●Σαν σήμερα, στις 31 Ιανουαρίου του 1216, πέθανε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεόδωρος Β’ ο Ειρηνικός.

Μολυβδόβουλλο του Θεόδωρου Ειρηνικού ως «υπάτου των φιλοσόφων», αρχές του 13ου αιώνα. Αριστερά απεικονίζεται η Παναγία Βρεφοκρατούσα Ένθρονη και στο πλάι της ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Δεξιά απεικονίζεται η επιγραφή "ΦIΛOCOΦΩN VΠATON H CΦPAΓIC ΓPAΦЄI • • ЄIPHNIΚΟΝ ΘЄOΔΩPON ΤΟΝ ΛЄVITHN".

Ο Θεόδωρος Β’, ο επιλεγόμενος "Ειρηνικός" ήταν γνωστός και ως Κωπάς, Κώπας ή Κουπάς. Έλαβε το 1198 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' Άγγελο το αξίωμα του επί του κανιλείου*, το οποίο διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του τελευταίου, ενώ την ίδια περίοδο έφερε και τον τίτλο του πανσέβαστου σεβαστού. Το 1204, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, κατέφυγε στην επικράτεια της Μικράς Ασίας, όπου εκάρη μοναχός.
Μετά το 1209 ανέλαβε χαρτοφύλακας του ανασυγκροτημένου στη Νίκαια-Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Την ίδια περίοδο έλαβε από τον αυτοκράτορα Νικαίας, τον Θεόδωρο Α’ Λάσκαρι το τιμητικό αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1214 ο Θεόδωρος Β’ εκλέχθηκε από τη σύνοδο των ιεραρχών πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Μέχρι την εκλογή του στον Πατριαρχικό θρόνο, είχε παρέλθει χηρεία δεκατριών μηνών, η οποία ακολούθησε το θάνατο του Πατριάρχη Μιχαήλ Δ’.
Η θητεία του στον πατριαρχικό θρόνο χαρακτηρίστηκε από τις αντιλατινικές του θέσεις, σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από την καταπίεση των Λατίνων Κατακτητών της Πόλης προς το ορθόδοξο ποίμνιο.
Στο πλαίσιο αυτών των ιδεολογικών του πεποιθήσεων, ο Θεόδωρος Β΄ (Ειρηνικός) απέστειλε εγκύκλιο επιστολή στους ορθόδοξους κληρικούς της Κωνσταντινούπολης με την οποία ανήγγειλε την εκλογή του στον πατριαρχικό θρόνο και ταυτόχρονα αποκήρυξε όσους προέβαιναν σε αναγνώριση της ανωτερότητας του Πάπα ή του λατινικού πατριαρχείου που ήταν εγκατεστημένο στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεόδωρος Β΄ (Ειρηνικός) πέθανε στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1216. Σώζονται μία σφραγίδα του και δύο επιστολές που του απηύθυνε ο Μιχαήλ Χωνιάτης.

----------------
*Ο Επί του κανικλείου ή Χαρτουλάριος του κανικλείου, ήταν βυζαντινό αξίωμα, από τους υψηλότερους αξιωματούχους του αυτοκράτορα ο οποίος κρατούσε το αυτοκρατορικό μελανοδοχείο και τη πένα, που λεγόταν κανίκλειον, και ήταν υπεύθυνος για αυτό. Το αξίωμα εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα και κατατασσόταν στα ειδικά αξιώματα σύμφωνα με το Κλητορολόγιον του Θεόφιλου. Ο επί του κανικλείου είχε το αυτοκρατορικό μελανοδοχείο με την πορφυρή μελάνη και επικύρωνε τα αυτοκρατορικά έγραφα ενώ είχε και νομικές αρμοδιότητες. Στις νομικές αρμοδιότητες που είχε παρίσταντο σε δίκες και προσέφερε νομικές συμβουλές, αλλά εξέταζε και υποθέσεις, έδινε την συμβουλή του στους αντίδικους κι αν δεν την εφάρμοζαν την προωθούσε σε δικαστήριο.

●30 Ιανουαρίου: Των Αγίων Τριών Ιεραρχών.


Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:
Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη, έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».
Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού».
Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.
Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.

Περί τις αρχές του 14ου αιώνα ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγιά Σοφιά Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.

●27 Ιανουαρίου: Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Επάνω:
●Απεικόνιση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από ψηφιδωτό στην Αγιά Σοφιά.
●Απολυτίκιον της ανακομιδής. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
●Η επιστροφή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Ι. Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. (Μινιατούρα από το Μηνολόγιον Βασιλείου Β’, αρχές του 11ου αιώνα. Βιβλιοθήκη του Βατικανού, Ρώμη).

Κάτω: Ιερά Λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (από αριστερά προς τα δεξιά):
●Το δεξί χέρι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Mονή Φιλοθέου, Άθως).
●Η Τιμία κάρα με το άφθαρτο αυτί του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Mονή Βατοπεδίου, Άθως).
●Λειψανοθήκη με τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Ναός Αγίας Αικατερίνης, Βουκουρέστι).

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκοιμήθη από εξάντληση στις 14 Σεπτεμβρίου του 407, κατά τη διάρκεια της τρίτης του εξορίας από την αυτοκράτειρα Ευδοξία και τάφηκε στα Κόμανα του Πόντου. Το σεπτό λείψανό του περίμενε επί τριάντα έτη, θαμμένο στον τόπο της εξορίας και του μαρτυρίου του.
Όταν όμως το 434 πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 έγινε η Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου.
Η μεταφορά των ιερών λειψάνων από τα Κόμανα συνοδεύτηκε από μια επιστολή - διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υιού του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, η οποία έγραφε:

«Ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου.
Εἰς τὸν οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ Διδάσκαλον καὶ πνευματικὸν Πατέρα Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, τὴν προσκύνησιν προσφέρω ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος. Ἡμεῖς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πῶς εἶναι τὸ σῶμά σου νεκρόν, καθὼς εἶναι καὶ τὰ ἄλλα σώματα τῶν ἀποθανόντων, ἠθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αὐτὸ ἁπλῶς εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ποθουμένου δικαίως ὑστερήθημεν. Ἀλλὰ σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εἰς ἡμᾶς, ὀποῦ μετανοοῦμεν. Σὺ γὰρ ἐδίδαξες εἰς ὅλους τὴν μετάνοιαν. Καὶ δὸς τὸν ἑαυτόν σου, ὣς πατὴρ φιλοπαῖς, εἰς ἡμᾶς τοὺς φιλοπάτορας υἱούς σου, καὶ τοὺς σὲ ποθούντας εὔφρανον διὰ τῆς παρουσίας σου».

Αυτή την επιστολή του αυτοκράτορα την πήγαν στον Άγιο και την τοποθέτησαν πάνω στην λάρνακά του. Τότε ο Άγιος έδωσε τον εαυτό του στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα και έτσι αυτοί μετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου. Η υποδοχή των ιερών λειψάνων του Αγίου υπήρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και όλους τους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του. Με πολύ ευλάβεια μετέφεραν αρχικά τη λάρνακα στο ναό του Αποστόλου Θωμά, στα Αμαντίου, έπειτα δε στο ναό της Αγίας Ειρήνης. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στο σύνθρονο και άπαντες εβόησαν: «Ἀπόλαβε τὸν θρόνον σου, Ἅγιε». Στη συνέχεια η λάρνακα τοποθετήθηκε σε αυτοκρατορική άμαξα και μεταφέρθηκε στο περιώνυμο ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στην ιερή καθέδρα και έγινε το θαύμα: ο Άγιος επεφώνησε προς τον λαό το «Εἰρήνη πάσι». Έπειτα το εναπέθεσαν μέσα στο Άγιο Βήμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Η Σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ετελείτο στο πάνσεπτο ναό των Αγίων Αποστόλων. Ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αφιέρωσε διά χρυσοβούλλου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής και τεμάχιο της αριστεράς χειρός ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος, διά χρυσοβούλλου, τον Ιούλιο του έτους 1284, στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Επίσης, τμήματα του ιερού λειψάνου φυλάσσονται στις μονές Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Αγίου Διονυσίου και Δοχειαρίου.

-Η Κάρα με αδιάφθορο το αριστερό αυτί βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.
-Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορη στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους.
-Δύο τμήματα της αριστεράς του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και ένα τμήμα της στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
-Μεγάλο τεμάχιο κνήμης και τέσσερα τεμάχια του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
-Δάκτυλος του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους.
-Αδιάφθορο μέρος του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Μεγ. Μετεώρου.
-Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Ιβήρων Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας και Κύκκου Κύπρου και στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως. 

●Σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου του 457, πέθανε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μαρκιανός.

Σόλιδος με τη μορφή του Μαρκιανού.

Ο Μαρκιανός ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (450-457), της Θεοδοσιανής δυναστείας, ο οποίος διαδέχτηκε τον Θεοδόσιο Β'. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από ανάκαμψη του Βυζαντίου, το οποίο ο Μαρκιανός προστάτεψε από εξωτερικές απειλές και αναμόρφωσε οικονομικά. Όμως η απομονωτικές του πολιτικές άφησαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίς συμμάχους απέναντι στα βαρβαρικά φύλα, με αποτέλεσμα τις επιδρομές του Αττίλα στην Ιταλία και την άλωση της Ρώμης από τους Βάνδαλους. Η Ορθόδοξη εκκλησία τον αναγνωρίζει ως άγιο.
Γεννήθηκε το 392 στην Ιλλυρία ή τη Θράκη από πατέρα στρατιώτη. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε αξιωματικός υφιστάμενος του παντοδύναμου στρατηγού Άσπαρ. Με τη βοήθεια του ο Μαρκιανός ανήλθε στο αξίωμα του Γερουσιαστή. Όταν πέθανε ο Θεοδόσιος η αδελφή του Πουλχερία τον επέλεξε ως σύζυγο και διάδοχο του. Η ανάρρησή του στο θρόνο έγινε όταν ήταν σε ηλικία 58 ετών.
Υπήρξε ο πρώτος που στέφτηκε Αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Ως αυτοκράτορας, αρνήθηκε να καταβάλει τον βαρύτατο ετήσιο φόρο στον ηγεμόνα των Ούννων Αττίλα, ο οποίος τότε στράφηκε εναντίον της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια τακτοποίησε τις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, περιορίζοντας την τότε παντοδυναμία των ευνούχων, τις καταχρήσεις των διοικητών και αρχόντων κι επέβαλε σωστή διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών.
Ασχολήθηκε επίσης με θρησκευτικά και εκκλησιαστικά θέματα. Προήδρευσε της «εν Χαλκηδόνι» Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά την οποία και καταδικάστηκε η αίρεση του Ευτυχή και του Νεστορίου.
Πέθανε το 457 άτεκνος, είχε όμως ήδη υιοθετήσει τον στρατηλάτη του Ιλλυρικού και μετέπειτα αυτοκράτορα της Δύσης Ανθέμιο. Όμως, ο Άσπαρ προτίμησε και πάλι έναν δικό του (και εξίσου άγνωστο όπως ο Μαρκιανός) υφιστάμενο, τον αξιωματικό Λέοντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Μαρκιανού στις 17 Φεβρουαρίου.
Η επί επτά ετών βασιλεία του Μαρκιανού, εξασφάλισε πολιτική και θρησκευτική σταθερότητα στο Βυζάντιο, ένα κράτος το οποίο μέχρι τότε ταλανιζόταν από πολιτειακή και κοινωνική κρίση. Ο Μαρκιανός πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές σε διάφορους τομείς και διασφάλισε τη συνοχή της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης.
Το ευτύχημα για τον Μαρκιανό ήταν ότι οι Ούννοι στράφηκαν στη δύση και έτσι το κράτος δεν ήταν πλέον αναγκασμένο να πληρώνει φόρους υποτέλειας σε βαρβαρικά φύλα, όπως συνέβαινε με τους προκατόχους του Μαρκιανού. Αυτή η κίνηση του Αττίλα, επέτρεψε στην Κωνσταντινούπολη να αναπτυχθεί οικονομικά με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι ο Μαρκιανός προχώρησε σε φοροαπαλλαγές και μειώσεις φόρων, μέτρα που ευνόησαν ιδιαίτερα τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Επίσης το Βυζάντιο γνώρισε δραστικές αλλαγές και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση και την απονομή δικαιοσύνης. Ο Μαρκιανός πάντα φρόντιζε να διατηρεί από στρατιωτικής πλευράς ουδέτερη στάση σε συγκρούσεις που ξεσπούσαν στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ειρήνη και εδαφική ακεραιότητα στην επικράτειά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ήταν η αδράνεια που επέδειξε η Κωνσταντινούπολη όταν οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν τη Ρώμη το 455 (επακόλουθο της δολοφονίας του Βαλεντινιανού Γ΄). Επί της βασιλείας του ακόμη, στην Κωνσταντινούπολη διεκπεραιώθηκαν πολλά δημόσια έργα που άλλαξαν την εικόνα της πόλης.
Επί Μαρκιανού επικρατούσε έντονη διαμάχη ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες. Οι μεν Ορθόδοξοι υποστήριζαν ότι ο Χριστός διέθετε δύο φύσεις, την θεϊκή και την ανθρώπινη, οι δε Μονοφυσίτες πίστευαν πως ο Χριστός είχε μόνο μία φύση, την θεϊκή. Το 451 συνεκλήθη από τον Μαρκιανό Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα, όπου ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε ως αίρεση. Ταυτόχρονα, η Σύνοδος της Χαλκηδόνας έβαζε τέλος στις βίαιες συγκρούσεις Μονοφυσιτών της Αλεξάνδρειας και Ορθοδόξων της Αντιόχειας, ωστόσο στάθηκε αφορμή για την αρχή ενός μακρόβιου θρησκευτικού πολέμου. Λαβωμένοι από τη σύνοδο βγήκαν και οι παππικοί, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τον "Κανόνα 28" που έλεγε ότι η επισκοπή της Κωνσταντινούπολης, η οποία πλέον θα ονομαζόταν "πατριαρχείο", είχε σχεδόν ίσα δικαιώματα με την αντίστοιχη της Ρώμης. Αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην επισκοπή της Ρώμης, η οποία τους επόμενους αιώνες θα προσπαθούσε ποικιλοτρόπως να εντάξει το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως στην ακτίνα επιρροής της, πολλές φορές με δόλιες μεθόδους. Απόρροια των παραπάνω ήταν να δημιουργηθεί μία άτυπη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο επισκοπές, που θα συνεχιζόταν κλιμακούμενη και θα κατέληγε στο οριστικό σχίσμα των εκκλησιών το 1056.

●Σαν σήμερα, στις 26 Ιανουαρίου του 450, ισχυρός σεισμός έπληξε την Κωνσταντινούπολη.


Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε.
Της σης γαρ οργής οίκτός εστι το πλέον.

Ο σεισμός αυτός έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα τέλη της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β’ του Μικρού, υιού του αυτοκράτορα Αρκαδίου και της Ευδοξίας. Ο σεισμός συνέβη ημέρα Κυριακή, τη δεύτερη ώρα της ημέρας. Εξαιτίας δε του σεισμού αυτού, κατέπεσαν τα τείχη της Πόλεως και ένα μεγάλο μέρος των οικημάτων και κατ’ εξαίρεση από την περιοχή των Τρωαδησίων Εμβόλων μέχρι του Χαλκού Τετραπύλου.
Οι μετασεισμικές δονήσεις συνεχίσθηκαν επί τρεις ολόκληρους μήνες, μέχρι και της 25ης του μηνός Απριλίου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Κατά την περίοδο εκείνη ο βασιλέας έκανε πάνδημες λιτανείες και με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, μετανοούμε, λύτρωσέ μας από τη δίκαιη οργή Σου και από τα παραπτώματά μας. Έσεισες πράγματι τη γη και την συντάραξες εξαιτίας των αμαρτιών μας, με σκοπό να μας κάνεις να συναισθανθούμε τα παραπτώματά μας και να δοξάζουμε Εσένα τον μόνο αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό μας».
Επίσης στο Χρονικό Πασχάλη αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δεν έμπαιναν στα σπίτια τους για αρκετό χρονικό διάστημα και μερικοί ισχυρίζονταν ότι παρατήρησαν μία πύρινη λάμψη στον ουρανό.

Η μνήμη του σεισμού έχει περιληφθεί στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και τιμάται κάθε χρόνο στις 26 Ιανουαρίου.

●26 Ιανουαρίου: Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου.

Αριστερά: Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, από ψηφιδωτό του 11ου αι. που βρίσκεται στη Νέα Μονή Χίου.
Δεξιά: Βυζαντινή μικρογραφία που απεικονίζει τη Μονή Στουδίου στην Προποντίδα, από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’.

Κατά την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας εορτάζει την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου (τιμάται 11 Νοεμβρίου) από τη νήσο Πρίγκηπο στη μονή Στουδίου, που έγινε κατά το έτος 844, επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου Α’. Το ιερό λείψανο είχε διαφυλαχθεί σώο, ακέραιο και αδιάλυτο σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε το δέρμα να μην πάθει την παραμικρή αλλοίωση.
Μαζί με το ιερό λείψανο του Οσίου Θεοδώρου μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το ιερό λείψανο του εξορισθέντος αδελφού του, Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης (τιμάται 4 Ιουλίου). Και τα δύο ιερά σκηνώματα τα απέθεσαν δίπλα στη σωρό του μακαρίου Πλάτωνος, του ηγουμένου του Οσίου Θεοδώρου.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 και ήταν μοναχός, συγγραφέας και μέγας υπερασπιστής των εικόνων. Αρχικά διετέλεσε ηγούμενος στη Μονή Σακκουδίωνος στην Προύσα, όπου διαδέχτηκε τον θείο του Πλάτωνα. Ο θείος του και η μητέρα του, που ονομαζόταν Θεοκτίστη του ενέπνευσαν την αγάπη του προς το μοναχικό βίο.
Ο Θεόδωρος προσπάθησε να ανυψώσει τον μοναχικό βίο, αλλά ενεπλάκη σε πολιτικές και εκκλησιαστικές έριδες με αποτέλεσμα να εξοριστεί τέσσερις φορές. Το 796 τιμωρήθηκε με ραβδισμό και εξορίστηκε για ένα έτος στη Θεσσαλονίκη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Στ΄, διότι αντιτάχτηκε στον παράνομο (δεύτερο) γάμο του τελευταίου με τη συγγενή του Θεοδώρου, Θεοδότη, την οποία είχε θαλαμηπόλο, κριτικάροντας παράλληλα τον Πατριάρχη Ταράσιο, που είχε ανεχτεί το γάμο.
Το 797 εγκαταστάθηκε στη Μονή Στουδίου της Πόλης, την οποία ανέδειξε σε κυψέλη κοινωνικής και πνευματικής δραστηριότητας, συγκροτώντας συνεργεία αντιγραφής ιερών χειρογράφων. Τότε απέκτησε το προσωνύμιο Στουδιτης. Το 809 εξορίστηκε πάλι από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄, διότι στηλίτευσε ως αντικανονική την εκλογή ως Πατριάρχη του αυτοκρατορικού μυστικοσυμβούλου Νικηφόρου και αρνήθηκε να επικυρώσει την άρση του αφορισμού του ιερέα Ιωσήφ, ο οποίος είχε ευλογήσει τον παράνομο γάμο του Κωνσταντίνου Στ'.
Αργότερα εξορίστηκε για τρίτη φορά από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ Αρμένιο, ως υπερασπιστής των εικόνων. Σε πείσμα του αυτοκράτορα τέλεσε επίσημη λιτανεία των εικόνων στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και συνέχισε να τις υπερασπίζεται με σθένος από τον τόπο της εξορίας του, παρά τους βασανισμούς που υπέστη. Εξορίστηκε για τέταρτη φορά από τον Μιχαήλ Β' Τραυλό και πέθανε εξόριστος το 826 σε ηλικία 67 ετών.
Ετάφη στην Πρίγκηπο, αλλά το 844 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του στη Μονή Στουδίου. Υπήρξε υμνογράφος και συγγραφέας πολλών ασκητικών, θεολογικών και εκκλησιαστικών έργων, καθώς και επιστολών. Συνέθεσε μέρος του Τριωδίου με τον αδερφό του Ιωσήφ, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Σώζονται πάνω από 500 επιστολές του, κυρίως κατά των εικονομάχων, που αποτελούν σπουδαία πηγή για τη βυζαντινή εποχή του 9ου αιώνα. Οι μοναστικοί κανόνες που θέσπισε στη Μονή Στουδίου σταδιακά επεκράτησαν σε όλες τις μονές της αυτοκρατορίας.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου.

●25 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

Αριστερά: Τοιχογραφία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, δια χειρός της αγιογράφου Χριστίνας Ραϊζη.
Δεξιά (επάνω): Το σκήνωμα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον Ι. Ναό της Νέας Καρβάλης.
Δεξιά (κάτω): Η λειψανοθήκη και η θήκη με την κάρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός γεννήθηκε στα βάθη της Μικράς Ασίας, στην κωμόπολη Ναζιανζό ή Ανζιανζό της Καππαδοκίας το 329, από τον πατέρα του Γρηγόριο πού ήταν επίσκοπος στην Ναζιανζό, και την μητέρα του Νόννα η οποία τού έδωσε τα μέγιστα για την θρησκευτική και πνευματική του οντότητα. Έκανε θρησκευτικές και φιλοσοφικές σπουδές επί σειρά ετών στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, και στην Αθήνα. Από αυτές τις πόλεις τρεις μεγάλες φιλίες αναπτύχθηκαν, με τον Άγιο Αντώνιο, τον Άγιο Αθανάσιο, και στην Αθήνα με τον Βασίλειο τον Μέγα, όπου διατήρησε στενούς φιλικούς δεσμούς στο υπόλοιπο του βίου τους. Λάτρεις και οι δυο της ήρεμης ζωής ζούσαν ασκητικά στον Πόντο. Ο Άγιος Γρηγόριος διατέλεσε το Ιερατικό αξίωμα τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και συντέλεσε τα μέγιστα για την εξόντωση των αιρετικών της εποχής. Διετέλεσε προεδρεύων του Συνεδρίου της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία συμμετείχαν 150 Επίσκοποι της Ανατολής. Άφησε στην Χριστιανοσύνη πολλά πνευματικά έργα, επιστολές, συγγράμματα, και ποιήματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη το 389 σε ηλικία 60 ετών. Η Αγία μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, εορτή των Τριών Ιεραρχών.

Η Τιμία Κάρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου φυλάσσεται στη Μονή Βατοπεδίου.
Μέρος της Κάρας του βρίσκεται στη Μονή Μεταμορφώσεως - Μεγ. Μετεώρου.
Απότμημα Κάρας στη Μονή Σλάτινας Ρουμανίας.
Το ιερό του σκήνωμα στον ομώνυμο Ναό του στην Νέα Καρβάλη Καβάλας.
Μέρος των Λειψάνων του στον Πατριαρχικό Ναό αγ. Γεωργίου Φαναρίου Κωνσταντινουπόλεως και στη ρωμαιοκαθολική Βασιλική του αγ. Πέτρου Ρώμης.
Το άφθαρτο δεξί του χέρι αποθησαυρίζεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου "Εις Κοπάνους" στα Ιωάννινα.
Ο αριστερός πύχης στη Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους.
Μέρος του αριστερού ποδός στη Μονή αγ. Παύλου Αγίου Όρους.
Τρία τμήματα στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.

…και αποτμήματα στις Μονές Χιλανδαρίου, Διονυσίου, Ξενοφώντος, Σταυρονικήτα, Γρηγορίου και Παντελεήμονος Αγίου Όρους, Λειμώνος Λέσβου, στη Λαύρα αγ. Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως και στο Ναό του αγ. Γεωργίου των Ελλήνων.

●Σαν σήμερα, στις 25 Ιανουαρίου του 750, γεννήθηκε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων Δ’ ο Χάζαρος.

Ο Λέων Δ’ μαζί με τον γιο του Κωνσταντίνο ΣΤ’ σε χρυσό σόλιδο της εποχής.

Γιος του Κωνσταντίνου Ε’ και της πριγκίπισσας των Χαζάρων Σισάκ (η οποία μετονομάστηκε Ειρήνη). Το προσωνύμιο "Χάζαρος" είναι λόγω καταγωγής της μητέρας του που ήταν κόρη του χαγάνου των Χαζάρων.
Σε ηλικία ενός έτους στέφθηκε από τον πατέρα του συμβασιλεύς. Ανατράφηκε σε εικονομαχικό περιβάλλον, παντρεύτηκε όμως το 770 την εικονόφιλη Ειρήνη την Αθηναία από την οποία απέκτησε το διάδοχό του Κωνσταντίνο ΣΤ'. Το 776 ο Κωνσταντίνος στέφθηκε με τη σειρά του συμβασιλεύς ώστε να εξασφαλιστεί από τις βλέψεις των ετεροθαλών αδελφών του Λέοντος.
Η πολιτική του Λέοντος σε σχέση με το ζήτημα των εικόνων υπήρξε αμφιλεγόμενη. Αφενός μεν προώθησε σε μητροπολιτικούς θρόνους ηγουμένους μοναστηριών και δέχτηκε τη χειροτονία του εικονόφιλου Παύλου του Κύπριου ως Πατριάρχη, από την άλλη πλευρά όμως τιμώρησε με δημόσια διαπόμπευση εικονόφιλους αξιωματούχους του παλατιού.
Στο αραβικό μέτωπο δεν ηγήθηκε προσωπικά κάποιας εκστρατείας. Τις επιχειρήσεις διηύθυνε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Οι σχέσεις με του Βουλγάρους υπήρξαν ειρηνικές μετά τους μακροχρόνιους πολέμους του Κωνσταντίνου Ε'. Ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Τέλεριγ ασπάστηκε το Χριστιανισμό και παντρεύτηκε μια ξαδέλφη της Ειρήνης, η κίνησή του όμως αυτή δεν είχε ως συνέχεια τον εκχριστιανισμό του λαού του.

Την 8η Σεπτεμβρίου 780, πέθανε μετά από υψηλό πυρετό και ο πρόωρος θάνατός του έφερε στην εξουσία τη σύζυγό του Ειρήνη, ως επίτροπο του ανήλικου διαδόχου.

●Σαν σήμερα, στις 22 Ιανουαρίου του 512, γεννήθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος. Επίσης σαν σήμερα στις 22 Ιανουαρίου του 565, ο Πατριάρχης Ευτύχιος καθαιρέθηκε από τον αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Ιουστινιανό Α’ και αντικαταστάθηκε από τον Πατριάρχη Ιωάννη Γ’, τον λεγόμενο Σχολαστικό.

Αριστερά: Ο Πατριάρχης Ευτύχιος, από εικόνα του 16ου αιώνα.
Δεξιά: Ιερό Λείψανο του Αγίου Ευτυχίου, το οποίο φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Αγίου Νικάνορος, στην Καστοριά.

Ο Ευτύχιος ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τις περιόδους 552-565 και 577-582.
Ο Άγιος Ευτύχιος γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 512 και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ του Μεγάλου. Καταγόταν από την πόλη Θεία Κώμη της Φρυγίας και ήταν υιός του Αλεξάνδρου, σχολαρίου υπό τον στρατηγό Βελισσάριο και της Συνεσίας. Διδάχθηκε το ιερό Ευαγγέλιο και βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον ιερέα Ησύχιο, ο οποίος ήταν παππούς του και λειτουργούσε στην Εκκλησία της Αυγουστοπόλεως. Σύμφωνα με το Συναξάρι ο Ησύχιος είχε το οφφίκιο του σκευοφύλακος και λόγω της αγιότητας του βίου του είχε λάβει από τον Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας.
Ο Άγιος χειροτονήθηκε αναγνώστης από τον τότε Επίσκοπο Αμασείας στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Ουρβικίου. Στην συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και εισήλθε σε μονή της Αμασείας, που είχε ιδρυθεί από τους Αρχιερείς Μελέτιο και Σέλευκο, της οποία αργότερα ανεδείχθη και ηγούμενος.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν ειρηνικά για την Εκκλησία, λόγω των αιρετικών δοξασιών που δίδασκαν νέοι Ωριγενιστές και κρυπτομονοφυσίτες. Οι έριδες των μοναχών της Παλαιστίνης περί του Ωριγένους αποτελούν την Τρίτη και τελευταία φάση των ωριγενιστικών ερίδων. Προοίμιο αυτών υπήρξε η κατά το έτος 507 διάσταση λογίων μοναχών της Μεγάλης Λαύρας προς τον ηγούμενο αυτής, τον Όσιο Σάββα τον Ηγιασμένο, που έφυγαν από την Λαύρα και ίδρυσαν περί το 514 τη Νέα Λαύρα, η οποία κατέστη κέντρο του ωριγενισμού. Οι αντιωριγενιστές μοναχοί έκαναν έκκληση προς τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό να καταδικάσει τον Ωριγένη. Την αίτηση αυτή υποστήριξε ο Πατριάρχης Μηνάς.
Έτσι, το έτος 543, συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Ενδημούσα Σύνοδος, ύστερα από πρόσκληση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, με σκοπό την ειρήνευση της Εκκλησίας και την καταδίκη των αιρετικών. Διά διατάγματος που εκδόθηκε το έτος 543 ο Ιουστινιανός εστράφη κατά των αιρετικών. Καταδίκασε τις κακοδοξίες του Ωριγένους, θεώρησε τα συγγράμματα αυτού κακόδοξα και καταδίκασε αυτό το πρόσωπο του Ωριγένους. Διά τρίτου διατάγματος ο Ιουστινιανός, το έτος 544, καταδίκασε τα «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή α) τον Θεόδωρο Μοψουεστίας και τα αιρετικά του συγγράμματα, β) τα κατά του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και της Γ' Οικουμενικής Συνόδου και υπέρ του Νεστορίου συγγράμματα του Θεοδωρήτου Κύρου και γ) την επιστολή του Ίβα Εδέσσης προς τον Πέρση Μάρη.
Όταν το έτος 552 κοιμήθηκε ο Πατριάρχης Μηνάς, ο Άγιος Ευτύχιος ήλθε από την Αμάσεια στη Βασιλεύουσα και εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ταραχές όμως των αιρετικών συνεχίζονταν και ταλάνιζαν την Εκκλησία. Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 υπό την προεδρία του Αγίου Ευτυχίου, επικύρωσε την απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου και προέβη στην καταδίκαση των «Τριών Κεφαλαίων». Ο σκοπός όμως της καταδίκης των «Τριών Κεφαλαίων» δεν επετεύχθη, διότι οι μονοφυσίτες ενέμεναν στην απόσχιση και στις αιρετικές δοξασίες τους. Ένεκα τούτου ο Ιουστινιανός το έτος 564 εξέδωσε διάταγμα, διά του οποίου επέβαλε τον αφθαρτοδοκητισμό. Η διδασκαλία αυτή είχε διατυπωθεί από τον καταφυγόντα στην Αίγυπτο μονοφυσίτη Επίσκοπο Αλικαρνασσού Ιουλιανό. Συγκεκριμένα ο Ιουλιανός δίδασκε ότι το Σώμα του Χριστού, ήδη από της συλλήψεως και γεννήσεως Αυτού, απηλλάγη της φθοράς και επομένως των φυσικών αναγκών (πείνας, δίψας, καμάτου, ιδρώτος, δακρύων κ.τ.λ) - των λεγομένων «αδιαβλήτων παθών» - και μόνο «κατ' οικονομίαν» και «κατά χάριν» φαινόταν υποκείμενο σε αυτά. Ο Άγιος Ευτύχιος και οι λοιποί Πατριάρχες της Ανατολής, προς τους οποίου απευθύνθηκε, δεν δέχθηκαν το δυσσεβές διάταγμα. Επίσης καταδίκαζε την αίρεση αυτή παρά τις πιέσεις του αυτοκράτορα. Στις 22 Ιανουαρίου του 565, και ενώ τελούσε τη λειτουργία για την εορτή του Αγίου Τιμοθέου, στρατιώτες τον συνέλαβαν.
Γι' αυτό τον λόγο ο Άγιος καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο υπό Συνόδου ερήμην, αφού αρνήθηκε να παρουσιασθεί και εξορίσθηκε αρχικά στην Πρίγκηπο. Στο Συναξάρι του αναφέρεται ότι μετά κατέφυγε σε μοναστήρι της Αμασείας στο οποίο ζούσε ασκητικά και αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα.
Μετά από δώδεκα χρόνια εξορίας, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος ο Β', το έτος 577, αποθανόντος του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Γ', επανέφερε με τιμή και δόξα τον Άγιο στον πατριαρχικό θρόνο. Κατά την δεύτερη πατριαρχία του ο Άγιος με την προσευχή του έσωσε τον λαό που μαστιζόταν από θανατηφόρα επιδημία. Το ορθόδοξο φρόνημά του και ο αγώνας του για την ακεραιότητα της πίστεως τον οδήγησαν σε αντίθεση με τον αποκρισάριο της Ρώμης Γρηγόριο, τον μετέπειτα Πάπα, λόγω των δοξασιών του περί αναστάσεως σαρκός.
Να σημειώσουμε επίσης ότι επί των ημερών της Πατριαρχίας του, στις 24 Δεκεμβρίου του 563, τέλεσε τα δεύτερα εγκαίνια του ναού της Αγιά Σοφιάς, μετά τις ζημιές που είχε πάθει στο σεισμό του 558.
Ο Άγιος Ευτύχιος κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή του Θωμά, 5 Απριλίου του έτους 582. Αυτόπτες φίλοι του είπαν ότι λίγα λεπτά πριν πεθάνει, άγγιξε το δέρμα του χεριού του και είπε «Ομολογώ ότι σε αυτή τη σάρκα θα αναστηθούμε».
Το ιερό λείψανό του εναποτέθηκε στο θυσιαστήριο των Αγίων Αποστόλων, μετά την κρηπίδα της Αγίας Τραπέζης, όπου κατέκειντο και τα ιερά λείψανα Ανδρέου, Τιμοθέου και Λουκά των Αποστόλων. Το 1246 τα Λείψανα και η Κάρα του Αγίου μεταφέρθηκαν από τον Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως στη Μονή Αγίου Γεωργίου του Μείζονος Βενετίας, επί Ηγουμένου Πέτρου Querini. Επίσης μέρος της Κάρας του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους.
Σώζονται αποσπάσματα του έργου αυτού «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» και «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία άλλα έργα του χάθηκαν, ήτοι το «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», το «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» και το «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τον Βίο του Αγίου συνέταξε ο μαθητής του Ευστράτιος.

Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 6 Απριλίου.

●21 Ιανουαρίου: Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού.

Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής σε τοιχογραφία του Εμμανουήλ Πανσέληνου στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους.

Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσλαμβάνεται ως αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπισθεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών. Γίνεται μοναχός και αρχίζει ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο και τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώνεται και τέλος του κόβουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι. Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια στην υπηρεσία της υγείας της ψυχής και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια αφήνει τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του (Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις) το 662. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του.

Εορτάζει την 21η Ιανουαρίου. Η Ανακομιδή και μετάθεση του Λειψάνου του Οσίου Μάξιμου του Ομολογητή εορτάζεται στις 13 Αυγούστου, ενώ η μνήμη του επαναλαμβάνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Αγ. Παύλου Αγίου Όρους.

●Σαν σήμερα, την 21η Ιανουαρίου του 1059, πέθανε αιφνιδιαστικά από αποπληξία, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριος.

Αριστερά: Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος στον Πατριαρχικό θρόνο.
Δεξιά: Η εξορία του Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριου παρά του ορφανοτρόφου. (Μικρογραφίες από το «Χρονικόν» του Ιωάννη Σκυλίτζη 12ος αιώνας).

Ο Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριος ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1043 ως το 1059.
Καταγόταν από οικογένεια συγκλητικών και ο ίδιος προοριζόταν για πολιτική σταδιοδρομία. Για το λόγο αυτό απέκτησε σημαντική μόρφωση. Αναμείχθηκε στη συνωμοσία για την ανατροπή του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ του Παφλαγόνα και για το λόγο αυτό εξορίστηκε μαζί με τον αδελφό του. Μόλις έμαθε ότι ο αδελφός του αυτοκτόνησε, αποφάσισε να καρεί μοναχός, για να αποφύγει περαιτέρω τιμωρίες.
Με την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, αναδείχθηκε πανίσχυρος σύμβουλός του και κατόπιν εξελέγη Πατριάρχης. Εργάστηκε για το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την τόνωση του κύρους της πατερικής παράδοσης. Δεν δίστασε να εμπλακεί σε σύγκρουση με τον παπικό θρόνο, όταν επιχειρήθηκε η βίαιη επιβολή των λατινικών εθίμων στις επαρχίες Απουλίας, Καλαβρίας και Σικελίας του οικουμενικού θρόνου.
Ευρύτερα γνωστός είναι ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ως ο Πατριάρχης επί της Πατριαρχίας του οποίου συνετελέσθη το Σχίσμα μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας.
Ήταν από τους Πατριάρχες που αναμείχθηκαν με αυτοκρατορικό τρόπο στα κοινά. Ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει ότι του έλειπε μόνο η πορφύρα και τα ερυθρά πέδιλα. Ήρθε σε σύγκρουση με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο οποίος υπερασπιζόταν την κλασσική ελληνική φιλοσοφία και πολλές φορές τον αποδοκίμαζε και τον ανάγκαζε να υπαναχωρήσει από τις θέσεις του.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος του συμπεριφερόταν με φόβο και ο Κηρουλάριος αναμείχθηκε στο ζήτημα της απομάκρυνσής του από τον θρόνο. Όταν όμως επιχείρησε να επιβληθεί στη διάδοχό του, την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αυτή του είπε να περιοριστεί στα εκκλησιαστικά θέματα. Ο διάδοχός της, Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός, προσπάθησε να ακολουθήσει το παράδειγμά της, αλλά ο Κηρουλάριος του έδειξε την περιφρόνησή του με το να φοράει τα πορφυρά υποδήματα που προορίζονταν για τους αυτοκράτορες και να συμμετάσχει στη συνωμοσία για την αντικατάστασή του από τον Ισαάκιο Α’ Κομνηνό. Ως ανταμοιβή, ο Ισαάκιος παρείχε στο Πατριαρχείο τον πλήρη έλεγχο πάνω στον αυτοκρατορικό καθεδρικό ναό της Αγιά Σοφιάς.
Όμως, ο Ισαάκιος σύντομα εξοργίστηκε από την αλαζονεία του Κηρουλάριου και, έχοντας πάρει με το μέρος του την κοινή γνώμη, φρόντισε για την απομάκρυνσή του από τον Οικουμενικό Θρόνο. Εξορίστηκε στην Προικόνησο και κατόπιν στην Ίμβρο. Συγκροτήθηκε μάλιστα και δικαστήριο εναντίον του, αλλά δεν πρόλαβε να τον δικάσει, καθώς πέθανε αιφνιδιαστικά από αποπληξία το 1059.

●Σαν σήμερα, στις 20 Ιανουαρίου 842, πέθανε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόφιλος.

Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, σε μικρογραφία από το χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη.
Ένθετο: Σόλιδος με τη μορφή του.

Ο Θεόφιλος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις 2 Οκτωβρίου του 829 έως τον θάνατό του, (σε ηλικία 28 ετών).
Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β' του Τραυλού και της Θέκλας. Δάσκαλός του υπήρξε ο μετέπειτα Πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός, θεωρούμενος ένας από τους σοφότερους άνδρες της εποχής. Έτσι είχε θαυμάσια εκπαίδευση αλλά ήταν όμως και φανατικός εικονομάχος.
Φόρεσε την πορφύρα μετά το θάνατο του πατέρα του. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την τελευταία εικονομαχική ακμή, από αγώνες κατά των Αράβων και από πολιτισμική άνθιση.
Πιο συγκεκριμένα, την εποχή της βασιλείας του, τα γράμματα και οι τέχνες βρήκαν μεγάλη υποστήριξη στην Κωνσταντινούπολη. Ενίσχυσε τα τείχη της Βασιλεύουσας και έκτισε ένα νοσοκομείο που λειτουργούσε μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Στην Πόλη επικρατεί οικοδομικός οργασμός, οικονομική άνθηση και αύξηση του πληθυσμού. Στην εξωτερική του πολιτική αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους Άραβες, που τους νίκησε στην αρχή, αλλά τελικά ξεκίνησαν ιερό πόλεμο εναντίον του, κατέστρεψαν πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας και παραλίγο να διαλύσουν την αυτοκρατορία. Παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, την οποία προτίμησε από την Κασσιανή, μετά την απάντηση που του έδωσε για τις γυναίκες, σε διαγωνισμό που έκανε στο παλάτι του.
Ο Θεόφιλος εξεδίωξε τον μοναχισμό και περιόρισε τον πλουτισμό των κληρικών. Το έτος 832 ο Θεόφιλος απαγόρευσε με διάταγμά του να προστίθεται το όνομα “Άγιος” στις εικόνες και να επιδεικνύεται η λατρεία τους με προσκυνήματα, ασπασμούς και δημοσιότητα, λέγοντας, ότι άγιος είναι μόνον ο Θεός. Ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας υπέρ της Εικονομαχίας. Ως εικονομάχος όμως κατέφυγε σε σκληρούς διωγμούς των εικονολατρών και σε αυστηρές τιμωρίες.
Σε γενικές γραμμές ο Θεόφιλος θεωρείται από τους πιο ικανούς αυτοκράτορες αλλά όχι πετυχημένος στο πολεμικό πεδίο, αν και είχε τους θριάμβους του και επέδειξε θάρρος στο πεδίο της μάχης. Ήταν πιο αποτελεσματικός στην οργάνωση του κράτους, την επιβολή δικαιοσύνης και στην καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά, ίσως εξαιτίας των αποτυχιών του με τους Άραβες. Προβλέποντας το τέλος του, ζήτησε από την Θεοδώρα και τους μεγάλους αξιωματούχους να ορκιστούν ότι τίποτα δεν θ’ ανέτρεπαν απ’ όσα θέσπισε και ότι θα διατηρούσαν τον Ιωάννη τον Γραμματικό στον πατριαρχικό θρόνο.
Τον έφεραν ύστερα με φορείο στο ανάκτορο της Μαγναύρας κι εκεί μίλησε στους άρχοντες και στον λαό ζητώντας πίστη και αφοσίωση στην γυναίκα του και τον γιο του. Γιατί ο γιος του ήταν τριών μόνο χρόνων και φοβόταν για την τύχη του. Και για να τον προστατέψει όσο μπορούσε, ζήτησε το κεφάλι του Θεόφοβου, του Πέρση στρατηγού που είχε αυτομολήσει, ο οποίος είχε παντρευτεί αδελφή της Θεοδώρας και για τον οποίο είχε υπόνοιες. Όταν του το έφεραν έβαλε το χέρι πάνω του, είπε: «Τώρα πια, ούτ’ εσύ Θεόφοβος ούτ’ εγώ Θεόφιλος» και ξεψύχησε.

●20 Ιανουαρίου: Αγίου Λέοντος Μακέλλη του Μέγα του Θρακός.

Προτομή του Λέοντα Α', η οποία ευρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου και κάτω αριστερά σόλιδα με τη μορφή του.

Ο Λέων ο Α’ ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 457 έως το 474. Λόγω της καταγωγής του από τη Θράκη ήταν γνωστός και ως Λέων Α’ ο Θραξ.
Διαδέχθηκε στον θρόνο του Βυζαντίου τον Μαρκιανό. Ο Λέων ο Α’ αναγορεύτηκε αυτοκράτορας στις 7 Φεβρουαρίου του 457 στο Έβδομο, με την παρουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ευσεβέστατος και προασπίστηκε την Ορθόδοξη πίστη κατά των αιρετικών.
Η ανάδειξή του στον αυτοκρατορικό θρόνο προελέχθη από την ίδια την Θεοτόκο δια θαύματος στον έως τότε άγνωστο και άσημο Λέοντα. Κατά την εμφάνισή της απεκάλυψε και το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, γνωστότερο σήμερα ως Μπαλουκλή, στο οποίο αργότερα ο Λέων, ως βασιλεύς πλέον, θα οικοδομήσει τον ομώνυμο Ιερό Ναό.
Η στέψη του Λέοντα Α΄ έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο.
Το ευσεβέστατο του χαρακτήρα του, κατέστησαν τον Λέοντα τον θεματοφύλακα των μέχρι ήδη παραληφθέντων θεσπισμάτων της Ορθοδόξου Πίστεως και των αφορούντων τις αιρέσεις. Ουσιαστικά λείανε το έδαφος, ούτως ώστε να λάβουν ισχύ οι αποφάσεις της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας, την οποία συνεκάλεσε ο προκάτοχός του Μαρκιανός. Υπήρξε η πέδη, η οποία αναχαίτισε το Μονοφυσιτισμό των αντιχαλκηδονίων και απετέλεσε τον παρεμποδισμό της ανάπτυξης των αιρέσεων της εποχής του, κυρίως του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.
Από τις 31 Μαρτίου 465 ένα αυτοκρατορικό διάταγμα όριζε ότι, στο εξής μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα μπορούσαν να εργαστούν στις κρατικές και στις δικαστικές υπηρεσίες. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, τα μέτρα του ευσεβούς αυτοκράτορα απέβλεπαν στην υπεράσπιση της Ορθοδοξίας και την ενότητα της αυτοκρατορίας. Απαγόρευσε την απονομή δημοσίων αξιωμάτων στους αιρετικούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο εδραίωσε το ορθό δόγμα. Συν τοις άλλοις απαγόρευσε το εμπόριο κατά τις Κυριακές. Τρόπον τινά καθιέρωσε την αργία της Κυριακής. Επωνομάσθη Μέγας αρκετά έτη μετά τον θάνατό του. Ο Άγιος Λέων κοιμήθηκε από ασθένεια στις 18 Ιανουαρίου του 474, αφού προηγουμένως όρισε για διάδοχό του τον εγγονό του Λέοντα Β’. Η ταπεινότητά του, η ευλάβειά του, η πολιτική του θέση στα θρησκευτικά ζητήματα και κυρίως στο ζήτημα των αιρέσεων, με την συνετή συνεργασία του μετά του Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου για την προάσπιση του Χριστιανικού δόγματος, υπήρξαν λόγοι για τους οποίους η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Άγιο, όρισε δε η μνήμη του να εορτάζεται την 20ή Ιανουαρίου, για την οποία ασματική ακολουθία συνέγραψε ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας πατήρ Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης.

●Σαν σήμερα, στις 19 Ιανουαρίου του 399, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Πουλχερία.

Αριστερά η Αγία και Ισαπόστολος Πουλχερία.
Δεξιά ο ανεκτίμητος Σταυρός της Πουλχερίας που φυλάσσεται στη Ι. Μ. Εσφιγμένου και ένθετο κάτω δεξιά σπάνιο νόμισμα (κοπής 420 - 422), με τη μορφή της αυτοκράτειρας Πουλχερίας, (Μουσείο Μπρούκλιν).

Η Πουλχερία ήταν εγγονή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του λεγομένου Μικρού.
Ήταν σοφότατη και ευσεβέστατη και υποσχέθηκε στο Θεό την δια βίου παρθενία της και γι’ αυτό αναφέρεται ως Πουλχερία η Παρθένος. Βαπτίσθηκε δε από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ανέλαβε τη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση στην ευσέβεια του μικρότερου αδελφού της μέχρι της ενηλικιώσεώς του, αλλά και αργότερα υπήρξε το δεξί χέρι του και ο πραγματικός κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας.
Υπερασπιζόταν πολύ την Ορθοδοξία και βοήθησε την Εκκλησία. Οι Πατριάρχες, ο λοιπός κλήρος και ο λαός την σέβονταν και την τιμούσαν πολύ. Τιμήθηκε όσο ελάχιστοι άλλοι βασιλείς για την ευλάβεια, τη σύνεση, τις πολλές αρετές και τις αμέτρητες αγαθοεργίες της. Με ειλικρινή και άπειρο σεβασμό αναφέρονταν σε αυτήν και την επευφημούσαν ως νέα Αγία Ελένη.
Το 450 απεβίωσε ο αδελφός της αυτοκράτορας Θεοδόσιος και η διακυβέρνηση του Κράτους απέμεινε σε αυτήν. Κατανόησε ότι η διακυβέρνηση χρειαζόταν στιβαρότερα χέρια και, καθ’ υπόδειξη και της Συγκλήτου, έλαβε σύζυγο τον ευλαβέστατο και ενάρετο συγκλητικό Μαρκιανό τον οποίο κατέστησε βασιλέα, υπό τον όρο ότι θα φυλάξει ως τέλους την παρθενία της.
Το 451, μαζί με το Μαρκιανό, συνεκάλεσαν την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε τον Ευτυχή και το Διόσκορο και γενικά τον μονοφυσιτισμό.
Τιμήθηκε ακόμη και εν ζωή ως Αγία από όλους τους Επισκόπους και τους Πατριάρχες και ιδιαίτερα από τον Άγιο Λέοντα Πάπα Ρώμης. Είναι εκ των ευλαβεστέρων Βασιλισσών οι οποίες τίμησαν την Εκκλησία. Προς αυτήν απηύθυνε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας θεολογικότατες επιστολές του, με τις οποίες αποδεικνύει την δυσσέβεια της αίρεσης του Νεστορίου.
Αυτή πρώτη θέσπισε δια νόμου το «περί του Ελληνιστί διατίθεσθαι», να χρησιμοποιείται δηλ. η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα του Κράτους, ενώ πριν χρησιμοποιόταν η Λατινική.
Η Αγία Πουλχερία επί Πατριαρχείας Αγίου Πρόκλου, στις 27 Ιανουαρίου του 438, συνήργησε στην επαναφορά του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τα Κόμανα στην Κωνσταντινούπολη και των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Πολλά είναι τα ευαγή ιδρύματα, οι Σχολές, τα Νοσοκομεία, οι Ναοί και οι Μονές, τα οποία οικοδόμησε και πλούτισε ποικιλοτρόπως με προσόδους, προνόμια και άλλα αγαθά, ώστε να μένουν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνό της.
Η Πουλχερία σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας έκτισε, προς τιμήν της Θεοτόκου, τον περίφημο ναό των Βλαχερνών. Στόλισε επίσης ολόκληρη την αυτοκρατορία με πολλούς ναούς και μοναστήρια μεταξύ των οποίων είναι η Ιερά Μονή Εσφιγμένου, στην οποία Μονή το όνομά της φέρει και ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλιά της, ο πολυτιμότατος και ανεκτίμητος ομώνυμος Σταυρός, καθώς την Ιερά Μονή Ξηροποτάμου αλλά και τη Μονή του «Χειμάρρου» .
Η παράδοση επίσης λέει ότι η Πουλχερία κέντησε με χρυσή κλωστή την Τιμία Ζώνη της Παναγίας διακοσμώντας την. Η χρυσή αυτή κλωστή είναι ευδιάκριτη και σήμερα στο τμήμα της Αγίας Ζώνης που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου.
Ίδρυσε ακόμη ξενοτάφεια για την ταφή των απόρων ξένων καθώς και πολλά ευαγή ιδρύματα όπως ξενώνες, πτωχοτραφεία, γηροκομείο (το λεγόμενο Πράσινο) στα οποία παρείχε αφειδώλευτα την χριστιανική αγάπη.

Πέθανε το 453 σε ηλικία 54 ετών, αφήνοντας όλη την περιουσία της στους φτωχούς. Ολόκληρη η αυτοκρατορία θρήνησε τον θάνατό της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε αγία την Πουλχερία. Η μνήμη της τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. Επίσης η Αγία Πουλχερία η βασίλισσα εορτάζει την 17η Φεβρουαρίου, μαζί με τον σύζυγό της Μαρκιανό.

●Σαν σήμερα, στις 18 Ιανουαρίου του 532, καταστέλλεται μετά από μία εβδομάδα ταραχών η Στάση του Νίκα στην Κωνσταντινούπολη.


Είχε ξεσπάσει στις 11 Ιανουαρίου. Ήταν οι πιο βίαιες ταραχές στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης, με τη μισή σχεδόν πόλη να καίγεται ή να καταστρέφεται και με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να σκοτώνονται. (Άφησε πίσω της 30.000 νεκρούς).

Εισαγωγή:
Οι δήμοι, αρχικά αθλητικά σωματεία, που από τα μέσα του 5ου αιώνα αποτελούσαν σημαντικό πολιτικό παράγοντα, εξελίσσονταν τον 6ο αιώνα σε ανασχετικό φραγμό της αυτοκρατορικής απολυταρχίας. Με αυτό το χαρακτήρα τους οι δήμοι της Κωνσταντινούπολης και κυρίως οι δύο ισχυρότεροι εξ αυτών, οι Βένετοι και οι Πράσινοι, έρχονταν σε αντίθεση με το πολιτικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), ο οποίος επιθυμούσε τον περιορισμό της δράσης και της επιρροής τους και την ενίσχυση του συγκεντρωτισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η πολιτική αυτή προκάλεσε τη μεγαλύτερη εσωτερική κρίση στο Βυζάντιο τον 6ο αιώνα.
Ο Ιουστινιανός Α΄ εφάρμοζε προς τους δήμους ευμετάβλητη πολιτική. Ενώ είχε επιδιώξει την υποστήριξη του δήμου των Βενέτων για την ενίσχυση της θέσης του, ήδη στην αρχή της βασιλείας του άλλαξε στάση απέναντί τους· οι Βένετοι όπως και οι Πράσινοι έγιναν στόχος κατασταλτικών μέτρων. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια του δήμου των Πρασίνων, που θεωρούσαν ότι αδικούνταν συστηματικά σε σχέση με τους Βένετους, και η αντίδραση από τους Βένετους για την απώλεια της αυτοκρατορικής εύνοιας κατέστησε δυνατή τη συνένωση των δύο αντίπαλων παρατάξεων εναντίον του αυτοκράτορα.
Παράλληλα έντονη ήταν η λαϊκή δυσφορία για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και την εισπρακτική πολιτική του Ιωάννη Καππαδόκη· η δυσφορία αυτή εκφραζόταν μέσα από τις εκδηλώσεις των δήμων, δίνοντάς τους σαφώς πολιτική χροιά.
Η εξέγερση των δήμων, που ονομάστηκε Στάση του Νίκα και διήρκεσε μόνο οκτώ ημέρες, σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 532. Η στάση αυτή άφησε βαθιά ίχνη στη συνείδηση των συγχρόνων της και περιγράφεται στα ιστορικά έργα μιας ολόκληρης σειράς συγγραφέων. Χάρη στις διασωθείσες πηγές, είμαστε σε θέση σχεδόν πλήρως, από μέρα σε μέρα, να αναπαραστήσουμε και να παρακολουθήσουμε τα θυελλώδη γεγονότα.

Το χρονικό της στάσης:

Κυριακή, 11 Ιανουαρίου 532:
Ήταν ημέρα γιορτής και οργανώθηκαν ιπποδρομίες στις οποίες παρευρισκόταν ο ίδιος ο Ιουστινιανός με τη συνοδεία του.
Στο τμήμα του Ιπποδρόμου στο οποίο βρίσκονταν οι Πράσινοι επικρατούσε ανησυχία και αναταραχή. Στις διασωθείσες ιστορικές πηγές αναφέρεται ο ενδιαφέρων διάλογος μεταξύ των Πρασίνων και του Ιουστινιανού. Οι Πράσινοι παραπονέθηκαν στον αυτοκράτορα για τις πιέσεις που τους ασκούνταν και για την κακή μεταχείριση που υφίσταντο. Οι Βένετοι, τους οποίους ο Ιουστινιανός τούς υποκινούσε κατά των Πρασίνων, απάντησαν στους Πράσινους προκλητικά. Οι τελευταίοι υπενθύμισαν τον αυτοκράτορα ότι κάποιοι δολοφόνοι από τις τάξεις των Βενέτων έμεναν ατιμώρητοι. Οργισμένος ο Ιουστινιανός, ο οποίος δεν ανεχόταν την αντιλογία, προσέβαλε τους Πράσινους αποκαλώντας τους Ιουδαίους, Μανιχαίους και Σαμαρείτες. Οι ύβρεις αυτές ήταν ιδιαίτερα βαριές.
Όμως, και οι Πράσινοι ανταπέδωσαν στον αυτοκράτορα λέγοντάς του ότι είναι οπαδός του νεστοριανισμού, για δε τους Βένετους είπαν ότι έχουν τάση προς την ειδωλολατρία. Η αναταραχή στον Ιππόδρομο έγινε εντονότερη, καθώς οι Πράσινοι φώναζαν στον Ιουστινιανό «εἴθοις Σαββάτης μὴ ἐγεννήθη, ἵνα μὴ ἔσχεν υἱὸν φονέα» (μακάρι να μην είχε γεννηθεί ο Σαββάτιος, για να μην είχε γιο δολοφόνο). Ταυτόχρονα οι Βένετοι διέψευδαν ότι ήταν αναμεμειγμένοι στις δολοφονίες για τις οποίες τους κατηγορούσαν οι Πράσινοι και προσπαθούσαν τη στιγμή εκείνη να κατευνάσουν τα πνεύματα. Οργισμένος ο Ιουστινιανός απείλησε τους Πράσινους ότι θα τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Αυτοί όμως με υβριστικά επιφωνήματα εγκατέλειψαν τον Ιππόδρομο. Ο Ιουστινιανός επίσης αποσύρθηκε στο Παλάτι, δίνοντας όμως εντολή στον έπαρχο της Πόλεως να συλλάβει τους ταραξίες. Ο έπαρχος Ευδαίμων έπραξε όπως διατάχθηκε: Συνέλαβε ορισμένους από τους αρχηγούς των Πρασίνων αλλά και κάποιους Βένετους, συνολικά επτά άτομα. Με τον τρόπο αυτό ο Ιουστινιανός ήθελε να θέσει υπόψη όλων ότι είναι υπεράνω παρατάξεων και ότι είναι εξίσου αυστηρός και δίκαιος και προς τους μεν και προς τους δε. Όμως αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη η ενέργειά τους, διότι οι ομαδικές συλλήψεις στην πραγματικότητα ένωσαν τους δήμους.
Για τέσσερις από τους συλληφθέντες η καταδίκη ήταν αποκεφαλισμός, ενώ οι άλλοι τρεις καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Στην αρχή ωστόσο τούς περιέφεραν στην πόλη, προκειμένου το θέαμα αυτό να προκαλέσει φόβο στους υπόλοιπους, και μετά τους μετέφεραν στην άλλη πλευρά του κόλπου του Χρυσού Κέρατος. Όμως, στη διάρκεια της εκτέλεσης των καταδικασμένων με απαγχονισμό, συνέβη κάτι το ασυνήθιστο: Η αγχόνη έσπασε και οι δύο καταδικασμένοι σε θάνατο –ένας από τους Πράσινους και ένας από τους Βένετους– έπεσαν στο χώμα. Το ίδιο συνέβη όταν τους ανέβασαν δεύτερη φορά στην αγχόνη. Το συγκεντρωμένο πλήθος, ταραγμένο και αισθητά αναστατωμένο λόγω της ωμότητας του επάρχου, θεώρησε το ασυνήθιστο αυτό γεγονός σημάδι της Θείας Πρόνοιας. Οι παρόντες, σε κλίμα πλήρους σύγχυσης, φώναζαν «τούτους τῇ ἐκκλησίᾳ», ελπίζοντας να σώσουν τη ζωή των δύο θανατοποινιτών μεταφέροντάς τους σε άσυλο.
Ακούγοντας από το δρόμο τις φωνές, οι μοναχοί της μονής του Αγίου Κόνωνος βοήθησαν τους δύο παραλίγο απαγχονισμένους να απομακρυνθούν από το ικρίωμα και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου, στη συνοικία των Πουλχεριανών. Όμως, δεν τελείωσαν όλα εδώ. Ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης Ευδαίμων έστειλε στρατιώτες με εντολή να κάνουν το παν ώστε να οδηγηθούν οι παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης. Οι μοναχοί και ο συγκεντρωμένος λαός αντιστάθηκαν στους στρατιώτες. Ο έπαρχος δεν ήθελε να απονείμει χάρη στους δύο κατάδικους και αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα που προκάλεσε ένα από πλέον θυελλώδη επεισόδια στη μακραίωνη ιστορία της Κωνσταντινούπολης.

Δευτέρα, 12 Ιανουαρίου 532:
Οι Βένετοι και οι Πράσινοι, οι οποίοι επέμεναν στην απονομή χάριτος στα δύο καταδικασθέντα μέλη τους, συμμάχησαν· τότε δόθηκε το σύνθημα «Νίκα», για το οποίο γράφει ο Βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Μαλάλας. Το σύνθημα επινοήθηκε για να αποφευχθεί η διείσδυση κατασκόπων στις τάξεις των ενωμένων Βενέτων και Πρασίνων. Η κατάσταση στην αναστατωμένη πρωτεύουσα δεν ομαλοποιήθηκε. Αντίθετα, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης έμελλε να βιώσουν μεγάλους κλυδωνισμούς.

Τρίτη, 13 Ιανουαρίου 532:
Οργανώθηκαν και πάλι αγώνες στον Ιππόδρομο. Και τα δύο μέρη ζητούσαν από τον Ιουστινιανό, ο οποίος καθόταν στο αυτοκρατορικό θεωρείο, αμνηστία για τα δύο μέλη τους. Όμως ο αυτοκράτορας δεν εισάκουσε τις παρακλήσεις τους. Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν ότι ο Ιουστινιανός δεν εκτίμησε σωστά τι επρόκειτο να συμβεί.
Οργισμένες ακόμα περισσότερο με την άρνηση του αυτοκράτορα, οι παρατάξεις ανακοίνωσαν ανοιχτά τη συμμαχία τους. Στον Ιππόδρομο ακούγονταν ασυνήθιστες ιαχές: «Πολλά τα έτη στους φιλάνθρωπους Πράσινους και Βένετους». Τις βραδινές ώρες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης επικράτησε απόλυτο χάος. Πλήθη ξεχύθηκαν από τον Ιππόδρομο στους δρόμους της πόλης και άρχισαν να πυρπολούν σπίτια. Ας αναφέρουμε εδώ ότι, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, η πρωτεύουσα την εποχή εκείνη αριθμούσε περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους. Δε σώθηκαν ούτε τα σπίτια υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων, όπως του επάρχου των πραιτορίων και του επάρχου Ευδαίμονα, ο οποίος είχε εξοργίσει τους στασιαστές. Οι οργισμένοι στασιαστές εισέβαλαν στις φυλακές και απελευθέρωσαν κρατούμενους. Όσους στρατιώτες βρέθηκαν στο δρόμο τους και τους αντιστάθηκαν τους ξυλοκόπησαν επιτόπου. Στη θερμή ατμόσφαιρα οργής και αντιποίνων, οι μάζες που συνεχώς μεγάλωναν πυρπόλησαν και το αρχείο στο οποίο φυλάσσονταν οι καταστάσεις των φορολογουμένων.
Η στάση είχε σε σημαντικό βαθμό ξεφύγει από τον έλεγχο, όπως μαρτυρεί η πυρπόληση των περιουσιών και ορισμένων επιφανών και πλούσιων μελών των Βενέτων και των Πρασίνων. Σύντομα στις φλόγινες γλώσσες χάθηκαν το κτήριο της Συγκλήτου, η μπρούντζινη πύλη του αυτοκρατορικού παλατιού, ο ναός της Αγίας Σοφίας και η κοντινή εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Οι ριπές του αέρα βοήθησαν στην εξάπλωση της πυρκαγιάς και, σύμφωνα με τη συνοπτική διατύπωση του Προκόπιου, «τῇ πόλει πῦρ ἐπεφέρετο, ὡς δὴ ὑπὸ πολεμίοις γεγενημένῃ». Μια άλλη πηγή, ο Ιωάννης Λυδός, αναφέρει ότι η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων πάνω από τα οποία απλωνόταν η οσμή του καμένου. Μέρος των κατοίκων της πρωτεύουσας, αποτροπιασμένοι από τα αιφνίδια συμβάντα και την ωμότητα που έβλεπαν στους δρόμους, φοβισμένοι διέφυγαν στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου.

Τετάρτη, 14 Ιανουαρίου 532:
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, βλέποντας ότι έχανε τον έλεγχο των πραγμάτων, άρχισε διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Βενέτων και των Πρασίνων. Οι αρχηγοί των παρατάξεων προέβαλαν ιδιαίτερα ριζοσπαστικά αιτήματα. Ζητούσαν ρητά την απομάκρυνση ορισμένων υψηλόβαθμων αξιωματούχων από τις μέχρι τότε θέσεις τους. Οι Πράσινοι ζητούσαν την αντικατάσταση του Ιωάννη Καππαδόκη, που ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την πιεστική οικονομική πολιτική και ένας από τους σημαντικότερους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Από την άλλη πλευρά, οι Βένετοι επέμεναν στην αντικατάσταση του Τριβωνιανού, του σημαντικότερου νομικού της Αυτοκρατορίας, και του επάρχου Ευδαίμονος. Και στις δύο περιπτώσεις κανένα ρόλο δεν έπαιζε η σχέση τους με τους δήμους. Ο Ιουστινιανός, ο οποίος έβλεπε τον κίνδυνο να μεγαλώνει, ικανοποίησε τα αιτήματα και αντικατέστησε τους προαναφερόμενους αξιωματούχους. Στη θέση του Ιωάννη Καππαδόκη τοποθέτησε το Φωκά, στη θέση του Τριβωνιανού το Βασιλείδη και στη θέση του Ευδαίμονος το συγκλητικό Τρύφωνα. Ο ιστορικός Προκόπιος εξυμνεί το Φωκά και το Βασιλείδη και επιμένει στο γεγονός ότι ήταν έντιμοι άνθρωποι. Όμως, ούτε οι αλλαγές αυτές μπόρεσαν να καθησυχάσουν τα οργισμένα πλήθη. Τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ο οποίος ήδη είχε προβεί σε μεγάλες υποχωρήσεις, τον περίμεναν πολύ δυσκολότερες στιγμές.
Ο αυτοκράτορας ήθελε με τη βία να καταστείλει τη στάση, η οποία είχε μετατραπεί σε καταστροφική δύναμη που δύσκολα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί. Όμως, στο πλευρό του δεν είχε αρκετούς στρατιώτες, παρά μόνο περίπου τρεις χιλιάδες Γότθους μισθοφόρους. Στο υπόλοιπο μέρος του στρατού, που τηρούσε στάση επιφυλακτικής αναμονής, δεν μπορούσε να βασιστεί, καθώς την κρίσιμη στιγμή εύκολα μπορούσαν να ταχθούν στο πλευρό των στασιαστών. Ωστόσο ο Ιουστινιανός, νευρικός και ανυπόμονος, διέταξε το Βελισάριο να διαλύσει τους στασιαστές με τη βοήθεια των ολιγάριθμων μισθοφόρων. Σημειώθηκαν σκληρές συγκρούσεις, στις οποίες και οι δύο πλευρές είχαν απώλειες. Οι ιερείς της πρωτεύουσας, αισθανόμενοι φρίκη για τη σφαγή που εκτυλισσόταν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, προσπάθησαν να αποτρέψουν την αιματοχυσία. Για το λόγο αυτό μετέφεραν κώδικες και εικόνες μεταξύ των συγκρουόμενων μερών. Όμως, οι σκληρόψυχοι μισθοφόροι σκότωσαν στη δίνη των συγκρούσεων όχι μόνο στασιαστές αλλά και ορισμένους ιερείς.
Ο θάνατος ενός αριθμού ιερέων προκάλεσε αγανάκτηση στους κατοίκους της πρωτεύουσας και εξόργισε ακόμα περισσότερο τους στασιαστές, οι οποίοι με μεγαλύτερο μένος συνέχισαν τις οδομαχίες. Στις πηγές σημειώνεται ότι στις συγκρούσεις συμμετείχαν και γυναίκες οι οποίες από τα γύρω σπίτια πετούσαν πέτρες στους Γότθους μισθοφόρους. Σε αντίποινα, οι βάρβαροι πυρπόλησαν πολλά σπίτια, ωστόσο ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο αυτοκρατορικό παλάτι.

Πέμπτη, 15 Ιανουαρίου 532:
Σημειώθηκε νέα έξαρση της εξέγερσης. Τα πλήθη ήθελαν νέο αυτοκράτορα. Στη συγκυρία αυτή η αριστοκρατία των συγκλητικών επιδίωξε, συντασσόμενη με τη λαϊκή δυσαρέσκεια, την επιστροφή της «παλιάς», «νόμιμης» δυναστείας του θανόντος αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄. Ήθελαν να δουν στο βυζαντινό θρόνο τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄ και ευνοούμενο των Βενέτων, ο οποίος όμως, μαζί με τον αδελφό του Πομπήιο, καθώς και με πολλούς συγκλητικούς, είχε κλειστεί στο αυτοκρατορικό παλάτι. Τότε, το κύριο μέρος των στασιαστών στράφηκε στον τρίτο αδελφό, τον αξιωματούχο Πρόβο, και φωνάζοντας το όνομά του κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Φοβούμενος μια τέτοια εξέλιξη και όλες τις πιθανές της συνέπειες, ο Πρόβος κρύφτηκε. Ακολούθησαν αμέσως αντίποινα – τα αγανακτισμένα πλήθη πυρπόλησαν το σπίτι του.

Παρασκευή, 16 - Σάββατο, 17 Ιανουαρίου 532:
Οι ταραχές στους δρόμους συνεχίστηκαν και οι πυρκαγιές εξαπλώθηκαν προς το βόρειο τμήμα της Κωνσταντινούπολης, καταλαμβάνοντας νέες συνοικίες της πρωτεύουσας και καταστρέφοντας και άλλα κτήρια. Οπαδοί του Ιουστινιανού δολοφονούνταν μαζικά.
Στις 17 Ιανουαρίου 532, νέες συγκρούσεις έλαβαν χώρα, συνοδευόμενες από επιτυχίες των στασιαστών και πυρκαγιές. Το βράδυ, ο τρομοκρατημένος Ιουστινιανός, υποψιαζόμενος όποιον βρισκόταν στο παλάτι ως πιθανό δολοφόνο, διέταξε τους συγκλητικούς να εγκαταλείψουν το ανάκτορο. Οι αδελφοί Υπάτιος και Πομπήιος, δήθεν από πίστη στον αυτοκράτορα, θέλησαν να μείνουν, όμως ο αναστατωμένος αυτοκράτορας τους απομάκρυνε. Αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν λάθος, γιατί με τον τρόπο αυτό έδωσε αρχηγούς στους στασιαστές.

Κυριακή, 18 Ιανουαρίου 532:
Ο Ιουστινιανός απεγνωσμένα επιχείρησε νέες διαπραγματεύσεις. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να επανεμφανιστεί στο θεωρείο του στον Ιππόδρομο και μπροστά στο συγκεντρωμένο κόσμο ορκίστηκε στο Ευαγγέλιο ειρήνη με τους στασιαστές, υποσχόμενος πλήρη αμνηστία.
Το Πασχάλιο Χρονικό περιέχει το κείμενο του όρκου του αυτοκράτορα: «Μὰ τὴν δύναμιν ταύτην, συγχωρῶ ὑμῖν τὸ πταῖσμα τοῦτο καὶ οὐ κελεύω τινὰ ἐξ ὑμῶν συσχεθῆναι, ἀλλ’ ἡσυχάσατε· οὐδὲν γὰρ παρ’ ὑμᾶς, ἀλλὰ παρ’ ἐμέ. αἱ γὰρ ἐμαὶ ἁμαρτίαι ἐποίησάν με μὴ παρασχεῖν ὑμῖν περὶ ὧν ᾐτήσατέ με ἐν τῷ Ἱππικῷ».
Παρά την περιπαθή και γεμάτη έμπνευση ομιλία, η αποφασιστικής σημασίας στροφή την οποία ο αυτοκράτορας επιθυμούσε δεν έγινε. Απλώς τον Ιουστινιανό κανείς πλέον δεν τον πίστευε. Μάλιστα, ο λαός της Κωνσταντινούπολης του φώναζε ότι ψευδορκεί («ἐπιορκεῖς, σγαύδαρι»). Ταυτόχρονα, ύβριζαν και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Τρομοκρατημένος ο Ιουστινιανός διέφυγε στο παλάτι.
Οι στασιαστές από την άλλη πλευρά είχαν την πρόθεση να στέψουν τον Υπάτιο. Διαδίδονταν φήμες ότι ο Ιουστινιανός με τη Θεοδώρα το έσκασαν στη Θράκη παίρνοντας μαζί τους το αυτοκρατορικό ταμείο. Με τη σύγχυση που επικρατούσε εκείνες τις ώρες στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκε ευνοϊκό κλίμα για τη διάδοση διάφορων φημών.
Πομπή στασιαστών ξεκίνησε για το σπίτι του Υπατίου και, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες και τα δάκρυα της συζύγου του Μαρίας, του πρότειναν το στέμμα. Ο ανιψιός του Αναστασίου Α΄ στέφθηκε στο φόρο του Κωνσταντίνου. Στην αρχή, σύμφωνα με τις παλαιές παραδόσεις, τον ανέβασαν σε ασπίδα και στη συνέχεια τον έστεψαν με χρυσό στεφάνι αντί αυτοκρατορικού διαδήματος. Όπως το επέβαλλε το έθιμο, έντυσαν το νέο αυτοκράτορα στην πορφύρα.
Το συνεπαρμένο πλήθος οδήγησε το νέο αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο και με ενθουσιώδεις κραυγές τον τοποθέτησε στο αυτοκρατορικό θεωρείο, στο ίδιο θεωρείο στο οποίο μέχρι την προηγουμένη καθόταν ο Ιουστινιανός. Στη συνέχεια οι στασιαστές γιόρτασαν τη μεγάλη τους επιτυχία.
Τότε έφτασε η αποφασιστική, κρίσιμη στιγμή της όλης εξέγερσης, καθώς αναπόφευκτα τέθηκε το ερώτημα τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια: Να επιτεθούν στο αυτοκρατορικό παλάτι; Διότι όλα έδειχναν ότι για τον Ιουστινιανό δεν υπήρχε πια σωτηρία. Όμως, μερίδα συγκλητικών συνειδητοποίησε ότι είναι αδύνατο να ελεγχθεί τόση λαϊκή οργή και ότι οι περαιτέρω εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν. Για το λόγο αυτό ορισμένοι συγκλητικοί, και ιδιαίτερα ο Ωριγένης, αντιτάχθηκαν στην έφοδο κατά του παλατιού. Ορισμένοι θεωρούσαν ότι χρειαζόταν λίγη υπομονή και ότι ο Ιουστινιανός θα φύγει μόνος του. Ακολούθησε δισταγμός, ο οποίος αποδείχτηκε μοιραίος.
Μια ομάδα Πρασίνων, περίπου διακόσιοι πολεμοχαρείς και οπλισμένοι νεαροί, άρχισε επίθεση κατά του παλατιού, πράγμα που οδήγησε στο αποκορύφωμα της κρίσης.
Στην άλλη πλευρά, ο Ιουστινιανός σε μια κρίση ολιγοψυχίας ήταν έτοιμος να τραπεί σε φυγή. Εξοπλισμένα πλοία περίμεναν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης έτοιμα να αποπλεύσουν ανά πάσα στιγμή. Στα πλοία είχαν ήδη φορτωθεί το αυτοκρατορικό ταμείο και διάφορα πολύτιμα αντικείμενα από το παλάτι. Όλα έδειχναν ότι αυτό ήταν το τέλος του Ιουστινιανού.
Όμως, στην επιφάνεια βγήκε η απίστευτη ψυχραιμία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Σε συμβούλιο στο οποίο έλαβαν μέρος οι πιο έμπιστοι αξιωματούχοι του αυτοκράτορα, φανερά φοβισμένοι και ανήσυχοι λόγω του οργισμένου και επικίνδυνα απειλητικού πλήθους που βρισκόταν κοντά, εμφανίστηκε με τόλμη η σύζυγος του Ιουστινιανού. Σε ατμόσφαιρα ολιγοψυχίας, πλήρους απελπισίας και φόβου που δύσκολα μπορούσε να κρυφτεί, η Θεοδώρα αποφασιστικά τόνισε ότι καλύτερος είναι ο θάνατος παρά η απώλεια της αυτοκρατορικής εξουσίας. Τα λόγια της μπήκαν σε πολλά εγχειρίδια της βυζαντινής ιστορίας: «ὡς καλὸν ἐντάφιον ἡ βασιλεία ἐστί» (η εξουσία είναι καλό σάβανο).
Τότε εκδηλώθηκε και η πανούργα διπλωματία του ευνούχου Ναρσή, ο οποίος εξαγόρασε με χρυσό ορισμένους από τους επικεφαλής της εξέγερσης και κατόρθωσε να προκαλέσει ρήξη μεταξύ των στασιαστών. Από την άλλη πλευρά, ο Ιουστινιανός έδωσε εντολή στο Βελισάριο να καταπνίξει την εξέγερση. Ο μεγάλος στρατηγός με τάγμα βάρβαρων μισθοφόρων εισέβαλε στον Ιππόδρομο και σκότωσε μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Στην αρχή οι στρατιώτες του Βελισαρίου με βέλη προκάλεσαν πραγματικό πανικό μεταξύ των πολυάριθμων στασιαστών, οι οποίοι ήταν στριμωγμένοι σε σχετικά μικρό χώρο. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, που μπορούν να θεωρηθούν ρεαλιστικές, σκοτώθηκαν τότε τριάντα πέντε χιλιάδες άτομα. Ένας μεταγενέστερος συγγραφέας, ο χρονικογράφος Ιωάννης Ζωναράς, γράφει για τους στρατιώτες ότι «τὰ πλήθη ὡς χόρτον ἄνευ φειδοῦς ἐξεθέριζον». Επρόκειτο για μια σφαγή που έσωσε τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄.
Ο Υπάτιος και ο αδελφός του Πομπήιος οδηγήθηκαν ενώπιον του Ιουστινιανού. Ο Υπάτιος προσπάθησε να αμυνθεί επαναλαμβάνοντας επίμονα ότι στέφθηκε παρά τη θέλησή του και με τη βία και ότι αυτός στην πραγματικότητα έμεινε πιστός στον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός δεν τον πίστεψε και του επιτέθηκε δριμύτατα. Ο αυτοκράτορας είχε γίνει και πάλι κύριος της κατάστασης· αυτό σήμαινε ότι για τον Υπάτιο δεν υπήρχε σωτηρία.

Δευτέρα, 19 Ιανουαρίου 532:
Την αυγή ο Υπάτιος και ο Πομπήιος εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα. Ακολούθησαν σκληρά αντίποινα για τους στασιαστές: συλλήψεις, διωγμοί και τιμωρίες. Η Κωνσταντινούπολη πέρασε δύσκολες μέρες, επικράτησε ο φόβος και η πρωτεύουσα ερήμωσε. Δεκαοκτώ επιφανείς συγκλητικοί, μεταξύ των οποίων και ο νεότερος αδελφός του Υπατίου και του Πομπηίου Πρόβος, εξορίστηκαν και η περιουσία τους δημεύτηκε. Επανήλθαν στις θέσεις τους ο Ιωάννης Καππαδόκης και ο Τριβωνιανός. Απαγορεύτηκαν στο εξής και για μερικά χρόνια οι αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο.

Επίλογος:
Μετά τη μεγάλη αυτή αναταραχή, ο Ιουστινιανός θέλησε να ξεχαστούν τα δυσάρεστα γεγονότα το ταχύτερο δυνατόν. Μια από τις πρώτες ενέργειες ήταν η ανακαίνιση της ξακουστής εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, η οποία είχε καταστραφεί από πυρκαγιά στη διάρκεια της στάσης. Ο Ιουστινιανός διέταξε να οικοδομηθεί νέος ναός και για το λόγο αυτό προσέλαβε δύο επιφανείς αρχιτέκτονες, τον Ισίδωρο από τη Μίλητο και τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις.
Στις 27 Δεκεμβρίου 537 έγιναν τα εγκαίνια του ναού. Ο Ιουστινιανός Α΄ οργάνωσε μια μεγαλοπρεπή τελετή, η οποία προσέλαβε χαρακτηριστικά παλλαϊκής γιορτής· για το λαό της πόλης αναφέρεται ότι ψήθηκαν 1.000 βόδια, 6.000 αρνιά, 600 ελάφια, 1.000 γουρούνια και περίπου 10.000 ήμερα και άγρια πτηνά. Ο Ιουστινιανός, υπερήφανος για το επίτευγμά του, λέγεται ότι αναφώνησε τότε την περίφημη φράση: «Δόξα τῷ Θεῷ, τῷ καταξιώσαντί με τοιοῦτον ἔργον ἐπιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!»
_______________
Πηγή: IΔΡΥΜA ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ