκε έντονα για την παρέμβαση
αυτή, γράφοντας: «Ποῖος γάρ κανών ἀπό παλατίου πέμπεσθαι τόν ἐπίσκοπον;»Γρηγόριος Ναζιανζηνός - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κωμόπολη
της Καππαδοκίας, από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Ναζιανζού και την Νόννα. Έχει δύο
αδέρφια: τον Καισάρειο και τη πασίγνωστη για την ευσέβειά της αδερφή Γοργονία.
Στη Ναζιανζό, διδάσκεται τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ τη μέση στη
Καισάρεια, όπου γνωρίζεται με το συμμαθητή του Μέγα Βασίλειο. Έπειτα, πηγαίνει
κοντά σε περίφημους διδασκάλους της ρητορικής στη Παλαιστίνη και στην
Αλεξάνδρεια και, τέλος, στα Πανεπιστήμια της Αθήνας. Οι σπουδές του διήρκεσαν
13 ολόκληρα χρόνια (από 17 έως 30 ετών).
Μετά τις σπουδές στην Αθήνα ο Γρηγόριος επιστρέφει στη πατρίδα του
μονολότι του πρόσφεραν έδρα Καθηγητή Πανεπιστημίου. Εκεί, ο πατέρας του,
επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Αλλά ο Άγιος Γρηγόριος προτιμά
την ησυχία του αναχωρητηρίου στο Πόντο, κοντά στο φίλο του Βασίλειο, για
περισσότερη άσκηση στη πνευματική ζωή.
Μετά, όμως, από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην
πατρίδα του και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Στα 43 του χρόνια ο
Θεός τον ανύψωσε στο επισκοπικό αξίωμα. Έδρα του ορίστηκε η περιοχή των Σασίμων
την οποία ποτέ δεν ποίμανε λόγω των Αρειανών κατοίκων της.
Όμως, ο θάνατος έρχεται να πληγώσει τη ψυχή του, με αλλεπάλληλους
θανάτους συγγενικών προσώπων. Πρώτα του αδερφού του Καισαρείου, έπειτα της
αδερφής του Γοργονίας, μετά του πατέρα του και, τέλος, της μητέρας του Νόννας.
Μετά απ’ αυτές τις θλίψεις, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη (378),
όπου υπερασπίζεται με καταπληκτικό τρόπο την Ορθοδοξία και χτυπά καίρια τους
Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει την Κωνσταντινούπολη.
Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ήταν στα
χέρια των αιρετικών. Όμως ο Άγιος δεν απελπίζεται. Μετατρέπει ένα δωμάτιο στο
σπίτι που τον φιλοξενούσαν σε ναό και του δίνει συμβολικό όνομα. Ονομάζει το
ναό Αγία Αναστασία δείγμα ότι πίστευε στην ανάσταση της Ορθόδοξης Πίστης.
Οι αγώνες είναι επικίνδυνοι. Οι αιρετικοί ανεβασμένοι πάνω στις σκεπές
των σπιτιών του πετούν πέτρες και έτσι ο Άγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στο
ναό της Αγίας Αναστασίας εκφωνεί τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους που
του έδωσαν δίκαια τον τίτλο του Θεολόγου.
Μετά το σκληρό αυτό αγώνα, ο Μέγας Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως (381). Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος τον αναγνώρισε ως Πρόεδρό
της. Όμως μια μερίδα επισκόπων τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο. Τότε ο
Γρηγόριος, αηδιασμένος, δηλώνει τη παραίτησή του, αναχωρεί στη γενέτειρά του
Αριανζό και τελειώνει με ειρήνη τη ζωή του, το 390.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φιλοσοφημένα 408 ποιήματά του 18.000 περίπου στίχων.
Είναι από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και από τους λαμπρότερους
αθλητές της ορθόδοξης πίστης.
Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, στο Άγιο Όρος
ενώ το ιερό σκήνωμα του φυλάσσετε στον ομώνυμο Ναό του στην Νέα Καρβάλη.
Η Αγία μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου
μήνα, εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Λαυρέντιος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Λαυρέντιος υπήρξε επίσκοπος Βυζαντίου για έντεκα έτη και έξι μήνες,
από το 154 έως το 166. Αναφέρονται διάφορες ημερομηνίες αρχιερατείας του στους
πατριαρχικούς καταλόγους, με επικρατέστερη την προαναφερόμενη.
Ευδόξιος ο Αντιοχείας - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ευδόξιος διετέλεσε επίσκοπος Κωνσταντινούπολης από το 360 ως το 369.
Έγινε μαθητής του ιερομάρτυρα Λουκιανού. Κατόπιν εξελέγη επίσκοπος
Γερμανικείας και άρπαξε τον Θρόνο της Αντιόχειας. Όταν καθαιρέθηκε ο
Μακεδόνιος, άρπαξε πραξικοπηματικά το Θρόνο της Κωνσταντινούπολης, με τη
σύμφωνη γνώμη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου. Ενθρονίστηκε στις 27 Ιανουαρίου του
360 από εβδομήντα δύο Αρειανούς επισκόπους.
Επί των ημερών της ποιμαντορίας του Ευδοξίου έγιναν με μεγαλοπρέπεια τα
εγκαίνια του πρώτου ναού της Αγίας Σοφίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 360. Επί των
ημερών του όμως η Εκκλησία διασπάστηκε περαιτέρω, καθώς ομάδα αιρετικών
συσπειρώθηκε γύρω από τους Αέτιο και Ευνόμιο και χειροτόνησαν άλλο Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, τον Ποιμένιο και κατόπιν τον Φλωρέντιο, ενώ ξεκίνησαν να
χειροτονούν δικούς τους επισκόπους στη Λέσβο, στον Πόντο, στην Κιλικία, κλπ.
Παράλληλα, Αυτοκράτορας έγινε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος
καταδίωξε εκ νέου τους Χριστιανούς και παρείχε προστασία στους ειδωλολάτρες.
Ο Ιουλιανός, γνώριζε πολύ καλά τα ήθη των Χριστιανών και ότι την πρώτη
εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τηρούν αυστηρή νηστεία και εξαγνίζονται μ’
αυτή και τη θερμή προσευχή. Θέλησε, λοιπόν, να τους μιάνει με τις
ειδωλολατρικές θυσίες. Γι’ αυτό και κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως και του
ανέθεσε να επιβλέψει στην εκτέλεση της εξής εντολής του: Να σηκωθούν από την
αγορά όλα τα τρόφιμα και να μην υπάρχουν σ’ αυτήν παρά μόνον εκείνα πού θα ήταν
ραντισμένα με το αίμα των θυσιών πού έγιναν στα είδωλα. Με τον τρόπο αυτό
αναγκαστικά, ή θα αγόραζαν όλοι να φάνε και έτσι να γευθούν από τη θυσία προς τους
θεούς, ή αν δεν υπακούσουν, να πεθάνουν από την πείνα.
Ο έπαρχος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού και
αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα. Αντικαταστάθηκαν βέβαια από τα μιασμένα
από τις θυσίες τρόφιμα. Φάνηκε έτσι -προς στιγμήν- ότι κέρδιζε ο διάβολος, ο
υποκινητής και εμπνευστής και πατέρας του Ιουλιανού. Ο Θεός όμως είναι και
Παντοδύναμος και Πάνσοφος. Δεν άφησε, ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη
σωτηρία του από τις μεθοδείες του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του
Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα:
Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων στον Πατριάρχη Ευδόξιο
(360-369) και του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
- «Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώνυμο πλήρωμα, και
διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς του να μην αγοράσει
κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά».
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
- «Πώς είναι δυνατόν, Κύριέ μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι
μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως,
που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τι θα κάνετε μπροστά σ’ αυτή την
ανάγκη»;
Και ο Άγιος του είπε:
- Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους».
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα,
τον ρώτησε με απορία:
- «Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω». Ο Μάρτυρας τότε του
αποκρίθηκε:
- «Είναι σιτάρι. Να το βράσεις και να το μοιράσεις στους Χριστιανούς».
Και για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
- «Γι’ αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε
κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι και σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό».
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
- «Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη και ευσπλαχνία
για τη σωτηρία μας»;
Και ο Άγιος του αποκρίθηκε:
- «Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, και με έστειλε για τη
σωτηρία και βοήθειά σας».
Ο Άγιος έγινε άφαντος και ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό και χαρά
και συγκέντρωσε το λαό του Χριστού και του φανέρωσε την παρουσία και βοήθεια
του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι και
μοίρασε στο λαό και διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού.
Στην αγορά, αν και τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού
έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα
τρόφιμα. Κι’ αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα, απέσυρε από την αγορά τα
μιασμένα τρόφιμα και επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν και δοξολόγησαν το Θεό και το Μάρτυρά Του Θεόδωρο
και για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή.
Έτσι καθιερώθηκε από τότε και το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των
Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το
δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Ο Ευδόξιος πέθανε το 369 και οι Χριστιανοί της
Κωνσταντινούπολης διχάστηκαν: οι μεν Ορθόδοξοι εξέλεξαν διάδοχό του τον
Ευάγριο, οι δε Αρειανοί τον Δημόφιλο.
Πρόβος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Πρόβος καταγόταν από αριστοκρατική γενιά. Ήταν γιος του Δομετίου και
αδελφός του Μητροφάνη Α΄, επίσης επισκόπων του Βυζαντίου. Ο πατέρας του δε,
ήταν αδερφός του αυτοκράτορα Πρόβου. Έγινε επίσκοπος περί το 293. Πατριάρχευσε
περίπου 12 έτη και πέθανε το 306. Τον διαδέχτηκε στην επισκοπή του Βυζαντίου ο
αδερφός του Μητροφάνης.
Ρουφίνος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Ρουφίνος ήταν επίσκοπος Βυζαντίου περί τα έτη 284-293. Διαδέχθηκε τον
Δομέτιο και η ποιμαντορία του συνέπεσε με τη βασιλεία του Διοκλητιανού. Τον
διαδέχθηκε ο Πρόβος, γιος του προκατόχου του.
Δομέτιος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Δομέτιος ήταν επίσκοπος Βυζαντίου περί τα έτη 272-284. Ήταν αδερφός
του Ρωμαίου αυτοκράτορα Πρόβου. Ασπάστηκε το Χριστιανισμό, βαφτίστηκε και
εντάχθηκε στον κλήρο από τον επίσκοπο Βυζαντίου Τίτο, τον οποίο και διαδέχθηκε.
Απέκτησε δύο γιους, τον Πρόβο και τον Μητροφάνη, οι οποίοι επίσης
έγιναν επίσκοποι Βυζαντίου.Τίτος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Τίτος διετέλεσε επίσκοπος Βυζαντίου για περίπου τριάντα με
τριανταπέντε έτη, μεταξύ των ετών 245 και 272. Επί των ημερών της ποιμαντορίας
του μαίνονταν οι διωγμοί του Δεκίου, Γάλλου και Ουαλεριανού.
Καστίνος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Καστίνος καταγόταν από τη Ρώμη, είχε αξίωμα συγκλητικού και ήταν στην
αρχή ειδωλολάτρης. Σε ορισμένους πατριαρχικούς καταλόγους εμφανίζεται ως
Κωνσταντίνος. Στον χριστιανισμό τον προσείλκυσε ο επίσκοπος Αργυρουπόλεως
Κυριλλιανός προς τον οποίο κατέφυγε, για να τον θεραπεύσει. Αμέσως τότε ο
Καστίνος μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά
στην υπηρεσία της Εκκλησίας.
Χρημάτισε Επίσκοπος Αργυρουπόλεως και επί επτά χρόνια Επίσκοπος Βυζαντίου
από το 230 μέχρι το 237. Μέχρι της εποχής του ο καθεδρικός ναός ήταν στα
παραθαλάσσια του σημερινού Γαλατά. Αυτός έχτισε την πρώτη εκκλησία στο
Βυζάντιο, προς τιμήν της Αγίας Ευφημίας.
Ο Άγιος Καστίνος, αφού χειροτόνησε ως διάδοχό του τον Τίτο, κοιμήθηκε
οσίως με ειρήνη.
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας στις 25 Ιανουαρίου.Ευγένιος Α΄ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Ευγένιος Α΄ διετέλεσε επίσκοπος Βυζαντίου για κάποια έτη, άγνωστο πόσα,
μεταξύ των ετών 240 και 245. Οι Πατριαρχικοί κατάλογοι δε συμφωνούν προς τη
διάρκεια της ποιμαντορίας του, καθώς αυτή εμφανίζεται να ποικίλλει μεταξύ πέντε
και εικοσιπέντε ετών.
Κυριακός Α΄ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο
Κυριακός σε ορισμένους πατριαρχικούς καταλόγους εμφανίζεται ως Κυριλλιανός.
Κατά το Δωρόθεο ποίμανε την Εκκλησία του Βυζαντίου δεκαέξι έτη (214 – 230).
Φιλάδελφος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Φιλάδελφος αναφέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου μετά την
οκταετή διοίκηση της Εκκλησίας του Βυζαντίου από κάποιον ανώνυμο ιερέα.
Διετέλεσε επίσκοπος για μία τριετία (211 – 214).
Μάρκος Α΄ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Μάρκος παρέμεινε επίσκοπος Βυζαντίου για δεκατρία έτη (198 – 211),
κατά το διάστημα δηλαδή του διωγμού του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου κατά των
Χριστιανών. Είναι αμφιλεγόμενο αν όλη αυτή την περίοδο διοικούσε ο ίδιος την
επισκοπή ή αν, εξ αιτίας του διωγμού, παρεμβλήθηκε διοίκηση κάποιου πρεσβυτέρου
για περίπου οκτώ έτη.
Ολυμπιανός - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Ολυμπιανός διαδέχτηκε τον Περτίνακα και διετέλεσε επίσκοπος Βυζαντίου
για έντεκα έτη (187 – 198).
Επί της αρχιερατείας του, το 196, κατελήφθη το Βυζάντιο από το Ρωμαίο
αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος του αφαίρεσε τα δίκαια της μητροπόλεως
και το υπήγαγε στη θρακική Ηράκλεια, της οποίας παρέμεινε επισκοπή για πάνω από
έναν αιώνα.Περτίναξ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Πληροφορίες για το βίο του Περτίνακος υπάρχουν στην ιστορία του
Δωροθέου. Εκεί γίνεται γνωστό ότι ο Περτίναξ ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο οποίος ως στρατηγός απεστάλη στη Θράκη. Όταν
προσβλήθηκε από κάποια ασθένεια έμαθε ότι συμβαίνουν πολλά θαύματα μεταξύ των
πιστών της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού. Αυτό τον οδήγησε να αποταθεί στον
τότε επίσκοπο Βυζαντίου, τον Αλύπιο, που τότε διέμενε στην Ελαία. Κατόπιν της
θεραπείας του, θεωρώντας την αποτέλεσμα των προσευχών του Αλυπίου, απαρνήθηκε
την εθνική θρησκεία και βαπτίστηκε Χριστιανός. Έπειτα από μικρό χρονικό
διάστημα χειροτονήθηκε από τον Αλύπιο πρεσβύτερος και μετά το θάνατό του τον
διαδέχθηκε στον επισκοπικό θώκο. Από την προσωπική του περιουσία ανήγειρε τον
τρίτο επισκοπικό οίκο της Εκκλησίας των Βυζαντίων, στην περιοχή των Συκεών, τον
μετέπειτα Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως, και μάλιστα σε παραθαλάσσια τοποθεσία,
που ο ίδιος επονόμασε Ειρήνη. Σε αυτή την τοποθεσία άρχισαν να οικοδομούν τα
σπίτια τους πολλοί χριστιανοί, αποτελώντας οιονεί μία μικρή πόλη.
Οι Πατριαρχικοί κατάλογοι τον φέρουν να επισκόπευσε δεκαεννέα έτη (169
– 187), αλλά μάλλον σε αυτά περιλαμβάνονται και τα έτη κατά τα οποία ήταν
ιερέας. Πέθανε το έτος 187.Αλύπιος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Αλύπιος ή Ολύμπιος διαδέχθηκε το Λαυρέντιο κατά το δεύτερο μισό του
2ου αιώνα, χωρίς να είναι εξακριβωμένο ακριβώς το πότε. Οι μεταγενέστεροι
κατάλογοι τον παρουσιάζουν να επισκόπευσε δεκατρία έτη και μισό ενώ οι
παλαιότεροι τρία. Το πιθανότερο, σύμφωνα με τη γνώμη των Μανουήλ Γεδεών και
Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, είναι να έμεινε στο Θρόνο μεταξύ 166 και 169.
Θεόφιλος
![]() |
Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, σε μικρογραφία από το
χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη.
Ένθετο: Σόλιδος με τη μορφή του.
|
Ο Θεόφιλος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις
2 Οκτωβρίου του 829 έως τον θάνατό του, στις 20 Ιανουαρίου του 842 (σε ηλικία
28 ετών).
Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β' του Τραυλού
και της Θέκλας. Δάσκαλός του υπήρξε ο μετέπειτα Πατριάρχης Ιωάννης ο
Γραμματικός, θεωρούμενος ένας από τους σοφότερους άνδρες της εποχής. Έτσι είχε
θαυμάσια εκπαίδευση αλλά ήταν όμως και φανατικός εικονομάχος.
Φόρεσε την πορφύρα μετά το θάνατο του πατέρα
του. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την τελευταία εικονομαχική ακμή, από
αγώνες κατά των Αράβων και από πολιτισμική άνθιση.
Πιο συγκεκριμένα, την εποχή της βασιλείας του,
τα γράμματα και οι τέχνες βρήκαν μεγάλη υποστήριξη στην Κωνσταντινούπολη.
Ενίσχυσε τα τείχη της Βασιλεύουσας και έκτισε ένα νοσοκομείο που λειτουργούσε
μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Στην Πόλη επικρατεί οικοδομικός οργασμός,
οικονομική άνθηση και αύξηση του πληθυσμού. Στην εξωτερική του πολιτική
αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους Άραβες, που τους νίκησε στην αρχή, αλλά
τελικά ξεκίνησαν ιερό πόλεμο εναντίον του, κατέστρεψαν πολλές περιοχές της
Μικράς Ασίας και παραλίγο να διαλύσουν την αυτοκρατορία. Παντρεύτηκε τη
Θεοδώρα, την οποία προτίμησε από την Κασσιανή, μετά την απάντηση που του έδωσε
για τις γυναίκες, σε διαγωνισμό που έκανε στο παλάτι του.
Ο Θεόφιλος εξεδίωξε τον μοναχισμό και περιόρισε
τον πλουτισμό των κληρικών. Το έτος 832 ο Θεόφιλος απαγόρευσε με διάταγμά του
να προστίθεται το όνομα “Άγιος” στις εικόνες και να επιδεικνύεται η λατρεία
τους με προσκυνήματα, ασπασμούς και δημοσιότητα, λέγοντας, ότι άγιος είναι μόνον
ο Θεός. Ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας υπέρ της Εικονομαχίας. Ως εικονομάχος
όμως κατέφυγε σε σκληρούς διωγμούς των εικονολατρών και σε αυστηρές τιμωρίες.
Σε γενικές γραμμές ο Θεόφιλος θεωρείται από
τους πιο ικανούς αυτοκράτορες αλλά όχι πετυχημένος στο πολεμικό πεδίο, αν και
είχε τους θριάμβους του και επέδειξε θάρρος στο πεδίο της μάχης. Ήταν πιο
αποτελεσματικός στην οργάνωση του κράτους, την επιβολή δικαιοσύνης και στην
καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά, ίσως εξαιτίας των
αποτυχιών του με τους Άραβες. Προβλέποντας το τέλος του, ζήτησε από την Θεοδώρα
και τους μεγάλους αξιωματούχους να ορκιστούν ότι τίποτα δεν θ’ ανέτρεπαν απ’
όσα θέσπισε και ότι θα διατηρούσαν τον Ιωάννη τον Γραμματικό στον πατριαρχικό
θρόνο.
Τον έφεραν ύστερα με φορείο στο ανάκτορο της
Μαγναύρας κι εκεί μίλησε στους άρχοντες και στον λαό ζητώντας πίστη και
αφοσίωση στην γυναίκα του και τον γιο του. Γιατί ο γιος του ήταν τριών μόνο
χρόνων και φοβόταν για την τύχη του. Και για να τον προστατέψει όσο μπορούσε,
ζήτησε το κεφάλι του Θεόφοβου, του Πέρση στρατηγού που είχε αυτομολήσει, ο
οποίος είχε παντρευτεί αδελφή της Θεοδώρας και για τον οποίο είχε υπόνοιες.
Όταν του το έφεραν έβαλε το χέρι πάνω του, είπε: «Τώρα πια, ούτ’ εσύ Θεόφοβος
ούτ’ εγώ Θεόφιλος» και ξεψύχησε.Λέων Α' ο Θράξ ή Μακέλλος
![]() |
Προτομή του Λέοντα Α’ του Θρακός, η οποία ευρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι και κάτω αριστερά σόλιδα με τη μορφή του. |
Ο Λέων ο Α’ ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 457 έως το 474. Λόγω
της καταγωγής του από τη Θράκη ήταν γνωστός και ως Λέων Α’ ο Θραξ.
Μετά τον θάνατο του Μαρκιανού ο θρόνος του Βυζαντίου έμεινε κενός,
διότι ο αποθανών αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχό του. Ο παντοδύναμος
αρχηγός του Βυζαντινού μισθοφορικού στρατού, ο Aλανός Άσπαρ, μη μπορώντας ο
ίδιος να γίνει αυτοκράτορας επειδή ήταν «βάρβαρος» και είχε ασπασθεί τον
Αρειανισμό, ανέβασε στον θρόνο τον Λέοντα, ο οποίος ήταν έμπιστος χιλίαρχός
του, καταγόταν από την Θράκη και ήταν ορθόδοξος. Έλπιζε έτσι, ότι έχοντάς τον
υποχείριο, θα κυβερνούσε στην ουσία ο ίδιος.
Έτσι διαδέχθηκε στον θρόνο του Βυζαντίου τον Μαρκιανό. Ο Λέων ο Α’
αναγορεύτηκε αυτοκράτορας στις 7 Φεβρουαρίου του 457 στο Έβδομο, με την
παρουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν άνθρωπος συνετός και δραστήριος
και για τον λόγο αυτό δεν μπόρεσε να ανεχθεί την επιβολή των απόψεων του
Άσπαρος. Ήταν επίσης ευσεβέστατος και προασπίστηκε την Ορθόδοξη πίστη κατά των
αιρετικών.
Η παράδοση λέει ότι η ανάδειξή του στον αυτοκρατορικό θρόνο προελέχθη
από την ίδια την Θεοτόκο δια θαύματος στον έως τότε άγνωστο και άσημο Λέοντα.
Κατά την εμφάνισή της απεκάλυψε και το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, γνωστότερο
σήμερα ως Μπαλουκλή, στο οποίο αργότερα ο Λέων, ως βασιλεύς πλέον, θα
οικοδομήσει τον ομώνυμο Ιερό Ναό.
Η στέψη του Λέοντα Α’ έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Ανατόλιο. Ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που δέχθηκε το στέμμα από το χέρι του
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ως αυτοκράτορας και θέλοντας ο να εξασφαλιστεί απέναντι στην
παντοδυναμία των μισθοφόρων, αποφάσισε να οργανώσει στρατό από αυτόχθονες
δυνάμεις. Έτσι ο Λέων στράφηκε προς τους Ίσαυρους, φυλή που ζούσε στην ορεινή
περιοχή του Ταύρου της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ήταν φιλοπόλεμοι και
σκληροτράχηλοι. Προσέλαβε τον Τρασκαλισαίο, που μετονόμασε σε Ζήνωνα και του
ανέθεσε την συγκρότηση στρατιωτικής μοίρας από ομογενείς του, τιμώντας τον με
το αξίωμα του πατρικίου και δίνοντάς του για σύζυγο τη θυγατέρα του Αριάδνη το
459. Η πρώτη αυτή απόπειρα δημιουργίας ιθαγενούς στρατεύματος, με την πάροδο
του χρόνου οδήγησε στη δημιουργία αξιόλογου εθνικού στρατού και συνετέλεσε στο
να μην καταλυθεί το ανατολικό κράτος, όπως συνέβη στο δυτικό, από τις
βαρβαρικές φυλές που είχαν διεισδύσει και τελικά επικρατήσει μέσα σε αυτό. Εν
τω μεταξύ οι Βάνδαλοι, ορμώμενοι από την Βόρεια Αφρική, έκαμαν επιδρομές στα
παράλια της Ιταλίας και της Ελλάδας υπό την αρχηγία του βασιλιά τους Γιζέριχου,
με αποκορύφωμα την επιδρομή τους κατά της Ζακύνθου, όπου συνέλαβαν πεντακόσιους
από τους κατοίκους της, τους οποίους κατάσφαξαν και στην συνέχεια πέταξαν τα
σώματά τους στην Αδριατική. Έτσι το 463 ο Λέων εξαπέστειλε εναντίον τους στρατό
που κατέλαβε την Τρίπολη και άλλες Αφρικανικές πόλεις, εξαναγκάζοντας τον
Γιζέριχο να υπογράψει ειρήνη. Επειδή όμως οι Βάνδαλοι επανέλαβαν τις επιδρομές
τους, ο Λέων αποφάσισε να διαλύσει το κράτος τους, στέλνοντας το 468 εκατό
χιλιάδες στρατιώτες με στόλο από 1.113 πλοία υπό την αρχηγία του Βασιλίσκου,
αδελφού της αυτοκράτειρας Βηρίνας και με σύμβουλό του τον Άσπαρ. Η εκστρατεία
αυτή απέτυχε οικτρά λόγω της ατολμίας του Βασιλίσκου και της ύποπτης στάσης του
Άσπαρος, η οποία οδήγησε στην θανάτωσή του από τον αυτοκράτορα το 471.
Το ευσεβέστατο του χαρακτήρα του, κατέστησαν τον
Λέοντα τον θεματοφύλακα των μέχρι ήδη παραληφθέντων θεσπισμάτων της Ορθοδόξου
Πίστεως και των αφορούντων τις αιρέσεις. Ουσιαστικά λείανε το έδαφος, ούτως
ώστε να λάβουν ισχύ οι αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας,
την οποία συνεκάλεσε ο προκάτοχός του Μαρκιανός. Υπήρξε η πέδη, η οποία
αναχαίτισε το Μονοφυσιτισμό των αντιχαλκηδονίων και απετέλεσε τον παρεμποδισμό
της ανάπτυξης των αιρέσεων της εποχής του, κυρίως του Αρειανισμού και του
Νεστοριανισμού. Απαγόρευσε την απονομή δημοσίων αξιωμάτων στους αιρετικούς και
κατ’ αυτόν τον τρόπο εδραίωσε το ορθό δόγμα. Συν τοις άλλοις απαγόρευσε το
εμπόριο κατά τις Κυριακές. Τρόπον τινά καθιέρωσε την αργία της Κυριακής. Επωνομάσθη
Μέγας αρκετά έτη μετά τον θάνατό του. Ο Άγιος Λέων κοιμήθηκε από ασθένεια στις
18 Ιανουαρίου του 474, αφού προηγουμένως όρισε για διάδοχό του τον εγγονό του
Λέοντα Β’. Η ταπεινότητά του, η ευλάβειά του, η πολιτική του θέση στα
θρησκευτικά ζητήματα και κυρίως στο ζήτημα των αιρέσεων, με την συνετή
συνεργασία του μετά του Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου για την προάσπιση του
Χριστιανικού δόγματος, υπήρξαν λόγοι για τους οποίους η Εκκλησία τον ανεκήρυξε
Άγιο, όρισε δε η μνήμη του να εορτάζεται την 20ή Ιανουαρίου, για την οποία
ασματική ακολουθία συνέγραψε ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
πατήρ Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης.Μακεδόνιος Α΄ - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Μακεδόνιος έγινε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως με την υποστήριξη του
Αυτοκράτορα Κωνσταντίου και των επισκόπων που ήταν επηρεασμένοι από τον
Αρειανισμό, το 342, μόλις αυτοί απομάκρυναν τον κανονικό επίσκοπο Παύλο και τον
εξόρισαν στη Θεσσαλονίκη.
Με παρέμβαση του Ορθόδοξου Αυτοκράτορα της Δύσης Κώνστα, ο Παύλος
επανήλθε στο Θρόνο το 346 και ο Μακεδόνιος απομακρύνθηκε. Και πάλι όμως το 350
απομακρύνθηκε ο Παύλος και επανήλθε ο Μακεδόνιος, ο οποίος συνέχισε με νέα
σφοδρότητα τις διώξεις κατά των Ορθοδόξων επισκόπων.
Το 360 συνεκλήθη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καθαίρεσε
Ορθόδοξους επισκόπους, αλλά και το Μακεδόνιο, ο οποίος κατόπιν αποσύρθηκε στα
περίχωρα της Κωνσταντινούπολης μέχρι το θάνατό του το 364.Δημόφιλος - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Δημόφιλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και διετέλεσε επίσκοπος Βεροίας
και επίσκοπος Κωνσταντινούπολης από το 370 ως την εκδίωξή του το 380.
Μετατέθηκε στην επισκοπή Νέας Ρώμης το 370 με τη βοήθεια του επισκόπου
Ηρακλείας Θεοδώρου. Το 379, όταν ο Μέγας Θεοδόσιος αφαίρεσε τους ναούς που
βρισκόταν στη δικαιοδοσία του Αρειανιστή Δημόφιλου και τους επέστρεψε στους
ορθοδόξους, εκδίωξε και το Δημόφιλο από τη θέση του επισκόπου. Αναφέρεται ότι
κατόπιν αυτού ο Δημόφιλος αποσύρθηκε στη Βέροια, όπου και πέθανε το 386.Θεοδόσιος Α’ ο Μέγας
Ο Θεοδόσιος Α’ ήταν από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας.
Ο Φλάβιος Θεοδόσιος (Flavius Theodosius) γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου
347 στην Καύκα (σημερινή Κόκα) της Ισπανίας. Ήταν γιος του περίφημου Ρωμαίου
στρατηγού Θεοδοσίου και κοντά στον πατέρα του έμαθε τη στρατιωτική τέχνη.
Στις 19 Ιανουαρίου 379 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του Ανατολικού
Ρωμαϊκοϋ Κράτους, με αρχική πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Βασίλευσε ως
συν-αυτοκράτορας αρχικά με το Γρατιανό και Ουαλεντινιανό Β’ έως το 383, στη
συνέχεια μόνο με τον Ουαλεντινιανό Β’ και από το 392 και μετά με
συν-αυτοκράτορα τον γιο του Αρκάδιο. Παρά την περιορισμένη μόρφωσή του, είχε
εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες, ενώ παρά τα στρατιωτικά του προσόντα, δεν
συμπαθούσε τον πόλεμο και τον θεωρούσε αμαρτία.
Παρ’ όλα αυτά αναδιοργάνωσε το στρατό, νίκησε τους Γότθους και
κατέπνιξε εσωτερικές στάσεις στην Ιταλία, τη Θεσσαλονίκη και σ’ άλλες περιοχές.
Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, έδειξε μεγάλη σκληρότητα και διέταξε τη γενική σφαγή
του πληθυσμού στον ιππόδρομο της πόλης (390). Για την πράξη του αυτή μετανόησε
ύστερα από το επιτίμιο της ακοινωνησίας, που του επέβαλε ο αρχιεπίσκοπος
Μεδιολάνων (Μιλάνου) Αμβρόσιος.
Αν και δεν ενδιαφερόταν για τις χριστιανικές ιδέες, αμέσως μετά την
ανάρρησή του στο θρόνο βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης
Ασχόλιο. Ο Θεοδόσιος υποστήριξε το χριστιανισμό και τον καθιέρωσε ως
υποχρεωτική και επίσημη θρησκεία του κράτους. Καταδίωξε τους ειδωλολάτρες,
δήμευσε τις περιουσίες τους, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες (394), έκλεισε
αρχαία ιερά και κατεδάφισε αρχαίους ναούς. Για να αποκαταστήσει την
εκκλησιαστική αρμονία, που είχε διαταραχθεί από τις πολυποίκιλες αιρέσεις,
συγκάλεσε τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (381), η οποία
καταδίκασε την αίρεση των Πνευματομάχων του Μακεδόνιου, που αρνούνταν τη
θεότητα του Αγίου Πνεύματος και επέβαλε την πίστη στην Τριαδική Θεότητα (Πατήρ,
Υιός και Άγιο Πνεύμα).
Στην προσωπική του ζωή, ο Θεοδόσιος είχε τελέσει δύο γάμους: Το 376 με
τη Λαιλία Φλακίλα, κόρη ανωτάτου αξιωματούχου της αυτοκρατορίας, με την οποία
απέκτησε τρία παιδιά, τον Ονώριο, τον Αρκάδιο και την Πουλχερία και μετά τον
θάνατό της με τη Γάλλα, αδελφή του Ουαλεντινιανού, με την οποία απέκτησε μία
κόρη, τη Γάλλα Πλακιδία.
Λίγο πριν από το τέλος της ζωής του ανακήρυξε αυτοκράτορες τους δυο
γιους του, τον Ονώριο στο Δυτικό Κράτος και τον Αρκάδιο στο Ανατολικό.
Πέθανε στις 17 Ιανουαρίου του 395, στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) σε ηλικία 48
ετών. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίζεται εκ νέου σε ανατολική και δυτική: τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Ανατολική) υπό τον Αρκάδιο, γιο του Θεοδόσιου Α', με
πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, και τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον
Ονώριο, αδελφό του Αρκάδιου, με πρωτεύουσα το Μεδιόλανο.
Ο Θεοδόσιος υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας της ενιαίας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Από το έτος του θανάτου του, πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι
ξεκινά η ιστορική πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ιστορία τον ονόμασε
Μέγα, κυρίως για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε στον Χριστιανισμό. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του κάθε χρόνο στις 17 Ιανουαρίου.
Ευζώιος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο
Ευζώιος διαδέχτηκε τον Αθηνόδωρο και ποίμανε την Επισκοπή του Βυζαντίου για έξι
έτη (148 - 154). Επί των ημερών του εκδηλώθηκε ο διωγμός του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αντωνίου Πίου.
Μάξιμος Α΄ ο Κυνικός - Επίσκοπος Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Μάξιμος Α΄ ο λεγόμενος Κυνικός διετέλεσε για βραχύ διάστημα
αντικανονικός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, το έτος 380, επί Πατριαρχίας
Γρηγορίου του Θεολόγου.
Την εποχή εκείνη, η κατάσταση στην Εκκλησία δεν ήταν ομαλή, καθώς
αρκετές φορές γίνονταν αντικανονικές χειροτονίες επισκόπων από άλλους
επισκόπους, καθώς υπήρχαν ομαδοποιήσεις και αιρετικοί φατριασμοί, όπως
συνέβαινε με τους Αρειανιστές. Δέκα χρόνια πριν, ο Ευάγριος είχε χειροτονηθεί
από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ευστάθιο. Το 380 λοιπόν, και ενώ είχε εκλεγεί
Πατριάρχης ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Πέτρος ή ο Τιμόθεος Αλεξανδρείας
χειροτόνησε Πατριάρχη τον συμπατριώτη του Μάξιμο.
Ο Μάξιμος ήταν Αιγύπτιος και αποκαλούνταν Κυνικός, καθώς ήταν κυνικός
φιλόσοφος. Είχε κατηχηθεί στο Χριστιανισμό και είχε βαπτιστεί από τον Γρηγόριο
το Ναζιανζηνό, ο οποίος τον αγαπούσε και τον είχε επαινέσει και δημοσίως. Όμως
ο Μάξιμος επέδειξε ύπουλο χαρακτήρα και έπεισε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο
ή τον Τιμόθεο να στείλει ανθρώπους του, για να τον χειροτονήσουν. Όταν αυτοί
έφτασαν στην Πόλη, πήγαν μαζί με το Μάξιμο κρυφά στην εκκλησία, για να τον
χειροτονήσουν, όμως κλήρος και λαός τους πέταξε έξω. Ο Μάξιμος πήγε στη
Θεσσαλονίκη, για να ζητήσει τη στήριξη του Θεοδοσίου του Μεγάλου, ο οποίος όμως
του την αρνήθηκε.
Παρά ταύτα ο Μάξιμος προχώρησε σε αντικανονικές ιερές
πράξεις και χειροτονίες, οι οποίες ακυρώθηκαν από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η
ίδια Σύνοδος καθαίρεσε τον Μάξιμο, τον αποκήρυξε ως αιρετικό, δέχτηκε την
παραίτηση του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και χειροτόνησε τον Νεκτάριο.
Αθηνόδωρος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο Αθηνόδωρος διετέλεσε επίσκοπος Βυζαντίου για τέσσερα έτη (144 – 148).
Στους πατριαρχικούς καταλόγους του Πατριάρχη Νικηφόρου και του
Νικηφόρου Καλλίστου ονομάζεται Αθηνόδωρος, ενώ σε άλλους καταλόγους συναντάται
ως Αθηνογένης. Κατά την αρχιερατεία του κυβερνούσε την πόλη ο τύραννος
Ζεύξιππος, και παρατηρήθηκε ιδιαίτερη αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού. Τότε ο
Επίσκοπος Αθηνόδωρος εγκαταλείποντας την Αργυρούπολη έχτισε δεύτερο επισκοπικό
ναό, πιθανώς και οίκο επισκοπικό, στην περιοχή του Ελαιώνα. Τον ναό αυτό ο
Μέγας Κωνσταντίνος τον ανοικοδόμησε μεγαλοπρεπή, επιθυμώντας να ταφεί σε αυτόν,
αλλά επειδή κρίθηκε ότι τα σώματα των αυτοκρατόρων δε θα έπρεπε να θάπτονται
εκτός της πόλης του Βυζαντίου, ορίσθηκε άλλος τόπος για την ταφή τους, ο δε
ναός εκείνος αφιερώθηκε στη μνήμη των αγίων επτά παίδων Μακκαβαίων και
Ελεαζάρου του διδασκάλου τους.
Από την εποχή του Αθηνοδώρου ή Αθηνογένους οι Επίσκοποι κατοικούσαν και
ιερουργούσαν στο νέο επισκοπικό ναό, του Ελαιώνος ή Ελαίας.Πολύκαρπος Β΄ - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Κατά τους αρχαίους καταλόγους, ο Πολύκαρπος Β΄ φαίνεται να παρέμεινε
επίσκοπος Βυζαντίου δεκαεπτά έτη. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος όμως στην αρίθμησή του,
που κατά τους ειδήμονες είναι ακριβέστερη, αναφέρει ότι επισκόπευσε τρία έτη.
Ονήσιμος - Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Δωρόθεος θεωρεί τον Ονήσιμο αποστολικό
άνδρα, αν και δύσκολα μπορούμε να τον δεχθούμε ως τον ικέτη του Φιλήμονα.
Εκοιμήθη μάλλον από φυσικό θάνατο το 68 αφού ποίμανε για δεκατέσσερα έτη την
αρτιπαγή εκκλησία του Βυζαντίου.
Τάφηκε στον πρώτο επισκοπικό ναό της
Αργυρούπολης, όπου και ο Στάχυς είχε αποτεθεί.
Φραβίτας - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Φραβίτας διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για τρεις μήνες, από
τα τέλη του 489 ως τον Ιανουάριο του 490.
Πριν την εκλογή του, ήταν ιερέας του ναού της αγίας Θέκλας στο Γαλατά.
Όταν πέθανε ο προκάτοχός του, Πατριάρχης Ακάκιος, ο Αυτοκράτορας Ζήνων διέταξε
να μην εκλεγεί άμεσα διάδοχος, αλλά να τηρηθεί σαρανταήμερη νηστεία και να
γίνουν δεήσεις στις εκκλησίες, ώστε να εκλεγεί ο καλύτερος. Άφησε μάλιστα στην
Ιερά Τράπεζα κάποιου ναού λευκό χαρτί με τη σφραγίδα του και σφράγισε την
εκκλησία, ζητώντας από το Θεό να γραφεί εκεί το όνομα αυτού που πρέπει να
εκλεγεί.
Ο Φραβίτας πλήρωσε τους φύλακες του ναού και έγραψε εκεί το όνομά του.
Έτσι, όταν μετά τις σαράντα μέρες αποσφραγίστηκε ο ναός, ο Φραβίτας θεωρήθηκε
θεοπρόβλητος Πατριάρχης και ανακηρύχθηκε πανηγυρικά. Κατά τη σύντομη Πατριαρχία
του, έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο Μογγό, στην οποία έλεγε
ότι διακόπτει την κοινωνία με τον Πάπα Φήλικα Γ’, και ίδια προς τον Πάπα, ότι
αποκηρύσσει τον Πέτρο Μογγό.
Πέθανε στις αρχές του 490, πιθανότατα τον Ιανουάριο. Η απάτη περί την
εκλογή του αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό του από τους φύλακες, τους οποίους
εξαγόρασε. Κατόπιν αυτού, ο Αυτοκράτορας δεν αναμείχθηκε στην εκλογή του
διαδόχου του.Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές
![]() |
Χρυσό νόμισμα του Μιχαήλ με τον γιο και συμβασιλέα του, Θεοφύλακτο.
|
Ο Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές ήταν Βυζαντινός
αυτοκράτορας από τις 2 Οκτωβρίου του 811 έως τις 22 Ιουνίου του 813.
Καταγόταν από την ευγενή Οικογένεια των Ραγκαβέ
με καταγωγή από τη Μακεδονία (περιοχή Θεσσαλονίκης), γιος του Μεγάλου
Δρουγγαρίου της Δωδεκανήσου Θεοφύλακτου Ραγκαβέ και της Μαρίας Μελησσηνής και
εγγονός του πατρικίου Ραγκαβέ. Παντρεύτηκε τη φιλόδοξη Προκοπία, κόρη του
αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ και αδελφή του αυτοκράτορα Σταυράκιου με την οποία και
απέκτησε δύο γιούς, τον Ευστάθιο - Θεοφύλακτο και τον Νικήτα.
Ο Θεοφύλακτος ήταν
συμβασιλέας ενώ ο Νικήτας αφού έλαβε το ιερατικό σχήμα έφθασε στο ανώτερο
αξίωμα και διατέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (847-858) και (866-877) με
το κατά Χριστόν αρχιερατικό όνομα Ιγνάτιος. Διακρίθηκε επίσης στο εκκλησιαστικό
δίκαιο.
Στην καταστροφική για τους Βυζαντινούς μάχη της
Πλίσκας, σκοτώθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ και τραυματίστηκε ο συν-αυτοκράτορας
Σταυράκιος. Πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι ο Σταυράκιος δεν μπορούσε, εξαιτίας
της κατάστασης της υγείας του, να ασκήσει τα καθήκοντά του και, κατόπιν πιέσεων
παραιτήθηκε υπέρ του Μιχαήλ.
Ο Μιχαήλ, επηρεασμένος από τους κληρικούς και
μοναχούς οι οποίοι αντιδρούσαν στην εικονομαχία, ανακάλεσε από την εξορία τον
Θεόδωρο και τους άλλους Στουδίτες. Δεν κατάφερε όμως να αντισταθεί στους
επερχόμενους Βούλγαρους οι οποίοι το 812, αφού εισέβαλαν στη Μακεδονία και τη
Θράκη, κυρίευσαν την οχυρή Μεσημβρία (σημ. Νεσεμπάρ).
Μετά δε τη μεγάλη ήττα που υπέστη στη μάχη της Βερσινικίας (22 Ιουνίου 813),
κοντά στην Αδριανούπολη, από το βασιλιά των Βουλγάρων Κρούμο, εκθρονίστηκε από
το στρατό και εκάρη μοναχός. Όσο ήταν μοναχός είχε το όνομα Αμβρόσιος. Πέθανε
σε μοναστήρι στη νήσο Πρώτη, στις 11 Ιανουαρίου του 844. Τον διαδέχτηκε ο Λέων
Ε’ ο Αρμένιος.
(Σημ.: Από τη στιγμή που ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ είχε απογόνους, η
οικογένειά του αποτέλεσε Αυτοκρατορικό Οίκο. Κατ’ εξαίρεση και για ομοιομορφία
περιελήφθη ως Δυναστεία χωρίς γενάρχη, καθώς κανείς από τους απογόνους του δεν
ανέβηκε στο Θρόνο).
Σταυράκιος
![]() |
Ο Σταυράκιος (αριστερά) και ο πατέρας του Νικηφόρος Α’ (δεξιά), σε χρυσό
σόλιδο της εποχής.
|
Ο Σταυράκιος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας
από τις 26 Ιουλίου του
811 έως τις 2 Οκτωβρίου του 811, γιος του Νικηφόρου Α’ και συμβασιλέας με τον
πατέρα του από το 803, ο οποίος ηγείτο του τιμητικού σώματος των Ικανάτων.
Είχε μείνει παράλυτος από κτύπημα σπαθιού στον
τράχηλο στη μάχη της Πλίσκας (23 Ιουλίου του 811). Λόγω της κρισιμότητας της
κατάστασής του, στέφθηκε βιαστικά στην Αδριανούπολη.
Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 26 Ιουλίου
του 811, κατά την πανωλεθρία του βυζαντινού στρατού από τους Βουλγάρους του
Κρούμμου στη μάχη της Πλίσκας και λόγω του σοβαρού τραυματισμού του ίδιου, ο
Σταυράκιος καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να διοικήσει και σκέφτηκε να ορίσει ως
διάδοχο του τη σύζυγο του Θεοφανώ. Φοβούμενος το ενδεχόμενο της ανόδου της
Θεοφανούς στο θρόνο, ο Πατριάρχης Νικηφόρος, ο μάγιστρος Θεόκτιστος και ο
δομέστικος Στέφανος συμφιλιώθηκαν και συμφώνησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα
τον Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ.
Μετά την ανατροπή του στις 2 Οκτωβρίου του 811,
ο Σταυράκιος έσπευσε να καρεί μοναχός και να καταφύγει σε μοναστήρι. Εκεί
πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 812 από το τραύμα του που είχε ήδη μολυνθεί.Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος
Ο Κωνσταντίνος Θ’ ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από τις 11 Ιουνίου
1042 έως τις 11 Ιανουαρίου 1055, γνωστός και ως Κωνσταντίνος ο Μονομάχος.
Μετά την φυγή του Μιχαήλ Ε’ η αυτοκράτειρα Ζωή έμεινε η μόνη κυρίαρχη
στο Παλάτιον. Πρώτη της φροντίδα ήταν να απομακρύνει την αδελφή της Θεοδώρα
ώστε να μείνει μόνη στην διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας. Επειδή όμως ο λαός
αντέδρασε και την υποχρέωσε να συμβασιλεύει με την αδελφή της, σκέφθηκε να
παντρευτεί κάποιον που στην συνέχεια θα αναγόρευε Βασιλέα για να μπορεί μέσω
αυτού να κυβερνά ανενόχλητη. Υποψήφιος για τον ρόλο αυτό ήταν ο Κατεπάνω (ανώτατος
πολιτικός και στρατιωτικός άρχοντας) Κωνσταντίνος ο Αρτοκλίνης ο οποίος ήταν
παντρεμένος. Όταν όμως η σύζυγός του έμαθε της προθέσεις της Ζωής έσπευσε να
τον δηλητηριάσει. Έτσι η Ζωή έστρεψε την προσοχή της στον Κωνσταντίνο τον
Μονομάχο. Τον ανακάλεσε από την εξορία του στην Λέσβο και τον διόρισε Δικαστή
Ελλήνων. Στην συνέχεια τον παντρεύτηκε και την επομένη 11 Ιουνίου 1042, τον
έστεψε Βασιλέα.
Ο Κωνσταντίνος Θ’ ήταν άνθρωπος μετριοπαθής, που η τύχη τον ανάγκασε να
αντιμετωπίσει, χωρίς επιτυχία όμως, τις μεγάλες δυσκολίες της εποχής του. Για
να γίνει αγαπητός στον λαό της Κωνσταντινούπολης άρχισε να μοιράζει άφθονα
χρήματα στο πλήθος και στην προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, καθιερώνει την
συνήθεια της εκμίσθωσης των φόρων σε ιδιώτες. Εφάρμοσε επίσης την πρακτική
εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας ενώ πιθανότατα εισάγεται και ο θεσμός της
«πρόνοιας». Οι εκμισθωτές των φόρων πλήρωναν άμεσα στην αυτοκρατορία τους
φόρους που έπρεπε να καταβάλει μια περιοχή και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι
ίδιοι από τους φορολογούμενους. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ολέθριο αφού οι
ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που
σύμφωνα με τους νόμους έπρεπε να καταβληθούν. Ο εξαργυρισμός της θητείας, η
δυνατότητα δηλαδή των πολιτών να εξαγοράζουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις,
αποδυνάμωνε τους στρατούς των Θεμάτων και αύξανε τις ανάγκες σε μισθοφόρους.
Τέλος η «πρόνοια», η παραχώρηση δηλαδή μεγάλων κρατικών εκτάσεων σε
σημαντικούς πολίτες, με την υποχρέωση να παρέχουν προστασία στους κατοίκους
αυτών των περιοχών, επιδείνωσε τη θέση του κράτους, της εκκλησίας και των
πολιτών διότι οι προστάτες θα συνέλεγαν τους φόρους των περιοχών για δικό τους
όφελος.
Ο Μονομάχος αφού εξόρισε όσους ήταν αντίθετοι στην πολιτική της Ζωής,
έστρεψε την προσοχή του στον Σέρβο επαναστάτη Στέφανο Βόϊσλαβ ο οποίος
επιχειρούσε επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ανάθεσε την αντιμετώπισή αυτής
της στάσης στον άρχοντα του Δυρραχίου, Μιχαήλ. Αυτός μη έχοντας πολεμική πείρα,
ξεκίνησε με εξήντα χιλιάδες στρατό και αφού λεηλάτησε την Σερβία αποφάσισε να
επιστρέψει χωρίς να έχει αντιμετωπίσει τον επαναστάτη ο οποίος όμως του
επετέθη, αποδεκατίζοντας το Βυζαντινό στράτευμα.
Ο στρατηγός Μανιάκης είχε σταλθεί από την Ζωή για να ανακτήσει τη
Σικελία και την Κάτω Ιταλία για λογαριασμό των Βυζαντινών. Η διαφθορά όμως στο
παλάτι, η υπέρογκη φορολόγηση, η ασυδοσία του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και
των αξιωματούχων της αυλής, τον οδήγησαν σε ανταρσία όταν το 1042, ανακλήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός ξεκίνησε με τον στρατό του για να ανατρέψει
τον Μονομάχο, αλλά σκοτώθηκε το 1043 στην μάχη με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα
γύρω από τον Οστροβό.
Στα μέσα του 1043 έγινε η τελευταία μεγάλη επίθεση των
εκχριστιανισμένων πια Ρώσων του Κιέβου κατά της Κωνσταντινούπολης. Λαβαίνοντας
αφορμή την δολοφονία ενός Ρώσου εμπόρου στην Πόλη, ο ηγεμόνας τους Γιαροσλάβ,
έστειλε τον γιο του Βλαδίμηρο με στρατιά 100.000 ανδρών που κατέπλευσε στο
λιμάνι που βρίσκονταν στο στόμιο του Πόντου και απείλησε πολιορκία της
Κωνσταντινούπολης. Ο Μονομάχος προσπάθησε να έλθει σε διαπραγματεύσεις οι
οποίες όμως απέτυχαν. Έτσι ο Βυζαντινός στόλος εισπλέοντας στο λιμάνι όπου
βρίσκονταν οι Ρώσοι, έκαψε επτά πλοία τους με το υγρόν πυρ και βύθισε άλλα
τρία. Οι Ρώσοι πανικοβλήθηκαν και έχοντας αντίθετο τον άνεμο οδήγησαν τα
πλεούμενά της στην στεριά όπου εξώκειλαν στα βράχια. Ελάχιστα πλοία διασώθηκαν
και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των στρατιωτών ξεκίνησαν
την επιστροφή τους πεζοί. Στην Βάρνα οι βυζαντινοί τους επιτέθηκαν σκοτώνοντας
τους περισσοτέρους ενώ αιχμαλώτισαν 800 και τους έστειλαν στην Πόλη. Το 1046
Βυζαντινοί και Ρώσοι υπέγραψαν νέα εμπορική συνθήκη ειρήνης.
Πριν τον θάνατό του ο Βασίλειος Β’ εξασφάλισε ότι ο μάγιστρος
Ιωβανεσίκης, ισόβιος άρχοντας του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας θα
κληροδοτούσε τα εδάφη του στο Βυζάντιο. Ο γιος του Ιωβανεσίκη όμως, Κακίκιος,
δεν παρέδωσε τα εδάφη στο Βυζάντιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Μονομάχος
διέταξε τότε τον στρατηγό της Ιβηρίας Μιχαήλ Ιασίτη να πολεμήσει τον Κακίκιο
και να καταλάβει τα εδάφη του. Ο Μιχαήλ όμως νικήθηκε. Έτσι ο Κωνσταντίνος
αναγκάστηκε να στείλει άλλο στράτευμα, υπό τον Στρατηγό Κεκαυμένο, ζητώντας
ταυτόχρονα και την βοήθεια του Μωαμεθανού ηγεμόνα της Περσαρμενίας Αβουλσεβάρ
για την από κοινού κατάκτηση της Αρμενίας, πράγμα που επιτεύχθηκε το 1044.
Γύρω στα 1045 μερικές φυλές Πετσενέγων αφού επιτέθηκαν κατά της
αυτοκρατορίας συνθηκολόγησαν, έγιναν Χριστιανοί και εγκαταστάθηκαν μόνιμα ως
φοιδεράτοι σε αυτοκρατορικά εδάφη.
Το 1045 επίσης, οι Σελτζούκοι Τούρκοι κυρίευσαν μέρος της Περσίας και ο
ηγεμόνας τους Τογρουλβέγ αναγορεύτηκε Σουλτάνος με έδρα το Χαμαντάν. Το 1048 ο
Σουλτάνος Τογρουλβέγ έστειλε τον ανιψιό του Ασλάν με 20.000 άνδρες να κυριεύσει
την Μηδία. Αντιμετωπίστηκε όμως από τους Στρατηγούς Ααρών και Κεκαυμένο και
σκοτώθηκε στην Μάχη. Ο Σουλτάνος εξαγριώθηκε και έστειλε τον ετεροθαλή αδελφό
του Ιμπραήμ Ινάλ με 100.000 στρατιώτες για την κατάκτηση της Μηδίας. Οι
Βυζαντινοί λόγω διχογνωμίας στην τακτική, καθυστέρησαν να τους αντιμετωπίσουν.
Έτσι οι Τούρκοι με την άνεσή τους κυρίεψαν μία από τις πλουσιότερες πόλεις της
περιοχής. Σε μάχη που έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1048 κοντά στο φρούριο Καπετρού
οι Βυζαντινοί νικήθηκαν. Ήταν η πρώτη επέλαση των Τούρκων στην Μικρά Ασία.
Κατά την διάρκεια της Βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, ο Πάπας
Λέων Θ’, αντιδρώντας στην ένταξη μητροπόλεων της νότιας Ιταλίας στη δικαιοδοσία
του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ανακίνησε τις δογματικές, λειτουργικές και
εθιμικές διαφορές (το filioque, το πρωτείο του Πάπα κλπ.) μεταξύ των δυο
Εκκλησιών. Οι αντιπρόσωποι της παπικής Εκκλησίας που ήλθαν στην Πόλη για να
συνομιλήσουν με τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και τους θεολόγους της
Ανατολής, δεν κατέληξαν τελικά σε συνεννόηση. Η αντιπαράθεση οδήγησε σε
αμοιβαίους αναθεματισμούς και στο οριστικό σχίσμα, το οποίο επηρέασε κατά τους
επόμενους αιώνες τις πολιτικές εξελίξεις σε Δύση και Ανατολή.
Επίσης κατά την διάρκεια της Βασιλείας του Κωνσταντίνου, ιδρύθηκε η νομική
Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Η σχολή, που με τα σημερινά δεδομένα θα χαρακτηρίζονταν
σαν το πρώτο Πανεπιστήμιο. Ιδρύθηκε το 1045 και είχε σαν αποστολή την
εκπαίδευση ανωτάτων υπαλλήλων που θα θέτονταν στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας
και νομικών. Ήταν χωρισμένη σε δύο τομείς, τον φιλοσοφικό με προϊστάμενο τον
ύπατο των φιλοσόφων, θέση την οποία υπηρέτησε ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, και τον
νομικό με προϊστάμενο τον νομοφύλακα.
Ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος πέθανε στις 11
Ιανουαρίου 1055 ενώ προετοιμαζόταν για εκστρατεία κατά των Τούρκων.Ιωάννης Α’ Τσιμισκής
Ο Ιωάννης Τσιμισκής, ήταν ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες
και στρατηγούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια
της Αρμενίας, η οποία είχε δώσει στο βυζαντινό κράτος περίφημους στρατηγούς,
μεταξύ των οποίων τον παππού του Τσιμισκή Ιωάννη Κουρκούα, που υπήρξε σπουδαίος
στρατηγός. Από τη μητέρα του ήταν συγγενής των Φωκάδων, ενώ η πρώτη σύζυγος του
ανήκε στην οικογένεια των Σκληρών.
Φόρεσε την πορφύρα μετά από την συνωμοσία και κατόπιν δολοφονία του
θείου του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Όλο το βάρος της συνωμοσίας όμως έπεσε
στη Θεοφανώ, σύζυγο του Νικηφόρου Φωκά αλλά και ερωμένη του Τσιμισκή. Η
Θεοφανώ, κρίνοντας ότι ο Φωκάς με τα αυστηρά μέτρα του προκαλούσε λαϊκή
δυσαρέσκεια, συνωμότησε με τον εραστή της Τσιμισκή να τον σκοτώσουν και να
αναλάβει αυτός τη διακυβέρνηση ως νέος σύζυγός της. Η Θεοφανώ έβαλε στο παλάτι
τους δολοφόνους συνωμοτώντας και με άλλα μέλη του αυλικού περιβάλλοντος και
αυτοί σκότωσαν τον αυτοκράτορα Νικηφόρο στο υπνοδωμάτιό του. Όμως η συνωμοσία
ήταν πασιφανής και αφού όλο το βάρος έπεσε στη Θεοφανώ, ο τότε Πατριάρχης
Πολύευκτος, δήλωσε στον Τσιμισκή ότι δεν θα τον έχριζε αυτοκράτορα αν δεν
απομάκρυνε τη Θεοφανώ από το παλάτι. Έτσι προκειμένου ο Τσιμισκής να αποφύγει
το προφανές σκάνδαλο, την αποκήρυξε και την έκλεισε σε μοναστήρι.
Παρόλα αυτά ο Τσιμισκής ήταν λαμπρός ηγέτης. Ισχυροποίησε το Βυζάντιο
συνδυάζοντας διπλωματικές με στρατηγικές ικανότητες. Πάντρεψε την ανιψιά του με
το Δυτικό πρίγκιπα και διάδοχο Όθωνα Β’. Μια εξαιρετικά διπλωματική κίνηση.
Παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, αδελφή του Ρωμανού Β’, για να αποκρούσει τις
αμφισβητήσεις για τα νόμιμα δικαιώματά του στο θρόνο.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ασφάλισε τα βόρεια σύνορα
μεταφέροντας στη Θράκη Παυλικιανούς που ήταν ύποπτοι για φιλικές σχέσεις με
τους Άραβες στην Ανατολία. Απέκρουσε επίθεση των Βουλγάρων και αιχμαλώτισε τον
τσάρο Βόρις Β’, ενώ μετά τη νίκη επί των Βουλγάρων, προσάρτησε το βουλγαρικό
κράτος στην Αυτοκρατορία. Συγχρόνως το Βουλγαρικό Πατριαρχείο που είχε την έδρα
του στο Δορύστολο διαλύθηκε και η Βουλγαρία πέρασε στην εκκλησιαστική
δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Νίκησε το Ρώσο Σβιατοσλάβ στο Δούναβη, στη πολιορκία του Δορύστολου,
εξουδετερώνοντας έτσι τη ρωσική απειλή.
Επιτέθηκε εναντίον των Αββασιδών και κατέλαβε Δαμασκό, Βηρυτό, Σιδώνα
και άλλες πόλεις στη Συρία. Έτσι το Βυζάντιο επεκτείνεται στα Βαλκάνια και στη
Συρία.
Απολογιστικά το έργο του είναι λαμπρό, και είναι σίγουρα από τους
συντελεστές της πορείας προς την κορύφωση της δύναμης της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, που έμελλε να γίνει κατά την περίοδο του επόμενου αυτοκράτορα
Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου.
Άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Ιανουαρίου του 976, σε ηλικία 51
ετών μετά από σύντομη και μεγαλειώδη βασιλεία, η οποία διήρκησε έξι έτη και ένα
μήνα.
Ο Λέων ο Διάκονος και ο Ιωάννης Σκυλίτζης υποστηρίζουν ότι ο θάνατος
του αυτοκράτορα οφειλόταν σε δηλητηρίαση που είχε διατάξει ο παρακοιμώμενος
Βασίλειος Λεκαπηνός, ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια και φοβόταν την οργή
του Τσιμισκή για τον άδικο και υπερβολικό πλουτισμό του.
Ο Ρώσος βυζαντινολόγος Γεώργιος Οστρογκόρσκι, στο έργο του “Ιστορία του
Βυζαντινού Κράτους”, είναι της άποψης ότι ο Τσιμισκής πέθανε από τύφο, όταν
άρρωστος και κουρασμένος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από εκστρατεία
του εναντίον των Αράβων της Συρίας.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, ο Τσιμισκής, μετά από την επιτυχημένη
εκστρατεία του, τον Σεπτέμβριο του 975, επέστρεψε στην Αντιόχεια. Από την
Αντιόχεια κατόπιν αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Ενώ περνούσε από την
περιοχή της Κιλικίας θαύμασε μερικά πλούσια και γόνιμα κτήματα και ρώτησε σε
ποιον ανήκουν. Όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν όλα ιδιοκτησία του περίφημου
παρακοιμώμενου Βασιλείου, εξέφρασε την αγανάκτησή του και διέταξε τη δήμευση
των κτημάτων. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός είχε αποκτήσει παρανόμως αυτά τα κτήματα.
Αυτό ήταν μια πρόκληση για τον Τσιμισκή, ο οποίος ήθελε να περιορίσει την ισχύ
των μεγαλογαιοκτημόνων.
Έτσι η δήμευση της ακίνητης περιουσίας του Βασιλείου Λεκαπηνού, ίσως να
κρύβεται πίσω από τον υπό περίεργες συνθήκες θάνατο του Τσιμισκή.
Όσο τώρα για την άποψη του Οστρογκόρσκι, ότι ο Τσιμισκής πέθανε από
τύφο, η σύγχρονη έρευνα δυσκολεύεται να τη δεχθεί…
Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του γενναίου και ικανότατου αυτού
αυτοκράτορα, ο οποίος κατανίκησε τους Ρώσους και κατατρόπωσε τους Άραβες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)