●Σαν σήμερα, στις 31 Οκτωβρίου του 1448, πέθανε ο προτελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Η' Παλαιολόγος.

Αριστερά: Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος σε τοιχογραφία του 1459-1460, από τον ζωγράφο Benozzo Gozzoli. Βρίσκεται στο Παρεκκλήσι των Μάγων, στο Παλάτι των Μεδίκων στη Φλωρεντία.
Δεξιά: Λεπτομέρεια από την ίδια τοιχογραφία.
Ένθετο: Μετάλλιο του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου, που φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Φλωρεντία, από τον Πιζανέλλο το 1438. Επιγραφή: ΙΩΑΝΝΗC BACΙΛΕVC ΚΑΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.

Γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1392, στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση. Ανήλθε στο θρόνο, ως συμβασιλέας του πατέρα του, ενώ έγινε αίτιος της ρήξης με το σουλτάνο Μουράτ Β΄ και της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Το 1422 πάει στη δύση και ζητάει βοήθεια ενάντια στους Τούρκους. Το τίμημα της δυτικής βοήθειας θα είναι η υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά το θάνατο του πατέρα του έμεινε μόνος στο θρόνο και το 1425 συνθηκολόγησε, με δυσμενείς όρους, σύμφωνα με τους οποίους παρέδωσε την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, υποχρεώθηκε να μην ανοικοδομήσει το επί του Ισθμού της Κορίνθου τείχος και να πληρώνει βαρείς φόρους στο Μουράτ Β΄ για να μην ξαναενοχλήσει το Βυζάντιο επί 10 χρόνια ούτε τις άλλες ελληνικές χώρες.
Από τότε, επωφελούμενος απ’ αυτή τη συνθήκη, πέρασε όλη του τη ζωή φροντίζοντας να εξασφαλίσει το κράτος από τον κίνδυνο της τουρκικής απειλής.
Επισκεύασε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, εξομάλυνε τις διαφορές των αδερφών του στη Πελοπόννησο (1427) και ξαναπήρε ορισμένες χώρες από τους Φράγκους. Το 1437 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Η' Παλαιολόγος, μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β’, τον αδελφό του Δημήτριο και μεγάλη αντιπροσωπεία, φεύγει από την Κωνσταντινούπολη για τη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας. Ανάμεσα στους απεσταλμένους της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν επίσης και ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), ο Γεώργιος (αργότερα Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Μετά από μακρές και βασανιστικές διαβουλεύσεις, επιδημίες αλλά και διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, στις 5 Ιουλίου 1439 υπογράφεται η ένωση των Εκκλησιών. Η σύνοδος κατόρθωσε να συντάξει στα λατινικά και ελληνικά, κείμενο για την ένωση των Εκκλησιών που το υπέγραψαν όλοι, εκτός από το Μάρκο τον Ευγενικό. Όμως συνάντησε δυσκολίες για την εφαρμογή του ενωτικού αυτού όρου από το λαό και τους οργανωμένους ιεράρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι τον απείλησαν με αφορισμό, αν επέμενε να συντάσσεται με τους Λατίνους.
Οι προσπάθειες όμως για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου χάνονται και η τελευταία ήταν στη μάχη της Βάρνας το 1444. Στο μεταξύ ο Μουράτ αντιλαμβανόταν τις προθέσεις του Ιωάννη, που συνεργαζόταν φανερά με την Ουγγαρία, αλλά δεν μπορούσε να αναλάβει επιπλέον πόλεμο προς το Βυζάντιο, γιατί ήταν απασχολημένος με τους Ούγγρους, τους Βοσνίους και τους πολέμους στην Ασία. Όταν μάλιστα στην Πελοπόννησο ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ανέλαβε μόνος του επιθετικό πόλεμο κατά της Τουρκίας και του δουκάτου της Αθήνας, από το 1443 έως το 1447 και έμαθε την ήττα των χριστιανικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο (18 Οκτωβρίου 1448), πέθανε από τη λύπη του. Πέθανε χωρίς κληρονόμους και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Υπό διαφορετικές συνθήκες ο Ιωάννης, θα μπορούσε να αποδειχτεί εξαιρετικός ηγέτης. Ήταν πιο δυναμικός και λιγότερο ευέλικτος από τον πατέρα του, αλλά ήταν Πατριώτης.
Αν και προσπάθησε σκληρά, δυστυχώς δεν κατάφερε να σταματήσει τους Τούρκους ούτε να βρει βοήθεια από τη Δύση.

Έτσι ό,τι έχει απομείνει από την άλλοτε κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η Κωνσταντινούπολη και το Δεσποτάτο του Μορέως. Το Βυζάντιο είναι αβοήθητο και ανίσχυρο και οι Τούρκοι ετοιμάζονται για την τελική επίθεση…

●Σαν σήμερα, στις 31 Οκτωβρίου του 802, καθαιρείται η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Συνωμότες τοποθετούν στο βυζαντινό θρόνο τον Νικηφόρο Α’.

Αριστερά: Η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία σε λεπτομέρεια από την "Pala d'Oro". Η επιγραφή γράφει: “+ ΕΙΡΗΝΗ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΗ”. H Pala dOro είναι ένα αntependium (είδος μετόπης) που βρίσκεται πίσω από την αγία τράπεζα της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. H Pala dOro είναι διεθνώς σήμερα αναγνωρισμένη ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα και ολοκληρωμένα έργα της δεξιοτεχνίας της βυζαντινής χρυσοχοΐας.
Στο κέντρο: Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ επιτίθεται στη Βουλγαρία, αλλά συλλαμβάνεται από τους Βουλγάρους. (Μινιατούρα από το Χρονικόν του Κωνσταντίνου Μανασσή, 14ος αιώνας).
Δεξιά: Ο Κρούμμος σε συμπόσιο, ενώ ένας υπηρέτης του φέρνει κρασί σε κύπελλο φτιαγμένο από κρανίο του Νικηφόρου, (επίσης από το Χρονικόν του Μανασσή).
Δεξιά κάτω: Το κρανίο (εικάζεται) του Νικηφόρου Α’.
Ένθετο: Σόλιδο της εποχής με τη μορφή του Νικηφόρου Α’ φορώντας χλαμύδα, κρατώντας σταυρό και ακακία, (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο).

Η Ειρήνη η Αθηναία ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από το 780 έως το 802.
Ήταν επίτροπος του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ’ και ουσιαστικά ηγεμών από το 780. Προσπάθησε να τον υποσκελίσει το 790 και απέτυχε, το πέτυχε όμως το 797. Η αντιβασιλεία της ήταν μια συνεχής προσπάθεια να αρπάξει την εξουσία και η βασιλεία της μια προσπάθεια να την κρατήσει. Ήταν αντιδημοφιλής και προκαλούσε φόβο. Ανίκανη να κυβερνήσει, άφησε το Βυζάντιο σε δεινή θέση. Έμεινε στην ιστορία για την τύφλωση του γιου της (ο λαός δε την συγχώρεσε ποτέ γι’ αυτό) και την ανύψωση των εικόνων.
Διάλεξε τον τίτλο «βασιλεύς» αντί για «βασίλισσα». Αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων (όσο ακόμα ασκούσε την αντιβασιλεία). Τερμάτισε την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας. Ο ζήλος της για την αποκατάσταση των εικόνων και των μοναστηριών παραλίγο να τη κάνει Αγία. Επέβαλε τον Ταράσιο, έναν λαϊκό, για Πατριάρχη. Οι βασικοί της συνεργάτες ήταν οι Σταυράκιος & Αέτιος. Επίσης έκτισε την εκκλησία της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη.
Ο Καρλομάγνος της πρότεινε να παντρευτούν. Εκείνη δεν αρνήθηκε αλλά στο μεταξύ ανατράπηκε.
Έχασε το θρόνο μετά από μια συνωμοσία των πατρικίων, οι οποίοι τοποθέτησαν στο Βυζαντινό θρόνο τον Νικηφόρο Α’. Ο Νικηφόρος υπήρξε υπουργός οικονομικών. Είχε εξαπατήσει τόσο τον Κωνσταντίνο τον Τυφλό όσο και την Ειρήνη ώστε να του εμπιστευτούν τους θησαυρούς τους. Ήταν από τους επικεφαλής της συνωμοσίας που εκδίωξε την Ειρήνη και τον Αέτιο και έτσι ανέβηκε στο θρόνο.
Σε γενικές γραμμές ήταν η πιο σκοτεινή ώρα της αυτοκρατορίας μέχρι τώρα. Μια αυτοκρατορία ανυπεράσπιστη απέναντι στους εχθρούς της, ενώ στην πολιτική επικρατεί κλίμα ίντριγκας, βαρβαρότητας και φόβου. Το μόνο θετικό τουλάχιστον είναι το τέλος της Εικονομαχίας.
Ο Νικηφόρος στέφθηκε στην Αγιά Σοφιά από τον Πατριάρχη Ταράσιο. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ευημερούσε επί Ειρήνης, δέχθηκε με εχθρότητα την ανάρρηση του Νικηφόρου και κατά την στέψη του καταριόταν τόσο τον ίδιο όσο και τον εικονόφιλο πατριάρχη Ταράσιο που δέχθηκε να τον στέψει.
Μετά την ενθρόνισή του, ο Νικηφόρος επισκέφθηκε την Ειρήνη, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, την διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να του δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη δέχτηκε υπό τον όρο να της επιτραπεί να παραμείνει στο ανάκτορο του Ελευθερίου. Ο Νικηφόρος συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς και την εξόρισε στην Λέσβο όπου και πέθανε αυτή τον επόμενο χρόνο, την 9η Αυγούστου του 803.
Αμέσως μετά, κατέστειλε στάση αντιπάλων του στο στρατό. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση των Αράβων και των Βουλγάρων, οι οποίοι ήταν το βασικό πρόβλημα της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη. Υπέστη την επιφυλακτικότητα του Πατριάρχη Ταράσιου, αλλά και αντιδράσεις των Στουδιτών. Μετά το θάνατο του Ταράσιου, προώθησε στο Θρόνο τον λαϊκό Νικηφόρο.
Η εκλογή του επέτεινε την αντιπαράθεσή του με τους Στουδίτες, τους οποίους εδίωξε απηνώς.
Είχε φιλόδοξους στόχους, ενώ ήταν μάλλον καλός οργανωτής αλλά προφανώς του έλειπαν πολιτικές και στρατηγικές ικανότητες.
Αύξησε τους φόρους, πράγμα το οποίο βελτίωσε τα οικονομικά και την άμυνα της αυτοκρατορίας. Κατέστειλε με ευκολία την επανάσταση των Σλάβων της Πελοποννήσου το 805 και τους επέβαλε ακόμη βαρύτερη φορολογία. Οχύρωσε την αυτοκρατορία προς τους Βούλγαρους στην περιοχή της Ροδόπης και του Στρυμόνα, αλλά αρνήθηκε να καταβάλει φόρους προς τους Άραβες, πράγμα που οδήγησε στην εισβολή του Σεΐχη Αρούν-αλ-Ρασίντ στη Μικρά Ασία και στη νίκη του εκεί. Μετά τη λεηλασία της Ηράκλειας και των Τυάνων, ο Νικηφόρος δέχθηκε βαρείς όρους ειρήνης.
Το 809, μετά το θάνατο του Αρούν-αλ-Ρασίντ, ο Νικηφόρος αφοσιώθηκε στον αγώνα του κατά των Βουλγάρων. Αν και πέτυχε σημαντικές νίκες κατά του αρχηγού τους Κρούμμου, εντούτοις εκείνος κατάφερε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς και να τους επιφέρει τεράστιες απώλειες.
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί περιγράφουν τον Νικηφόρο σαν αχρείο. Ήταν δραστήριος και αποτελεσματικός στις κρατικές υποθέσεις, και καλύτερος από τους τρεις προηγούμενους. Ευνόησε τους αιρετικούς Παυλικανούς και τους εικονοκλάστες, αλλά η βαριά φορολογία και η καταπίεση του κλήρου τον έκαναν μισητό.
Εισήγαγε το φόρο «Αλληλέγγυον» για την κάλυψη των φόρων των φτωχών από τους πλουσιότερους.
Οι θεαματικές στρατιωτικές αποτυχίες του ζημίωσαν επίσης την υστεροφημία του.
Ο Νικηφόρος Α’ σκοτώθηκε στη μάχη της Πλίσκας από τον στρατό του Κρούμμου, την 26η Ιουλίου του 811. Είχε εισβάλει στη Βουλγαρία με 80.000 άντρες, παρότι ο Κρούμμος είχε ζητήσει ειρήνη αλλά ο Νικηφόρος δεν δέχτηκε. Έτσι κατέλαβε την πρωτεύουσα Πλίσκα, αλλά μετά ο στρατός του παγιδεύτηκε και καταστράφηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε.
Μετά το θάνατο του Νικηφόρου, ο Κρούμος έκοψε το κεφάλι του αυτοκράτορα και το επιδείκνυε κρεμασμένο για πολλές μέρες. Ύστερα το έγδαρε, το έντυσε με ασήμι κι έπιναν απ’ αυτό κρασί στα συμπόσια ο ίδιος και οι άρχοντες των Σλάβων.

Στην ίδια μάχη, ο γιος του Νικηφόρου, Σταυράκιος πληγώθηκε σοβαρά και με μεγάλες δυσκολίες κατάφερε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.

●31 Οκτωβρίου: Αγίου Στάχυος του Αποστόλου από τους Εβδομήκοντα, πρώτου επισκόπου της πόλεως του Βυζαντίου.

O Απόστολος Ανδρέας παραδίδει Ευαγγέλιο, και συμβολικά την επισκοπή Βυζαντίου στον Στάχυ. (Ψηφιδωτό από τον Πατριαρχικό Οίκο στην Κωνσταντινούπολη).

Ο Απόστολος Στάχυς ήταν ένας εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων του Κυρίου. Το 38 ο Απόστολος Ανδρέας τον προχειρίζει πρώτο επίσκοπο της πόλεως του Βυζαντίου, η οποία τρεις αιώνες αργότερα θα μετονομαστεί Κωνσταντινούπολις. Κατά το συναξάριον, “ᾠκοδόμησε ἐκκλησίαν εἰς τὴν ὁποίαν συνηθροίζοντο πλήθη χριστιανῶν”.
Στον Στάχυ απευθύνει χαιρετισμούς ο απόστολος Παύλος αποκαλώντας τον «αγαπητό μου» (Προς Ρωμαίους 16:9). Καθώς βρισκόταν σε στενή σχέση με τον Παύλο στα ανατολικά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προφανώς είχε μεταναστεύσει στη Ρώμη.
Επισκόπευσε ο Στάχυς στο Βυζάντιο επί δεκαέξι έτη, μέχρι του θανάτου του το 54. Το σώμα του ετάφη στον πρώτο επισκοπικό ναό της Αργυρούπολης, «εν τω υπογείω σπηλαίω, ένθα ο απόστολος Ανδρέας το θυσιαστήριον ήδρασεν», όπως λέει ο ιστορικός Δωρόθεος.
Τη μνήμη του η ανατολική ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει στις 31 Οκτωβρίου. Ο κανόνας που ψάλλεται για το Στάχυ και τους αποστόλους Αμπλία, Απελλή, Ουρβανό, Αριστόβουλο και Νάρκισσο, που συνεορτάζουν με αυτόν, επιγράφεται στα Μηναία «ποίημα Ιωσήφ», πιθανώς του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης

Στάχυς δραπάνῳ τῆς τελευτῆς, ὡς στάχυς,

Ἐκ τοῦ παρόντος ἐκθερίζεται βίου. 

Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος

Αριστερά: Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος σε τοιχογραφία του 1459-1460, από τον ζωγράφο Benozzo Gozzoli. Βρίσκεται στο Παρεκκλήσι των Μάγων, στο Παλάτι των Μεδίκων στη Φλωρεντία.
Δεξιά: Λεπτομέρεια από την ίδια τοιχογραφία.
Ένθετο: Μετάλλιο του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου, που φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Φλωρεντία, από τον Πιζανέλλο το 1438.
Επιγραφή μεταλλίου: ΙΩΑΝΝΗC BACΙΛΕVC ΚΑΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.
Γεννήθηκε, στις 18 Δεκεμβρίου του 1392, στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση. Ανήλθε στο θρόνο, ως συμβασιλέας του πατέρα του, ενώ έγινε αίτιος της ρήξης με το σουλτάνο Μουράτ Β’ και της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Το 1422 πάει στη δύση και ζητάει βοήθεια ενάντια στους Τούρκους. Το τίμημα της δυτικής βοήθειας θα είναι η υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά το θάνατο του πατέρα του έμεινε μόνος στο θρόνο και το 1425 συνθηκολόγησε, με δυσμενείς όρους, σύμφωνα με τους οποίους παρέδωσε την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, υποχρεώθηκε να μην ανοικοδομήσει το επί του Ισθμού της Κορίνθου τείχος και να πληρώνει βαρείς φόρους στο Μουράτ Β’ για να μην ξαναενοχλήσει το Βυζάντιο επί 10 χρόνια ούτε τις άλλες ελληνικές χώρες.
Από τότε, επωφελούμενος απ’ αυτή τη συνθήκη, πέρασε όλη του τη ζωή φροντίζοντας να εξασφαλίσει το κράτος από τον κίνδυνο της τουρκικής απειλής.
Επίσης το 1425 παρέδωσε οικειοθελώς τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς, ελπίζοντας ότι έτσι θα προστατεύσει την πόλη από τον επερχόμενο κίνδυνο. Την ύστατη ώρα οι Βενετοί την εγκατέλειψαν και ο Μουράτ Β’ την κατέλαβε το 1430, με επακόλουθο σφαγές και λεηλασίες.
Επισκεύασε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, εξομάλυνε τις διαφορές των αδερφών του στη Πελοπόννησο και ξαναπήρε ορισμένες χώρες από τους Φράγκους. Ο Ιωάννης δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται για τη διοργάνωση νέας Σταυροφορίας, ενώ συνέχισε και τη σταθερή Παλαιολόγεια πολιτική ενίσχυσης του Μυστρά. Ο Ιωάννης κατάφερε να πείσει τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για τη σύγκληση ενός συμβουλίου για την ένωση των Εκκλησιών. Το 1437 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Η’ Παλαιολόγος, μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β’, τον αδελφό του Δημήτριο και μεγάλη αντιπροσωπεία, φεύγει από την Κωνσταντινούπολη για τη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας. Ανάμεσα στους απεσταλμένους της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν επίσης και ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), ο Γεώργιος (αργότερα Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Μετά από μακρές και βασανιστικές διαβουλεύσεις, επιδημίες αλλά και διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, στις 5 Ιουλίου 1439 υπογράφεται η ένωση των Εκκλησιών. Η σύνοδος κατόρθωσε να συντάξει στα λατινικά και ελληνικά, κείμενο για την ένωση των Εκκλησιών που το υπέγραψαν όλοι, εκτός από το Μάρκο τον Ευγενικό. Όμως συνάντησε δυσκολίες για την εφαρμογή του ενωτικού αυτού όρου από το λαό και τους οργανωμένους ιεράρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι τον απείλησαν με αφορισμό, αν επέμενε να συντάσσεται με τους Λατίνους.
Οι αποφάσεις του συμβουλίου της Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν ουσιαστικά οι θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, παρουσιασμένες σε ένα ενωτικό πλαίσιο υποταγής της Ανατολικής Εκκλησίας. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, βάσει της προηγούμενης εμπειρίας από τέτοιες συμφωνίες σε υψηλό επίπεδο, ο λαός και ο ευρύτερος κλήρος δεν έκαναν ποτέ αποδεκτή τη συμφωνία, παρά την επίσημη υιοθέτησή της από τον Αυτοκράτορα. Συντετριμμένος ο Ιωάννης γρήγορα κατάλαβε ότι οι προσπάθειές του για ένωση ήταν μάταιες.
Παράλληλα, οι σταυροφορικές εκστρατείες που οργανώθηκαν από τον πάπα με επικεφαλής τους Ούγγρους Λαδισλάο και Ουνιάδη, καθώς και το Σέρβο Μπράνκοβιτς, μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες κατά των Τούρκων, κατέληξαν σε διαδοχικές τραγικές ήττες.
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου χάνονται και η τελευταία ήταν στη μάχη της Βάρνας το 1444. Στο μεταξύ ο Μουράτ αντιλαμβανόταν τις προθέσεις του Ιωάννη, που συνεργαζόταν φανερά με την Ουγγαρία, αλλά δεν μπορούσε να αναλάβει επιπλέον πόλεμο προς το Βυζάντιο, γιατί ήταν απασχολημένος με τους Ούγγρους, τους Βοσνίους και τους πολέμους στην Ασία. Όταν μάλιστα στην Πελοπόννησο ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ανέλαβε μόνος του επιθετικό πόλεμο κατά της Τουρκίας και του δουκάτου της Αθήνας, από το 1443 έως το 1447 και έμαθε την ήττα των χριστιανικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο (18 Οκτωβρίου 1448), πέθανε από τη λύπη του. Πέθανε χωρίς κληρονόμους στις 31 Οκτωβρίου του 1448 και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Υπό διαφορετικές συνθήκες ο Ιωάννης, θα μπορούσε να αποδειχτεί εξαιρετικός ηγέτης. Ήταν πιο δυναμικός και λιγότερο ευέλικτος από τον πατέρα του, αλλά ήταν Πατριώτης, κάνοντας όμως κάθε ειλικρινή προσπάθεια. Υπό τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, λίγα ήταν δυνατά. Το συμβούλιο της Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα του, όμως ο Ελληνικός λαός ήταν αποφασισμένος να μην υποκύψει στον πάπα, ακόμα και αν το τίμημα ήταν η διαφαινόμενη τουρκική κατοχή.
Αν και προσπάθησε σκληρά, δυστυχώς δεν κατάφερε να σταματήσει τους Τούρκους ούτε να βρει βοήθεια από τη Δύση.
Έτσι ό,τι έχει απομείνει από την άλλοτε κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η Κωνσταντινούπολη και το Δεσποτάτο του Μορέως. Το Βυζάντιο είναι αβοήθητο και ανίσχυρο και οι Τούρκοι ετοιμάζονται για την τελική επίθεση…

Απόστολος Στάχυς - Ο πρώτος Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

O Απόστολος Ανδρέας παραδίδει Ευαγγέλιο, και συμβολικά την επισκοπή Βυζαντίου στον Στάχυ. (Ψηφιδωτό από τον Πατριαρχικό Οίκο στην Κωνσταντινούπολη).
Ο Απόστολος Στάχυς ήταν ένας εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων του Κυρίου. Το 38 ο Απόστολος Ανδρέας τον προχειρίζει πρώτο επίσκοπο της πόλεως του Βυζαντίου, η οποία τρεις αιώνες αργότερα θα μετονομαστεί Κωνσταντινούπολις. Κατά το συναξάριον, “ᾠκοδόμησε ἐκκλησίαν εἰς τὴν ὁποίαν συνηθροίζοντο πλήθη χριστιανῶν”.
Στον Στάχυ απευθύνει χαιρετισμούς ο απόστολος Παύλος αποκαλώντας τον «αγαπητό μου» (Προς Ρωμαίους 16:9). Καθώς βρισκόταν σε στενή σχέση με τον Παύλο στα ανατολικά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προφανώς είχε μεταναστεύσει στη Ρώμη.
Επισκόπευσε ο Στάχυς στο Βυζάντιο επί δεκαέξι έτη, μέχρι του θανάτου του το 54. Το σώμα του ετάφη στον πρώτο επισκοπικό ναό της Αργυρούπολης, «εν τω υπογείω σπηλαίω, ένθα ο απόστολος Ανδρέας το θυσιαστήριον ήδρασεν», όπως λέει ο ιστορικός Δωρόθεος.
Τη μνήμη του η ανατολική ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει στις 31 Οκτωβρίου. Ο κανόνας που ψάλλεται για το Στάχυ και τους αποστόλους Αμπλία, Απελλή, Ουρβανό, Αριστόβουλο και Νάρκισσο, που συνεορτάζουν με αυτόν, επιγράφεται στα Μηναία «ποίημα Ιωσήφ», πιθανώς του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης

●30 Οκτωβρίου: Ιωσήφ Α’ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Ιωσήφ Α’ Γαλησιώτης, ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για τις περιόδους 1267-75 και 1282-83.
Σύμφωνα με το βιογράφο του Εφραίμιο ήταν έγγαμος κληρικός των ανακτόρων και μετά το θάνατο της συζύγου του αποσύρθηκε στο Γαλήσιο Όρος, για να φτάσει, λόγω της πραότητος και της απλότητός του να γίνει ηγούμενος.
Μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Γερμανού Γ’, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος τοποθέτησε στο θρόνο τον Ιωσήφ Α’. Η Πατριαρχική Σύνοδος, στις 28 Δεκεμβρίου 1267, τον ψήφισε Πατριάρχη και την 1 Ιανουαρίου χειροτονήθηκε επίσκοπος. Την ίδια ημέρα της χειροτονίας του, μετά από δημόσια δήλωση μετανοίας του Μιχαήλ, αποδέχτηκε την άρση του αφορισμού που είχε επιβάλλει στον αυτοκράτορα ο πατριάρχης Αρσένιος το 1262 για την τύφλωση του Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη.
Κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του παρεχώρησε το προνόμιο της πατριαρχικής Μονής στην Θεοτόκο τη Μακρινίτισσα και στον Πρόδρομο Νέων Πατρών (Υπάτης). Αυτά όμως που χαρακτήρισαν την πατριαρχεία του ήταν η σύγκρουση με τους υποστηρικτές του προκατόχου του Αρσενίου. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε στην απόσχηση μιας μεγάλης ομάδας πιστών, των Αρσενιατών, οι οποίοι είχαν τη βάση τους κυρίως στην Μικρά Ασία και οι οποίοι παρέμειναν αποκομμένοι από την Εκκλησία μέχρι το 1311. Παράλληλα όμως εμφανίστηκε και μια άλλη ομάδα πιστών, οι λεγόμενοι Ιωσιφίτες, οι οποίοι αν και παρέμειναν πιστοί στην επίσημη Εκκλησία χαρακτηρίζονταν ως φανατικά ανθενωτικοί.
Άλλο ένα που χαρακτήρισε την πατριαρχεία του ήταν και η υπόθεση της Ένωσης των Εκκλησιών. Ο Μιχαήλ επιδίωκε την άρση του Σχίσματος για να αποτρέψει τη σχεδιαζόμενη σταυροφορία εναντίον του. Ο Ιωσήφ, αν και αντίθετος με την Ένωση, φαίνεται ότι αποδεχόταν την για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας την ανάγκη να επανενωθούν οι Εκκλησίες, όμως αρνήτο κατηγορηματικά να αποδεχτεί το σύνολο των απαιτήσεων του Πάπα, χωρίς τουλάχιστον τη σύγκληση μείζωνος Συνόδου και τη ρητή αποδοχή των αποφάσεων και από τους άλλους Πατριάρχες. Μετά τη Σύνοδο της Λυών, στην οποία ο αυτοκράτορας απεδέχθη όλες τις απαιτήσεις των Δυτικών, διαφώνησε μαζί του και τον κατήγγειλε ανοιχτά. Έτσι, με αυτοκρατορική εντολή, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
Μαρτυρείται ότι ο Ιωσήφ είχε υποσχεθεί στον αυτοκράτορα πως δε θα εμπόδιζε ανοιχτά τις ενωτικές διαπραγματεύσεις και στην περίπτωση που αυτές είχαν επιτυχή κατάληξη θα μπορούσε να παραιτηθεί χωρίς άλλες συνέπειες.
Μετά την παραίτησή του κλείστηκε στη Μονή Περιβλέπτου, στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε στη Χηλή, (μια μικρή πόλη 70 χλμ. βορειοανατολικά της Κωνσταντινούπολης, στην ασιατική της πλευρά). Τη θέση του κατέλαβε ο φιλενωτικός Ιωάννης Βέκκος.
Μετά όμως το θάνατο του Μιχαήλ Η’ (1282), ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ τον αποκατέστησε. Αν και ήταν ηλικιωμένος και με πολλά προβλήματα υγείας η αποκατάστασή του θεωρήθηκε επιβεβλημένη για την αποκατάσταση της κανονικής τάξης. Επανήλθε στο θρόνο στις 31 Δεκεμβρίου του 1282 και αμέσως φρόντισε να καθαιρέσει τον Βέκκο και τους αυτοκρατορικούς απεσταλμένους στις ενωτικές διαπραγματεύσεις. Λίγο αργότερα συγκάλεσε Σύνοδο για την οριστική καταδίκη των φιλενωτικών. Στη διένεξη που εκδηλώθηκε τότε, μεταξύ των ακραίων που ζητούσαν αυστηρότατη τιμωρία όσων είχαν έλθει σε κοινωνία με τους Λατίνους ο Ιωσήφ ανήκε στους μετριοπαθείς που υποστήριζαν ελαφρότερες ποινές.
Επίσης έκανε πολλές και κοπιαστικές περιοδείες για να αποκαταστήσει την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη.
Η άσχημη κατάσταση της υγείας του τον ανάγκασε να παραχωρήσει την προεδρία της Συνόδου στον παριστάμενο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο. Τελικά παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1283 και λίγες μέρες αργότερα (23 Μαρτίου 1283), εξουθενωμένος από τους κόπους, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.
Για τη σθεναρή του στάση υπέρ της Ορθοδοξίας ανακηρύχθηκε Άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. Το 1310, για να πειστούν οι Αρσενίτες να επιστρέψουν στην Εκκλησία, το όνομά του διαγράφτηκε από τα δίπτυχα, όμως ένα Χρυσόβουλλο που εξέδωσε ο Ανδρόνικος λίγο αργότερα αποκαθιστούσε τη μνήμη του.


●28 Οκτωβρίου: Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ.


Στα χρόνια του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου (457-474) ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο όσιος Ανδρέας, ο κατά Χριστόν σαλός. Σαλός είναι ο τρελλός και κατά Χριστόν σαλοί ονομάζονται κάποιοι άγιοι, οι οποίοι έκαναν κάποια περίεργα και παράλογα πράγματα, με απώτερο σκοπό να τους θεωρούν παλαβούς ή παλιανθρώπους και να μη τους τιμούν οι άνθρωποι· και έτσι αυτοί να ζουν με ταπείνωση και στην αφάνεια. Μια νύχτα που γινόταν αγρυπνία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο, που έγινε αργότερα πατριάρχης Κων/πόλεως (520-536), είδαν την Υπεραγία Θεοτόκο οφθαλμοφανώς, όχι σε όραμα, να μπαίνει από την κεντρική πύλη του ναού. Την συνόδευαν οι Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ιωάννης ο Θεολόγος και πλήθος αγγέλων. Αφού μπήκε μέσα στο ναό προχώρησε στον σολέα. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε πολλή ώρα με θερμά δάκρυα υπέρ της σωτηρίας των πιστών, ενώ την έβλεπαν μόνο ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος. Αφού προσευχήθηκε για πολύ η Θεοτόκος σηκώθηκε και μπήκε μέσα στο ιερό, όπου φυλασσόταν το μαφόριό της δηλαδή το τσεμπέρι της, το πήρε στα χέρια της και βγαίνοντας έξω το άπλωσε πάνω από τους πιστούς, για να δείξει ότι τους σκέπει και τους προστατεύει.
Αυτό είναι το γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή η Εκκλησία μας να καθιερώσει την γιορτή της αγίας Σκέπης δηλαδή τη γιορτή προς τιμή της Παναγίας, η οποία σκεπάζει (σκέπει) και προστατεύει το λαό του Θεού και φωτίζει τους πιστούς στο δρόμο για την τελείωση. Μας σκεπάζει με τις προσευχές της, με τις παρακλήσεις της και με τα δάκρυά της.
Η Παναγία άπλωσε το μαφόριό της εντός του ναού και σκέπασε όσους αγρυπνούσαν και προσευχόταν. Με την ενέργεια αυτή θέλει να πει ότι πρέπει να έχουμε ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία για να μας σκεπάσει με τις πρεσβείες της.
Η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ εορτάζει την 1η Οκτωβρίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως, την έχει μεταθέσει την 28η Οκτωβρίου, όπου η Ελλάδα γιορτάζει την επέτειο του «ΟΧΙ»  στον Ιταλογερμανικό ζυγό. Την Ακολουθία που ψάλλεται αυτή την ημέρα την έγραψε ο Αγιορείτης Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 21 Οκτωβρίου 1952 όπου και αποφασίστηκε ο συνεορτασμός της εορτής της Αγίας Σκέπης και της Εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» (Συνοδικές Εγκύκλιοι, Τόμος Β', Αθήνα 1956, σελ. 649).
Σύμφωνα με το συναξάρι: «Τῇ Α' τοῦ αὐτοῦ μηνός, τὴν ἀνάμνησιν ἑορτάζομεν τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου τοῦ ἐν τῇ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὅτε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, κατεῖδε ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν, καὶ πάντας εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».

Ἀπολυτίκιον: Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀvuμνοῦμεν τάς χαρίτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον: Ἦχος πλ. δ’. Θεοτόκε Ἀειπάρθενε.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, δι' ἧς περισκέπεις, τοὺς εἰς σὲ ἐλπίζοντας, κραταιὰν τῷ Ἔθνει σου καταφυγὴν ἐδωρήσω ὅτι ὡς πάλαι καὶ νῦν θαυμαστῶς ἡμᾶς ἔσωσας, ὡς νοητὴ νεφέλη, τὸν σὸν λαὸν περιβαλοῦσα. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον: Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαῶς ἐπισκιάζουσα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε, ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ Βασιλίδι. Ἀλλ' ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος, περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας· Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Ὁ Οἶκος:
Ἄνωθεν ἐφαπλοῦσα, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, Παρθένε Θεοτόκε Μαρία, σκέπεις καὶ σῴζεις τὸν σὸν λαόν, καθ' ὥραν σε Ἁγνὴ ἐπιβοώμενον· νῦν δὲ σου τὰ θαυμάσια, εὐγνωμόνως ὑμνεῖ κραυγάζων·

Χαῖρε τοῦ κόσμου ἡ Σωτηρία
Χαῖρε Ἑλλάδος ἡ προστασία.
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων παράδοξον θέαμα
Χαῖρε τῶν ἀνθρώπων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαῖρε Μήτηρ Ἀειπάρθενος τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ
Χαῖρε σκέπη καὶ ἀντίληψις τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ.
Χαῖρε ὅτι ἐφάνης σκέπουσα τὸ σὸν Ἔθνος
Χαῖρε ὅτι παρέχεις νίκας τῷ στρατοπέδῳ.
Χαῖρε πηγὴ πλουσίας χρηστότητος
Χαῖρε λαμπὰς Θεοῦ ἀγαθότητος.
Χαῖρε δι' ἧς τοὺς ἐχθροὺς ἐκνικῶμεν
Χαῖρε πρὸς ἣν καθ' ἑκάστην βοῶμεν·

Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

●Σαν σήμερα, την 28η Οκτωβρίου του 312, στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη, συναντήθηκαν οι δύο αντίπαλοι, ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Μαξέντιος.


Η Μάχη της Μιλβίας γέφυρας.  Τοιχογραφία σε ένα από τα δωμάτια που είναι τώρα γνωστό ως Stanze di Raffaello , στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού. Η Μάχη της Μιλβίας γέφυρας, που βρίσκεται στη Sala di Costantino («Αίθουσα του Κωνσταντίνου»), είναι από Giulio Romano και άλλους βοηθούς της ιταλικής Αναγέννησης καλλιτέχνη Ραφαήλ , ο οποίος πέθανε το 1520. 
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η μάχη της Μιλβίας γέφυρας. Μικρογραφία από τις "Ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού". Ένα βυζαντινό εικονογραφημένο χειρόγραφο, το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε από το έτος 879 έως το 882 στην Κωνσταντινούπολη υπό την αυστηρή επιμέλεια του Πατριάρχη Φωτίου Α’. Ο Φώτιος το δώρισε στον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α’, τον ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας ως ψυχαγωγικό και επιμορφωτικό ανάγνωσμα.

Η Μάχη της Μιλβίας γέφυρας, βρίσκεται προ των πυλών…
Η στρατιά του Μαξέντιου παρατάχθηκε σε απόσταση από την γέφυρα, στο Campus Martius που ανοίγεται στην πεδιάδα, ενώ στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Κωνσταντίνος οδηγούσε τις δικές του δυνάμεις, που υστερούσαν αριθμητικά σε σχέση με αυτές του αντιπάλου του, αλλά υπερτερούσαν σε μαχητική αξία και ηθικό.
Πριν από τη μάχη, ο Μαξέντιος κατέστρεψε ένα μέρος της Μιλβίας γέφυρας, για να σιγουρευτεί ότι ο αντίπαλός του δεν θα μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει για να διασχίσει τον Τίβερη, σε περίπτωση που νικούσε ο Κωνσταντίνος.
Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Οι δύο στρατοί ήταν αμφότεροι "ρωμαϊκοί", οπότε καμία πλευρά δεν είχε την αποφασιστική τακτική υπεροχή. Η ανωτερότητα του Κωνσταντίνου ως στρατηγού και η υψηλή μαχητική αξία των εμπειροπόλεμων λεγεωνάριών του ήταν αποφασιστικές.
Αν και στα πρώτα στάδια της μάχης οι λεγεώνες του Μαξέντιου κρατούσαν με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα το μέτωπο, σιγά-σιγά οι άνδρες του Κωνσταντίνου άρχισαν να κυριαρχούν. Οι τύχες της μάχης έγειραν προς την πλευρά εκείνου που είχε προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση και αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος. Το ισχυρό γερμανικό ιππικό του έτρεψε σε φυγή τους Γαλάτες και Ρωμαίους ιππείς του Μαξέντιου και έπεσε πάνω στο πεζικό. Οι στρατηγοί του Μαξέντιου προσπάθησαν να διασώσουν ό,τι ήταν δυνατόν, κάνοντας μία απέλπιδα προσπάθεια για να απαγκιστρωθούν δίχως να διαλυθεί το στράτευμα. Άλλωστε, η ασφάλεια των τειχών της Ρώμης ήταν κοντά και, οχυρωμένοι πίσω από αυτά, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Όμως η αμέλεια του Μαξέντιου τους είχε ήδη καταδικάσει. Η ξύλινη γέφυρα δεν άντεξε το βάρος των χιλιάδων στρατιωτών που προσπαθούσαν άτακτα να περάσουν ταυτόχρονα στην αντίπερα όχθη. Με έναν ανατριχιαστικό ήχο, οι αρμοί της άρχισαν να διαλύονται, επιτείνοντας τον πανικό των έντρομων λεγεωνάριων. Ο ίδιος ο Μαξέντιος βρισκόταν μεταξύ των πρώτων που προσπάθησαν να περάσουν τη γέφυρα και πάνω στη σύγχυση κατέληξε στον Τίβερη, όπου δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να επιπλεύσει εξαιτίας της βαριάς πανοπλίας του. Αυτό ήταν και το τέλος του.
Παρόμοια ήταν η τύχη και πολλών από τους άνδρες του. Η γέφυρα δεν άντεξε και διαλύθηκε με πάταγο. Εκατοντάδες άνδρες και άλογα κατέληξαν στο ποτάμι όπου οι περισσότεροι, όσοι τουλάχιστον φορούσαν πανοπλίες, πνίγηκαν. Όμως αυτές οι απώλειες δεν ήταν τίποτε μπροστά σε εκείνες που υπέστησαν εκείνοι που είχαν μείνει στην άλλη όχθη του ποταμού. Καταδιώκοντάς τους, οι άνδρες του Κωνσταντίνου τους πρόλαβαν και αυτό που ακολούθησε ήταν ένα πραγματικό μακελειό. Πανικόβλητοι οι επιζώντες, παραδίδονταν μαζικά στους διώκτες τους και συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι.
Συνδεδεμένο με τη μάχη αυτή είναι το περίφημο όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Το όραμα αυτό σηματοδότησε την μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό και την ιστορική επικράτηση του Χριστιανισμού στην τότε Ρωμαϊκή Οικουμένη.

Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του, ο μέγας Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταματούν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστατεύει έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν υποστεί διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού. Επίσης ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, αρχίζει να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού.

●Σαν σήμερα, την 28η Οκτωβρίου του 969, ο Βυζαντινός στρατηγός Μιχαήλ Βούρτζης καταλαμβάνει μέρος της οχύρωσης της Αντιόχειας. Η άλωση της πόλης θα ολοκληρωθεί τρεις ημέρες αργότερα, όταν φτάσουν ενισχύσεις υπό τον στρατοπεδάρχη Πέτρο.

Η άλωση της Αντιόχειας από τα βυζαντινά στρατεύματα υπό το στρατηγό Μιχαήλ Βούρτζη στις 28 Οκτωβρίου του 969, από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, (12ος-13ος αιώνας) cod. Vitr. 26-2, fol. 153, Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης.

Ο Μιχαήλ Βούρτζης ήταν ο κορυφαίος Βυζαντινός στρατηγός στα τέλη του 10ου αιώνα. Έγινε ονομαστός για την κατάληψη της Αντιόχειας το 969, αλλά έπεσε σε δυσμένεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά. Αγανακτισμένοι η Οικογένεια Βούρτζη ένωσε τις δυνάμεις της με τους συνωμότες που δολοφόνησαν τον Φωκά λίγες εβδομάδες αργότερα. Ο Βούρτζης επανεμφανίζεται σε εξέχοντα ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ αυτοκράτορας Βασιλείου Β’ και του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού, όπου άλλαξε στρατόπεδα, από υποταγή στον αυτοκράτορα κι έπειτα στους αντάρτες και πάλι στον Βασίλειο Β’. Παρ' όλα αυτά, είχε διοριστεί εκ νέου ως δούξ της Αντιόχειας από τον Βασίλειο, μια θέση που κατείχε μέχρι το 995, όταν κι αντικαταστάθηκε εξαιτίας τής αποτυχίες του στον πόλεμο εναντίον των Φατιμιδών.
Η ημερομηνία γέννησης του Μιχαήλ Βούρτζη είναι άγνωστη, αλλά πρέπει να τοποθετείται κάπου μεταξύ 930 και 935. Ο ίδιος αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη του 968, όταν διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά ως πατρίκιος και στρατηγός του μικρού θέματος του Μαύρου Όρους, στις νότιες ακραίες υπερόριες των όρεων Αμανού. Με βάση του το νεόκτιστο Κάστρο της Πάγρας, ο Βούρτζης και οι άνδρες του ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των βορείων συνόρων από όπου προσέγγιζαν οι Άραβες την πόλη της Αντιόχειας. Αποφασίζοντας κατά των διαταγών του Νικηφόρου να μην κάνει επίθεση στη πόλη σε περίπτωση απουσίας του, στα τέλη του φθινοπώρου του 969, ο Βούρτζης έπεισε έναν προδότη μέσα στην πόλη να παραδώσει έναν από τους κύριους πύργους του τείχους, τον οποίο στη συνέχεια αμέσως κατέλαβε. Στη συνέχεια υπερασπίστηκε αυτή τη θέση από επανειλημμένες επιθέσεις των υπερασπιστών της πόλης για τρεις ημέρες, έως ότου οι ενισχύσεις υπό την ηγεσία του στρατοπεδάρχη Πέτρου έφτασε και εξασφάλισε την πόλη για τους Βυζαντινούς. Παρά το σημαντικό ρόλο του σε αυτή την επιτυχία, η ανταμοιβή του Βούρτζη ήταν σαφής: θυμωμένος επειδή δεν υπάκουσε στις διαταγές του, ή, σύμφωνα με άλλους, για την φωτιά που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος τον απόλυσε από τη θέση του και όρισε έναν συγγενή του, τον Ευστάθιο Μαλεΐνο, ως πρώτο διοικητή της Αντιοχείας.
Εξοργισμένος από αυτή τη τιμωρία, ο Βούρτζης συμμετείχε σε μια συνωμοσία με άλλους επιφανείς στρατηγούς που ήταν σε δυσαρέσκεια με τον Νικηφόρο, επικεφαλής ανάμεσά τους και ο Ιωάννης Τσιμισκής. Την νύχτα της 10/11 Δεκεμβρίου 969, μια ομάδα αυτών των συνωμοτών, συμπεριλαμβανομένου του Τσιμισκή και του Βούρτζη, κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στο παλάτι από τη θάλασσα, δολοφόνησαν τον αυτοκράτορα και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Τσιμισκή. Παρά τον εξέχοντα ρόλο του στη δολοφονία του Νικηφόρου Β’, οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ελάχιστα τον Βούρτζη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τσιμισκή. Μόνο ο Γιαχία Αντιόχειας αναφέρει ότι το καλοκαίρι του 971, με 12.000 άνδρες, επέβλεψε τις επισκευές στα τείχη της Αντιόχειας μετά από σεισμό και εκτελέστηκε ένας από τους δολοφόνους του Πατριάρχη Χριστόφορου, αλλά δεν είναι βέβαιο αν είχε τοποθετηθεί εκεί ως διοικητής. Αντίθετα, κατά τη στιγμή του θανάτου του Τσιμισκή, τον Ιανουάριο του 976, αναφέρεται από τον Ιωάννη Σκυλίτζη ότι διέταξε το τάγμα των στρατηλατών στο στρατό του Βάρδα Σκληρού.
Με τον θάνατο του Τσιμισκή, η αυτοκρατορική εξουσία, επανέρχεται στους νόμιμους αυτοκράτορες, τα νεαρά αδέλφια Βασίλειο Β’ και Κωνσταντίνο Η’. Λόγω της απειρίας τους, ωστόσο, η κυβέρνηση ουσιαστικά ασκείται από τον ισχυρό παρακοιμώμενο, Βασίλειο Λεκαππηνό. Σχεδόν αμέσως, ο παρακοιμώμενος φρόντισε να προλάβει οποιεσδήποτε κινήσεις από τις ισχυρές οικογένειες της Ανατολίας να καταλάβουν το θρόνο και ως δήθεν «θεματοφύλακες» των δύο νεαρών αυτοκρατόρων, όπως ο Φωκάς και ο Τσιμισκής είχαν κάνει. Έκανε ανασχηματισμό στις πιο σημαντικές θέσεις του στρατού στην Ανατολή, μια κίνηση που ερμηνεύεται από τον Σκυλίτζη ως μια κίνηση για να αποδυναμώσει τη θέση των ισχυρών στρατηγών. Σε αυτό το σημείο, ο Βούρτζης διορίστηκε διοικητής των στρατευμάτων στο βόρειο τμήμα της Συρίας, με την έδρα του στην Αντιόχεια, ήταν ο πρώτος διοικητής της που είχε τον τίτλο δούξ της Αντιοχείας. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, η κίνηση αυτή σχεδιάστηκε από τον παρακοιμωμένο να τον απομακρύνει μακριά από τη στενή σχέση που είχε με τον Σκληρό, ο οποίος ήταν πρώτος υποψήφιος για το σφετερισμό του θρόνου. Σχεδόν αμέσως μετά το διορισμό του, ο Βούρτζης έκανε επιδρομή κατά των Φατιμίδων φθάνοντας μέχρι την Τρίπολη και επέστρεψε με πολλά λάφυρα.
Την άνοιξη, όμως, ο Βάρδας Σκληρός, που ήταν στην θέση του δούκα της Μεσοποταμίας, ξεσηκώθηκε και ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα στη Μελιτηνή. Ο Βούρτζης διατάχθηκε από την Κωνσταντινούπολη να οδηγήσει τους στρατιώτες του στον Βορρά, εκεί θα συναντήσει και θα μπει υπό τις διαταγές του Ευσταθίου Μαλεΐνου, τώρα διοικητή της Κιλικίας, για να μπλοκάρουν τον επαναστάτη από τη διέλευση του Αντίταυρου. Φεύγοντας την Αντιόχεια ο Βούρτζης ακολουθεί τις διαταγές και βάδισε βόρεια. Στη μάχη που ακολούθησε στο Φρούριο της Λάπαρα στο Θέμα Λυκανδού (φθινόπωρο 976), ωστόσο, κι ενώ ο αυτοκρατορικός στρατός νικούσε ο Βούρτζης υποχώρησε, σύμφωνα με τους χρονικογράφους. Ο Σκυλίτζης, σχολιάζει δηκτικά, ότι η συμπεριφορά του Βούρτζη κατά τη διάρκεια της μάχης αποδίδετε είτε σε δειλία ή δόλο. Μετά εγκατέλειψε το αυτοκρατορικό στρατόπεδο και εντάχθηκε στο στρατόπεδο του Σκληρού. Σύμφωνα με τον σύγχρονο Γιαχία της Αντιόχειας, ο Βούρτζης σε πρώτη φάση κατέφυγε σε ένα φρούριο στο θέμα Ανατολικών. Αλλά ακολούθησε τον Σκληρό ο οποίος τον έπεισε να έρθει στο πλευρό του, η αποστασία Βούρτζη έφερε στον Σκληρό τον έλεγχο της Αντιόχειας, καθώς ο Βούρτζης είχε βάλει στη θέση του προσωρινά τον γιο του Κωνσταντίνο, έπειτα η πόλη έμεινε στα χέρια του Κουλέπη, ο οποίος σύντομα ανατράπηκε από τον Ουμπεηνταλάχ, ο οποίος συμμετείχε επίσης με τον Σκληρό. Το καλοκαίρι του 977, ο Βούρτζης, μαζί με τον Ρωμανό Ταρωνίτη βρίσκονταν στη διοίκηση των δυνάμεων του Σκληρού εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού που βρισκόταν στο Κοτύλαιο κοντά στο Ικόνιο. Οι επαναστάτες δέχτηκαν όμως ήττα στο Χαλέπι και στην Οξύλιθος. Μετά από αυτό, ο Βούρτζης πάλι άλλαξε στρατόπεδο και επανήλθε στον αυτοκρατορικό στρατό, με επικεφαλής τώρα τον Βάρδα Φωκά.
Τίποτα δεν είναι γνωστό από την καριέρα Βούρτζη για τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Παρόλο που ήταν μεταξύ των στρατιωτικών ηγετών που είχαν επαναστατήσει εναντίον του, ο Βασίλειος Β’ δεν τον τιμώρησε αλλά συνέχισε να στηρίζει τον Βούρτζη και τον εμπιστεύτηκε και πάλι στην κρίσιμη θέση του δούκα Αντιοχείας το 989, στο απόηχο μιας άλλης επανάστασης, αυτή τη φορά του Βάρδα Φωκά. Τον Νοέμβριο του 989, ο Βούρτζης αντικατέστησε τον Λέοντα Φωκά, γιο του Βάρδα, που ο ίδιος είχε διορισθεί από τον αυτοκράτορα μόνο λίγους μήνες νωρίτερα. Από τη θέση αυτή, κατά τα επόμενα χρόνια ο Βούρτζης υπερασπίστηκε τα αυτοκρατορικά σύνορα σε μια ανανεωμένη περίοδο της καταπολέμησης των Φατιμιδών, καθώς οι δύο αυτοκρατορίες αμφισβητούσαν τον έλεγχο του εμιράτου των Χαμδανιδών του Χαλεπίου.
Το 991 παρείχε στρατιωτική βοήθεια προς τον Χαμδανίδη εμίρη του Χαλεπίου, Αλ Ντουάλα, γεγονός που επέτρεψε στον τελευταίο να νικήσει τον στασιαστή Μπακγιούρ, ο οποίος με τη βοήθεια των Φατιμίδων προσπάθησε να καταλάβει το Χαλέπι. Στις αρχές του επόμενου έτους, ένας Φατιμιδικός στρατός προχώρησε κατά του Χαλεπίου. Ο Φατιμίδης διοικητής έστειλε έναν αγγελιοφόρο στον Βούρτζη, υποστηρίζοντας ότι η σύγκρουσή του ήταν με το Χαλέπι, και δεν αφορά τους Βυζαντινούς, αλλά ο Βούρτζης συνέλαβε τον αγγελιοφόρο. Μετά την ήττα τους στη μάχη κοντά στην Απάμεια οι Φατιμίδες πολιόρκησαν το Χαλέπι για 33 ημέρες, αλλά μετά ο διοικητής του άφησε μέρος των δυνάμεών του και οδήγησε τις υπόλοιπες για να αντιμετωπίσει τον Βούρτζη, ο οποίος βάδιζε προς ενίσχυση της πόλης. Στη μάχη που ακολούθησε στο Σιδεροπύργιων ο Βούρτζης και οι άνδρες του ηττήθηκαν. Οι άραβες μετά κατέλαβαν το φρούριο της Ίμμ, με κυβερνήτη τον ανιψιό του Βούρτζη, και λαμβάνοντας αυτόν αιχμάλωτο μαζί με 300 βυζαντινούς στρατιώτες, προχώρησαν σε λεηλασία μέσα από τα βυζαντινά εδάφη και της Γερμανίκειας. Ο Στρατηγός των Φατιμίδων επέστρεψε στο Χαλέπι, αλλά δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει και απέσυρε την πολιορκία εντός του έτους. Την ίδια περίπου ώρα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Λαοδικείας, επίνειο της Αντιόχειας, ξεσηκώθηκε, αλλά ο Βούρτζης τους αντιμετώπισε επιτυχημένα και τους έστειλε στο εσωτερικό της βυζαντινής επικράτειας στη Μικρά Ασία.
Στα τέλη του καλοκαιριού του 993, οι Φατιμίδες ξεκίνησαν μια ακόμη αποστολή, καταλαμβάνοντας την Απάμεια και τη Λάρισα και συνέχισαν τις επιδρομές τους στη βυζαντινή επαρχία γύρω από την Αντιόχεια, πριν επιστρέψουν με ασφάλεια στη Δαμασκό. Την άνοιξη του 994 ξανά οι άραβες πολιόρκησαν το Χαλέπι. Απαντώντας στις εκκλήσεις για βοήθεια ο Βασίλειος Β’ διέταξε τον Βούρτζη να πάει προς ενίσχυσή τους, και έστειλε τον Μάγιστρο Λέων Μελισσηνό με ενισχύσεις προς τη Συρία. Ο βυζαντινός στρατός όμως ηττήθηκε ξανά σε μάχη στις όχθες του Ορόντη, στις 15 Σεπτεμβρίου 994. Οι άραβες στη συνέχεια κινήθηκαν κατά της Αζάζ και συνέχισαν την πολιορκία του Χαλεπίου, μέχρι την προσωπική παρέμβαση του Βασιλείου Β’ σε μια εκστρατεία αστραπή το επόμενο έτος. Αυτές οι αποτυχίες, καθώς και οι κατηγορίες ότι είχε επιδεινώσει την σύγκρουση φυλακίζοντας τον πρέσβη των Φατιμίδων το 992, έφερε την δυσαρέσκεια του Βασιλείου κατά του Βούρτζη, ο οποίος αντικαταστάθηκε με τον Δαμιανό Δαλασσηνό.

Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Μιχαήλ Βούρτζη μετά από αυτό, ίσως να πέθανε κάποια στιγμή γύρω στο φθινόπωρο του 995. Είχε δύο γιους τον Νικηφόρο και τον Κωνσταντίνο ή κατά άλλους τρεις γιους, τον Μιχαήλ, τον Θεογνώστη, και τον Σαμουήλ.

●28 Οκτωβρίου: Αγίου Αρσενίου του Αυτωρειανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Άγιος Αρσένιος Αυτωρειανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία (1290), Ι. Ναός Παναγίας Χρυσαφίτισσας, Χρύσαφα Λακωνίας.

Ο Αρσένιος γεννήθηκε περί το 1200 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος του κριτή του βήλου Αλεξίου Αυτωρειανού και της Ειρήνης Καματηρής, γόνου αριστοκρατικής οικογένειας. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και αποσύρθηκε στη μονή Οξείας, της οποίας χρημάτισε και ηγούμενος. Την ίδια περίοδο άλλαξε το όνομά του σε Αρσένιος, το οποίο είχε λάβει ως μοναχός και ο πατέρας του. Το 1253/1254, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης με τη Ρώμη για την ένωση των Εκκλησιών, ο Αρσένιος στάλθηκε πρεσβευτής στον πάπα Ιννοκέντιο Δ’.
Όταν επέστρεψε από τη Ρώμη, ο Αρσένιος εγκατέλειψε τη μονή του και αποσύρθηκε σε ένα μικρό μοναστήρι στην Απολλωνιάδα λίμνη της Βιθυνίας. Το Νοέμβριο του 1254, ύστερα από πρόταση του νέου αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως και με τη συγκατάθεση της συνόδου, εξελέγη πατριάρχης. Ο Αρσένιος χειροτονήθηκε διάκονος, ιερέας και στη συνέχεια πατριάρχης μέσα σε μία εβδομάδα, γεγονός που προκάλεσε τις αντιδράσεις πολλών εκκλησιαστικών παραγόντων. Η πρώτη του πράξη ως πατριάρχη ήταν η στέψη του Θεοδώρου Β΄ (1254), ενώ τον Οκτώβριο του 1256 μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να τελέσει το γάμο της Μαρίας, κόρης του αυτοκράτορα, με το Νικηφόρο Δούκα, γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκα.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου Β΄ ο Αρσένιος παρέμεινε πιστός στο βασιλικό οίκο και οι σχέσεις εκκλησίας-κράτους ήταν αρμονικές. Όταν ο Θεόδωρος Β΄ πέθανε, ο Αρσένιος στάθηκε στο πλευρό του ανήλικου γιου του και διαδόχου Ιωάννη Δ΄, υπερασπιζόμενος τα νόμιμα δικαιώματά του στην εξουσία. Η στάση του αυτή τον οδήγησε σε έντονη σύγκρουση με το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, κηδεμόνα του Ιωάννη Δ΄ και μετέπειτα σφετεριστή του θρόνου. Ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις του για το πρόσωπο του Μιχαήλ Η΄, την 1η Ιανουαρίου 1259 αναγκάστηκε, φοβούμενος για την ακεραιότητα του Ιωάννη Δ΄, να στέψει το Μιχαήλ αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, όμως, εξαιτίας της πολιτικής που εξακολουθούσε να ασκεί ο Μιχαήλ Η΄, ο Αρσένιος αναχώρησε από τη Νίκαια και αποσύρθηκε στη μονή Διομήδους στον Αστακηνό κόλπο, χωρίς ωστόσο να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο. Το 1260 η σύνοδος των ιεραρχών που συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα στη Λάμψακο καθαίρεσε τον Αρσένιο από το αξίωμά του και εξέλεξε το Νικηφόρο Β΄ διάδοχό του.
Mετά το θάνατο του πατριάρχη Νικηφόρου Β΄ (1261) και τις έντονες πιέσεις που δέχθηκε από τον πεθερό του, τον σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο Τορνίκη, ο Μιχαήλ Η΄ ανακάλεσε τον Αρσένιο στην πατριαρχική έδρα. Η δεύτερη πατριαρχία του Αρσενίου άρχισε το Μάιο ή Ιούνιο του 1261. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο Αρσένιος έστεψε για δεύτερη φορά το Μιχαήλ Η΄ αυτοκράτορα, αυτή τη φορά στην Αγιά Σοφιά.
Το 1262, όταν ο Αρσένιος πληροφορήθηκε την τύφλωση του Ιωάννη Δ΄ από τον αυτοκράτορα, αφόρισε τον τελευταίο, χωρίς ωστόσο να απαγορεύσει την είσοδό του στην εκκλησία και τη μνεία του ονόματός του στη λειτουργία. Η επιμονή του να μην άρει τον αφορισμό του αυτοκράτορα, παρά τις προσπάθειες προσέγγισης που έκανε ο τελευταίος, οδήγησε το Μιχαήλ Η΄ στην αναζήτηση αιτιών καθαίρεσής του από το πατριαρχικό αξίωμα. Έτσι, ο κληρικός του πατριαρχείου Εψητόπουλος συνέταξε και παρουσίασε στις 21 Μαρτίου 1265 στον αυτοκράτορα λίβελο κατά του πατριάρχη. Ο Αρσένιος κατηγορήθηκε ότι παρέλειψε να αναγνώσει ευχές υπέρ του Μιχαήλ Η΄ στον όρθρο και ότι δέχθηκε στη λειτουργία και κοινώνησε τα παιδιά του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Ιζεντίν Καϊκαβούς Β´.
Ο Αρσένιος κλήθηκε τρεις φορές να λογοδοτήσει για τις κατηγορίες που του προσάπτονταν σε σύνοδο που συγκάλεσε ο Μιχαήλ Η΄, όμως αρνήθηκε να παραστεί, και έτσι η σύνοδος, χαρακτηρίζοντάς τον φυγόδικο, αποφάσισε την καθαίρεσή του και τον περιορισμό του στο μονύδριο της Σούδας της Προκοννήσου, όπου οδηγήθηκε στα τέλη Μαΐου. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο Αρσένιος κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα και αφορίστηκε από τη σύνοδο, έπειτα από πιέσεις του Μιχαήλ Η΄. Η δεύτερη καθαίρεση και ο αφορισμός προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του κινήματος των αρσενιατών, που είχε εκδηλωθεί μετά την πρώτη καθαίρεσή του και είχε λάβει, εκτός από εκκλησιαστικές, και πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις. Ο Αρσένιος πέθανε στην εξορία στις 30 Σεπτεμβρίου 1273. Το 1284, μετά τη σύνοδο του Αδραμυττίου, ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος αποφάσισε τη μεταφορά της σορού του στην Κωνσταντινούπολη. Το λείψανό του τάφηκε στο ναό της Αγιά Σοφιάς, για να μεταφερθεί στη συνέχεια σε ιερό που έχτισε η Θεοδώρα Ραούλαινα στη μονή Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει. Την ίδια περίοδο αποκαταστάθηκε η μνήμη του, του αποδόθηκαν επίσημα τιμές αγίου και θεσπίστηκε η λατρεία του, ενώ άρχισε να μνημονεύεται το όνομά του στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας.
Από τα έργα του Αρσενίου σώζεται η διαθήκη του, ενώ στο ναό της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας στη Λακωνία βρίσκεται η μοναδική απεικόνισή του στη βυζαντινή τέχνη.
_______________

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία.

●28 Οκτωβρίου: Οσίου Αθανασίου Α’, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος Α’ σε λεπτομέρεια από Ρωσική έγχρωμη λιθογραφία του 19ου αι. Συλλογή καλύβης Αγ. Ακακίου Καυσοκαλυβίων.

Ο Όσιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Θράκης (ή κατά άλλες πηγές στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας περί το 1235), από τους ευσεβείς γονείς Γεώργιο και Ευφροσύνη. Το λαϊκό του όνομα ήταν Αλέξιος και ήταν άνθρωπος μεγάλης εγκράτειας και σωφροσύνης. Ασπάσθηκε τον μοναχισμό σε νεαρή ηλικία και ασκήτευσε στο Άγιο Όρος και στο μοναστήρι του Γάνου της Θράκης. Εκεί έζησε σε σπήλαιο κοντά στη Μονή Ιβήρων, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Διετέλεσε επίσης «τραπεζάρης» της Μονής Εσφιγμένου.
Επί Ιωάννη Βέκκου διώχτηκε για την σταθερά ανθενωτική του στάση και θεωρήθηκε από τους συγχρόνους του ως Ομολογητής. Επελέγη από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο ως Πατριάρχης και εξελέγη στις 14 Οκτωβρίου 1289.
Ο Όσιος Αθανάσιος διακρίθηκε για την αυστηρότητα των αντιλήψεων του, όχι μόνο στον μοναχικό βίο αλλά και στην ποιμαντική δραστηριότητα του κλήρου και ιδιαιτέρως των επισκόπων. Η προσπάθειά του να επιβάλει την τάξη στους απείθαρχους και περιφερόμενους μοναχούς, όπως και η επιμονή του για την επιστροφή των επισκόπων που έμεναν στην Κωνσταντινούπολη στις επαρχίες τους προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Οι θαρραλέες προσπάθειές του, που θα έδιναν ριζικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα της Εκκλησίας, δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν, διότι ήρθαν σε αντίθεση με τις γενικότερες τάσεις της εποχής του. Στον διορατικό αυτόν Πατριάρχη οφείλονται οι σχετικές «Νεαραί», που εξεδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ τον Παλαιολόγο, όπως φαίνεται από τις αξιολογότατες επιστολές του Πατριάρχη προς τον αυτοκράτορα. Οι θιγόμενοι από αυτά τα αυστηρά μέτρα επίσκοποι και μοναχοί έγιναν προσωπικοί του αντίπαλοι και επιδόθηκαν στην κατασυκοφάντηση του Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να παραιτηθεί δύο φορές. Την πρώτη φορά διαδέχτηκε τον Γρηγόριο τον Κύπριο (1289 - 1293) και τη δεύτερη φορά (1304 - 1311) τον Ιωάννη IB'. Κατόπιν αποσύρθηκε του θρόνου και μόνασε σε κάποια Μονή (πιθανότατα στο μοναστήρι του Ξηρολόφου, που ίδρυσε ο ίδιος), όπου απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών περί το έτος 1323.
Τη βιογραφία του συνέγραψε ο Ιωάννης Καλόθετος, σύγχρονος του Γρηγορίου Παλαμά και η μεταγλώττισή της σε απλουστέρα διάλεκτο έγινε από τον Αγάπιο Λάνδο στον «Νέο Παράδεισο».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του το 1368 και έκτοτε τιμά τη μνήμη του ως «Οσίου Αθανασίου του νέου», στις 28 Οκτωβρίου.
Το Λείψανο του Αγίου Αθανασίου Α’ μεταφέρθηκε στη Βενετία από την Κωνσταντινούπολη το 1455, μετά την Άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους, από τον Βενετό πλοιοκτήτη Δομίνικο Zottarello, ως λείψανο του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειας και ως τέτοιο τιμάται μέχρι σήμερα από τους Βενετούς. Το 1705 η Κάρα του Λειψάνου καταστράφηκε από πυρκαγιά και αντικαταστάθηκε από επιχρυσωμένη κεφαλή. Το 1807 το Λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή του Αγίου Ζαχαρία Βενετίας, όπου και σήμερα φυλάσσεται.
Μία πλευρά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Εσφιγμένου Αγίου Όρους.

Επίσης απότμημα βρίσκεται και στο Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ανδρούσης Μεσσηνίας, το οποίο μεταφέρθηκε εκεί από την Ιερά Μονή Εσφιγμένου στις 29 Οκτωβρίου 1967, με τη φροντίδα του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Β'.

●Σαν σήμερα, στις 27 Οκτωβρίου του 312, ο Μέγας Κωνσταντίνος υψώνει ως έμβλημά του: τον σταυρό “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης με τον Μαξέντιο στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη.

"Το όραμα του Σταυρού" από τον Ραφαήλ. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι από τον ίδιο τον Ραφαήλ, αλλά είναι φιλοτεχνημένο μετά το θάνατό του (1520) από τους βοηθούς του Giulio Romano, Giovanni Francesco Penni και Raffaellino del Colle. (Τοιχογραφία 1520-1524, «Αίθουσα του Κωνσταντίνου»,  Βατικανό).

Ο Μέγας Κωνσταντίνος είδε όραμα, σύμφωνα με το οποίο ακτίνες φωτός σχημάτισαν στον ουρανό ένα σταυρικό σύμπλεγμα με τη φράση “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”.
Το περιστατικό αυτό, το οποίο το θεώρησε ως “Θεία έμπνευση” και σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του ικανότητες τον οδήγησε την επομένη (28 Οκτωβρίου) σε μία περήφανη νίκη επί του Μαξέντιου, που τον κατέστησε κυρίαρχο της Δύσης.
Το όραμα αυτό σηματοδοτεί την μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό και την ιστορική επικράτηση του Χριστιανισμού στην τότε Ρωμαϊκή Οικουμένη και στη συνέχεια σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας.

Χάρη στην μεταστροφή αυτή του Μεγάλου Κωνσταντίνου έπαψαν οι διωγμοί των Χριστιανών και ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους.

Κυριακός Β’ – Οικουμενικός Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Κυριακός Β’ ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως την περίοδο 595-606.
Διετέλεσε πρεσβύτερος και οικονόμος στην Αγιά Σοφιά και εξελέγη Πατριάρχης το 595 διαδεχόμενος στον οικουμενικό θρόνο τον Ιωάννη τον Νηστευτή. Επί της Πατριαρχίας του, το 599, κτίστηκε ο ναός της Θεοτόκου της Διακονίσσης στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, επί Πατριαρχίας του υπήρξε ανταλλαγή επιστολών με τον Πάπα Γρηγόριο Α’ αναφορικά με τον τίτλο «Οικουμενικός», τον οποίο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο προκάτοχός του Ιωάννης ο Νηστευτής. Ο Πάπας έγραψε χαρακτηριστικά σε επιστολή του: «Quisquis se universalem sacerdotem vocat, vel vocari desiderat, in elatione sua Antichristum praecurrit», δηλαδή, «όποιος αποκαλεί τον εαυτό του οικουμενικό ιερέα, ή θέλει να τον αποκαλούν έτσι, είναι πρόδρομος του Αντιχρίστου». Παρά ταύτα, ο Κυριακός δεν παραιτήθηκε της χρήσης του τίτλου.
Πέθανε στις 29 Οκτωβρίου του 606 και ετάφη στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 27 Οκτωβρίου. Πριν τον 12ο αιώνα η μνήμη του Αγίου Κυριακού εορταζόταν στις 30 Οκτωβρίου.

●Σαν σήμερα, στις 26 Οκτωβρίου...

Τοιχογραφία του Αγίου Δημητρίου δια χειρός της αγιογράφου Χριστίνας Ραΐζη.

Σαν σήμερα, 26 Οκτωβρίου, εορτάζουμε τη μεταφορά της εικόνας του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη η οποία έγινε το έτος 1149 από τον βασιλιά Μανουήλ Κομνηνό. Η εικόνα μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος της Κωνσταντινούπολης, επί ηγουμενίας Ιωσήφ.

Επίσης εορτάζουμε τη μνήμη του μεγάλου σεισμού, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 740 επί βασιλείας Λέοντα του Ισαύρου. Τότε πολλά οικοδομήματα της πόλης έπεσαν και πολλοί άνθρωποι καταπλακώθηκαν στα ερείπιά τους.
Ο σεισμός της 26ης Οκτωβρίου του έτους 740, διήρκησε επί έντεκα ή δώδεκα μήνες. Ο χρονογράφος Θεοφάνης γράφει:
“επτωήθησαν εκκλησίαι και μοναστήρια, λαός τε πολύς τέθνηκεν”. Έπεσαν πολλοί ανδριάντες “τά τε χερσαία της πόλεως τείχη και πόλεις και χωρία εν τη Θράκη και η Νικομήδεια εν Βιθυνία και η Πραίνετος και η Νίκαια, εν ή μία εσώθη Εκκλησία”.
Μάλιστα παρατηρήθηκε και αλλαγή των ορίων της θαλάσσης σε μερικά σημεία.
Σε ανάμνηση αυτού του μεγάλου και φοβερού σεισμού, ο υμνογράφος της Εκκλησίας άγιος Ιωσήφ συνέγραψε ειδικό κανόνα, ο οποίος ψάλλεται την 26η Οκτωβρίου, κατά την οποία ψάλλουμε και την ακολουθία του αγίου Δημητρίου, και διασώζεται μέχρι σήμερα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ῥῦσαι ἡμᾶς, τῆς φοβερᾶς τοῦ σεισμοῦ ἀπειλῇς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ κατάπεμψον ἡμῖν, πλούσια τὰ ἐλέη σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου μόνε Φιλάνθρωπε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσπλαγχνίας ἄβυσσος, καὶ θησαυρὸς χρηστότητος, ἐπὶ τὸν φόβον σου στήριξον, Κύριε, τῶν εὐσεβῶν τὸ πλήρωμα, καὶ ἐκλύτρωσαι Σῶτερ, ἐκ τῆς σεισμοῦ φοβερᾶς συγκλονήσεως, τοὺς πίστει ἀφορῶντας, τοῖς οἰκτιρμοῖς σου Φιλάνθρωπε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔδρασον τῷ φόβῳ σου ἀκλινῶς, ἡμῶν τὰς καρδίας, ἐκκλινόντων τοῖς γεηροῖς, καὶ σεισμοῦ βιαίας, φθορᾶς λύτρωσαι Λόγε, τοὺς πίστει προσκυνοῦντας, τὴν δυναστείαν σου.


Σαν σήμερα 26 Οκτωβρίου, τιμούμε επίσης και την ανάμνηση του άλλου ισχυρού σεισμού που έγινε το 989 πλήττοντας επίσης την Κωνσταντινούπολη. Καταστράφηκαν πολλές εκκλησίες της βυζαντινής πρωτεύουσας και κατέρρευσε ο τρούλος της Αγιά Σοφιάς. Η ανακατασκευή του τρούλου θα διαρκέσει έξι χρόνια.