Η επαπειλούμενη κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ώθησε πολλούς
αυτοκράτορες του Βυζαντίου, από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, να ζητήσουν
οικονομική και στρατιωτική βοήθεια από τα βασίλεια της Δύσης. Μάλιστα κατά τη
διάρκεια της γνωστής περιοδείας του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου στη Δύση, ο ίδιος
προσπάθησε να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια κατά των Τούρκων,
ακόμα και ενεχυριάζοντας, πουλώντας και δωρίζοντας άγια λείψανα, ανάμεσα στα
οποία ήταν τεμάχια του Τιμίου Σταυρού, τεμάχια του χιτώνα του Χριστού, αυτόν
που άγγιξε η αιμορροούσα γυναίκα και θεραπεύτηκε, τεμάχια του σπόγγου από τα
Πάθη του Χριστού, λείψανα αποστόλων και άλλων αγίων. Η αποστολή δεν ευοδώθηκε,
αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλά λείψανα μεταφέρθηκαν έτσι στη Δύση και διασώθηκαν.
Το Βυζάντιο το 1400 |
Στις 9 Δεκεμβρίου 1395, μετά από, περισσότερο του ενός χρόνου, εμπειρία
πολιορκίας του από τους Τούρκους, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ ο Παλαιολόγος ήταν
έτοιμος να προσφέρει το χιτώνα του Χριστού και άλλα λείψανα ως εξασφάλιση για
ένα δάνειο που ήλπιζε να λάβει από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Η
Βενετία, όμως, όπως γνωρίζουμε από τα σωζόμενα έγγραφα, αρνήθηκε την προσφορά
του αυτοκράτορα, υποστηρίζοντας ότι η μεταφορά αυτών των εξαίσιων και σεβαστών
αντικειμένων θα μπορούσε να οδηγήσει σε βίαιες λαϊκές διαμαρτυρίες στην
Κωνσταντινούπολη, μια ανησυχία, αληθινή ή όχι, που όμως ο βυζαντινός
αυτοκράτορας ο ίδιος προφανώς δεν συμμεριζόταν.
Μικρογραφία που αναπαριστά τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, την σύζυγό του, αυτοκράτειρα Ελένη, μετέπειτα Αγία Υπομονή, και τρία από τα παιδιά τους: Ιωάννη, Θεόδωρο και Ανδρόνικο. |
Σχηματική παράσταση της άνω μικρογραφίας |
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο Μανουήλ Β’ ξεκίνησε το διάσημο ταξίδι
του προς τη Δύση, πήρε μαζί του τα λείψανα που η Βενετία είχε προηγουμένως
απορρίψει. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ο Μανουήλ άρχισε αμέσως να στέλνει
πρεσβευτές με επιστολές και δώρα στις διάφορες αυλές της Ευρώπης, σε μια
προσπάθεια να συγκεντρώσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια εναντίον των
Τούρκων. Πιθανώς, προκειμένου να δώσει στις εκκλήσεις του περισσότερο βάρος, ο
Μανουήλ αποφάσισε να προσθέσει στις επιστολές του λείψανα ως δώρα.
Σύμφωνα με
αυτές τις επιστολές, αλλά και άλλων αρχείων που έχουν διασωθεί, ο βασιλιάς
Μαρτίνος I της Αραγονίας έλαβε ένα λείψανο του Αγίου Γεωργίου ήδη τον Ιούνιο ή τον
Ιούλιο του 1400, την αυθεντικότητα του οποίου, όμως, σε πρώτη φάση, δεν
εμπιστευόταν. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο απεσταλμένος του Μανουήλ, Αλέξιος Βρανάς,
εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του βασιλιά, μεταφέροντας ένα χρυσόβουλλο και
ακόμα δύο κειμήλια, ένα κομμάτι από τον γαλαζωπό χιτώνα του Χριστού που είχε
θεραπεύσει την αιμορροούσα γυναίκα και τον σπόγγο από τα Πάθη του Χριστού. Από
την αυλή της Αραγονίας, ο Αλέξιος Βρανάς συνέχισε προς την αυλή του βασιλιά
Κάρολου ΙΙΙ της Ναβάρρας, όπου έφτασε κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 1401
με άλλο ένα χρυσόβουλο, ένα τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού, και ένα κομμάτι από τον
ίδιο χιτώνα του Χριστού που είχε ήδη λάβει ο βασιλιάς Μαρτίνος. Σύμφωνα με μια
παράδοση κάπως αβέβαια, ο Μανουήλ έστειλε ένα ακόμα χρυσόβουλο στο βασιλιά
Ιωάννη I της Πορτογαλίας, στις 15 Ιουνίου του ίδιου έτους, αυτή τη φορά
συνοδευόμενο από ένα ακόμα μεγαλύτερο αριθμό λειψάνων: ένα τεμάχιο του Τιμίου
Σταυρού, ένα κομμάτι από τον ίδιο αναφερόμενο παραπάνω χιτώνα του Χριστού, ένα
κομμάτι από τον Τίμιο Σπόγγο, και ακόμη από λείψανα των Αγίων Πέτρου, Παύλου
και Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα, τον Ιούνιο δηλαδή, ο
απεσταλμένος του αυτοκράτορα Αλέξιος Βρανάς παρέδωσε γράμματα και ακόμη ένα
κομμάτι του γαλαζωπού χιτώνα του Χριστού στον αντι-πάπα Βενέδικτο ΧΙΙΙ. Ένα μήνα αργότερα, για να κρατήσει όλες τις
επιλογές ανοικτές, ένα άλλο κομμάτι του χιτώνα του Χριστού εστάλη στον πάπα
Βονιφάτιο IX. Αν και είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, προφανώς είχε απομείνει
ακόμα αρκετός γαλαζωπός χιτώνας του Χριστού στον Μανουήλ για να στείλει ένα
τελευταίο κομμάτι στην βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας, τον Νοέμβριο του 1402,
λίγο πριν την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη.
Αλλά
ακόμα και τότε η διασπορά των λειψάνων δεν σταμάτησε. Σε δύο επιστολές, με χρονολογία
και των δύο τις 17 Αυγούστου 1405, ο βασιλιάς Μαρτίνος της Αραγονίας, ο οποίος
είχε ήδη λάβει διάφορα λείψανα το 1400, απευθυνόταν στον πατριάρχη και στον
αυτοκράτορα με αίτημα για περισσότερα λείψανα, τα οποία θα έπρεπε να
εμπιστευθούν στον Pere de Quintanes, έναν έμπορο που λειτουργούσε ως
απεσταλμένος του βασιλιά γι' αυτό το θέμα. Είναι μόνο μέσω της πολύς
καθυστερημένης απάντησης του Μανουήλ, χρονολογημένης την 23η Οκτωβρίου του
1407, που γνωρίζουμε ποια ήταν η εξέλιξη στο αίτημα του βασιλιά.
Η παρούσα κατάσταση του άνω εγγράφου |
Έχοντας συμβουλευτεί τον πατριάρχη καθώς και βαρόνους και άλλους
ιθύνοντες της αυτοκρατορίας, ο Μανουήλ είχε αποφασίσει να στείλει στον Μαρτίνο
διάφορα κειμήλια που σχετίζονταν με τα Πάθη του Χριστού, καθώς και ένα λείψανο
του Αγίου Λαυρεντίου. Ωστόσο, αντί να στείλει τα λείψανα στην Ισπανία με τον
Pere de Quintanes -ο οποίος παρεμπιπτόντως πνίγηκε σε μια καταιγίδα κατά την
επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη-, ο αυτοκράτορας είχε σκοπό να τα
εμπιστευθεί σε μία πρεσβεία με επικεφαλής τον Μανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος
πράγματι αναχώρησε από την πρωτεύουσα με μεγάλη καθυστέρηση στα τέλη Οκτωβρίου
του 1407. Τα λείψανα που ο Χρυσολωράς μετέφερε στην Ισπανία φαίνεται να είναι
ανάμεσα από τα τελευταία που στάλθηκαν στη Δύση από κάποιον βυζαντινό ηγεμόνα
πριν την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
_______________________
Πηγή: leipsanothiki.blogspot.gr
_______________________
Πηγή: leipsanothiki.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου