●Σαν σήμερα, στις 7 Μαρτίου του 961, ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς καταλαμβάνει τον Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο), δίνοντας τέλος στο Εμιράτο της Κρήτης.

Η πολιορκία του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά. (Ιστορία Ιωάννου Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη Ισπανίας, Μαδρίτη).

Το Εμιράτο της Κρήτης ήταν μια μουσουλμανική πολιτεία στο Μεσογειακό νησί της Κρήτης από το 820 έως την επανακατάληψή του από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 961. Παρόλο που η πολιτεία αναγνώριζε τη φεουδαρχία του Χαλιφάτου των Αββασιδών και διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους Τολουνίδες της Αιγύπτου, ήταν ντε φάκτο ανεξάρτητο.
Μια ομάδα Ανδαλούσιων εξόριστων κατέκτησαν την Κρήτη από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 824 και την καθιέρωσαν γρήγορα ως ανεξάρτητη πολιτεία. Το Εμιράτο και στα 137 χρόνια της ύπαρξής του αποτελούσε έναν από τους βασικότερους εχθρούς του Βυζαντίου. Η Κρήτη έλεγχε τις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου και αποτελούσε βάση για τους μουσουλμάνους κουρσάρους από την Ανατολή, οι οποίοι λεηλατούσαν τις περιοχές της νότιας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξαθλιώνοντας έτσι τις συνθήκες ζωής στο Αιγαίο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε επιχειρήσει αρκετές φορές να υποτάξει την περιοχή αλλά απέτυχε καταστροφικά και ήταν πλέον φανερό πως έπρεπε πάση θυσία να επανακτήσει την Μεγαλόνησο, αλλά οι συνεχείς εσωτερικές έριδες καθυστερούσαν την ανάληψη αυτής της παράτολμης εκστρατείας, ισχυροποιώντας τα θεμέλια της εξουσίας των Σαρακηνών στη Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο, θέτοντας σε κλοιό την ναυτική εμπορική δραστηριότητα στο Αρχιπέλαγος.
Έτσι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση για να καταλάβει το νησί το 949. Ωστόσο η αιφνίδια επίθεση των Βυζαντινών τους οδήγησε σε ήττα, κάτι που τα Βυζαντινά χρονικά αποδίδουν στην ανικανότητα του ευνούχου στρατηγού Κωνσταντίνου Γογγύλη. Ο αυτοκράτορας όμως δεν τα παράτησε και προς τα τέλη της εξουσίας του άρχισε να οργανώνει άλλη μια επίθεση η οποία διεξήχθη από τον διάδοχό του Ρωμανό Β’.
Το 959 ανεβαίνει στον θρόνο της Βασιλεύουσας ο Ρωμανός Β’. Ο Ρωμανός αποφασίζει να αναλάβει δράση απέναντι στους Άραβες και επιλέγει τον Νικηφόρο Φωκά, μέλος της γνωστής και μεγάλης στρατιωτικής οικογένειας των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ο Φωκάς ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου.
Την επόμενη χρονιά ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’ μαζί με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά (ο οποίος Φωκάς και με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής), ετοιμάζουν μία κολοσσιαίων διαστάσεων αρμάδα αποτελούμενη από 2.000 πυροφόρα χελάνδια, 1.000 δρόμωνες και 307 καματηρά (πλοία εφοδιοπομπής) τα οποία συνέθεταν έναν άνευ προηγουμένου στόλο αποτελούμενο από χιλιάδες πολεμιστές.
Οι αραβικές πηγές αναφέρουν στόλο επτακοσίων πλοίων με 72.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Ακόμα και αν ισχύουν οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις των αράβων ιστορικών, το μέγεθος του στόλου και του στρατού ήταν ικανό να προκαλέσει πανικό σε οποιοδήποτε βασίλειο της εποχής. Ο στόλος πέρασε από αρκετά νησιά του Αιγαίου αλλά στη Σαντορίνη σταμάτησε διότι οι Βυζαντινοί ναυτικοί δεν γνώριζαν την διαδρομή νοτιότερα, καθότι λόγω του φόβου που ενέπνεαν οι Σαρακηνοί πειρατές οι κυβερνήτες των αυτοκρατορικών πλοίων δεν τολμούσαν για πολλά χρόνια να προσεγγίσουν την Κρήτη. Τελικά τη λύση την έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί που οδήγησαν τη πανστρατιά του Φωκά στη νησίδα Δία στις ακτές του νησιού.
Από τη νησίδα ο Φωκάς έστειλε κατασκοπευτικά σκάφη ενώ ανέμενε να καταφθάσει ολόκληρος ο στόλος. Οι Σαρακηνοί αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος αλλά γρήγορα αναθάρρησαν και έλαβαν θέσεις στις ακτές για να εμποδίσουν την απόβαση. Καθώς δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο λιμάνι στη περιοχή για να υποστηρίξει τη δύσκολη επιχείρηση, ο Φωκάς αφού έφτασαν όλα τα πλοία, τα εξόπλισε με επικλινείς σανίδες ώστε να διευκολυνθεί η έξοδος των στρατιωτών από αυτά. Τα πληρώματα διετάχθησαν να κωπηλατήσουν προς τη στεριά και μόλις έφτασαν σε κοντινή απόσταση πλήθος τοξευμάτων κατευθύνθηκε προς τους αμυνόμενους Άραβες. Όλες οι κλίμακες των πλοίων κατέβηκαν στη στεριά σχεδόν ταυτόχρονα κάνοντας αδύνατη τη προσπάθεια των Σαρακηνών να εμποδίσουν την απόβαση.
Συντεταγμένες οι βαριά οπλισμένες φάλαγγες των Βυζαντινών χωρίστηκαν στα τρία και βάδισαν εναντίον των εχθρών. Τους έτρεψαν με σχετική ευκολία σε φυγή. Όσοι διεσώθησαν, κατέφυγαν στο οχυρό του Χάνδακα. Οι δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά στρατοπέδευσαν έξω από τη πόλη, τη περικύκλωσαν με πασσάλους και έφτιαξαν και δική τους τάφρο για να αποφύγουν τον αιφνιδιασμό από κάποια νυκτερινή επίθεση των Αράβων. Αυτός εξάλλου ήταν και ο τρόπος πολέμου των Αράβων απέναντι στους σιδερόφρακτους στρατούς τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δύσης. Ένα μείγμα ανταρτοπολέμου, ενεδρών και πολέμου φθοράς. Έτσι είχαν αντιμετωπίσει και τις προηγούμενες προσπάθειες των Βυζαντινών με μεγάλη επιτυχία.
Ο νέος όμως στρατηγός της Αυτοκρατορίας ήταν διαφορετικός από τους προηγούμενους. Εμπειροπόλεμος και αποφασισμένος για την επικράτηση, αλλά και υπομονετικός, συνετός και καρτερικός. Είδε πως το τείχος της πόλης είναι μεγάλο και ισχυρό και πως μια κατά μέτωπο επίθεση τόσο νωρίς θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την απώλεια πολλών δικών του στρατιωτών. Έτσι απέκλεισε την πόλη αλλά και διέταξε ναυτικό αποκλεισμό ολόκληρου του νησιού καθώς ο μεγάλος αριθμός πλοίων του το επέτρεπε. Παράλληλα έστελνε ισχυρές δυνάμεις σε όλη τη Κρήτη για να αποκαταστήσουν τη Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί. Έδινε πολλές συμβουλές για επαγρύπνηση καθώς ο κίνδυνος αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν μεγάλος. Οι στρατηγοί άκουσαν τις συμβουλές του εκτός από τον Νικηφόρο Παστιλά που με ένα άγημα Βαράγγων ενώ γλεντούσαν μετά από κάποια νίκη, δέχθηκαν ξαφνική επίθεση και κατεκόπησαν όλοι από τους Αγαρηνούς.
Ο ηγέτης των Σαρακηνών της Κρήτης Abd al Aziz ibn Schu ‘ab (Κουρουπής για τους Βυζαντινούς) έστειλε μηνύματα για βοήθεια στους ομόθρησκους ηγέτες. Οι εμφύλιες έριδες όμως στον Αραβικό κόσμο έκαναν αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του κινδύνου. Η Αίγυπτος έστειλε μικρές δυνάμεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα και ο εμίρης του Χαλεπίου έστειλε 30.000 ιππείς στη Μικρά Ασία ως αντιπερισπασμό αλλά και αυτοί αναχαιτίσθηκαν από τον Λέοντα Φωκά, αδερφό του Νικηφόρου.
Ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος έδωσε βαρύτητα στον ψυχολογικό πόλεμο. Βομβάρδιζε τα τείχη καθημερινά, περισσότερο για κλονισμό του ηθικού των πολιορκημένων παρά των οχυρώσεων. Παράλληλα οι κατάσκοποι του εντόπισαν ένα μέρος του τείχους που ενώ ήταν χτισμένο πάνω σε πέτρα, όπως όλο το τείχος άλλωστε, κάτω από τη πέτρα υπήρχαν ψαμμιτικά στρώματα. Σε εκείνο το σημείο απέστειλε σκαπανείς για να υπονομεύσουν τους αμυντικούς πύργους της πόλης προετοιμάζοντας τον στρατό για την τελική έφοδο.
Με αυτές τις ενέργειες και με στρατιωτικά γυμνάσια περνούσε ο χειμώνας του 960-961 ο οποίος υπήρξε δριμύς με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα εφόδια του στρατού και να κλονισθεί το ηθικό των ανδρών. Όμως η προσωπική παρέμβαση και το κύρος του Νικηφόρου Φωκά απέτρεψαν τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος. Συγκεκριμένα ο παρακοιμώμενος (πρωθυπουργεύων) του αυτοκράτορα αγόρασε τεράστιες ποσότητες σιταριού, εκ των οποίων το μισό σιτάρι το πούλησε στη μισή τιμή ώστε να ρίξει τις ανεβασμένες τιμές των κερδοσκόπων και το άλλο μισό το έστειλε στη Κρήτη ώστε να ανεφοδιαστεί ο στρατός που βρισκόταν στα όρια της πείνας.
Οι Σαρακηνοί αποφάσισαν εκείνη την εποχή να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και 36.000 πεζοί πραγματοποίησαν επίθεση φανατισμένοι από τα λόγια του εμίρη τους. Ξύρισαν τα κεφάλια τους και βάδισαν εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού με έκδηλο τον θρησκευτικό φανατισμό που χαρακτήριζε τις αραβικές στρατιές της εποχής. Ο Νικηφόρος είχε πληροφορηθεί μέσω κατασκόπων την επικείμενη επίθεση και εφήρμοσε ένα λαμπρό σχέδιο. Έστησε τέσσερις ενέδρες και όταν οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν, ο στρατός του προσποιήθηκε υποχώρηση οδηγώντας έτσι τους αντιπάλους στην ενέδρα. Όταν ο έκλεισε ο κλοιός των Βυζαντινών η μάχη είχε μετατραπεί σε σφαγή. Ο Κουρούπης έκλεισε τις πύλες του Χάνδακα ώστε να αναγκάσει τους πολεμιστές του να αγωνιστούν μέχρι τέλους. Ύστερα από επτά αποτυχημένες επιθέσεις αναγκάστηκε να ανοίξει δίοδο να μπουν οι στρατιώτες του μέσα ώστε να μη χαθεί ολόκληρος ο στρατός του και αναγκαστεί να παραδώσει το οχυρό του εκείνη τη μέρα.
Έτσι λοιπόν, στις 7 Μαρτίου, ο Φωκάς αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική του έφοδο. Τα τείχη είχαν υπονομευθεί κατάλληλα και βομβαρδιστεί ανηλεώς από τους καταπέλτες. Ο αντίπαλος στρατός είχε αποδεκατιστεί κατά την ηρωική του έξοδο και πλέον δεν επαρκούσε για την αποτελεσματική άμυνα του Χάνδακα. Έφερε όλο τον στρατό του μπροστά από τα τείχη και παρέταξε τις φάλαγγες σε πυκνή τετραγωνική διάταξη. Τέλεσε τις απαραίτητες χριστιανικές λειτουργίες (ως βαθιά θρησκευόμενος και ο ίδιος) και ξεκίνησε την επίθεση. Τότε έγινε κάτι που ανέβασε περισσότερο το ηθικό του στρατού. Μια Σαρακηνή μάγισσα ανέβηκε πάνω στα τείχη και έριχνε κατάρες στους στρατιώτες του Βυζαντίου. Ένας επιδέξιος τοξότης βγήκε μπροστά από τους συμπολεμιστές του και με τη πρώτη βολή την γκρέμισε από τις οχυρώσεις.
Το σύνθημα δόθηκε και οι μηχανικοί έβαλαν φωτιά στα τούνελ και το τείχος κατακρημνίστηκε, αφήνοντας μια μεγάλη δίοδο στους πολιορκητές να μπουν στην πόλη. Οι Σαρακηνοί μαζεύτηκαν στο άνοιγμα ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των ανδρών του Νικηφόρου Φωκά αλλά δεν κατάφεραν να αντέξουν για πολύ ώρα. Ήταν απλώς λιγοστοί στον αριθμό πλέον. Όταν οι στρατιώτες μπήκαν εντός της πόλης ξεκίνησαν οι οδομαχίες που πολύ σύντομα μετατράπηκαν σε άγρια σφαγή του πληθυσμού. Μόνο η παρέμβαση του αρχιστράτηγου σταμάτησε το μακελειό. Χιλιάδες άραβες σκοτώθηκαν ενώ πάρα πολλοί αιχμαλωτίστηκαν είτε για να πουληθούν ως σκλάβοι, είτε για να ανταλλαχθούν με χριστιανούς αιχμαλώτους. Η πόλη λεηλατήθηκε, τα τζαμιά καταστράφηκαν και τα τείχη ρίχτηκαν. Ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς αιχμαλωτίστηκαν και αυτοί και στόλισαν τον θρίαμβο του Φωκά στη Κωνσταντινούπολη. Αργότερα ο Ανεμάς θα γινόταν ένας πολυνίκης και πιστός στρατηγός της Αυτοκρατορίας!
Μέρος από τα λάφυρα, ο Φωκάς τα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του από την Κρήτη, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί, αφήνοντας μάλιστα για τη θρησκευτική στήριξη, αναμόρφωση και τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον εκ του Πολεμονιακού Πόντου καταγόμενο Άγιο Νίκωνα τον "Μετανοείτε" και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει έπειτα από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και μεγάλου πλήθους.
Έτσι, μετά από 137 χρόνια η Κρήτη επέστρεψε στην αγκαλιά του Βυζαντίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου