Μακεδόνιος Β’ - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Άγιος Μακεδόνιος, (ναός Τιμίου Σταυρού, Κυπερούντα, Κύπρος).
Ἐκστάς, Μακεδόνιε, τοῦ φθαρτοῦ θρόνου,
Ὑμνεῖς τὸ Θεῖον σὺν Σεραφὶμ καὶ θρόνοις.

Ο Μακεδόνιος ο Β’ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 496 ως το 511.
Υπηρέτησε προηγουμένως ως πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και σκευοφύλακας της Αγιά Σοφιάς. Η ανατροφή του έγινε με την επιμέλεια του θείου του Πατριάρχου Γενναδίου του Α’ (458-471), τον οποίο ο χρονογράφος Εφραίμιος αποκάλεσε τύπο ευσεβείας και κάθε καλού.
Ο Μακεδόνιος ο Β’ διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Ευφήμιο (489-496) από Σύνοδο που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Αναστασίου. Μολονότι ο Ευφήμιος ήταν άνδρας που αγωνίσθηκε σθεναρά υπέρ της Ορθοδοξίας, είχε επισύρει εναντίον του άγρια και χωρίς έλεος τη δυσμένεια του αιρετικού αυτοκράτορα, εχθρού της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Χαλκηδόνα. Ο Μακεδόνιος ο Β’ δεν εδίστασε να προσέλθει στον αυτοκράτορα και να ζητήσει από αυτόν την ασφάλεια της ζωής του Πατριάρχου Ευφημίου, κατά την εξορία του στα Ευχάϊτα μετά την καθαίρεση. Ο Αναστάσιος ο Δίκορος άκουσε με δυσαρέσκεια την παράκληση του Μακεδονίου. Έκρινε όμως καλό να την δεχτεί. Και ο Μακεδόνιος, του οποίου η αγαθή ψυχή συμμεριζόταν την θλίψη του προκατόχου του, έσπευσε αμέσως προς τον Ευφήμιο, τον αγκάλιασε αδελφικά, τον εφοδίασε δε και με χρήματα. Συμπεριφορά τόσο περισσότερο αξιέπαινη, διότι ο Μακεδόνιος ήταν φτωχός και τα χρήματα εκείνα τα είχε δανειστεί.
Η ανάρρηση του Αγίου Μακεδονίου του Β’ στο πατριαρχικό αξίωμα έγινε το 496. Διακρίθηκε για τον ανεπίληπτο χαρακτήρα του, τη σωφροσύνη και την άμεμπτη καθαρότητα του ιδιωτικού του βίου, αφού έζησε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι γενική η αναγνώριση της εγκράτειας και της αγιότητός του. Αλλά και ως προς το δογματικό μέρος επιτέλεσε το καθήκον του, μολονότι ο αυτοκράτορας Αναστάσιος πολλαπλώς τον πίεσε να φανεί ευνοϊκός προς τους εχθρούς της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ανώτερος όμως ο Μακεδόνιος από κάθε κοσμική επιρροή, εδήλωνε με παρρησία ότι και σεβόταν και αποδεχόταν το έργο της Συνόδου της Χαλκηδόνος, εξέφρασε δε την λύπη του για εκείνους τους Επισκόπους, οι οποίοι χαριζόμενοι στον αυτοκράτορα αποκήρυτταν τη Σύνοδο.
Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος έφερε βαρύτατα την ανεξάρτητη και ιεροπρεπή αυτή διαγωγή του Μακεδονίου του Β’, για τον οποίο είχε ελπίσει ότι θα ήταν υποχείριό του, έχοντας υπόψιν την καθαίρεσή του και την εξορία του Ευφημίου. Δεν εφανέρωνε όμως την δυσαρέσκεια και την οργή του, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν αναγκασμένος να μεριμνά για την εξασφάλιση του εαυτού του και της δυναστείας του από επίμονες στάσεις και κινδύνους. Η ανάγκη αυτή εξέλιπε από το έτος 507 και τότε ο αυτοκράτορας που εμπνεόταν από την αίρεση, αφού απέρριψε κάθε επιφύλαξη, διατύπωσε έντονα και πολύ απαιτητικά τις αξιώσεις του προς τον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης ωστόσο αντέδρασε. Από τότε τα ανάκτορα έγιναν συστηματικό χαλκείο των πλέον ευτελών αντιδράσεων κατά του Μακεδονίου του Β’. Ένας αυτοκράτορας βρίσκει πάντοτε όργανα των σκοπών του και των ορέξεών του, και τέτοιοι ασεβείς και ανόσιοι υπηρέτες παρείχαν καθημερινές ενοχλήσεις στον Μακεδόνιο. Πληρωμένοι άνθρωποι ενοχλούσαν τον Πατριάρχη καθ' οδόν. Ένας δε επιτέθηκε εναντίον του με μαχαίρι.
Ακόμη και κατά του αγνού και ακηλίδωτου βίου του Πατριάρχου εζήτησε ο αυτοκράτορας να κινήσει υποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τις πλέον ψευδείς κατηγορίες εναντίον του αγίου εκείνου ανδρός.
Και άλλο επεισόδιο κατέστησε σφοδρότερη την ένταση μεταξύ του Πατριάρχου και του αυτοκράτορος. Εκείνη την εποχή είχε έλθει στην Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, που παρουσιάσθηκε ως επίσκοπος της Ιεραπόλεως, και ήλθε με πρόσκληση αυτοκρατορική. Ο Ξεναΐας αυτός, Πέρσης στην καταγωγή αλλά και στο θρήσκευμα, είχε οικειοποιηθεί το σχήμα Χριστιανού ιερέως και έτσι περιδιάβαινε τις εκκλησίες της Αντιόχειας, διαδίδοντας αιρετικά φρονήματα και κηρύττοντας ότι καμία εικόνα του Χριστού και των Αγγέλων δεν έπρεπε να υπάρχει στους ιερούς ναούς. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Καλανδίων έδιωξε τον Ξεναΐα έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας του. Ο Πέτρος όμως ο Κναφεύς εχειροτόνησε τον αβάπτιστο Πέρση Επίσκοπο Ιεραπόλεως και τον μετονόμασε Φιλόξενο. Και όταν έμαθε κατόπιν ότι ήταν αβάπτιστος ο Επίσκοπός του, θέλησε να το δικαιολογήσει δια της θεωρίας ότι η χειροτονία αναπληρώνει το βάπτισμα. Ο Φιλόξενος αυτός, ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε ένα από τα κυριότερα όργανα των ενεργειών εναντίον του Αγίου Μακεδονίου και της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Πατριάρχης, γνωρίζοντας την φαυλότητα του ανθρώπου αυτού, αρνήθηκε να τον δεχθεί σε εκκλησιαστική σχέση. Το αίσθημα αυτό και την άποψη του πατριάρχου συμμερίζονταν και οι μοναχοί, ο κλήρος και ο λαός. Παραλίγο δε να εκραγεί στάση. Ο Αναστάσιος αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και αναγκάσθηκε να απομακρύνει τον Φιλόξενο από την πρωτεύουσα.
Αλλά τα πράγματα δεν ησύχασαν. Η επιμονή του αυτοκράτορα και η τυφλότητα των συμβούλων του άναβαν καθημερινά και κορύφωναν τη διάσταση μεταξύ Πατριαρχείου και των Ανακτόρων. Ιδίως κατά το έτος 510 η αγανάκτηση του λαού και των μοναχών κατά του βασιλέως εκδηλώθηκε αποφασιστική και ασυγκράτητη. Άπειρα πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών, υπό τις οδηγίες τολμηρότατων μοναχών, προέβησαν σε σφοδρή διαδήλωση υπέρ του Πατριάρχου. Περιερχόμενοι με έξαρση και αποφασιστικότητα την πόλη εφώναζαν: «Είναι η ώρα, Χριστιανοί, για μαρτύριο. Κανείς ας μην εγκαταλείψει τον Πατέρα». Και προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τους εχθρούς του Πατριάρχου, ονομάζοντάς τους αιρετικούς και ανάξιους να κυβερνούν. Οι προσωπικές σχέσεις του αυτοκράτορα και του Πατριάρχου από πολύ καιρό ευρίσκονταν στη μεγαλύτερή τους ένταση. Ούτε καν βλέπονταν. Και ο αυτοκράτορας ορκιζόταν ότι δεν θα ανεχόταν πλέον να τον δει στο πρόσωπο. Αλλά πριν τη λαοπλημμύρα εκείνη και την τόσο απειλητική εξέγερση προσήλθε σε συνεννόηση με τον Πατριάρχη. Μάταια όμως.
Όργανα της αυλής του αυτοκράτορα πήραν πρωτοβουλία να κινήσουν εναντίον του Πατριάρχου αισχρές κατηγορίες. Μάταια ο Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε και εζήτησε να δικασθεί. Ο Αναστάσιος με στρατιωτική βία τον έδιωξε από το Πατριαρχείο νύχτα, και τον εξόρισε κατά το έτος 511 στη Χαλκηδόνα και από εκεί στα Ευχάϊτα, όπως και τον προκάτοχό του Ευφήμιο. Αλλά η εξορία δεν ήταν αρκετή, η δε εκδίωξη του Μακεδονίου από το θρόνο χωρίς καθαίρεση αποτελούσε σκάνδαλο εκκλησιαστικό, το οποίο έπρεπε να οικονομηθεί. Γι αυτό ο αυτοκράτορας, σε σύμπραξη με τον Τιμόθεο Α’, τον επονομαζόμενο Κήλωνα, που ήταν διάδοχος του Αγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο Επισκόπων που είχαν την ίδια αιρετική άποψη και η οποία Σύνοδος, δυστυχώς, καθαίρεσε τον Μακεδόνιο. Στα Ευχάϊτα ο Μακεδόνιος έμεινε μέχρι το έτος 515. Τότε οι Ούνοι έκαναν επιδρομές στην Γαλατία, τον Πόντο και την Καππαδοκία. Ο Μακεδόνιος αναγκάσθηκε γι αυτό να μεταβεί από τα Ευχάϊτα στη Γάγγρα, όπου και εκοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 517.
Σύμφωνα με κάποια παράδοση, μετά την κοίμηση του Πατριάρχου ένας από τους υπηρέτες του τον είδε σε όνειρό του. Η εμφάνιση εθορύβησε τον υπηρέτη, όταν στα αυτιά του αντήχησαν οι εξής λόγοι εκ μέρους του Αγίου: «Πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και πες στον αυτοκράτορα ότι εγώ πηγαίνω προς τους Πατέρες μου, των οποίων την πίστη φύλαξα. Θα περιμένω να έλθει ενώπιον του Δεσπότου μου και να δικαστούμε από αυτόν».
Στα χρόνια της Πατριαρχίας του Αγίου Μακεδονίου άρχισε στην Κωνσταντινούπολη και η μεγαλοπρεπέστερη τέλεση της εορτής των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Με αυτόν τον τρόπο ο Μακεδόνιος αναδείχθηκε αληθινός Επίσκοπος, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της εκκλησιαστικής ελευθερίας ενάντια στις αυτοκρατορικές αυθαιρεσίες.
Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Απριλίου.

Μαξιμιανός - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Μαξιμιανός διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 431 - 434.
Την εποχή εκείνη, η Εκκλησία συνταρασσόταν από την αίρεση του Νεστοριανισμού και, αφού η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος καθαίρεσε τον εισηγητή της, Νεστόριο, από τον Πατριαρχικό Θρόνο, αυτός χήρευε. Για την εκλογή διαδόχου συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' Σύνοδος, η οποία εξέλεξε τον, πρεσβύτερο τότε, Μαξιμιανό. Η εκλογή του ανακοινώθηκε από τον Αυτοκράτορα και τη Σύνοδο στον Πάπα Ρώμης Κελεστίνο, ο οποίος έδωσε και την έγκρισή του, αν και αυτή ήταν περιττή. Η χειροτονία του Μαξιμιανού έγινε στις 25 Οκτωβρίου του 431.
Ο Μαξιμιανός είχε γεννηθεί στη Ρώμη και δεν είχε ιδιαίτερη παιδεία. Είχε χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη Σισίνιο και ήταν ιδιαίτερα ευλαβής και ασκητικός. Επί των ημερών της Πατριαρχίας του συνεκλήθη Σύνοδος, το 431, η οποία καθαίρεσε τους επισκόπους Ταρσού Ελλάδιο, Τυάνων Ευθήριο, Νικομηδείας Ιμέριο και Μαρκιανουπόλεως Δωρόθεο, οι οποίοι άνηκαν στην ομάδα του Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη, φίλου του Νεστορίου. Κατά την Πατριαρχεία του η Εκκλησία βρέθηκε σε περίοδο ειρήνης, ενώ με συντονισμένες ενέργειές του αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Ιωάννη Αντιοχείας.
Ο Πατριάρχης Μαξιμιανός πέθανε στις 12 Απριλίου του έτους 434, Μεγάλη Πέμπτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 21 Απριλίου (μέχρι τον 12ο αιώνα στις 20 Νοεμβρίου).

Αρκάδιος

Η προτομή του Αρκαδίου στο Θεοδοσιανό στυλ συνδυάζει τα στοιχεία του κλασικισμού με το νέο ιερατικό στυλ, (Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης).
Ένθετο, κάτω δεξιά: Χρυσός Σόλιδος με τη μορφή του Αρκαδίου.
Ο Αρκάδιος ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Ανήκει και αυτός στη δυναστεία την οποία δημιούργησε ο Μεγάλος Θεοδόσιος. Βασίλευσε από το 395 ως το 408.
Στην εποχή του Αρκαδίου τη διοίκηση την ασκούσε ο σύμβουλος Ρουφίνος και, μετά τη δολοφονία του Ρουφίνου, ο διεφθαρμένος επίτροπος Ευτρόπιος και η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αρκάδιος, ήταν δεκαοκτώ χρονών και υπήρξε ασθενικός και αδρανής. Ενώ οι Ούννοι έκαναν εισβολές στη Μικρά Ασία και ο Γότθος Αλάριχος λεηλατούσε σχεδόν όλη την Ελλάδα, ο Ρουφίνος και ο στρατηγός του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους Στιλίχων βρίσκονταν σε διαμάχη. Τελικά, ο Στηλίχων κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αλάριχο ενώ ο Ευτρόπιος απώθησε τους Ούννους.
Η βασιλεία του κατέχει υψηλή θέση στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Ήταν ο πρώτος που έκανε μόνιμη έδρα του την Κωνσταντινούπολη και σπάνια κινούνταν εκτός των τειχών της, σε αντίθεση με τους προκατόχους του που κινούνταν συνεχώς. Ανέπτυξε και συστηματοποίησε τις αυτοκρατορικές τελετές, και αύξησε την επιρροή των δημοσίων υπηρεσιών.
Προώθησε στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος όμως καυτηρίαζε δημόσια τη διαφθορά της αυλής και αυτό έγινε αιτία σύγκρουσης μεταξύ αυτού και της αντίπαλής του αριστοκρατίας, με την οποία συμμάχησαν και οι αντίπαλοί του κληρικοί.
Ο Αρκάδιος πέθανε αφού βασίλεψε για 13 χρόνια.

Κώνστας Α’

Μαρμάρινη προτομή του αυτοκράτορα Κώνστα Α’ η οποία βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι.
Ένθετο, κάτω δεξιά: Χρυσός Σόλιδος με τη μορφή του Κώνστα Α’.
Ο Κώνστας Α’ ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 έως το 350. Επικράτησε του αδερφού του Κωνσταντίνου Β’ το 340, αλλά ο στρατός του ήταν οργισμένος με την προσωπική του ζωή και την προτίμησή του σε βαρβάρους σωματοφύλακες.
Ο Κώνστας Α’ ήταν ο τρίτος και μικρότερος γιος του Μέγα Κωνσταντίνου και της δεύτερης γυναίκας του, της Φαύστας. Εκπαιδεύτηκε στα ανάκτορα του πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη υπό τη διδασκαλία του ποιητή Αιμίλιου Μάγνου Αρβόριου. Στις 25 Δεκεμβρίου του 333, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του απένειμε τον τίτλο του Καίσαρα. Πριν το 337, ο Κώνστας αρραβωνιάστηκε την Ολυμπιάδα, κόρη του Πραιτωριανού Αβλάβιου, αλλά ο γάμος τους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου το 337, ο Κώνστας μοιράστηκε την αυτοκρατορία με τους αδερφούς του Κωνσταντίνο Β’ και Κωνστάντιο Β’, αφού πρώτα εκκαθάρισαν όλους τους συγγενείς του πατέρα τους που θα μπορούσαν να αξιώσουν το θρόνο. Ο στρατός τους ανακήρυξε Αυγούστους στις 9 Σεπτεμβρίου του 337. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Κώνστας αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ενάντια στους Σαρμάτες που είχαν εισβάλει στη Ρωμαϊκή επικράτεια, τελικά νικώντας τους κατά κράτος.
Αρχικά, ο Κώνστας ήταν υπό την κηδεμονία του Κωνσταντίνου Β’ και η συμφωνία μεταξύ των αδερφών προέβλεπε ότι θα κυβερνούσε τις επαρχίες της Ιταλίας και της Αφρικής. Ο Κώνστας δεν ήταν ευτυχής με αυτόν το διακανονισμό και έτσι, το 338, οι τρεις τους συναντήθηκαν στο Βιμινάκιο για να σχεδιάσουν τα σύνορα εκ νέου. Ο Κώνστας κατάφερε να αποσπάσει τις επαρχίες Θράκης και Ιλλυρίας που στην αρχή ανήκαν στον Δαλμάτιο, σύμφωνα με τη διαθήκη του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος Β’ σύντομα άρχισε να παραπονιέται πως το μερίδιό του ήταν μικρότερο του οφειλόμενου δεδομένης της θέσης του ως πρεσβύτερου των άλλων δύο. Ενοχλημένος με την επιπλέον προσθήκη της Μακεδονίας στο βασίλειο του Κώνστα μετά το θάνατο του Δαλμάτιου, ο Κωνσταντίνος Β’ απαίτησε από τον αδερφό του την παραχώρηση σ’αυτόν της επαρχίας της Αφρικής, κάτι που ο Κώνστας δέχτηκε για χάρη της ειρήνης. Παρ´όλα αυτά, η διαμάχη συνεχίστηκε με αφορμή τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας, αλλά και το γεγονός της ενηλικίωσης του Κώνστα, καθώς ο Κωνσταντίνος Β’ αρνήθηκε να αποχωριστεί την κηδεμονία του πρώτου. Στο τέλος, ο Κωνσταντίνος Β’ αποφάσισε να εισβάλει στην Ιταλία και ο Κώνστας (που βρισκόταν στη Δακία) απέστειλε στρατεύματα για να τον αντιμετωπίσουν. Ο Κωνσταντίνος Β’ σκοτώθηκε έπειτα από μια ενέδρα στη Ακυληία και έτσι ο Κώνστας κληρονόμησε τις επαρχίες του αδερφού του στην Ισπανία, τη Βρετανία και τη Γαλατία.
Σύμφωνα με τις πηγές μας, ο Κώνστας ξεκίνησε τη βασιλεία του δυναμικά. Τα έτη 341-342 οδήγησε επιτυχώς τα στρατεύματά του ενάντια των Φράγκων και στις αρχές του 343 επισκέφτηκε τη Βρετανία. Ο συγγραφέας Ιούλιος Φίρμικος Ματήρνος που μας μεταφέρει την πληροφορία δεν εξηγεί τους λόγους του ταξιδιού του, αλλά το γεγονός ότι ο Κώνστας διέσχισε τα στενά τους επικίνδυνους μήνες του χειμώνα δείχνει πως ο αυτοκράτορας μάλλον αντέδρασε σε στρατιωτικές προκλήσεις των Πικτών ή των Σκώτων.
Στα θρησκευτικά ζητήματα, ο Κώνστας υπήρξε ανεκτικός με τον Ιουδαϊσμό, αλλά δημοσίευσε νόμους που απαγόρευαν τις θυσίες των απανταχού παγανιστών. Κατεδίωξε τους Δονατιστές στην Αφρική και υποστήριξε το «Σύμβολο της Πίστεως» που εδραιώθηκε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, αντιστεκόμενος στον Αρειανισμό που είχε ενστερνιστεί ο αδερφός του Κωνσταντίνος Β’. Για να ξεκαθαρίσει την αντιπαράθεση με τον Αρειανισμό, ο Κώνστας συγκάλεσε, το 343, την τοπική Σύνοδο της Σαρδικής (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας), η οποία όμως απέτυχε παταγωδώς. Ως αποτέλεσμα, το 346, οι δυο εναπομείναντες συν-αυτοκράτορες βρίσκονταν σε σχεδόν μόνιμη σύγκρουση την οποία συμβίβασαν με τον να επιτρέψουν ο καθένας τη δική του θρησκευτική ερμηνεία εντός του βασιλείου του.
Στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Κώνστας απέκτησε τη φήμη σκληρού και κακού κυβερνήτη. Οι λεγεώνες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, καθώς ο Κώνστας στηριζόταν στους απόλυτα έμπιστούς του, ήταν ομοφυλόφιλος (το θεωρούσαν προσβολή) και προτιμούσε σωματοφύλακες που αυτοί δεν αποδέχονταν. Το 350, ο στρατηγός Μαγνέντιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τη στρατιά του Ρήνου και αργότερα από τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο Κώνστας πληροφορήθηκε τα νέα από κάποια κοντινή περιοχή στην οποία αναπαυόταν. Καθώς δεν διέθετε ιδιαίτερες δυνάμεις που θα μπορούσαν να του συμπαρασταθούν εκτός του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, αναγκάστηκε να διαφύγει για να σώσει τη ζωή του. Στο δρόμο του προς την Ιταλία ή την Ισπανία, προσπάθησε να βρει άσυλο σε κάποιο ναό κοντά σε οχυρό στα Πυρηναία (Γαλατία), όπου άνθρωποι του Μαγνέντιου τον δολοφόνησαν.

Αλέξιος Ε’ Δούκας, ο Μούρτζουφλος

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ Δούκας, ο "Μουρτζούφλος", σε μινιατούρα του 14ου αιώνα, από τη “Χρονική Διήγηση” του Νικήτα Χωνιάτη. Bildarchiv der Österreichische Nationalbibliothek, (Αυστριακή Εθνική Βιβλιοθήκη), Βιέννη.
Ο Αλέξιος Ε’ Δούκας, ο επονομαζόμενος “Μούρτζουφλος”, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις 5 Φεβρουαρίου του 1204 έως τις 12 Απριλίου του 1204. Κατά τη σύντομη διάρκεια της θητείας του, η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων οι οποίοι ίδρυσαν την Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.
Ο Αλέξιος Ε’ Δούκας, ήταν μέγας δομέστικος και ο λαός τον αποκαλούσε μούρτζουφλο επειδή είχε σμιχτά φρύδια. Ανήκε σε παλαιά αυτοκρατορική οικογένεια και ήταν γενναίος άνθρωπος αλλά αδύναμης ηθικής. Πλούσιος, πονηρός, αγαπητός στον λαό και κατέχων το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου επέμενε για πόλεμο εναντίον των Λατίνων και ανέλαβε τον αγώνα για την αντιμετώπιση των ληστρικών επιδρομών των σταυροφόρων. Η ευκαιρία να ανέβει στον θρόνο που εποφθαλμιούσε παρουσιάστηκε με την εξέγερση της αντιλατινικής παράταξης.
Αφού εγκατέλειψε τη νόμιμη σύζυγό του, παντρεύτηκε την Ευδοκία, την μικρότερη από τις κόρες του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιου Γ’ Αγγέλου, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει το θρόνο. Κατόπιν πρωτοστάτησε στις εξεγέρσεις εναντίον του φιλολατίνου αυτοκράτορα Αλεξίου Δ’ και κατόρθωσε, με τη βοήθεια των Βαράγγων, να ανεβεί στο θρόνο και να στεφθεί αυτοκράτορας με το όνομα Αλέξιος Ε’. Μερικές ημέρες αργότερα δολοφόνησε τον προηγούμενο αυτοκράτορα Αλέξιο Δ’ Άγγελο, αλλά και τον διεκδικητή του θρόνου Νικόλαο Κανναβό.
Μόλις ανέβηκε στο θρόνο, ο Αλέξιος Ε’ άρχισε να οργανώνει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης, γιατί προαισθανόταν τη θανάσιμη σύγκρουση με τους Σταυροφόρους. Πραγματικά το πρωί της 9ης Απριλίου του 1204, οι Σταυροφόροι έκαναν την πρώτη επίθεση εναντίον του θαλάσσιου τείχους της Πόλης, αλλά αποκρούστηκε.
Φαινόταν πιθανό ότι η Βυζαντινή πρωτεύουσα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Τρεις μέρες αργότερα όμως, στις 12 Απριλίου, πραγματοποιήθηκε και νέα επίθεση.
Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Ταυτόχρονα οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της Πόλης. Αυτή τη φορά η άμυνα εξουδετερώθηκε…
Ο Αλέξιος Ε’ Δούκας ο "μούρτζουφλος", βλέποντας ότι όλα είχαν χαθεί, εγκατέλειψε την Πόλη το βράδυ της 12ης Απριλίου. Καθώς οι Σταυροφόροι, όπως όλα έδειχναν, θα έμπαιναν το πρωί στην Πόλη, ο λαός μαζεύτηκε στην Αγιά Σοφιά για να εκλέξει νέο αυτοκράτορα. Υποψήφιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, που είχε συμμετάσχει γενναία στην άμυνα της Πόλης και κάποιος Κωνσταντίνος Δούκας, επίσης ικανός στρατιωτικός. Με κλήρο επιλέχθηκε ο πρώτος, που προσπάθησε να εμψυχώσει τους πολίτες για άμυνα και να χρησιμοποιήσει τη Φρουρά των Βαράγγων. Αλλά τελικά όλοι τον εγκατέλειψαν…
Παρά την ηρωική άμυνα των πολιορκημένων, το πρωί της 13ης Απριλίου, οι Σταυροφόροι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, η οποία ποτέ μέχρι τότε δεν είχε πέσει στα χέρια ξένων.
Μπήκαν στην πόλη με τις νικηφόρες φάλαγγές τους και επιδόθηκαν σε ένα πρωτοφανές όργιο σφαγών, λεηλασιών και άλλων κακουργημάτων.
Όταν έμαθε ο Αλέξιος Ε’ πως ο πεθερός του, ο πρώην αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ’, διέμενε στη Μοσυνούπολη, κατευθύνθηκε προς αυτόν μαζί με την γυναίκα του -και κόρη του Αλέξιου Γ’- Ευδοκία. Ο Αλέξιος Γ’, όμως, τον αποστρεφόταν. Υποδυόμενος λοιπόν το ρόλο του πεθερού υποδέχθηκε τον Αλέξιο Ε’ και αφού βόλεψε το χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις ο Αλέξιος Ε’ βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν όλοι μαζί οι υπηρέτες του Αλεξίου Γ’ εναντίον του και του έβγαλαν τα μάτια. Η Ευδοκία όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έβριζε τον πατέρα της κι αυτός την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος Ε’ περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης σαν αλήτης. Όταν όμως οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν εξόρμηση από την Κωνσταντινούπολη και πέρασαν από τα μέρη της Μοσυνούπολης, ανακαλύπτοντας εκεί τον Αλέξιο Ε’, τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη και αφού τον βασάνισαν, τον καταδίκασαν σε θάνατο για το φόνο του Αλέξιου του Δ’, γκρεμίζοντας τον από την στήλη του Θεοδοσίου.

Ρωμανός Γ’ ο Αργυρός

Η δολοφονία του Ρωμανού Γ’ στο μπάνιο του. Από την Ιστορία του Ιωάννη Σκυλίτζη, 
(Skyllitzes Matritensis, Biblioteca Nacional de España).
Ένθετο επάνω αριστερά: Μιλιαρέσιον νόμισμα του Ρωμανού Γ’ του Αργυρού.
Ο Ρωμανός Γ’ ο Αργυρός ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις 15 Νοεμβρίου του 1028 έως τις 11 Απριλίου του 1034.
Γόνος ευγενούς οικογένειας από την Ιεράπολη της Φρυγίας, λόγιος και πατρίκιος. Είχε τη φιλοδοξία να αφήσει το σημάδι του σαν αυτοκράτορας. Ευσυνείδητος και δραστήριος. Προσπάθησε πολύ, αλλά δεν πέτυχε πολλά. Η οικονομική πολιτική του ήταν λάθος και η ρίζα μελλοντικών οικονομικών προβλημάτων. Κατάργησε το νόμο “Αλληλέγγυον”, απέσυρε τις περικοπές των προνομίων των πλουσίων που είχε κάνει ο προκάτοχός του και μείωσε τους φόρους τους, ενώ παράλληλα ώθησε τους μικροϊδιοκτήτες γης στη φτώχεια. Ξόδεψε τεράστια ποσά για οικοδομήματα και μεγάλα έργα και για την ενίσχυση των μονών. Στο στρατιωτικό πεδίο, το ισοζύγιο επιτυχιών-αποτυχιών είναι θετικό. Το 1030 σε μια πολλά υποσχόμενη εκστρατεία εναντίον των Αράβων κατατροπώθηκε στο Αζάζιο κοντά στην Αντιόχεια. Ταυτόχρονα ο ναύαρχος Νικηφόρος Καραντινός κατέστρεψε το στόλο των Αράβων στην Αδριατική και αλλού και το 1032 η Έδεσσα στη Μ. Ασία κατελήφθη, ενώ το 1033 η Αλεξάνδρεια κατελήφθη για λίγο και λεηλατήθηκε.
Τώρα στα “Παιχνίδια Εξουσίας” υποχρεώθηκε από τον Κωνσταντίνο Η’ να χωρίσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί τη Ζωή. Η αστοχία της 50χρονης Ζωής να συλλάβει αποξένωσε το ζευγάρι. Αγνοούσε τη Ζωή, και το χειρότερο, περιόρισε τα έξοδα της. Ανέχτηκε πάντως (ίσως δεν ήξερε) τις ερωτικές της σχέσεις.
Η Ζωή όμως οργίαζε με τους εραστές της. Καταληφθείσα από έντονο ερωτικό πάθος με τον νεαρό και ωραίο Μιχαήλ, αδελφό του πρωτοευνούχου και παρακοιμώμενου Ιωάννη, αποφάσισε να τον παντρευτεί και προς τούτο άρχισε να ποτίζει καθ' εκάστη το σύζυγό της Ρωμανό με διάφορα δηλητήρια βραδείας ενέργειας μέχρι που η ανυπομονούσα Ζωή και ο εραστής της Μιχαήλ (Μιχαήλ Δ’) έπνιξαν τον Ρωμανό Γ’ μέσα στο λουτρό (11 Απριλίου 1034) και την ίδια μέρα τέλεσαν τους γάμους τους, ενώ ακόμη ο νεκρός βρισκόταν «παρερριμμένος» σε δωμάτιο του Παλατιού.
Επίσης η κουνιάδα του Θεοδώρα προσπάθησε το 1029 και το 1030 να συνωμοτήσει εναντίον του.
Παρ’ όλα αυτά όμως η αυτοκρατορία παραμένει αλώβητη αν και δεν είναι τόσο δυνατή όσο πριν και έτσι οι εχθροί της ανασυντάσσονται.

Ζήνων

Χρυσός σόλλιδος του αυτοκράτορα Ζήνωνα.
Ο Ζήνων ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από την 9η Φεβρουαρίου του 474 έως την 9η Ιανουαρίου του 475 και από τον Αύγουστο του 476 έως την 9η Απριλίου του 491.
Ονομαζόταν Καίσαρ Φλάβιος Ζήνων Αύγουστος, αλλά το αρχικό του όνομα ήταν Ταρασικοδίσσας ή Τρασκαλισσαίος.
Καταγόταν από την Ισαυρία. Κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Α’ στην Κωνσταντινούπολη για να δημιουργήσει στρατό από πολεμιστές της Ισαυρίας, ώστε ν' απαλλαγεί το κράτος από τους Γότθους απ' τους οποίους εξαρτιόταν στρατιωτικά.
Δύο μήνες πριν πεθάνει ο αυτοκράτορας Λέων Α’ (πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 474), όρισε σαν διάδοχο τον ανήλικο εγγονό του, Λέοντα Β’. Την ημέρα της στέψης του Λέοντα Β’ στον ιππόδρομο, στις 9 Φεβρουαρίου 474, και την στιγμή που έφθασε ο πατέρας του για να τον προσκυνήσει σαν αυτοκράτορα, ο μικρός, μιλημένος από την μητέρα του Αριάδνη, τοποθέτησε το βασιλικό στεφάνι στο κεφάλι του Ζήνωνα, ο οποίος με την συναίνεση της Συγκλήτου και την αποδοχή του Δήμου ανακηρύχτηκε συν-αυτοκράτορας του γιου του.
Ο Λέων Β’ πέθανε δέκα μήνες αργότερα στις 17 Νοεμβρίου του 474, από άγνωστη ασθένεια. Υπήρξαν έντονες φήμες ότι τον δηλητηρίασε η μητέρα του Αριάδνη για να καταστήσει τον σύζυγό της Ζήνωνα μόνο κυρίαρχο του θρόνου, όπως και έγινε.
Έτσι λοιπόν με τον θάνατο του Λέοντα, ο Ζήνων, «βάρβαρος» Ίσαυρος και γαμπρός του Λέοντα, έγινε αυτοκράτορας, μετά τη μικρή χρονική περίοδο εξουσίας του Λέοντα Β’. Η βαρβαρική καταγωγή του Ζήνωνα δεν άρεσε στους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, οι ισχυρές γοτθικές δυνάμεις, με αρχηγό τον Στράβωνα, αντιπαθούσαν τους Ισαύρους που έφερε ο Λέων Α’ για να μειώσει την εξάρτησή του από τους Οστρογότθους. Τελικά, ο Ζήνων προδόθηκε από τον, επίσης Ίσαυρο, στρατηγό Ιλλού, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον Βασιλίσκο. Πίσω από αυτή την επιχείρηση ήταν η Βηρίνα (αδελφή του Βασιλίσκου), η οποία οργάνωσε εξέγερση κατά του αυτοκράτορα. Η εξέγερση, υπό την ηγεσία του Θεοδώριχου Στράβωνα, του Ιλλού και του Αρμάτιου, ήταν επιτυχής, και η Βηρίνα ανάγκασε τον αυτοκράτορα να φύγει από την πόλη. Ο Ζήνων, με κάποιους διοικητές του, μετέφεραν λίγους από τους αυτοκρατορικούς θησαυρούς στην πατρίδα τους. Στις 9 Ιανουαρίου του 475, ο Βασιλίσκος έλαβε τον τίτλο του αυγούστου στον ανάκτορο Έβδομον, με τους υπουργούς του και τη Σύγκλητο και ανέλαβε την εξουσία ενώ οι εχθροί του Ζήνωνα εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και σκότωσαν αρκετούς Ισαύρους της πόλης.
Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά για τον νέο αυτοκράτορα, ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει νέα δυναστεία δίνοντας τον τίτλο της αυγούστας στη σύζυγό του και του καίσαρα στον γιό του (και μετέπειτα του αυγούστου) ωστόσο, εξαιτίας των σφαλμάτων του, έχασε πολλούς από τους υποστηρικτές του.
Το πιο επείγον πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο νέος αυτοκράτορας ήταν η έλλειψη πόρων στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Ο Βασιλίσκος, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αύξησε τη φορολογία προκαλώντας ταραχές στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης απέσπασε χρήματα από την Εκκλησία.
Στις αρχές της βασιλείας του, ξέσπασε πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατέστρεψε σπίτια, εκκλησίες και αποτέφρωσε εντελώς τη βιβλιοθήκη που είχε χτίσει ο αυτοκράτορας Ιουλιανός. Η πυρκαγιά θεωρήθηκε ως κακός οιωνός για τη βασιλεία του Βασιλίσκου.
Ο Βασιλίσκος βασίζονταν σε σημαντικά πρόσωπα της αυτοκρατορικής αυλής, καθώς πίστευε πως αυτά θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να μείνει στην εξουσία. Ωστόσο, γρήγορα έχασε τους πιο πολλούς από αυτούς. Πρώτα, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη της Βηρίνας, αφού εκτέλεσε τον μάγιστρο Πατρίκιο. Ο Πατρίκιος ήταν ο εραστής της Βηρίνας, η οποία σχεδίαζε να τον ανεβάσει στο αυτοκρατορικό αξίωμα και να τον παντρευτεί.
Η επανάσταση κατά του Ζήνωνα είχε ως στόχο να κάνει τον Πατρίκιο και όχι τον Βασιλίσκο αυτοκράτορα, αλλά η Σύγκλητος διάλεξε τον Βασιλίσκο για την ηγεσία της Αυτοκρατορίας. Αργότερα, ο Βασιλίσκος διέταξε τον θάνατο του Πατρίκιου, και η πράξη αυτή είχε ως συνέπεια να στραφεί η Βηρίνα εναντίον του Βασιλίσκου.
Επίσης, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη του Θεοδώριχου Στράβωνα, ο οποίος, λόγω του μίσους του για τους Ισαύρους, είχε υποστηρίξει τον Βασιλίσκο στην εξέγερση κατά του Ζήνωνα. Ο Βασιλίσκος έχασε και την υποστήριξη του Αρμάτιου, ο οποίος θεωρείται εραστής της συζύγου του Βασιλίσκου. Επίσης ήταν αβέβαιη η υποστήριξη του Ιλλού, λόγω της σφαγής των συμπατριωτών του στρατιωτών Ισαύρων, την οποία επέτρεψε ο Βασιλίσκος.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του μικρού χρονικού διαστήματος της εξουσίας του, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη της Εκκλησίας και του λαού, αφού προώθησε τον μονοφυσιτισμό.
Ο Ζαχαρίας Σχολαστικός (Βυζαντινός αρχιεπίσκοπος και εκκλησιαστικός ιστορικός) καταγράφει πως μια ομάδα από Αιγύπτιους μοναχούς, πιστούς στον Μονοφυσιτισμό, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, μετά τον θάνατο του Λέοντα Α’. Ο μάγιστρος Θεόκτιστος, γιατρός του Βασιλίσκου βοήθησε ώστε οι Αιγύπτιοι μοναχοί να γίνουν δεκτοί από τον Βασιλίσκο και τον έπεισαν να διατάξει την επιστροφή των εξορισμένων Μονοφυσιτών πατριαρχών.
Ο Βασιλίσκος επέστρεψε στους εξορισμένους Τιμόθεο της Αλεξανδρείας (γνωστό και ως Τιμόθεο Αίλουρο) και Πέτρο της Αντιοχείας (γνωστό και ως Πέτρο Γναφέα) τις έδρες τους, και έστειλε επιστολή στους επισκόπους (γνωστή ως Εγκύκλιο) πιέζοντάς τους να θεωρήσουν έγκυρες τις πρώτες τρεις Οικουμενικές Συνόδους και άκυρη τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Όλοι οι επίσκοποι υπέγραψαν το έγγραφο, εκτός από τον πατριάρχη Ακάκιο, που φανέρωσε έτσι καθαρά την εχθρότητα της Κωνσταντινούπολης προς τον Βασιλίσκο. Αργότερα ο Βασιλίσκος, βλέποντας την αντίδραση του Ακακίου και μη έχοντας διαθέσιμο στρατό, αναίρεσε την προηγούμενη εγκύκλιο εκδίδοντας την Αντεγκύκλιο.
Λίγο μετά την ανάρρησή του, ο Βασιλίσκος κατάφερε να κάνει τον Ιλλού και τον αδερφό του, Τροκούνδο, εχθρούς του Ζήνωνα, ο οποίος είχε επανέλθει στην προηγούμενη ιδιότητά του ως Ίσαυρος φύλαρχος. Ο Βασιλίσκος, ωστόσο, δεν τήρησε τις υποσχέσεις που έδωσε στους δύο στρατηγούς. Επιπλέον, αυτοί είχαν λάβει επιστολές από τους βασικούς υπουργούς στην αυτοκρατορική αυλή, οι οποίοι τους ζητούσαν να εξασφαλίσουν την επιστροφή του Ζήνωνα γιατί τώρα η πόλη προτιμούσε έναν Ίσαυρο από έναν αυτοκράτορα που η αντιδημοτικότητά του αυξανόταν λόγω της αρπακτικότητας των οικονομικών του επιτελών.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του στην Ισαυρία, ο Ιλλούς φυλάκισε τον αδερφό του Ζήνωνα, Λογγίνο. Το καλοκαίρι του 476, ο Ιλλούς και ο Ζήνωνας επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Βασιλίσκος έμαθε το νέο, αναίρεσε την Εγκύκλιο και προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τον πατριάρχη και τον λαό αλλά ήταν πια αργά.
Ο Αρμάτιος στάλθηκε στη Μικρά Ασία για να σταματήσει τον Ζήνωνα, αλλά ο τελευταίος του υποσχέθηκε τον τίτλο του μάγιστρου στον στρατό και τον τίτλο του καίσαρα για τον γιο του. Η προδοσία του Αρμάτιου καθόρισε την τύχη του Βασιλίσκου.
Τον Άυγουστο του 476, ο Ζήνων πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Η Σύγκλητος άνοιξε της πύλες της πόλης στον Ζήνωνα. Ο Βασιλίσκος ζήτησε άσυλο σε εκκλησία, αλλά προδόθηκε από τον Ακάκιο. Τότε παραδόθηκε με την οικογένειά του, καθώς ο Ζήνων υποσχέθηκε να μην χύσει αίμα. Όταν όμως ο Βασιλίσκος και η οικογένειά του οδηγήθηκαν σε φρούριο της Καππαδοκίας, ο Ζήνων έδωσε εντολή να τους αφήσουν χωρίς νερό, για να πεθάνουν από δίψα. Έτσι ο Βασιλίσκος βασίλεψε για 20 μήνες. Οι πηγές τον περιγράφουν ως επιτυχημένο στρατηγό, αλλά αργής αντίληψης και ευαπάτητο.
Έτσι λοιπόν ο Ζήνων ξαναπήρε τον θρόνο, ενώ παντρεύτηκε την Αριάδνη. Στη βασιλεία του αντιμετώπισε και άλλες εσωτερικές επαναστάσεις, τις οποίες και κατέπνιξε. Πολέμησε με τον αρχηγό των Οστρογότθων Θευδέριχο, με τον οποίο υπέγραψε ειρήνη, επιτρέποντας σ' αυτόν να κατέχει τις επαρχίες της Δακίας και της Μυσίας. Αργότερα του υπέδειξε να καταλάβει την Ιταλία και έτσι απαλλάχτηκε απ' αυτόν.
Το 478, όταν βρέθηκε στην Κύπρο το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, ο Ζήνων επιβεβαίωσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου το οποίο είχε ψηφιστεί το 431 στη Σύνοδο της Εφέσου. Επιπρόσθετα, παραχώρησε τρία προνόμια στον Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου: Να υπογράφει με κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι), να φορά πορφυρό ράσο, και να βαστά βασιλικό σκήπτρο αντί το κανονικό επισκοπικό.
Ο Ζήνων απέφευγε να συναριθμήσει τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους και τελικά παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία πλέον δεν μνημονευόταν ως υποχρεωτική. Έτσι, προσπάθησε να ενώσει τους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες με διάταγμα, το γνωστό ως «Ενωτικόν». Ο Πάπας Φήλιξ όμως δε δέχτηκε και έτσι άρχισαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο Εκκλησίες. Ο Φήλιξ μάλιστα αφόρισε τον Πατριάρχη Ακάκιο, θεωρώντας ότι αυτός είχε εμπνεύσει το «Ενωτικόν».
Ο Ζήνων απεβίωσε την 9η Απριλίου του 491 χωρίς να αφήσει διάδοχο. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα πλέον αυτοκράτειρα, Αριάδνη, προώθησε και ανέβασε στο θρόνο, στις 11 Απριλίου του 491, τον εκλεκτό της αυλικό Αναστάσιο. Σαράντα μέρες μετά την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα, τον παντρεύτηκε, εξακολουθώντας έτσι να αναμειγνύεται στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας…

Ιωάννης Β’ Κομνηνός

Ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός σε λεπτομέρεια από ψηφιδωτό (12ου αιώνα) στην Αγιά Σοφιά.
Ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Αλέξιο Α’ Κομνηνό στον θρόνο και βασίλεψε από το 1118 μέχρι το θάνατό του1143. Ήταν γνωστός στους υπηκόους του ως ο Καλοϊωάννης. Ο Καλοϊωάννης, όπως αποκαλούνταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ιστορικών ήταν ο καλύτερος Κομνηνός, αφού τον χαρακτήριζαν η σύνεση, η ενεργητικότητα, η γενναιότητα και η καλοσύνη. Δείγμα της τελευταίας ήταν η επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε την αδελφή του Άννα Κομνηνή και την μητέρα του Ειρήνη , οι οποίες εξακολουθούσαν να συνωμοτούν εναντίον του και μετά την ανάρρησή του στο θρόνο προτιμώντας το σύζυγο της Άννας, Καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο. Ακολουθώντας τις ύστατες συμβουλές του πατέρα του, ο Ιωάννης πήρε από το χέρι του ετοιμοθάνατου Αλέξιου Α’ το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι "σφραγιστήρα δακτύλιον" πήγε με τους οπαδούς του στο Μέγα Παλάτιον, πέτυχε να το καταλάβει και με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε το θρόνο φέρνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους προ τετελεσμένων. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από ατέρμονες στρατιωτικές επιχειρήσεις για την επανάκτηση του ελέγχου στις επαρχίες της Μ. Ασίας. Είχε καταφέρει με συνδυασμένη στρατιωτική δράση και εξαίρετη διπλωματία σχεδόν να αναιρέσει πλήρως τις επιπτώσεις της συντριβής του Μάντζικερτ το 1071. Οι λαοί που τον απασχόλησαν ήταν οι Σέρβοι και οι Ούγγροι, οι οποίοι συμμάχησαν κάποια στιγμή, παρότι είχαν υποστεί επανειλημμένες ήττες από τους Βυζαντινούς. Ξεκίνησε ήδη το 1119 για τη Λαοδίκεια, την οποία απελευθέρωσε το ίδιο έτος ενώ το 1120 προχώρησε στην Παμφυλία και κατέλαβε τη Σωζόπολη. Οι εισβολές των Πετσενέγκων στα Βαλκάνια τον ανάγκασαν να εκστρατεύσει εναντίον τους το 1122 όπου σε φονικότατη μάχη στην περιοχή Βερόη, τους συνέτριψε με αποτέλεσμα ο νομαδικός αυτός λαός να μην ενοχλήσει ξανά την αυτοκρατορία με νέες επιδρομές. Ο Ιωάννης Β’ από την αρχή της βασιλείας του αρνήθηκε να επικυρώσει στους Βενετούς τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Αλέξιος Α’. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κράτη να οδηγηθούν σε πολεμική ρήξη από το 1122, με τους Βενετούς να λεηλατούν τα νησιά (Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Σάμο, Λέσβο, Άνδρο, Κεφαλληνία) και τα παράλια της αυτοκρατορίας. Χωρίς να διαθέτει ακόμα ισχυρές ναυτικές δυνάμεις ο Ιωάννης Β’ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Βενετία επικυρώνοντας και ενισχύοντας τα προνόμια της τον Αύγουστο του 1126. Δύο χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Ούγγρους. Ο Ούγγρος βασιλιάς Στέφανος Β’ επιτέθηκε και κατέλαβε τις πόλεις Βρανίτζοβα και Βελέγραδα, επειδή οι Βυζαντινοί είχαν προσφέρει άσυλο στον φυγάδα αδελφό του, Αλμόζη. Ο Ιωάννης Β’ το 1128 σε μια σειρά μαχών νίκησε τους Ούγγρους και ανακατέλαβε όλα τα χαμένα εδάφη, έως ότου το 1129 οι δύο αντίπαλοι συνθηκολόγησαν. Οι νίκες του Ιωάννη Β’ σταθεροποίησαν τα βόρεια σύνορα του κράτους και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις καλών σχέσεων με την Ουγγαρία την επόμενη δεκαετία 1131-1141. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Β’ μεγάλος αντίπαλος των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία δεν ήταν οι Σελτζούκοι του Ικονίου αλλά οι Δανισμεντίδες ηγεμόνες οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας. Οι φιλοδοξίες του δανισμεντίδη Αμίρ Γαζή Γκιουμουστεγκίν (ο Τανισμάνος των βυζαντινών πηγών), ο οποίος είχε καταλάβει τη Μελιτηνή (1124) την Άγκυρα, την Καισάρεια και την Κασταμονή (1126-1127), εδάφη της Μικράς Αρμενίας και είχε νικήσει τους Φράγκους του πριγκιπάτου της Αντιόχειας το 1130, σε μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο Νορμανδός πρίγκιπας Βοημούνδος Β’ ανησύχησαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος την ίδια χρονιά έστρεψε όλη την προσοχή του στο ανατολικό σύνορο. Το 1130 ο Ιωάννης Β’ προέλασε με ισχυρές δυνάμεις στη Μικρά Ασία και κατέλαβε την Κασταμονή ενώ στη συνέχεια διεξήγαγε μεγάλες επιχειρήσεις σε περιοχές πέραν του Άλυ ποταμού, όπου κατέλαβε πολλά φρούρια και συνέλαβε μεγάλο αριθμό εμίρηδων. Η επιστροφή του όμως στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε την ευκαιρία στον Αμίρ Γαζή ν΄ανακαταλάβει το 1133 την Κασταμονή. Το επόμενο έτος (1134) ο αυτοκράτορας ξεκίνησε νέα εκστρατεία εναντίον των Δανισμεντιδών ενώ παράλληλα σύναψε και συμμαχία με το σουλτάνο του Ικονίου Μασούτ Α’. Το αποτελέσματα ήταν να καταλάβει εκ νέου την Κασταμονή (1135) ενώ η Γάγγρα έπεσε στα χέρια του ύστερα από σφοδρό πολιορκητικό αγώνα (1135). Το 1136 εξουδετέρωσε τους Αρμένιους στον Ταύρο. Στη συνέχεια στράφηκε κατά των Δανισμενδιτών (1130-35) όσο και κατά των Σελτζούκων (1137). Καθ’ οδόν απελευθέρωσε πλήθος μικρασιατικών πόλεων από τα νότια παράλια μέχρι τον Πόντο. Το 1139 συνέχισε προς τα νότια για τις πόλεις Χάμα, Χαλέπι, Σεϋζάρ. Είχε λιγότερη επιτυχία εναντίον των Βενετών. Στο δυτικό μέτωπο η ένωση από τον Ρογήρο Β’ (ανιψιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και η στέψη του στο Παλέρμο (1130) θορύβησε όχι μόνο τον Βυζαντινό αλλά και τον Γερμανό αυτοκράτορα. Δημιουργήθηκε έτσι μια συμμαχία μεταξύ του Βυζαντίου, της Γερμανικής αυτοκρατορίας και της ιταλικής πόλης Πίζας με καθαρά αντινορμανδικό χαρακτήρα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στον Ιωάννη να προετοιμαστεί εναντίον των Φράγκων της Αντιόχειας. Όμως ο θάνατός του κατά τη διάρκεια κυνηγιού, στις 8 Απριλίου του 1143, εμπόδισε την πραγματοποίηση αυτής της επιχείρησης.
Ο μεγάλος αυτός ηγέτης πέθανε κυνηγώντας στα βουνά του Ταύρου, όταν γρατσουνίστηκε με δηλητηριασμένο βέλος που είχε βγάλει από ένα πληγωμένο αγριόχοιρο.
Τον διαδέχθηκε ο Μανουήλ Α’ ο Κομνηνός, ο νεώτερος από τους τέσσερις γιους του Ιωάννη Β’.

Ευτύχιος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Αριστερά: Ο άγιος Ευτύχιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Πρόσφατη (1997) φορητή εικόνα από την Ι. Μ. οσίου Μελετίου. Ένα σπουδαίο βυζαντινό μοναστήρι στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, κοντά στην Οινόη.
Δεξιά: Ιερό Λείψανο του αγίου Ευτυχίου που φυλάσσεται στον Ι. Ν. Αγίου Νικάνορος Καστοριάς.
Ο Άγιος Ευτύχιος γεννήθηκε το έτος 512 και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ του Μεγάλου. Καταγόταν από την πόλη Θεία Κώμη της Φρυγίας και ήταν υιός του Αλεξάνδρου, σχολαρίου υπό τον στρατηγό Βελισσάριο και της Συνεσίας. Διδάχθηκε το ιερό Ευαγγέλιο και βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον ιερέα Ησύχιο, ο οποίος ήταν παππούς του και λειτουργούσε στην Εκκλησία της Αυγουστοπόλεως. Σύμφωνα με το Συναξάρι ο Ησύχιος είχε το οφφίκιο του σκευοφύλακος και λόγω της αγιότητας του βίου του είχε λάβει από τον Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας.
Ο Άγιος χειροτονήθηκε αναγνώστης από τον τότε Επίσκοπο Αμασείας στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Ουρβικίου. Στην συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και εισήλθε σε μονή της Αμασείας, που είχε ιδρυθεί από τους Αρχιερείς Μελέτιο και Σέλευκο, της οποία αργότερα ανεδείχθη και ηγούμενος.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν ειρηνικά για την Εκκλησία, λόγω των αιρετικών δοξασιών που δίδασκαν νέοι Ωριγενιστές και κρυπτομονοφυσίτες. Οι έριδες των μοναχών της Παλαιστίνης περί του Ωριγένους αποτελούν την Τρίτη και τελευταία φάση των ωριγενιστικών ερίδων. Προοίμιο αυτών υπήρξε η κατά το έτος 507 διάσταση λογίων μοναχών της Μεγάλης Λαύρας προς τον ηγούμενο αυτής, τον Όσιο Σάββα τον Ηγιασμένο, που έφυγαν από την Λαύρα και ίδρυσαν περί το 514 τη Νέα Λαύρα, η οποία κατέστη κέντρο του ωριγενισμού. Οι αντιωριγενιστές μοναχοί έκαναν έκκληση προς τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό να καταδικάσει τον Ωριγένη. Την αίτηση αυτή υποστήριξε ο Πατριάρχης Μηνάς.
Έτσι, το έτος 543, συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Ενδημούσα Σύνοδος, ύστερα από πρόσκληση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, με σκοπό την ειρήνευση της Εκκλησίας και την καταδίκη των αιρετικών. Διά διατάγματος που εκδόθηκε το έτος ο Ιουστινιανός εστράφη κατά των αιρετικών. Καταδίκασε τις κακοδοξίες του Ωριγένους, θεώρησε τα συγγράμματα αυτού κακόδοξα και καταδίκασε αυτό το πρόσωπο του Ωριγένους. Διά τρίτου διατάγματος ο Ιουστινιανός, το έτος 544, καταδίκασε τα «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή α) τον Θεόδωρο Μοψουεστίας και τα αιρετικά του συγγράμματα, β) τα κατά του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου και υπέρ του Νεστορίου συγγράμματα του Θεοδωρήτου Κύρου και γ) την επιστολή του Ίβα Εδέσσης προς τον Πέρση Μάρη.
Όταν το έτος 552 κοιμήθηκε ο Πατριάρχης Μηνάς, ο Άγιος Ευτύχιος ήλθε από την Αμάσεια στη Βασιλεύουσα και εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ταραχές όμως των αιρετικών συνεχίζονταν και ταλάνιζαν την Εκκλησία. Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 553 υπό την προεδρία του Αγίου Ευτυχίου, επικύρωσε την απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου και προέβη στην καταδίκαση των «Τριών Κεφαλάιων». Ο σκοπός όμως της καταδίκης των «Τριών Κεφαλαίων» δεν επετεύχθη, διότι οι μονοφυσίτες ενέμεναν στην απόσχιση και στις αιρετικές δοξασίες τους.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 τέλεσε τα δεύτερα εγκαίνια του ναού της Αγιά Σοφιάς, μετά τις ζημιές που είχε πάθει στο σεισμό του 558. Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια (27 Δεκεμβρίου του 537), εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο.
Έτσι λοιπόν, στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν μεγαλοπρεπώς τα δεύτερα εγκαίνια του αναστηλωθέντος ναού της Αγιά Σοφιάς, παρουσία του αυτοκράτορα και του λαού της Βασιλεύουσας.
Το 564 ήρθε σε σύγκρουση όμως με τον Αυτοκράτορα, καθότι ο Ιουστινιανός εξέδωσε διάταγμα, διά του οποίου επέβαλε τον αφθαρτοδοκητισμό. Η διδασκαλία αυτή είχε διατυπωθεί από τον καταφυγόντα στην Αίγυπτο μονοφυσίτη Επίσκοπο Αλικαρνασσού Ιουλιανό. Συγκεκριμένα ο Ιουλιανός δίδασκε ότι το Σώμα του Χριστού, ήδη από της συλλήψεως και γεννήσεως Αυτού, απηλλάγη της φθοράς και επομένως των φυσικών αναγκών (πείνας, δίψας, καμάτου, ιδρώτος, δακρύων κ.τ.λ) - των λεγομένων «αδιαβλήτων παθών» - και μόνο «κατ' οικονομίαν» και «κατά χάριν» φαινόταν υποκείμενο σε αυτά. Ο Άγιος Ευτύχιος και οι λοιποί Πατριάρχες της Ανατολής, προς τους οποίου απευθύνθηκε, δεν δέχθηκαν το δυσσεβές διάταγμα και καταδίκαζε την αίρεση αυτή παρά τις πιέσεις του Αυτοκράτορα. Στις 22 Ιανουαρίου του 565, και ενώ τελούσε τη λειτουργία για την εορτή του Αγίου Τιμοθέου, στρατιώτες τον συνέλαβαν και καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο υπό Συνόδου ερήμην, αφού αρνήθηκε να παρουσιασθεί και εξορίσθηκε αρχικά στην Πρίγκηπο. Στο Συναξάρι του αναφέρεται ότι μετά κατέφυγε σε μοναστήρι της Αμασείας στο οποίο ζούσε ασκητικά και αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα.
Μετά από δώδεκα χρόνια εξορίας, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος ο Β’, το έτος 577, αποθανόντος του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Γ’ του Σχολαστικού, επανέφερε με τιμή και δόξα τον Άγιο στον πατριαρχικό θρόνο. Κατά την δεύτερη πατριαρχία του ο Άγιος με την προσευχή του έσωσε τον λαό που μαστιζόταν από θανατηφόρα επιδημία. Το ορθόδοξο φρόνημά του και ο αγώνας του για την ακεραιότητα της πίστεως τον οδήγησαν σε αντίθεση με τον αποκρισάριο της Ρώμης Γρηγόριο, τον μετέπειτα Πάπα, λόγω των δοξασιών του περί αναστάσεως σαρκός.
Προς τα τέλη της ζωής του, φαίνεται να είχε υιοθετήσει τη γνώμη ότι μετά την ανάσταση των νεκρών, αυτοί θα έχουν σώμα άυλο, λεπτότερο από τον αέρα. Ο μετέπειτα Πάπας Γρηγόριος Α’, τότε αποκρισάριος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, αντέδρασε στην άποψη αυτή, επικαλούμενος χωρίο από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Ο Αυτοκράτορας Τιβέριος Β’ ανέλαβε μεσολαβητική προσπάθεια.
Ο Άγιος Ευτύχιος κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή του Θωμά, 5 Απριλίου του έτους 582. Αυτόπτες φίλοι του είπαν ότι λίγα λεπτά πριν πεθάνει, άγγιξε το δέρμα του χεριού του και είπε «Ομολογώ ότι σε αυτή τη σάρκα θα αναστηθούμε». Το ιερό λείψανό του εναποτέθηκε στο θυσιαστήριο των Αγίων Αποστόλων, μετά την κρηπίδα της Αγίας Τραπέζης, όπου κατέκειντο και τα ιερά λείψανα Ανδρέου, Τιμοθέου και Λουκά των Αποστόλων. Το 1246 τα Λείψανα και η Κάρα του Αγίου μεταφέρθηκαν από τον Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως στη Μονή Αγίου Γεωργίου του Μείζονος Βενετίας, επί Ηγουμένου Πέτρου Querini.
Σήμερα, μέρος της Κάρας και των Λειψάνων του Αγίου συνεχίζουν να βρίσκονται στον ρωμαιοκαθολικό Ναό του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος Βενετίας, ενώ επίσης μέρος της Κάρας του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους.
Σώζονται αποσπάσματα του έργου αυτού «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» και «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία άλλα έργα του χάθηκαν, ήτοι το «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», το «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» και το «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου».
Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 6 Απριλίου. Τον Βίο του Αγίου συνέταξε ο μαθητής του Ευστράτιος.