Μιχαήλ Ζ’ Δούκας ο Παραπινάκης

Επάνω αριστερά: Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, στο πίσω μέρος του Ιερού Στέμματος της Ουγγαρίας. Ήταν δώρο του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα προς το βασιλέα Γέζα Α’ της Ουγγαρίας(1074-77). Η προσφορά του στέμματος αυτού, όπως και του στέμματος του Μονομάχου, εντάσσεται στις ενέργειες του Βυζαντινού κράτους για σύσφιξη των συμμαχικών δεσμών με τους γειτονικούς ηγεμόνες. Πρόκειται για μια περίοδο όπου οι εξωτερικοί εχθροί πληθαίνουν (Βούλγαροι, Σέρβοι, Σελτζούκοι Τούρκοι) και το Βυζάντιο αναζητεί συμμάχους στη Δύση, στη Βόρεια Ιταλία και στην Ουγγαρία).
Επάνω δεξιά: Το Ιερό στέμμα όπως εκτίθεται (από το 2000) στην κεντρική αίθουσα 
του κτιρίου του Ουγγρικού Κοινοβουλίου.
Κέντρο: Το Ιερό στέμμα υπό από το άγρυπνο βλέμμα της Βασιλικής φρουράς της Ουγγαρίας.
Κάτω: Το Ιερό στέμμα επίσης στο αναμνηστικό τραπεζογραμμάτιο 2000 HUF, που εκδόθηκε το 2000, την επέτειο της χιλιετίας της στέψης του βασιλιά Στεφάνου Α’ της Ουγγαρίας.
Ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, γνωστός και ως ο Παραπινάκης, ήταν αυτοκράτορας το 1067 (για λίγους μήνες) και από το 1071 μέχρι το 1078.
Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα και της Ευδοκίας Μακρεμβολίτου. Νήπιο σχεδόν εστέφθη συμβασιλέας από τον πατέρα του και δεκαετής περίπου τον διαδέχθηκε, όταν εκείνος πέθανε το Μάιο του 1067. Μετά από λίγους μήνες η μητέρα του παντρεύτηκε το στρατηγό Ρωμανό Διογένη, οπότε τον Ιανουάριο του 1068 του παρέδωσε τη βασιλική αρχή.
Το φθινόπωρο του 1071, όταν έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’, οι φίλοι του Δούκα -πρωτοστατούντος του καίσαρα Ιωάννη Δούκα- αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Μιχαήλ και εξόρισαν την Ευδοκία στο μοναστήρι της Πιπερούς, που η ίδια είχε ιδρύσει στην Προποντίδα, όπου δια της βίας εκάρη μοναχή. Στο μεταξύ ο Ρωμανός Δ’ ελευθερωθείς από τον Σουλτάνο Άλπ Αρσλάν ερχόταν να διεκδικήσει το θρόνο. Τότε ο Μιχαήλ Ζ’ θορυβηθείς εξαπέστειλε στρατεύματα τα οποία συνέλαβαν τον Ρωμανό Δ’ και τον τύφλωσαν.
Ο Μιχαήλ Ζ’ αναλαμβάνοντας την Αρχή προσέλαβε ως λογοθέτη των δρόμων τον ευνούχο Νικηφόρο (Νικηφορίτζη), ο οποίος απομάκρυνε από τα ανάκτορα όλους τους συγγενείς και φίλους του αυτοκράτορα. Είχε καταστεί δε πανίσχυρος κυβερνήτης με αδικίες και καταχρήσεις. Έφθασε δε να πουλά το σίτο στο λαό αντί ενός μεδίμνου και τούτο ελλιπή «παρά πινακίω», εξ ου και το προσωνύμιο "ο Παραπινάκης".
Στη σιτοδεία και τον λιμό που ενέσκηψαν ήρθε να προστεθεί και η επιδρομή των Τούρκων, που θεώρησαν άκυρες τις συνομολογηθείσες συμφωνίες με τον Ρωμανό Δ’ και εισβάλλοντας στη Μικρά Ασία κατέλαβαν τις εκεί περιοχές. Τον ίδιο καιρό συνέβη και η ανταρσία του Φράγκου Ουρσελίου, η επανάσταση της Βουλγαρίας, η επιδρομή των Χρωβατών (Κροατών) στην Ιλλυρία και των Νορμανδών στην κάτω Ιταλία, οι οποίοι στη συνέχεια στράφηκαν στα αλβανικά παράλια. Εναντίον αυτών εστάλη ο στρατηγός Δαμιανός Δαλασσηνός, ο οποίος ηττήθηκε κατά κράτος από τους Βουλγάρους και τους συμμάχους τους Σέρβους. Αποσταλείς στη συνέχεια ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος κατόρθωσε να ειρηνεύσει τις χώρες εκείνες και να καθυποτάξει τους Βουλγάρους και να εκδιώξει τους Χρωβάτες, τους Σέρβους και τους Νορμανδούς. Νέες όμως θύελλες εξερράγησαν.
Ο στρατηγός Νέστωρ στη Δρίστρια (σημερ. Σιλίστρια) της Βουλγαρίας, δυσαρεστηθείς για την αργοπορία της μισθοδοσίας του και του στρατού του, απαίτησε τη καθαίρεση του Νικηφορίτζη. Αρνούμενος ο Μιχαήλ Ζ’, ο Νέστωρ στασίασε προσλαμβάνοντας για συμμάχους του τους Πατσινάκες ή Πατσενέγκες και φθάνοντας στα προάστια της Κωνσταντινούπολης, όπου οι κάτοικοι πέθαιναν σωρηδόν από τον λοιμό μένοντας άταφοι.
Μπροστά σ' αυτές τις συμφορές ο Μιχαήλ Ζ’ παρέμεινε ανάλγητος και προχώρησε στην καθαίρεση του δαφνοστεφή στρατηγού Νικηφόρου Βρυέννιου και του στρατηγού Βασιλάκιου. Τότε ο Βρυέννιος στασίασε και αναγορεύθηκε «αυτοκράτορας πασών των επαρχιών από Δυρραχίου μέχρι Αδριανουπόλεως» και αυτής της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε στασίασε και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης από τη Μικρά Ασία που έφθασε στη Χαλκηδόνα και στη Χρυσόπολη κυριεύοντας τα στενά του Βοσπόρου. Τότε εξερράγη λαϊκή εξέγερση: πρόκριτοι και λαός πήραν τα όπλα την Κυριακή του Λαζάρου 1078, επιτέθηκαν στη φρουρά των ανακτόρων και τελικά αιχμαλώτισαν τον Μιχαήλ Ζ’ και εξανάγκασαν αυτόν και την αυτοκράτειρα Μαρία να καρούν μοναχοί. Τη μεθεπομένη εισήλθε στη πόλη επευφημούμενος ο νέος αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης.
Μετά από κάποιο χρόνο ο Μιχαήλ Ζ’ προεχειρίσθη μητροπολίτης Εφέσου, αλλά μεταμεληθείς επέστρεψε στη μονή Στουδίου, κατ΄ άλλους στη Μονή του Μανουήλ, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του (1090).
Ο Μιχαήλ Ζ’ από το γάμο του με τη Μαρία απέκτησε ένα γιο, τον πορφυρογέννητο Κωνσταντίνο, τον οποίο σε μικρή ηλικία μνήστευσε με την κόρη του Νορμανδού ηγεμόνα της Κάτω Ιταλίας, Ροβέρτου Γισκάρδου. Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, ανεβαίνοντας στο θρόνο το 1081, μνήστευσε αυτόν με τη κόρη του, Άννα. Από αυτό λαμβάνοντας αφορμή ο Ροβέρτος Γισκάρδος επιχείρησε το 1081 την κατά του Βυζαντίου μεγάλη εκστρατεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου