●12 Μαρτίου: Οσίου Θεοφάνη του Ομολογητή της Σιγριανής.


Αριστερά: Ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Τοιχογραφία του 1545 από τη Λιτή του Καθολικού της Μονής Σταυρονικήτα. Αγιογράφος είναι ο Θεοφάνης ο Κρητικός ή Θεοφάνης ο Κρης ή Θεοφάνης Μπαθάς Στρελίτζας, ένας από τους εξέχοντες εικονογράφους της Κρητικής Σχολής που γεννήθηκε στο Hράκλειο της Κρήτης στα τέλη του 15ου αιώνα και ήταν η πιο σημαντική φυσιογνωμία στην καλλιτέχνιση εικονογραφιών και αγιογραφιών της συγκεκριμένης περιόδου. Το καθολικό και την τράπεζα της μονής Σταυρονικήτα, το φιλοτέχνησε το 1545 μαζί με το γιο του Συμεών.

Δεξιά: Ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Τοιχογραφία από το Καθολικό της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους, του κρητικού ζωγράφου Ζώρζη, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώιμης μεταβυζαντινής ζωγραφικής και μαθητή του Θεοφάνη του Κρητός. Σύμφωνα με το χειρόγραφο τυπικό της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, που χρονολογείται στο 1634 (αριθ. 64), σημειώνεται ότι «ο Ζώρζης ο Κρής» ήταν ο αγιογράφος της μονής, της οποίας το καθολικό και μέρος της τράπεζας, αγιογραφήθηκε το 1547, όπως μαθαίνουμε από τη σχετική κτητορική επιγραφή: “εζωγραφήθη δε παρά του θαυμαστού τεχνίτου εκείνου κυρ Ζώρζη του Κρητός”.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεοφάνη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής προερχόταν από επιφανή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης που ανήκε στη σύγκλητο, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο πατέρας του, Ισαάκιος, ήταν δρουγγάριος Αιγαίου Πελάγους επί Κωνσταντίνου Ε΄. Ο Θεοφάνης γεννήθηκε το 759 και σύντομα, το 762, έμεινε ορφανός από πατέρα. Όταν ήταν δώδεκα ετών, το 771, νυμφεύθηκε την κόρη ενός πατρικίου και σύμφωνα με τον Βίο του ο γάμος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σε αυτό το σημείο ο Θεοφάνης φαίνεται πως κατατάχθηκε μεταξύ των αυλικών αξιωματούχων, έλαβε τον τίτλο του στράτορα και αργότερα του ανατέθηκε η ανέγερση ενός κάστρου στην ευρύτερη περιοχή της Κυζίκου, αποστολή μετά την οποία προήχθη σε σπαθάριος. Το 780 όμως πέθανε και ο πεθερός του, και ο αυτοκράτορας Λέων Δ΄, και ο Θεοφάνης αποφάσισε να ρευστοποιήσει την περιουσία του και να μονάσει. Ο Θεοφάνης άφησε τη σύζυγό του, Μεγαλώ, σε μονή στην Πρίγκιπο, αποζημιώνοντάς την αδρά, και δίνοντας όρκο ότι δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ.
Ο Θεοφάνης συνδέεται κατά τα φαινόμενα με μία μοναστική κοινότητα που περιλάμβανε αρκετά μοναστήρια στην ευρύτερη περιοχή της Σιγριανής. Μία μονή υπήρχε στα κτήματά του στη Σιγριανή, μία άλλη ανήγειρε σε κτήμα του στη νήσο Καλώνυμο, όπου και εκάρη μοναχός, ενώ για πολλά χρόνια διέμεινε στη μονή Αγίου Χριστοφόρου. Στη συνέχεια ο Θεοφάνης ανήγειρε τη μονή με την οποία συνέδεσε το όνομα του, την επονομαζόμενη του Μεγάλου Αγρού. Σύμφωνα με το Βίο του έλαβε μέρος στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), μετά από την οποία ανέλαβε περιοδεία στις μονές Ελλησπόντου και Βιθυνίας, πιθανώς κατόπιν βασιλικού παραγγέλματος για την αποκατάσταση της ομαλότητας μετά την Εικονομαχία. Τα χρόνια της ειρήνης όμως τελείωσαν το 813, όταν ο νέος αυτοκράτορας, Λέων Ε΄, επιχείρησε να να τον πείσει να συνεργαστεί με το νέο καθεστώς που επιδίωκε την επαναφορά της Εικονομαχίας. Για δύο χρόνια έζησε φυλακισμένος, αρχικά στη μονή Σεργίου και Βάκχου και στη συνέχεια στα ανάκτορα των Ελευθερίου, και πιθανώς το 815 εξορίστηκε στη Σαμοθράκη. Πάσχοντας ήδη από νεφρική ανεπάρκεια, ο Θεοφάνης πέθανε στις 12 Μαρτίου, πιθανώς του 816 (ή 817), ημέρα που εορτάζεται η μνήμη του. Το 822 η σορός του μεταφέρθηκε στον τόπο της τελευταίας του κατοικίας, στη μονή του Μεγάλου Αγρού, και με την αφορμή αυτή ο Θεόδωρος ο Στουδίτης συνέγραψε για τον Θεοφάνη τον Ομολογητή εγκώμιο.
Ο Θεοφάνης ήταν καλλιγράφος και συγγραφέας, μολονότι όμως δεν έχει ακόμα συνδεθεί το όνομά του με κάποιο από τα σωζόμενα χειρόγραφα, είναι γνωστός κυρίως επειδή η Χρονογραφία του αποτελεί την βασική πηγή για την ιστορία του 7ου και του 8ου αι. Το χρονικό ξεκινά με την άνοδο του Διοκλητιανού στο θρόνο (284) ως συνέχεια της Εκλογής Χρονογραφίας του Γεωργίου συγκέλλου και τελειώνει με την άνοδο του Λέοντος Ε΄ στο θρόνο της αυτοκρατορίας (813), πριν την έναρξη της εικονομαχικής του πολιτικής. Τα γεγονότα κατατάσσονται κατά έτη και κατά βασιλείες, πατριαρχείες και θητείες ξένων ηγεμόνων και εκκλησιαστικών ηγετών. Το κείμενο, μολονότι είναι γραμμένο σε απλή, σχεδόν νεοελληνική γλώσσα, η οποία ωστόσο δεν είναι ενιαία, περιέχει πολλές και πυκνές πληροφορίες για τους θεσμούς, πολλές λεπτομέρειες για τις εξελίξεις, για την Εικονομαχία και για τις βασιλείες και τις δυναστικές αλλαγές, και εμπεριέχει καλές πληροφορίες για γεγονότα εκτός της αυτοκρατορίας, που μαρτυρά την εξοικείωσή του με ανατολικές πηγές. Γενικά θεωρείται ότι ο Θεοφάνης συνδύασε τις πολλές πηγές του, αλλά ότι το κείμενο στη μορφή που σώζεται δεν υπέστη μία τελική επεξεργασία. Ο Θεοφάνης ήταν απερίφραστα εικονολάτρης, και τα πάντα εξηγούνται μέσα από αυτή την προσέγγιση, καθώς οι εικονομάχοι «στολίζονται» με ευφάνταστα επίθετα και ευθύνονται για όλες τις φυσικές καταστροφές, σεισμούς, λιμούς και λοιμούς, εκρήξεις ηφαιστείων κλπ. Παρόλα αυτά η Χρονογραφία του Θεοφάνη είναι μία από τις πολυτιμότερες πηγές της Βυζαντινής ιστορίας και φωτίζει ιδιαιτέρως μία από τις «σκοτεινότερες» εποχές του Βυζαντίου.
Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής αποκαλείται «μητρόθειος» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄, δηλαδή θείος από την πλευρά της μητέρας του αυτοκράτορα, Ζωής Καρβονοψίνας. Για την συγγένεια αυτή υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Θεοφάνης είχε τουλάχιστον μία αδελφή, από την οικογένεια της οποίας μπορούσε να έλκει την καταγωγή η αυτοκράτειρα Ζωή. Στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ εξάλλου χρονολογείται η αγιοποίησή του και, κατά τα φαινόμενα, και η συγγραφή των Βίων του, ενώ το έργο του πήρε τη θέση που του άξιζε στην λογοτεχνική δημιουργία της αυτοκρατορίας, καθώς η επίσημη ιστοριογραφία της εποχής ξεκινά καθ’ υπόδειξιν του Κωνσταντίνου Ζ΄ από το σημείο, στο οποίο ο Ομολογητής Θεοφάνης σταμάτησε τη συγγραφή.

●10 Μαρτίου: Αγίας Αναστασίας της Πατρικίας.


H Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.

*Ο Βίος της Αγίας Αναστασίας της Πατρικίας που παραθέτουμε, είχε δημοσιευθεί στον Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τον Ιερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη.

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλείας Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί ὁ αὐτοκράτορας τήν τιμοῦσε ὡς πρώτη πατρικία τοῦ παλατιοῦ. Μήν δίνοντας, ὡστόσο, σημασία στήν ἐπίγεια δόξα, φύλαγε ἡ μακαρία στήν καρδία της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί φρόντιζε μέ ζῆλο νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Ὁ δαίμονας ὅμως, ἄσπονδος ἐχθρός ὅσων ἐπιθυμοῦν τόν ἐνάρετο βίο, παίρνοντας ἀφορμή τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρός αὐτήν ἔσπειρε αἰσθήματα ζηλοφθονίας στήν ψυχή τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅταν ἡ Ἀναστασία πληροφορήθηκε ὅτι ὑπήρξε αἰτία σκανδάλου, ἐκμεταλλευομένη τό γεγονός ἀποχώρησε ἀπό τήν αὐλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ὥστε νά λυτρωθεῖ ἡ αὐτοκράτειρα ἀπό τήν παράλογη ζήλεια, ἐσύ δέ νά ἐτοιμαστεῖς γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ». Κράτησε μικρό μέρος τῆς περιουσίας της, μοίρασε τά ὑπόλοιπα στούς πτωχούς καί ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, κοντά στήν πόλη ἵδρυσε γυναικεία μονή, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτον, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Μονή τῆς Πατρικίας.
Μερικά χρόνια ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου ἐκοιμήθη ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα (548 μ.Χ.), ὁ αὐτοκράτορας ἀναζήτησε παντοῦ τήν ὄμορφη καί ἐνάρετη Ἀναστασία γιά νά τήν παντρευτεῖ. Μόλις ἐκείνη τό πληροφορήθηκε ἐγκατέλειψε τήν μονή καί μετέβη νύκτα στήν Σκήτη, στόν ἀββᾶ Δανιήλ, γιά νά τοῦ ἐκθέσει τό πρόβλημα. Ὁ Γέροντας τήν ἔντυσε τότε μέ ἀντρικά ἐνδύματα, τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἀναστάσιος καί τήν ἐγκατέστησε σέ σπήλαιο μακριά ἀπό τήν Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα νά ζήσει ἐκεῖ μέ νηστεία καί προσευχή χωρίς οὔτε νά ἐξέλθει οὔτε νά δεχθεῖ κανένα. Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἕνας μαθητής του πήγαινε καί τῆς ἄφηνε μιά στάμνα νερό στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καί ἀποσυρόταν σιωπηλά μέ μιά μετάνοια.
Ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα ἔτη ἔζησε μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γενναία καί ἀνδρεία ψυχή, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τόν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ὑπερνικώντας τήν φυσική ἀδυναμία καί τούς μαλθακούς τρόπους τῆς αὐλῆς ἀγωνιζόταν νυχθημερόν κατά τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου καί προπαντός κατά τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων πού τῆς ὑπέβαλλαν νά ἀφήσει τήν ἡσυχία. Ἔγινε ἔτσι μέ τήν προσκαρτερία της σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰδοποιημένη γιά τήν ἐπικείμενη ἐκδημία της ἔγραψε πάνω σέ κεραμίδι στόν ἀββᾶ Δανιήλ νά φέρει τά σύνεργα γιά τόν ἐνταφιασμό της. Ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε μές στή νύκτα μέ θεῖο ὅραμα, ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στήν σπηλιά. Μόλις διάβασε τό μήνυμά της ἔσπευσε νά παραυρεθεῖ στίς τελευταῖες στιγμές της καί ἔπεσε στά πόδια της ζητώντας της νά μεσιτεύσει παρά Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί τούς μαθητές του. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἁγία χαιρέτησε τούς ἀγγέλους πού παρουσιάστηκαν στό πλευρό της καί μέ τό πρόσωπο ὁλόφωτο παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἐπιστρέφοντας στήν Σκήτη ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος ἦταν ἡ ξακουστή πατρικία, πού ἀναζητοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γιά νά τήν νυμφευθεῖ.

●Σαν σήμερα, στις 7 Μαρτίου του 961, ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς καταλαμβάνει τον Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο), δίνοντας τέλος στο Εμιράτο της Κρήτης.

Η πολιορκία του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά. (Ιστορία Ιωάννου Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη Ισπανίας, Μαδρίτη).

Το Εμιράτο της Κρήτης ήταν μια μουσουλμανική πολιτεία στο Μεσογειακό νησί της Κρήτης από το 820 έως την επανακατάληψή του από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 961. Παρόλο που η πολιτεία αναγνώριζε τη φεουδαρχία του Χαλιφάτου των Αββασιδών και διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους Τολουνίδες της Αιγύπτου, ήταν ντε φάκτο ανεξάρτητο.
Μια ομάδα Ανδαλούσιων εξόριστων κατέκτησαν την Κρήτη από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 824 και την καθιέρωσαν γρήγορα ως ανεξάρτητη πολιτεία. Το Εμιράτο και στα 137 χρόνια της ύπαρξής του αποτελούσε έναν από τους βασικότερους εχθρούς του Βυζαντίου. Η Κρήτη έλεγχε τις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου και αποτελούσε βάση για τους μουσουλμάνους κουρσάρους από την Ανατολή, οι οποίοι λεηλατούσαν τις περιοχές της νότιας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξαθλιώνοντας έτσι τις συνθήκες ζωής στο Αιγαίο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε επιχειρήσει αρκετές φορές να υποτάξει την περιοχή αλλά απέτυχε καταστροφικά και ήταν πλέον φανερό πως έπρεπε πάση θυσία να επανακτήσει την Μεγαλόνησο, αλλά οι συνεχείς εσωτερικές έριδες καθυστερούσαν την ανάληψη αυτής της παράτολμης εκστρατείας, ισχυροποιώντας τα θεμέλια της εξουσίας των Σαρακηνών στη Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο, θέτοντας σε κλοιό την ναυτική εμπορική δραστηριότητα στο Αρχιπέλαγος.
Έτσι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση για να καταλάβει το νησί το 949. Ωστόσο η αιφνίδια επίθεση των Βυζαντινών τους οδήγησε σε ήττα, κάτι που τα Βυζαντινά χρονικά αποδίδουν στην ανικανότητα του ευνούχου στρατηγού Κωνσταντίνου Γογγύλη. Ο αυτοκράτορας όμως δεν τα παράτησε και προς τα τέλη της εξουσίας του άρχισε να οργανώνει άλλη μια επίθεση η οποία διεξήχθη από τον διάδοχό του Ρωμανό Β’.
Το 959 ανεβαίνει στον θρόνο της Βασιλεύουσας ο Ρωμανός Β’. Ο Ρωμανός αποφασίζει να αναλάβει δράση απέναντι στους Άραβες και επιλέγει τον Νικηφόρο Φωκά, μέλος της γνωστής και μεγάλης στρατιωτικής οικογένειας των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ο Φωκάς ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου.
Την επόμενη χρονιά ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’ μαζί με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά (ο οποίος Φωκάς και με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής), ετοιμάζουν μία κολοσσιαίων διαστάσεων αρμάδα αποτελούμενη από 2.000 πυροφόρα χελάνδια, 1.000 δρόμωνες και 307 καματηρά (πλοία εφοδιοπομπής) τα οποία συνέθεταν έναν άνευ προηγουμένου στόλο αποτελούμενο από χιλιάδες πολεμιστές.
Οι αραβικές πηγές αναφέρουν στόλο επτακοσίων πλοίων με 72.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Ακόμα και αν ισχύουν οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις των αράβων ιστορικών, το μέγεθος του στόλου και του στρατού ήταν ικανό να προκαλέσει πανικό σε οποιοδήποτε βασίλειο της εποχής. Ο στόλος πέρασε από αρκετά νησιά του Αιγαίου αλλά στη Σαντορίνη σταμάτησε διότι οι Βυζαντινοί ναυτικοί δεν γνώριζαν την διαδρομή νοτιότερα, καθότι λόγω του φόβου που ενέπνεαν οι Σαρακηνοί πειρατές οι κυβερνήτες των αυτοκρατορικών πλοίων δεν τολμούσαν για πολλά χρόνια να προσεγγίσουν την Κρήτη. Τελικά τη λύση την έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί που οδήγησαν τη πανστρατιά του Φωκά στη νησίδα Δία στις ακτές του νησιού.
Από τη νησίδα ο Φωκάς έστειλε κατασκοπευτικά σκάφη ενώ ανέμενε να καταφθάσει ολόκληρος ο στόλος. Οι Σαρακηνοί αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος αλλά γρήγορα αναθάρρησαν και έλαβαν θέσεις στις ακτές για να εμποδίσουν την απόβαση. Καθώς δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο λιμάνι στη περιοχή για να υποστηρίξει τη δύσκολη επιχείρηση, ο Φωκάς αφού έφτασαν όλα τα πλοία, τα εξόπλισε με επικλινείς σανίδες ώστε να διευκολυνθεί η έξοδος των στρατιωτών από αυτά. Τα πληρώματα διετάχθησαν να κωπηλατήσουν προς τη στεριά και μόλις έφτασαν σε κοντινή απόσταση πλήθος τοξευμάτων κατευθύνθηκε προς τους αμυνόμενους Άραβες. Όλες οι κλίμακες των πλοίων κατέβηκαν στη στεριά σχεδόν ταυτόχρονα κάνοντας αδύνατη τη προσπάθεια των Σαρακηνών να εμποδίσουν την απόβαση.
Συντεταγμένες οι βαριά οπλισμένες φάλαγγες των Βυζαντινών χωρίστηκαν στα τρία και βάδισαν εναντίον των εχθρών. Τους έτρεψαν με σχετική ευκολία σε φυγή. Όσοι διεσώθησαν, κατέφυγαν στο οχυρό του Χάνδακα. Οι δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά στρατοπέδευσαν έξω από τη πόλη, τη περικύκλωσαν με πασσάλους και έφτιαξαν και δική τους τάφρο για να αποφύγουν τον αιφνιδιασμό από κάποια νυκτερινή επίθεση των Αράβων. Αυτός εξάλλου ήταν και ο τρόπος πολέμου των Αράβων απέναντι στους σιδερόφρακτους στρατούς τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δύσης. Ένα μείγμα ανταρτοπολέμου, ενεδρών και πολέμου φθοράς. Έτσι είχαν αντιμετωπίσει και τις προηγούμενες προσπάθειες των Βυζαντινών με μεγάλη επιτυχία.
Ο νέος όμως στρατηγός της Αυτοκρατορίας ήταν διαφορετικός από τους προηγούμενους. Εμπειροπόλεμος και αποφασισμένος για την επικράτηση, αλλά και υπομονετικός, συνετός και καρτερικός. Είδε πως το τείχος της πόλης είναι μεγάλο και ισχυρό και πως μια κατά μέτωπο επίθεση τόσο νωρίς θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την απώλεια πολλών δικών του στρατιωτών. Έτσι απέκλεισε την πόλη αλλά και διέταξε ναυτικό αποκλεισμό ολόκληρου του νησιού καθώς ο μεγάλος αριθμός πλοίων του το επέτρεπε. Παράλληλα έστελνε ισχυρές δυνάμεις σε όλη τη Κρήτη για να αποκαταστήσουν τη Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί. Έδινε πολλές συμβουλές για επαγρύπνηση καθώς ο κίνδυνος αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν μεγάλος. Οι στρατηγοί άκουσαν τις συμβουλές του εκτός από τον Νικηφόρο Παστιλά που με ένα άγημα Βαράγγων ενώ γλεντούσαν μετά από κάποια νίκη, δέχθηκαν ξαφνική επίθεση και κατεκόπησαν όλοι από τους Αγαρηνούς.
Ο ηγέτης των Σαρακηνών της Κρήτης Abd al Aziz ibn Schu ‘ab (Κουρουπής για τους Βυζαντινούς) έστειλε μηνύματα για βοήθεια στους ομόθρησκους ηγέτες. Οι εμφύλιες έριδες όμως στον Αραβικό κόσμο έκαναν αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του κινδύνου. Η Αίγυπτος έστειλε μικρές δυνάμεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα και ο εμίρης του Χαλεπίου έστειλε 30.000 ιππείς στη Μικρά Ασία ως αντιπερισπασμό αλλά και αυτοί αναχαιτίσθηκαν από τον Λέοντα Φωκά, αδερφό του Νικηφόρου.
Ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος έδωσε βαρύτητα στον ψυχολογικό πόλεμο. Βομβάρδιζε τα τείχη καθημερινά, περισσότερο για κλονισμό του ηθικού των πολιορκημένων παρά των οχυρώσεων. Παράλληλα οι κατάσκοποι του εντόπισαν ένα μέρος του τείχους που ενώ ήταν χτισμένο πάνω σε πέτρα, όπως όλο το τείχος άλλωστε, κάτω από τη πέτρα υπήρχαν ψαμμιτικά στρώματα. Σε εκείνο το σημείο απέστειλε σκαπανείς για να υπονομεύσουν τους αμυντικούς πύργους της πόλης προετοιμάζοντας τον στρατό για την τελική έφοδο.
Με αυτές τις ενέργειες και με στρατιωτικά γυμνάσια περνούσε ο χειμώνας του 960-961 ο οποίος υπήρξε δριμύς με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα εφόδια του στρατού και να κλονισθεί το ηθικό των ανδρών. Όμως η προσωπική παρέμβαση και το κύρος του Νικηφόρου Φωκά απέτρεψαν τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος. Συγκεκριμένα ο παρακοιμώμενος (πρωθυπουργεύων) του αυτοκράτορα αγόρασε τεράστιες ποσότητες σιταριού, εκ των οποίων το μισό σιτάρι το πούλησε στη μισή τιμή ώστε να ρίξει τις ανεβασμένες τιμές των κερδοσκόπων και το άλλο μισό το έστειλε στη Κρήτη ώστε να ανεφοδιαστεί ο στρατός που βρισκόταν στα όρια της πείνας.
Οι Σαρακηνοί αποφάσισαν εκείνη την εποχή να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και 36.000 πεζοί πραγματοποίησαν επίθεση φανατισμένοι από τα λόγια του εμίρη τους. Ξύρισαν τα κεφάλια τους και βάδισαν εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού με έκδηλο τον θρησκευτικό φανατισμό που χαρακτήριζε τις αραβικές στρατιές της εποχής. Ο Νικηφόρος είχε πληροφορηθεί μέσω κατασκόπων την επικείμενη επίθεση και εφήρμοσε ένα λαμπρό σχέδιο. Έστησε τέσσερις ενέδρες και όταν οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν, ο στρατός του προσποιήθηκε υποχώρηση οδηγώντας έτσι τους αντιπάλους στην ενέδρα. Όταν ο έκλεισε ο κλοιός των Βυζαντινών η μάχη είχε μετατραπεί σε σφαγή. Ο Κουρούπης έκλεισε τις πύλες του Χάνδακα ώστε να αναγκάσει τους πολεμιστές του να αγωνιστούν μέχρι τέλους. Ύστερα από επτά αποτυχημένες επιθέσεις αναγκάστηκε να ανοίξει δίοδο να μπουν οι στρατιώτες του μέσα ώστε να μη χαθεί ολόκληρος ο στρατός του και αναγκαστεί να παραδώσει το οχυρό του εκείνη τη μέρα.
Έτσι λοιπόν, στις 7 Μαρτίου, ο Φωκάς αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική του έφοδο. Τα τείχη είχαν υπονομευθεί κατάλληλα και βομβαρδιστεί ανηλεώς από τους καταπέλτες. Ο αντίπαλος στρατός είχε αποδεκατιστεί κατά την ηρωική του έξοδο και πλέον δεν επαρκούσε για την αποτελεσματική άμυνα του Χάνδακα. Έφερε όλο τον στρατό του μπροστά από τα τείχη και παρέταξε τις φάλαγγες σε πυκνή τετραγωνική διάταξη. Τέλεσε τις απαραίτητες χριστιανικές λειτουργίες (ως βαθιά θρησκευόμενος και ο ίδιος) και ξεκίνησε την επίθεση. Τότε έγινε κάτι που ανέβασε περισσότερο το ηθικό του στρατού. Μια Σαρακηνή μάγισσα ανέβηκε πάνω στα τείχη και έριχνε κατάρες στους στρατιώτες του Βυζαντίου. Ένας επιδέξιος τοξότης βγήκε μπροστά από τους συμπολεμιστές του και με τη πρώτη βολή την γκρέμισε από τις οχυρώσεις.
Το σύνθημα δόθηκε και οι μηχανικοί έβαλαν φωτιά στα τούνελ και το τείχος κατακρημνίστηκε, αφήνοντας μια μεγάλη δίοδο στους πολιορκητές να μπουν στην πόλη. Οι Σαρακηνοί μαζεύτηκαν στο άνοιγμα ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των ανδρών του Νικηφόρου Φωκά αλλά δεν κατάφεραν να αντέξουν για πολύ ώρα. Ήταν απλώς λιγοστοί στον αριθμό πλέον. Όταν οι στρατιώτες μπήκαν εντός της πόλης ξεκίνησαν οι οδομαχίες που πολύ σύντομα μετατράπηκαν σε άγρια σφαγή του πληθυσμού. Μόνο η παρέμβαση του αρχιστράτηγου σταμάτησε το μακελειό. Χιλιάδες άραβες σκοτώθηκαν ενώ πάρα πολλοί αιχμαλωτίστηκαν είτε για να πουληθούν ως σκλάβοι, είτε για να ανταλλαχθούν με χριστιανούς αιχμαλώτους. Η πόλη λεηλατήθηκε, τα τζαμιά καταστράφηκαν και τα τείχη ρίχτηκαν. Ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς αιχμαλωτίστηκαν και αυτοί και στόλισαν τον θρίαμβο του Φωκά στη Κωνσταντινούπολη. Αργότερα ο Ανεμάς θα γινόταν ένας πολυνίκης και πιστός στρατηγός της Αυτοκρατορίας!
Μέρος από τα λάφυρα, ο Φωκάς τα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του από την Κρήτη, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί, αφήνοντας μάλιστα για τη θρησκευτική στήριξη, αναμόρφωση και τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον εκ του Πολεμονιακού Πόντου καταγόμενο Άγιο Νίκωνα τον "Μετανοείτε" και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει έπειτα από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και μεγάλου πλήθους.
Έτσι, μετά από 137 χρόνια η Κρήτη επέστρεψε στην αγκαλιά του Βυζαντίου.

●5 Μαρτίου 2017: Α’ Κυριακή των Νηστειών - της Ορθοδοξίας. (Κινητή εορτή: εορτάζεται 42 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα).

Θρίαμβος της Ορθοδοξίας". Βυζαντινή εικόνα ζωγραφισμένη στην Κωνσταντινούπολη (γύρω στο 1400). 
Είναι ζωγραφισμένη σε ξύλο με αυγοτέμπερα και με επιχρύσωση. Φυλάσσεται στο Βρετανικό μουσείο, στο Λονδίνο.
Είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο επάνω μέρος είναι μια αναπαράσταση της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας και αριστερά η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο νεαρός γιος της, Μιχαήλ Γ’. Στα δεξιά είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος και τρεις μοναχοί υποστηρικτές των εικόνων.
Στο κάτω μέρος είναι 11 Άγιοι από τους οποίους οι 7 είναι αναγνωρίσιμοι. Από αριστερά προς τα δεξιά είναι: Αγία Θεοδοσία (1), Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής (5), Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (6), Άγιος Θεόδωρος και Άγιος Θεοφάνης, οι Γραπτοί (7 και 8), Άγιος Θεοφύλακτος (10) και Άγιος Αρσάκειος (11).

Ἀπολυτίκιον, Ήχος β'.
Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν Ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός·
βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκὶ ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ·
ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν Κόσμον.

Η Α’ Κυριακή των νηστειών της Τεσσαρακοστής, ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αυτήν την ημέρα εορτάζουμε την αναστήλωση των αγίων και σεπτών εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 843.
Η εικονομαχία ξεκίνησε το 726 και τελείωσε το 843. Η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων έβρισκαν αντίθετους τους εικονομάχους, οι οποίοι το θεωρούσαν μορφή ειδωλολατρίας και αποκαλούσαν όσους προσκυνούσαν τις εικόνες εικονολάτρες.
Οι εικονομάχοι ονομάζονται επίσης και εικονοκλάστες επειδή κατέστρεφαν τις εικόνες.

Αρχικά ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον Άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Του είπε ότι δε βρίσκει διαφορές ανάμεσα στις άγιες εικόνες και τα είδωλα και του ζήτησε να τις απομακρύνει, ή αν όσες εικονίζουν αγίους είναι αληθινές να κρεμαστούν ψηλά, για να μην μιαίνονται όταν τις ασπάζεται ο κόσμος με τα αμαρτωλά του χείλη και μολύνονται. Ο Πατριάρχης Γερμανός έκανε ότι μπορούσε για τον αποτρέψει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Το 726 ο Λέων Γ’ εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι εικόνες έπρεπε να τοποθετηθούν πολύ ψηλά στις εκκλησίες (ώστε να μην μπορούν να τις ασπαστούν και να τις προσκυνήσουν οι πιστοί) και ξεκίνησε τη συζήτηση για την κατάργηση των αγίων εικόνων. Θεωρούσε ότι η τίμηση των εικόνων είναι μια μορφή ειδωλολατρίας και το 730 αντικατέστησε τον Πατριάρχη Γερμανό με τον Αναστάσιο και με διάταγμα απαγόρευσε την λατρεία των αγίων εικόνων. Ο Αναστάσιος, που ήταν σύγκελλος του Πατριαρχείου, δέχθηκε να καλύψει την πολιτική των εικονομάχων, αλλά δεν αναγνωρίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο Β’, από τους πατριάρχες της Ανατολής και από τους ορθοδόξους της αυτοκρατορίας.

Ο Κωνσταντίνος Ε’, ο Κοπρώνυμος, αφαίρεσε τις εικόνες από τις εκκλησίες και έκανε διωγμούς ενάντια στους εικονολάτρες. Το 754 συγκάλεσε αντικανονική Οικουμενική Σύνοδο, την λεγόμενη εικονομαχική, στην Ιέρεια για να επιβεβαιώσει δογματικά την εικονομαχία. Εκείνη την εποχή μεγιστοποιήθηκαν οι διωγμοί ενάντια των μοναχών (ο Κωνσταντίνος Ε’ τους θεωρούσε "ειδωλολάτρες και οπαδούς του σκότους"), οι καταστροφές μοναστηριών αλλά και οι καταστροφές των εικόνων. Μάλιστα όταν ένας στρατηγός του τον ενημέρωσε ότι δεν είχε μείνει κανένας μοναχός στην περιοχή της Θράκης, ο Κωνσταντίνος Ε’ του έγραψε ότι "Σε εσένα βρήκα έναν άνθρωπο της καρδιάς μου, κάποιον που δρα όπως θέλω". Κατά την πρώτη περίοδο της εικονομαχίας ξεχώρισε ο Ιωάννης Δαμασκηνός που με επιστολές και λόγους υποστήριξε την προσκύνηση των εικόνων.

Ο γιος του Κοπρώνυμου, Λέων Δ’, και η γυναίκα του Ειρήνη η Αθηναία σταμάτησαν τους διωγμούς και κατάργησαν τις απαγορεύσεις των προηγουμένων. Το 787, μετά το θάνατο του Λέοντα Δ’, η Ειρήνη η Αθηναία καλεί τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία επανέφερε τις εικόνες. Η Σύνοδος αυτή καταδίκαζε την εικονομαχία και όριζε ότι τις εικόνες τις προσκυνούμε τιμητικά αλλά δεν τις λατρεύουμε. Η Ειρήνη η Αθηναία έκτισε και πολλούς ναούς στην πόλη των Αθηνών, ανάμεσά τους τον ναό της Θεοτόκου Γοργοεπηκόου (τώρα είναι ναός του αγίου Ελευθερίου). Περίπου τότε κτίστηκε και ο ναός της Θεοτόκου Καπνικαρέα ή Καμουχαρέα.

Οι επόμενοι αυτοκράτορες (Λέοντας Ε΄ και οι διάδοχοί του Μιχαήλ Β’ Τραυλός και Θεόφιλος) ήταν εικονομάχοι και έτσι οι διαμάχες συνεχίστηκαν μέχρι το 843. Κατά τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας, ο Θεόδωρος Στουδίτης ξεχώρισε απ' τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ως κηδεμόνας του ανήλικου υιού της Μιχαήλ Γ’, προετοίμασε την επικράτηση της Ορθοδοξίας. Συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επανέφερε τις εικόνες επικυρώνοντας τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και τερμάτισε οριστικά την εικονομαχία.

*Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356).
Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Μολονότι ούτε η Εκκλησία, ούτε το κράτος απαγόρεψαν τις γλυπτές αναπαραστάσεις αγίων προσώπων ή ιερών σκηνών, μετά την περίοδο της εικονομαχίας εξαφανίστηκαν τέτοιες αναπαραστάσεις από την Ανατολική Εκκλησία. Η 11 Φεβρουαρίου του 843 (πρώτη Κυριακή των νηστειών της Σαρακοστής εκείνου του έτους), ορίστηκε ως η ημερομηνία που θα γινόταν η αναστήλωση των εικόνων και από τότε εορτάζεται κάθε χρόνο ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Παλιότερα οι ιστορικοί θεωρούσαν ως πιθανή ημερομηνία αναστήλωσης των εικόνων το 842, αλλά οι νέες επιστημονικές μελέτες θέλουν το 843 να είναι η σωστή ημερομηνία.

●Σαν σήμερα, στις 28 Φεβρουαρίου του 870, έληξε η Δ’ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (Η’ Οικουμενική κατά τους Λατίνους, ψευδογδόη κατά τους Βυζαντινούς).


Η Δ’ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως συγκλήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 869 από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ Μακεδόνα με τη συμμετοχή 102 επισκόπων και επικυρώθηκε από τον Πάπα Ανδριανό Β’. Αυτή η Σύνοδος καταδίκασε και καθαίρεσε το Μέγα Φώτιο, ο οποίος είχε προσαχθεί αλλά δεν αναγνώρισε την δικαιοδοσία της και αρνήθηκε να απολογηθεί. Μάλιστα προκειμένου οι αποφάσεις της να έχουν ιδιαίτερο κύρος υπεγράφησαν από τους επισκόπους με Θεία Ευχαριστία πάνω στην Αγία Τράπεζα. Για αυτή τους την πράξη, η οποία θεωρήθηκε βλάσφημη, μετανόησαν πολλοί επίσκοποι αργότερα επιζητώντας την καταστροφή των πρακτικών της Συνόδου.

●Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου 272, γεννήθηκε ο ενδοξότατος πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας και ιδρυτής της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας.

Αριστερά: Εικόνα που παρουσιάζει την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α' βρίσκεται στο κέντρο περιτριγυρισμένος από Εκκλησιαστικούς Πατέρες. Ο ρόλος περιέχει το πρώτο μισό του Συμβόλου Πίστεως Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης.
Δεξιά: Ο Κωνσταντίνος Α΄ της προσφέρει την Κωνσταντινούπολη στην Παναγία. Λεπτομέρεια από ψηφιδωτό που βρίσκεται στην Αγιά Σοφιά.

Ένας από τους Μεγάλους της παγκόσμιας ιστορίας. Γεννημένος στη Ναϊσσό. Γιος του Αυγούστου της Δύσης Κωνστάντιου Χλωρού και της Ελληνίδας Ελένης εκ Βιθυνίας. Ο πρώτος χριστιανός Ρωμαίος αυτοκράτορας και ο πιο πετυχημένος Βυζαντινός ηγέτης. Εξαίρετος πολιτικός και στρατηγός. Δεν νικήθηκε ποτέ του σε μάχη. Οραματιστής και προφανώς εξαιρετικά ικανός, φιλόδοξος και αδίστακτος. Έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις και καθιέρωσε τον Χριστιανισμό.
Το 313 με το Διάταγμα των Μεδιολάνων σταμάτησε τους διωγμούς των χριστιανών και έτσι νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπομένη θρησκεία».
Το 325 συνεκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το 330 ξανάχτισε το Βυζάντιο για να γίνει η "Νέα Ρώμη" και η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας που τελικά πήρε το όνομα Κωνσταντινούπολη.
Μεταξύ των πολλών έργων του: Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ο ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και η παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.

●Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου του 425, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ εκδίδει διάταγμα για την ίδρυση του Πανδιδακτηρίου στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν προτροπής της συζύγου του, Ευδοκίας.

Καθηγητές και φοιτητές στο “Διδασκαλείο των Νόμων”. Μικρογραφία από την ” Σύνοψη Σκυλίτση” (χειρόγραφο του 13ου αι. Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη).

Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος της ιστορίας του ελληνισμού, είναι αυτή της αποκαλούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως την βάπτισαν κάποιοι δυτικοί συγγραφείς διαστρέφοντας το πραγματικό όνομα της μοναδικής αυτοκρατορίας στον κόσμο που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, δηλαδή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο που στην δυτική Ευρώπη, που σήμερα προβάλετε σαν η πιο εξελιγμένη περιοχή της ανθρωπότητας, οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από φρικτές συνθήκες σκοταδισμού και αγνοούσαν βασικά πολιτιστικά στοιχεία, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Στην Δύση η καλλιέργεια του πνεύματος πέρασε σε δεύτερη μοίρα απέναντι στις αρετές της πίστης, του θάρρους και της τιμής. Αξίες που συνδέονταν με τη λατινική λογιότητα και την εκπαίδευση χάθηκαν, και παρόλο που η εγγραμματοσύνη παρέμεινε σημαντική, αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως πρακτική ικανότητα παρά ως δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης. Οι περισσότερες λόγιες προσπάθειας κινούνταν προς τη μίμηση της κλασσικής γραμματείας. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε μετουσιωθεί με την χριστιανική διάσταση που είχε αποκτήσει, στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο, το οποίο καθοδήγησε την Βυζαντινή αυτοκρατορία σε όλη την διάρκεια της ζωής της. Ένας από του μεγαλύτερους πνευματικούς φάρους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων, το γνωστό από την πρώτη του περίοδο σαν «Πανδιδακτήριο», το οποίο από τον ένατο αιώνα όταν μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας έγινε πιο γνωστό σαν πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Πανδιδακτήριο ονομαζόταν στην Κωνσταντινούπολη εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο. Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Κατά τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στη Μαγναύρα, αναφερόμενο και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Η λειτουργία του σταμάτησε οριστικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, ρόλο έπαιξε η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτωρίου, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Τόσον η θέση της Ευδοκίας όσον και η μόρφωση και η ευφυΐα της της εξασφάλιζαν την δυνατότητα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, στην διοίκηση και στην δικαιοσύνη. Στην νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425. Η ανώτερη σχολή της Κωνσταντινούπολης αναδιοργανώθηκε, προωθήθηκαν η ελληνική γλώσσα και ρητορική και μειώθηκαν αντίστοιχα οι ώρες της λατινικής γλώσσας και ρητορικής. Δημιουργήθηκαν συγκεκριμένα δεκαπέντε έδρες για την ελληνική φιλολογία, δεκατρείς για την λατινική και μία έδρα φιλοσοφίας. Κατά την ίδια περίοδο η Ευδοκία φαίνεται να ασκεί την επιρροή της ώστε, διά διατάγματος πλέον, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, ενώ ήδη έχουμε τις πρώτες γνωστές δικαστικές αποφάσεις στην ελληνική. Ταυτοχρόνως, η ελληνική χρησιμοποιείται προοδευτικά και σε ορισμένους τομείς της διοικήσεως. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425 εκδόθηκε διάταγμα από τον Θεοδόσιο Β΄ που ρύθμιζε όσα αφορούσαν την Σχολή. Γινόταν διδασκαλία στα μαθήματα: γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Λειτουργούσε ως ανεξάρτητο ίδρυμα. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Νομική Σχολή απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (Codex Iustinianus) αποτελούσε σύνθεση αυτοκρατορικών νόμων από την εποχή του Αδριανού έως και του Ιουστινιανού, καθώς επίσης και μια αναθεώρηση παλαιότερων νομικών συγγραμμάτων, που είχαν εκδοθεί από Ρωμαίους αυτοκράτορες. Στόχος ήταν η θέσπιση ενός ενιαίου κώδικα, ο οποίος θα ήταν δυνατό να μελετηθεί και να εφαρμοστεί. Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλοποίησης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι ουσιαστικά αποτέλεσε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε την καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου, όπως αυτές κυρίως αποδόθηκαν στα διατάγματα της ΣΤ΄ Νεαράς. Η καταστατική βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, απέρεε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιανός κώδικας θα παρέμενε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού, οι Νεαραί (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά) γράφτηκαν στα Ελληνικά. Στην σχολή δεν διδασκόταν η θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή. Στο Πανδιδακτήριο οι σπουδαστές υπέβαλαν μελέτη με νομοθετικό ή ρητορικό περιεχόμενο πάνω σε προσχέδιο (δρακτόν ή δράγμα) που είχε εγκρίνει διδάσκαλος της σχολής. Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Φωκά (602-610) το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του, αλλά αναβίωσε από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα. Ο σφετεριστής του θρόνου Φωκάς δεν άργησε να αποκαλύψει τον ειδεχθή του χαρακτήρα. Άσχημος στην όψη, ήταν πολύ χειρότερος στη διοίκηση. Σκληρός και αδίστακτος, με τη χρήση βίας να αποτελεί το μοναδικό του τρόπο επιβολής. Εισήγε και εφάρμοσε μεθόδους βασανιστηρίων και τιμωρίας, όπως η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός. Από τους χειρότερους αυτοκράτορες. Επέτρεψε σε εχθρούς να διεισδύσουν και μεταχειρίστηκε με βαναυσότητα όσους διαφωνούσαν με τις πολιτικές του ή αμφισβητούσαν τα δικαιώματά του στο θρόνο. Ο Στέφανος ο Αλεξανδρεύς (7ος αι. μ.Χ.) ήταν ο τελευταίος σπουδαίος Αλεξανδρινός διδάσκαλος της φιλοσοφίας. Μετά το 610 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη (με πρόσκληση του αυτοκράτορα Ηρακλείου) και δίδαξε εκεί ως «οικουμενικός (ή καθολικός) διδάσκαλος (ή φιλόσοφος)» τα μαθήματα της «τετρακτύος». Αναφέρεται ότι η λειτουργία της σχολής διαταράχθηκε σοβαρά την περίοδο της εικονομαχίας αλλά δεν έκλεισε, ενώ αλλού αναφέρεται ότι δε συνέχισε τη δραστηριότητά της για πολύ μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου. Φαίνεται ότι στα πλαίσια της εικονομαχίας (730), έγιναν έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι μυθοπλασίες ακόμη και αν υπάρχει κάποια αλήθεια, έχοντας στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ΄ (717-741) το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνος για την έλλειψη εκπαίδευσης της αυτοκρατορίας. Το 728 ο Λέων εξέδωσε νέο διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η ανάρτηση εικόνων και διατασσόταν οι αρχές να τις αφαιρέσουν απ’ όπου υπήρχαν. Καταργήθηκαν όλες οι δημόσιες σχολές, πλην των νομικών, γιατί διευθύνονταν από μοναχούς και ήταν κέντρα της κατά του αυτοκράτορα αντίδρασης. Το 740 ο Λέων εξέδωσε την Εκλογή των νόμων. Στο προοίμιό της αναφερόταν ότι ήταν μία σύνοψη της νομοθεσίας του Ιουστινιανού, μία κωδικοποίηση των διεσπαρμένων νόμων «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Η Εκλογή ήταν η πρώτη κωδικοποίηση που διατυπώθηκε στα ελληνικά αντί των λατινικών που χρησιμοποιούνταν ως τότε. Κατήργησε την παλλακεία και προστάτεψε τον θεσμό του γάμου θεσπίζοντας αποκλειστικούς λόγους διαζυγίου, έδωσε περιουσιακή ισοτιμία στην γυναίκα και ίσα δικαιώματα επί των τέκνων, και προστάτευε τα ορφανά. Επέτρεψε ρητά για πρώτη φορά τον μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών γάμο. Η θανατική ποινή για τα περισσότερα αδικήματα καταργήθηκε και αντ’ αυτής εισήχθη η ποινή του ακρωτηριασμού, η εξορία και οι χρηματικές ποινές. Και τέλος καταργήθηκε η διάκριση των τάξεων στην απονομή της δικαιοσύνης. Με τον Γεωργικό νόμο καταργήθηκε η σύνδεση του γεωργού με το κτήμα στο οποίο γεννήθηκε ή μακροχρόνια διέμενε, καταργήθηκε δηλαδή η δουλοπαροικία. Σκοπός του Γεωργικού νόμου ήταν να περιοριστεί η επέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας και να ευνοηθεί η τάξη των μικροϊδιοκτητών που αποτελούσε την βάση της άμυνας του κράτους. Γνωστός διδάσκαλος της σχολής ήταν ο Χοιροβοσκός. Οι Ίσαυροι (717-802) φαίνεται πως ονόμασαν τη σχολή «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Κατά τον 9ο αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το 862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας για να διδάσκεται η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», κάτω από τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο μαθηματικός δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Λέων ο Μαθηματικός ήταν περίφημος Βυζαντινός λόγιος του 9ου αιώνα, ένας εκ των πρωτεργατών της Αναγέννησης των Μακεδόνων, μαθηματικός, γεωμέτρης, αστρονόμος και φιλόσοφος. Δίδαξε στην σχολή της Μαγναύρας και η φήμη του ήταν τόση που ο χαλίφης της Βαγδάτηςτον κάλεσε στην Αυλή του για να οργανώσει σχολή. Για τρία χρόνια διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, απομακρύνθηκε όμως μετά το τέλος της Εικονομαχίας. Η φοίτηση στην Σχολή ήταν δωρεάν. Λόγω της θέσης του ήταν γνωστό και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Αναφέρεται ότι στο Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά. Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές. Λόγιος και συγγραφέας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του βυζαντινού εγκυκλοπαιδισμού. Άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο, με εξέχον το σύγγραμμά του περί του Βυζαντινού πρωτοκόλλου "Περί βασιλείου τάξεως", το οποίο έχει σωθεί και αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο και βαρύ πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η Αυτοκρατορική οικογένεια. Τον 11ο ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων". Στο Γυμνάσιο, στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής («Ύπατος των Φιλοσόφων») τέθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους. Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018 - 1078) ήταν Βυζαντινός λόγιος, ιστορικός, φιλόσοφος και πολιτικός και διπλωμάτης με επιβλητικό διδακτικό και συγγραφικό έργο σε όλους τους κλάδους των γραμμάτων και των επιστημών. Είχε σημαντική προσφορά στο χώρο της γενικής και ανώτερης παιδείας, στην οργάνωση και ανάπτυξη της οποίας στον 11 αιώνα η συμβολή του υπήρξε καίρια. Δίδαξε στο Πανδιδακτήριο, δηλαδή το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο είχε αποκτήσει τη θέση του ύπατου των φιλοσόφων (δηλαδή πρύτανη, με τους σημερινούς όρους). Γνωστότερο έργο του είναι η 'Χρονογραφία, εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου 976-1078. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Ψελλός, ενώ το Μιχαήλ ήταν το μοναστικό του όνομα. Ο Ιωάννης ο Ιταλός (1025 – 1090) ήταν Βυζαντινός φιλόσοφος του Μεσαίωνα, που επηρεάστηκε από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Κατείχε την έδρα της φιλοσοφίας στο Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινούπολης, ενώ υπήρξε αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής και πρεσβευτής. Καταγόταν από την βυζαντινή Καλαβρία, σπούδασε στη Νότια Ιταλία και στη συνέχεια φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη με τον Μιχαήλ Ψελλό, τον οποίο διαδέχτηκε στην έδρα του στο Πανδιδακτήριο. Μετά τη Φραγκοκρατία και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261, ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1261-1282) ανέθεσε τη διεύθυνση της σχολής στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη τη διδασκαλία της «τετρακτύος» (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220 - 1282) ήταν σημαντικός Έλληνας λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός του 13ου αιώνα. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261) τοποθετήθηκε ως δάσκαλος φιλοσοφίας και μαθηματικών. Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242 – περ. 1310) ήταν λόγιος, θεολόγος, κληρικός, φιλόσοφος, ιστορικός και μαθηματικός με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Παλαιολόγειας Αναγέννησης στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών.

●Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου του 956, πέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος Λεκαπηνός.


Ο Θεοφύλακτος Λεκαπηνός αποτελεί μία από τις πλέον προβληματικές φυσιογνωμίες της ιστορίας του επισκοπικού αξιώματος του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, που διετέλεσε οικουμενικός Πατριάρχης από τις 2 Φεβρουαρίου του 933 μέχρι και το θάνατό του στις 27 Φεβρουαρίου 956. Ήταν ο νεώτερος γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού. Ο πατέρας του σχεδίαζε από νωρίς να τον εγκαταστήσει στον πατριαρχικό θρόνο γι’ αυτό τον είχε θέσει ως βοηθό του Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού. Μετά τον θάνατο του Νικολάου το 925 και δύο σύντομες πατριαρχίες και αφού άφησε τον θρόνο κενό για 2 χρόνια τελικά στις 2 Φεβρουαρίου 933, μόλις 16 χρονών χειροτονήθηκε από παπικούς απεσταλμένους Πατριάρχης. Κατά την μακρά, 23χρονη πατριαρχία του, υποστήριξε την πολιτική του πατέρα του, υποτάσσοντας στην ουσία την Εκκλησία στην εξουσία του αυτοκράτορα. Παρόλα αυτά σημαντικό γεγονός επί της πατριαρχίας είναι ότι άρχισε ο εκχριστιανισμός των Ούγγρων.
Ο Θεοφύλακτος καθ' όλη τη διάρκεια της αρχιερατείας του αδιαφορούσε για τα ιερατικά του καθήκοντα και συντηρούσε στάβλους με άλογα. Το μόνο πάθος του ήταν η ιππασία και το κυνήγι. Τραυματίστηκε θανάσιμα από πτώση από άλογο και πέθανε μετά από διετή νοσηλεία. Μαζί με τον ετεροθαλή, παράνομο και ευνούχο αδελφό του Βασίλειο είναι οι μόνοι αρσενικοί απόγονοι του Ρωμανού Λεκαπηνού που επιβίωσαν της πτώσης της οικογένειάς του το 945.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι εισήγαγε στην Αγιά Σοφιά σκηνική ορχήστρα για να παρουσιαστούν δραματοποιημένες χριστιανικές σκηνές.

●26 Φεβρουαρίου: Μνήμη χειροτονίας Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σε πρεσβύτερο.

Αριστερά: Απεικόνιση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από ψηφιδωτό στην Αγιά Σοφιά.
Δεξιά: Ιερά Λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (από επάνω προς τα κάτω):
Το δεξί χέρι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Mονή Φιλοθέου, Άθως).
Η Τιμία κάρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Mονή Βατοπεδίου, Άθως).
Λειψανοθήκη με τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Ναός Αγίας Αικατερίνης, Βουκουρέστι).

Σήμερα 26 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την χειροτονία σε πρεσβύτερο, του μεγάλου πατέρα και διδασκάλου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 347 στην Αντιόχεια της Συρίας. Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα, μια ευσεβέστατη, ενάρετη και μορφωμένη χριστιανή. Γρήγορα έμεινε ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του - χήρα τότε 20 ετών - τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο.
Ήταν ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια (κοντά στο διάσημο τότε ρήτορα Λιβάνιο) αλλά και στην Αθήνα. Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, επανήλθε στην Αντιόχεια και αποσύρθηκε στην έρημο και σε ένα από τα πολλά μοναστήρια στα γύρω βουνά της Αντιόχειας για πέντε χρόνια, όπου ασκήτευσε προσευχόμενος και μελετώντας τις Άγιες Γραφές.
Ασθένησε όμως και επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου χειροτονήθηκε διάκονος (381), σε ηλικία 34 ετών, από τον Αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο. Πέραν των λειτουργικών του καθηκόντων ασχολείται με τη συγγραφή και το φιλανθρωπικό έργο της τοπικής Εκκλησίας που συντηρούσε καθημερινά 3.000 άτομα.
Αργότερα δε (386) από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία 40 ετών. Κατά την ιερατική του διακονία ανέπτυξε όλα τα ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θείο ζήλο και πρωτοφανή ευγλωττία στα κηρύγματά του. Έσειε και συγκλόνιζε τα πλήθη της Αντιόχειας και συγκινούσε τις ψυχές των ανθρώπων βαθύτατα. Ο κόσμος έλεγε ότι «έρεε χρυσός» από το στόμα του, γιʼ αυτό και τον ονόμασαν Χρυσόστομο.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το 387, όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη, προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από το λαό της Αντιόχειας.
Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί το Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του την στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι λοιπόν, την 15η Δεκεμβρίου 397, με σύμφωνη γνώμη βασιλιά Αρκαδίου, λαού και Κλήρου, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο, Αρχιεπίσκοπος.
Έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι που ο ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ. Και από την θέση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος, εκτός των άλλων, υπήρξε αυστηρός ασκητής και δεινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, όπως φαίνεται και από τα πολλά συγγράμματά του (διασώθηκαν 804, περίπου, ομιλίες του).
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη, τη Σκυθία και τη Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας που θα απολάμβαναν τα κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, φωτογράφιζε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Δηλαδή είχε ως στόχο όχι μόνο την απομάκρυνσή του, αλλά και την εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι και τον εξόρισαν. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος, κατηγορούμενος επίσης για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάσθηκε.
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού, που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας, του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγια Σοφιάς, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν Ιωαννίται.
Ο Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατά πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι' αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του, γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος -η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει ώστε να ακουστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 στα Κόμανα του Πόντου.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι λόγω της εορτής της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μετατέθηκε η εορτή της μνήμης του την 13η Νοεμβρίου.
Παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρακάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε».
Η μνήμη του εορτάζεται επίσης και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, των Τριών Ιεραρχών.
Υπήρξε και αναγνωρίζεται ως ο πιο άριστος και δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός, με τόσο πλούτο και τόση σαφήνεια τα νοήματα των θείων Γραφών, ούτε υπήρξε εφάμιλλος του στην ετοιμολογία, την απλότητα αλλά και στη φλόγα και τη δύναμη της ρητορείας. Υπήρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης απαράμιλλος, βαθύτατος και διεισδυτικότατος, ψυχολόγος και καταπληκτικός κοινωνιολόγος με αίσθημα χριστιανικής ισότητας, χωρίς προνομιούχους, με καθολική αδελφότητα. Ανήκει σε αυτούς που φαίνονται «ως φωστήρες εν κόσμω» δηλαδή σαν φωτεινά αστέρια μέσα στο κόσμο.
Από ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε ότι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στους ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιό χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.
Ο Χρυσόστομος άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο, το οποίο καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Τα έργα του μάλιστα, διαβάζονταν και αντιγράφονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα να σωθούν σε χιλιάδες χειρόγραφα, αλλά και να αυξηθούν. Αυτό συνέβη λόγω της ενσυνείδητης ψευδωνυμίας μερικών αφανών συγγραφέων ώστε να διαβαστούν τα έργα τους. Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο Σεβηριανός Γαβάλων, που υπήρξε δεινός ρήτορας της εποχής και ο οποίος υπέγραφε τους λόγους ως Χρυσοστομικούς, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Χρυσοστόμου θα τους καταστρέψουν, αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το διωγμό του. Επίσης μεγάλη ευθύνη φέρουν συγγραφείς, αντιγραφείς και συλλέκτες, οι οποίοι παρότι βρίσκονταν ενώπιον αμφιβόλου προελεύσεως συγγράματα τα έχριζαν Χρυσοστομικά. Μεγάλο μέρος ομιλιών του έχουν χαθεί, ενώ γνωρίζουμε ότι είχαν δοθεί πολλές επιστολές του προς έκδοση αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε.
Το έργο του διακρίνεται σε πραγματείες (ασκητικές, ηθικοπαιδαγωγικές, ποιμαντικές, απολογητικές), λόγους (δογματικούς, σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις, ηθικοδιδακτικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικούς, ερμηνευτικούς) και επιστολές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των Άγιων Γραφών. Με το κήρυγμά του έκανε διαδοχικές εξηγήσεις της Βίβλου. Έχουν διαφυλαχθεί περίπου 600 λόγοι του Ιωάννη σε ποικίλα θέματα. Απ’ αυτούς 67 είναι για τη Γένεση, 59 για τους Ψαλμούς, 90 για το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, 88 για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, 55 για τις Πράξεις των Αποστόλων, 34 για την Προς Εβραίους Επιστολή κλπ. Ο αναγνώστης κάθε εποχής μελετώντας το έργο του, διαπιστώνει τη συναρπαστική ρητορική του δεινότητα, την παιδαγωγική ευελιξία, τη σπάνια βιβλική κατάρτιση, την ψυχοδιαγνωστική του ικανότητα, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.
Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιόδου διακρίνονται για την μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως την διδάχθηκε από τον τον γνωστό αττικιστή ρητοριοδιδάσκαλο Λιβάνιο, μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλητικής και συγγραφικής του δράσης.
Οι ομιλίες του είχαν ως βάση και σημείο εκκίνησης βιβλικά χωρία, τα οποία είχε ασφαλώς επεξεργαστεί και ως αναγνώστης και διάκονος. Οι ομιλίες καταγράφονταν από ταχογράφους, που εν συνεχεία δέχονταν κάποιες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να μην είμαστε τελείως βέβαιοι ότι απαγγέλθηκαν ακριβώς με τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Οι ομιλίες του είναι φανερό ότι προϋποθέτουν όχι μόνο μακρά και επίπονη έρευνα αλλά και διδακτικό - εξηγητικό έργο, μεγαλύτερο από αυτό που προσδιοριζόταν από τις σωζόμενες ομιλίες του. Οι ομιλίες δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης ανώτερης σχολής, διότι είναι συνήθως σύντομες περίπου 15 λεπτών. Άλλες πάλι ξεπερνούν και τα 45, ανάλογα με το ερμηνευόμενο Ευαγγελικό χωρίο.
Τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η λειτουργία που έγραψε και φέρει το όνομά του (Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου) τελείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε Κυριακή μέχρι και σήμερα, αλλά και σε καθολικές εκκλησίες όπως το εξαρχικό (ελληνόρυθμο) μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης κοντά στη Ρώμη.

Εορτάζεται: Από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις εξής ημέρες:
27 Ιανουαρίου: ανακομιδή των λειψάνων του το 438 από τον Πατριάρχη Πρόκλο.
30 Ιανουαρίου: των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
26 Φεβρουαρίου: η χειροτονία του σε πρεσβύτερο.
13 Νοεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεμβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).
15 Δεκεμβρίου: χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Από την Ρωμαιοκαθολική, την Λουθηρανική και την Αγγλικανική Εκκλησία:
13 Σεπτεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου

Τα οστά του βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1204. Μετά την πτώση της στους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, αλλά επιστράφηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 800 χρόνια μετά, στις 27 Νοεμβρίου 2004 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄.

Ιερά Λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:
Η Κάρα με αδιάφθορο το αριστερό αυτί βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. Η Εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι αυτό ήταν το αυτί που ο μαθητής του Χρυσοστόμου Πρόκλος έβλεπε τον Απόστολο Παύλο να υπαγορεύει την ερμηνεία των αποστολικών χωρίων και των Γραφών προς τον Χρυσόστομο.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορη στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους.
Δύο τμήματα της αριστεράς του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και ένα τμήμα της στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Μεγάλο τεμάχιο κνήμης και τέσσερα τεμάχια του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
Δάκτυλος του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους.
Αδιάφθορο μέρος του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Ιβήρων Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας και Κύκκου Κύπρου και στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.