●Σαν σήμερα, στις 28 Φεβρουαρίου του 870, έληξε η Δ’ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (Η’ Οικουμενική κατά τους Λατίνους, ψευδογδόη κατά τους Βυζαντινούς).


Η Δ’ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως συγκλήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 869 από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ Μακεδόνα με τη συμμετοχή 102 επισκόπων και επικυρώθηκε από τον Πάπα Ανδριανό Β’. Αυτή η Σύνοδος καταδίκασε και καθαίρεσε το Μέγα Φώτιο, ο οποίος είχε προσαχθεί αλλά δεν αναγνώρισε την δικαιοδοσία της και αρνήθηκε να απολογηθεί. Μάλιστα προκειμένου οι αποφάσεις της να έχουν ιδιαίτερο κύρος υπεγράφησαν από τους επισκόπους με Θεία Ευχαριστία πάνω στην Αγία Τράπεζα. Για αυτή τους την πράξη, η οποία θεωρήθηκε βλάσφημη, μετανόησαν πολλοί επίσκοποι αργότερα επιζητώντας την καταστροφή των πρακτικών της Συνόδου.

●Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου 272, γεννήθηκε ο ενδοξότατος πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας και ιδρυτής της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας.

Αριστερά: Εικόνα που παρουσιάζει την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α' βρίσκεται στο κέντρο περιτριγυρισμένος από Εκκλησιαστικούς Πατέρες. Ο ρόλος περιέχει το πρώτο μισό του Συμβόλου Πίστεως Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης.
Δεξιά: Ο Κωνσταντίνος Α΄ της προσφέρει την Κωνσταντινούπολη στην Παναγία. Λεπτομέρεια από ψηφιδωτό που βρίσκεται στην Αγιά Σοφιά.

Ένας από τους Μεγάλους της παγκόσμιας ιστορίας. Γεννημένος στη Ναϊσσό. Γιος του Αυγούστου της Δύσης Κωνστάντιου Χλωρού και της Ελληνίδας Ελένης εκ Βιθυνίας. Ο πρώτος χριστιανός Ρωμαίος αυτοκράτορας και ο πιο πετυχημένος Βυζαντινός ηγέτης. Εξαίρετος πολιτικός και στρατηγός. Δεν νικήθηκε ποτέ του σε μάχη. Οραματιστής και προφανώς εξαιρετικά ικανός, φιλόδοξος και αδίστακτος. Έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις και καθιέρωσε τον Χριστιανισμό.
Το 313 με το Διάταγμα των Μεδιολάνων σταμάτησε τους διωγμούς των χριστιανών και έτσι νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπομένη θρησκεία».
Το 325 συνεκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το 330 ξανάχτισε το Βυζάντιο για να γίνει η "Νέα Ρώμη" και η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας που τελικά πήρε το όνομα Κωνσταντινούπολη.
Μεταξύ των πολλών έργων του: Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ο ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και η παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.

●Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου του 425, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ εκδίδει διάταγμα για την ίδρυση του Πανδιδακτηρίου στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν προτροπής της συζύγου του, Ευδοκίας.

Καθηγητές και φοιτητές στο “Διδασκαλείο των Νόμων”. Μικρογραφία από την ” Σύνοψη Σκυλίτση” (χειρόγραφο του 13ου αι. Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη).

Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος της ιστορίας του ελληνισμού, είναι αυτή της αποκαλούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως την βάπτισαν κάποιοι δυτικοί συγγραφείς διαστρέφοντας το πραγματικό όνομα της μοναδικής αυτοκρατορίας στον κόσμο που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, δηλαδή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο που στην δυτική Ευρώπη, που σήμερα προβάλετε σαν η πιο εξελιγμένη περιοχή της ανθρωπότητας, οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από φρικτές συνθήκες σκοταδισμού και αγνοούσαν βασικά πολιτιστικά στοιχεία, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Στην Δύση η καλλιέργεια του πνεύματος πέρασε σε δεύτερη μοίρα απέναντι στις αρετές της πίστης, του θάρρους και της τιμής. Αξίες που συνδέονταν με τη λατινική λογιότητα και την εκπαίδευση χάθηκαν, και παρόλο που η εγγραμματοσύνη παρέμεινε σημαντική, αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως πρακτική ικανότητα παρά ως δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης. Οι περισσότερες λόγιες προσπάθειας κινούνταν προς τη μίμηση της κλασσικής γραμματείας. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε μετουσιωθεί με την χριστιανική διάσταση που είχε αποκτήσει, στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο, το οποίο καθοδήγησε την Βυζαντινή αυτοκρατορία σε όλη την διάρκεια της ζωής της. Ένας από του μεγαλύτερους πνευματικούς φάρους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων, το γνωστό από την πρώτη του περίοδο σαν «Πανδιδακτήριο», το οποίο από τον ένατο αιώνα όταν μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας έγινε πιο γνωστό σαν πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Πανδιδακτήριο ονομαζόταν στην Κωνσταντινούπολη εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο. Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Κατά τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στη Μαγναύρα, αναφερόμενο και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Η λειτουργία του σταμάτησε οριστικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, ρόλο έπαιξε η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτωρίου, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Τόσον η θέση της Ευδοκίας όσον και η μόρφωση και η ευφυΐα της της εξασφάλιζαν την δυνατότητα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, στην διοίκηση και στην δικαιοσύνη. Στην νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425. Η ανώτερη σχολή της Κωνσταντινούπολης αναδιοργανώθηκε, προωθήθηκαν η ελληνική γλώσσα και ρητορική και μειώθηκαν αντίστοιχα οι ώρες της λατινικής γλώσσας και ρητορικής. Δημιουργήθηκαν συγκεκριμένα δεκαπέντε έδρες για την ελληνική φιλολογία, δεκατρείς για την λατινική και μία έδρα φιλοσοφίας. Κατά την ίδια περίοδο η Ευδοκία φαίνεται να ασκεί την επιρροή της ώστε, διά διατάγματος πλέον, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, ενώ ήδη έχουμε τις πρώτες γνωστές δικαστικές αποφάσεις στην ελληνική. Ταυτοχρόνως, η ελληνική χρησιμοποιείται προοδευτικά και σε ορισμένους τομείς της διοικήσεως. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425 εκδόθηκε διάταγμα από τον Θεοδόσιο Β΄ που ρύθμιζε όσα αφορούσαν την Σχολή. Γινόταν διδασκαλία στα μαθήματα: γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Λειτουργούσε ως ανεξάρτητο ίδρυμα. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Νομική Σχολή απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (Codex Iustinianus) αποτελούσε σύνθεση αυτοκρατορικών νόμων από την εποχή του Αδριανού έως και του Ιουστινιανού, καθώς επίσης και μια αναθεώρηση παλαιότερων νομικών συγγραμμάτων, που είχαν εκδοθεί από Ρωμαίους αυτοκράτορες. Στόχος ήταν η θέσπιση ενός ενιαίου κώδικα, ο οποίος θα ήταν δυνατό να μελετηθεί και να εφαρμοστεί. Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλοποίησης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι ουσιαστικά αποτέλεσε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε την καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου, όπως αυτές κυρίως αποδόθηκαν στα διατάγματα της ΣΤ΄ Νεαράς. Η καταστατική βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, απέρεε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιανός κώδικας θα παρέμενε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού, οι Νεαραί (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά) γράφτηκαν στα Ελληνικά. Στην σχολή δεν διδασκόταν η θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή. Στο Πανδιδακτήριο οι σπουδαστές υπέβαλαν μελέτη με νομοθετικό ή ρητορικό περιεχόμενο πάνω σε προσχέδιο (δρακτόν ή δράγμα) που είχε εγκρίνει διδάσκαλος της σχολής. Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Φωκά (602-610) το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του, αλλά αναβίωσε από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα. Ο σφετεριστής του θρόνου Φωκάς δεν άργησε να αποκαλύψει τον ειδεχθή του χαρακτήρα. Άσχημος στην όψη, ήταν πολύ χειρότερος στη διοίκηση. Σκληρός και αδίστακτος, με τη χρήση βίας να αποτελεί το μοναδικό του τρόπο επιβολής. Εισήγε και εφάρμοσε μεθόδους βασανιστηρίων και τιμωρίας, όπως η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός. Από τους χειρότερους αυτοκράτορες. Επέτρεψε σε εχθρούς να διεισδύσουν και μεταχειρίστηκε με βαναυσότητα όσους διαφωνούσαν με τις πολιτικές του ή αμφισβητούσαν τα δικαιώματά του στο θρόνο. Ο Στέφανος ο Αλεξανδρεύς (7ος αι. μ.Χ.) ήταν ο τελευταίος σπουδαίος Αλεξανδρινός διδάσκαλος της φιλοσοφίας. Μετά το 610 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη (με πρόσκληση του αυτοκράτορα Ηρακλείου) και δίδαξε εκεί ως «οικουμενικός (ή καθολικός) διδάσκαλος (ή φιλόσοφος)» τα μαθήματα της «τετρακτύος». Αναφέρεται ότι η λειτουργία της σχολής διαταράχθηκε σοβαρά την περίοδο της εικονομαχίας αλλά δεν έκλεισε, ενώ αλλού αναφέρεται ότι δε συνέχισε τη δραστηριότητά της για πολύ μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου. Φαίνεται ότι στα πλαίσια της εικονομαχίας (730), έγιναν έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι μυθοπλασίες ακόμη και αν υπάρχει κάποια αλήθεια, έχοντας στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ΄ (717-741) το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνος για την έλλειψη εκπαίδευσης της αυτοκρατορίας. Το 728 ο Λέων εξέδωσε νέο διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η ανάρτηση εικόνων και διατασσόταν οι αρχές να τις αφαιρέσουν απ’ όπου υπήρχαν. Καταργήθηκαν όλες οι δημόσιες σχολές, πλην των νομικών, γιατί διευθύνονταν από μοναχούς και ήταν κέντρα της κατά του αυτοκράτορα αντίδρασης. Το 740 ο Λέων εξέδωσε την Εκλογή των νόμων. Στο προοίμιό της αναφερόταν ότι ήταν μία σύνοψη της νομοθεσίας του Ιουστινιανού, μία κωδικοποίηση των διεσπαρμένων νόμων «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Η Εκλογή ήταν η πρώτη κωδικοποίηση που διατυπώθηκε στα ελληνικά αντί των λατινικών που χρησιμοποιούνταν ως τότε. Κατήργησε την παλλακεία και προστάτεψε τον θεσμό του γάμου θεσπίζοντας αποκλειστικούς λόγους διαζυγίου, έδωσε περιουσιακή ισοτιμία στην γυναίκα και ίσα δικαιώματα επί των τέκνων, και προστάτευε τα ορφανά. Επέτρεψε ρητά για πρώτη φορά τον μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών γάμο. Η θανατική ποινή για τα περισσότερα αδικήματα καταργήθηκε και αντ’ αυτής εισήχθη η ποινή του ακρωτηριασμού, η εξορία και οι χρηματικές ποινές. Και τέλος καταργήθηκε η διάκριση των τάξεων στην απονομή της δικαιοσύνης. Με τον Γεωργικό νόμο καταργήθηκε η σύνδεση του γεωργού με το κτήμα στο οποίο γεννήθηκε ή μακροχρόνια διέμενε, καταργήθηκε δηλαδή η δουλοπαροικία. Σκοπός του Γεωργικού νόμου ήταν να περιοριστεί η επέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας και να ευνοηθεί η τάξη των μικροϊδιοκτητών που αποτελούσε την βάση της άμυνας του κράτους. Γνωστός διδάσκαλος της σχολής ήταν ο Χοιροβοσκός. Οι Ίσαυροι (717-802) φαίνεται πως ονόμασαν τη σχολή «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Κατά τον 9ο αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το 862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας για να διδάσκεται η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», κάτω από τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο μαθηματικός δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Λέων ο Μαθηματικός ήταν περίφημος Βυζαντινός λόγιος του 9ου αιώνα, ένας εκ των πρωτεργατών της Αναγέννησης των Μακεδόνων, μαθηματικός, γεωμέτρης, αστρονόμος και φιλόσοφος. Δίδαξε στην σχολή της Μαγναύρας και η φήμη του ήταν τόση που ο χαλίφης της Βαγδάτηςτον κάλεσε στην Αυλή του για να οργανώσει σχολή. Για τρία χρόνια διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, απομακρύνθηκε όμως μετά το τέλος της Εικονομαχίας. Η φοίτηση στην Σχολή ήταν δωρεάν. Λόγω της θέσης του ήταν γνωστό και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Αναφέρεται ότι στο Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά. Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές. Λόγιος και συγγραφέας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του βυζαντινού εγκυκλοπαιδισμού. Άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο, με εξέχον το σύγγραμμά του περί του Βυζαντινού πρωτοκόλλου "Περί βασιλείου τάξεως", το οποίο έχει σωθεί και αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο και βαρύ πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η Αυτοκρατορική οικογένεια. Τον 11ο ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων". Στο Γυμνάσιο, στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής («Ύπατος των Φιλοσόφων») τέθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους. Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018 - 1078) ήταν Βυζαντινός λόγιος, ιστορικός, φιλόσοφος και πολιτικός και διπλωμάτης με επιβλητικό διδακτικό και συγγραφικό έργο σε όλους τους κλάδους των γραμμάτων και των επιστημών. Είχε σημαντική προσφορά στο χώρο της γενικής και ανώτερης παιδείας, στην οργάνωση και ανάπτυξη της οποίας στον 11 αιώνα η συμβολή του υπήρξε καίρια. Δίδαξε στο Πανδιδακτήριο, δηλαδή το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο είχε αποκτήσει τη θέση του ύπατου των φιλοσόφων (δηλαδή πρύτανη, με τους σημερινούς όρους). Γνωστότερο έργο του είναι η 'Χρονογραφία, εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου 976-1078. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Ψελλός, ενώ το Μιχαήλ ήταν το μοναστικό του όνομα. Ο Ιωάννης ο Ιταλός (1025 – 1090) ήταν Βυζαντινός φιλόσοφος του Μεσαίωνα, που επηρεάστηκε από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Κατείχε την έδρα της φιλοσοφίας στο Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινούπολης, ενώ υπήρξε αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής και πρεσβευτής. Καταγόταν από την βυζαντινή Καλαβρία, σπούδασε στη Νότια Ιταλία και στη συνέχεια φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη με τον Μιχαήλ Ψελλό, τον οποίο διαδέχτηκε στην έδρα του στο Πανδιδακτήριο. Μετά τη Φραγκοκρατία και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261, ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1261-1282) ανέθεσε τη διεύθυνση της σχολής στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη τη διδασκαλία της «τετρακτύος» (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220 - 1282) ήταν σημαντικός Έλληνας λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός του 13ου αιώνα. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261) τοποθετήθηκε ως δάσκαλος φιλοσοφίας και μαθηματικών. Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242 – περ. 1310) ήταν λόγιος, θεολόγος, κληρικός, φιλόσοφος, ιστορικός και μαθηματικός με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Παλαιολόγειας Αναγέννησης στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών.

●Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου του 956, πέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος Λεκαπηνός.


Ο Θεοφύλακτος Λεκαπηνός αποτελεί μία από τις πλέον προβληματικές φυσιογνωμίες της ιστορίας του επισκοπικού αξιώματος του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, που διετέλεσε οικουμενικός Πατριάρχης από τις 2 Φεβρουαρίου του 933 μέχρι και το θάνατό του στις 27 Φεβρουαρίου 956. Ήταν ο νεώτερος γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού. Ο πατέρας του σχεδίαζε από νωρίς να τον εγκαταστήσει στον πατριαρχικό θρόνο γι’ αυτό τον είχε θέσει ως βοηθό του Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού. Μετά τον θάνατο του Νικολάου το 925 και δύο σύντομες πατριαρχίες και αφού άφησε τον θρόνο κενό για 2 χρόνια τελικά στις 2 Φεβρουαρίου 933, μόλις 16 χρονών χειροτονήθηκε από παπικούς απεσταλμένους Πατριάρχης. Κατά την μακρά, 23χρονη πατριαρχία του, υποστήριξε την πολιτική του πατέρα του, υποτάσσοντας στην ουσία την Εκκλησία στην εξουσία του αυτοκράτορα. Παρόλα αυτά σημαντικό γεγονός επί της πατριαρχίας είναι ότι άρχισε ο εκχριστιανισμός των Ούγγρων.
Ο Θεοφύλακτος καθ' όλη τη διάρκεια της αρχιερατείας του αδιαφορούσε για τα ιερατικά του καθήκοντα και συντηρούσε στάβλους με άλογα. Το μόνο πάθος του ήταν η ιππασία και το κυνήγι. Τραυματίστηκε θανάσιμα από πτώση από άλογο και πέθανε μετά από διετή νοσηλεία. Μαζί με τον ετεροθαλή, παράνομο και ευνούχο αδελφό του Βασίλειο είναι οι μόνοι αρσενικοί απόγονοι του Ρωμανού Λεκαπηνού που επιβίωσαν της πτώσης της οικογένειάς του το 945.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι εισήγαγε στην Αγιά Σοφιά σκηνική ορχήστρα για να παρουσιαστούν δραματοποιημένες χριστιανικές σκηνές.

●26 Φεβρουαρίου: Μνήμη χειροτονίας Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σε πρεσβύτερο.

Αριστερά: Απεικόνιση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από ψηφιδωτό στην Αγιά Σοφιά.
Δεξιά: Ιερά Λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (από επάνω προς τα κάτω):
Το δεξί χέρι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Mονή Φιλοθέου, Άθως).
Η Τιμία κάρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Mονή Βατοπεδίου, Άθως).
Λειψανοθήκη με τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Ι. Ναός Αγίας Αικατερίνης, Βουκουρέστι).

Σήμερα 26 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την χειροτονία σε πρεσβύτερο, του μεγάλου πατέρα και διδασκάλου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 347 στην Αντιόχεια της Συρίας. Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα, μια ευσεβέστατη, ενάρετη και μορφωμένη χριστιανή. Γρήγορα έμεινε ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του - χήρα τότε 20 ετών - τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο.
Ήταν ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια (κοντά στο διάσημο τότε ρήτορα Λιβάνιο) αλλά και στην Αθήνα. Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, επανήλθε στην Αντιόχεια και αποσύρθηκε στην έρημο και σε ένα από τα πολλά μοναστήρια στα γύρω βουνά της Αντιόχειας για πέντε χρόνια, όπου ασκήτευσε προσευχόμενος και μελετώντας τις Άγιες Γραφές.
Ασθένησε όμως και επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου χειροτονήθηκε διάκονος (381), σε ηλικία 34 ετών, από τον Αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο. Πέραν των λειτουργικών του καθηκόντων ασχολείται με τη συγγραφή και το φιλανθρωπικό έργο της τοπικής Εκκλησίας που συντηρούσε καθημερινά 3.000 άτομα.
Αργότερα δε (386) από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία 40 ετών. Κατά την ιερατική του διακονία ανέπτυξε όλα τα ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θείο ζήλο και πρωτοφανή ευγλωττία στα κηρύγματά του. Έσειε και συγκλόνιζε τα πλήθη της Αντιόχειας και συγκινούσε τις ψυχές των ανθρώπων βαθύτατα. Ο κόσμος έλεγε ότι «έρεε χρυσός» από το στόμα του, γιʼ αυτό και τον ονόμασαν Χρυσόστομο.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το 387, όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη, προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από το λαό της Αντιόχειας.
Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί το Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του την στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι λοιπόν, την 15η Δεκεμβρίου 397, με σύμφωνη γνώμη βασιλιά Αρκαδίου, λαού και Κλήρου, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο, Αρχιεπίσκοπος.
Έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι που ο ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ. Και από την θέση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος, εκτός των άλλων, υπήρξε αυστηρός ασκητής και δεινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, όπως φαίνεται και από τα πολλά συγγράμματά του (διασώθηκαν 804, περίπου, ομιλίες του).
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη, τη Σκυθία και τη Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας που θα απολάμβαναν τα κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, φωτογράφιζε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Δηλαδή είχε ως στόχο όχι μόνο την απομάκρυνσή του, αλλά και την εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι και τον εξόρισαν. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος, κατηγορούμενος επίσης για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάσθηκε.
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού, που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας, του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγια Σοφιάς, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν Ιωαννίται.
Ο Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατά πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι' αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του, γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος -η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει ώστε να ακουστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 στα Κόμανα του Πόντου.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι λόγω της εορτής της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μετατέθηκε η εορτή της μνήμης του την 13η Νοεμβρίου.
Παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρακάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε».
Η μνήμη του εορτάζεται επίσης και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, των Τριών Ιεραρχών.
Υπήρξε και αναγνωρίζεται ως ο πιο άριστος και δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός, με τόσο πλούτο και τόση σαφήνεια τα νοήματα των θείων Γραφών, ούτε υπήρξε εφάμιλλος του στην ετοιμολογία, την απλότητα αλλά και στη φλόγα και τη δύναμη της ρητορείας. Υπήρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης απαράμιλλος, βαθύτατος και διεισδυτικότατος, ψυχολόγος και καταπληκτικός κοινωνιολόγος με αίσθημα χριστιανικής ισότητας, χωρίς προνομιούχους, με καθολική αδελφότητα. Ανήκει σε αυτούς που φαίνονται «ως φωστήρες εν κόσμω» δηλαδή σαν φωτεινά αστέρια μέσα στο κόσμο.
Από ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε ότι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στους ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιό χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.
Ο Χρυσόστομος άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο, το οποίο καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Τα έργα του μάλιστα, διαβάζονταν και αντιγράφονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα να σωθούν σε χιλιάδες χειρόγραφα, αλλά και να αυξηθούν. Αυτό συνέβη λόγω της ενσυνείδητης ψευδωνυμίας μερικών αφανών συγγραφέων ώστε να διαβαστούν τα έργα τους. Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο Σεβηριανός Γαβάλων, που υπήρξε δεινός ρήτορας της εποχής και ο οποίος υπέγραφε τους λόγους ως Χρυσοστομικούς, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Χρυσοστόμου θα τους καταστρέψουν, αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το διωγμό του. Επίσης μεγάλη ευθύνη φέρουν συγγραφείς, αντιγραφείς και συλλέκτες, οι οποίοι παρότι βρίσκονταν ενώπιον αμφιβόλου προελεύσεως συγγράματα τα έχριζαν Χρυσοστομικά. Μεγάλο μέρος ομιλιών του έχουν χαθεί, ενώ γνωρίζουμε ότι είχαν δοθεί πολλές επιστολές του προς έκδοση αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε.
Το έργο του διακρίνεται σε πραγματείες (ασκητικές, ηθικοπαιδαγωγικές, ποιμαντικές, απολογητικές), λόγους (δογματικούς, σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις, ηθικοδιδακτικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικούς, ερμηνευτικούς) και επιστολές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των Άγιων Γραφών. Με το κήρυγμά του έκανε διαδοχικές εξηγήσεις της Βίβλου. Έχουν διαφυλαχθεί περίπου 600 λόγοι του Ιωάννη σε ποικίλα θέματα. Απ’ αυτούς 67 είναι για τη Γένεση, 59 για τους Ψαλμούς, 90 για το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, 88 για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, 55 για τις Πράξεις των Αποστόλων, 34 για την Προς Εβραίους Επιστολή κλπ. Ο αναγνώστης κάθε εποχής μελετώντας το έργο του, διαπιστώνει τη συναρπαστική ρητορική του δεινότητα, την παιδαγωγική ευελιξία, τη σπάνια βιβλική κατάρτιση, την ψυχοδιαγνωστική του ικανότητα, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.
Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιόδου διακρίνονται για την μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως την διδάχθηκε από τον τον γνωστό αττικιστή ρητοριοδιδάσκαλο Λιβάνιο, μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλητικής και συγγραφικής του δράσης.
Οι ομιλίες του είχαν ως βάση και σημείο εκκίνησης βιβλικά χωρία, τα οποία είχε ασφαλώς επεξεργαστεί και ως αναγνώστης και διάκονος. Οι ομιλίες καταγράφονταν από ταχογράφους, που εν συνεχεία δέχονταν κάποιες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να μην είμαστε τελείως βέβαιοι ότι απαγγέλθηκαν ακριβώς με τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Οι ομιλίες του είναι φανερό ότι προϋποθέτουν όχι μόνο μακρά και επίπονη έρευνα αλλά και διδακτικό - εξηγητικό έργο, μεγαλύτερο από αυτό που προσδιοριζόταν από τις σωζόμενες ομιλίες του. Οι ομιλίες δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης ανώτερης σχολής, διότι είναι συνήθως σύντομες περίπου 15 λεπτών. Άλλες πάλι ξεπερνούν και τα 45, ανάλογα με το ερμηνευόμενο Ευαγγελικό χωρίο.
Τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η λειτουργία που έγραψε και φέρει το όνομά του (Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου) τελείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε Κυριακή μέχρι και σήμερα, αλλά και σε καθολικές εκκλησίες όπως το εξαρχικό (ελληνόρυθμο) μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης κοντά στη Ρώμη.

Εορτάζεται: Από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις εξής ημέρες:
27 Ιανουαρίου: ανακομιδή των λειψάνων του το 438 από τον Πατριάρχη Πρόκλο.
30 Ιανουαρίου: των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
26 Φεβρουαρίου: η χειροτονία του σε πρεσβύτερο.
13 Νοεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεμβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).
15 Δεκεμβρίου: χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Από την Ρωμαιοκαθολική, την Λουθηρανική και την Αγγλικανική Εκκλησία:
13 Σεπτεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου

Τα οστά του βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1204. Μετά την πτώση της στους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, αλλά επιστράφηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 800 χρόνια μετά, στις 27 Νοεμβρίου 2004 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄.

Ιερά Λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:
Η Κάρα με αδιάφθορο το αριστερό αυτί βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. Η Εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι αυτό ήταν το αυτί που ο μαθητής του Χρυσοστόμου Πρόκλος έβλεπε τον Απόστολο Παύλο να υπαγορεύει την ερμηνεία των αποστολικών χωρίων και των Γραφών προς τον Χρυσόστομο.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορη στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους.
Δύο τμήματα της αριστεράς του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και ένα τμήμα της στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Μεγάλο τεμάχιο κνήμης και τέσσερα τεμάχια του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
Δάκτυλος του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους.
Αδιάφθορο μέρος του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Ιβήρων Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας και Κύκκου Κύπρου και στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.

●25 Φεβρουαρίου: Μνήμη Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (†25 Φεβρουαρίου 806).


Ο πατριάρχης Ταράσιος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 730, και οπωσδήποτε πολύ πριν από το 750, στην Κωνσταντινούπολη. Όπως συμβαίνει με πλείστες όσες πρωταγωνιστικές προσωπικότητες της περιόδου μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα, έτσι και για τον πατριάρχη Ταράσιο έχουν διασωθεί λίγα βιογραφικά στοιχεία. Οι μόνες εξακριβωμένες ημερομηνίες της ζωής του αφορούν την εποχή της πατριαρχίας του.
Είναι γνωστό ότι ο Ταράσιος ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας, η οποία ήταν ήδη εγκατεστημένη στην Κωνσταντινούπολη όταν γεννήθηκε αυτός και μέλη της κατείχαν υψηλόβαθμους τίτλους και σημαντικές θέσεις στη βυζαντινή κοινωνία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και ήταν πατρίκιος, κοιαίστωρ και έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ονομαζόταν Σισσίνιος και ήταν επίσης πατρίκιος και κόμης των εξκουβιτόρων. Η μητέρα του ονομαζόταν Εγκράτεια και ο πατέρας της, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Ταράσιος, μνημονεύεται με τον τίτλο του πατρικίου. Ο Ταράσιος επομένως καταγόταν από δύο οικογένειες πατρικίων, ενώ το ίδιο το όνομα Ταράσιος μαρτυρεί μια πιθανή καταγωγή της οικογένειας της μητέρας του από τη Μικρά Ασία· επικρατούσε μάλιστα η άποψη ότι είχε συγγένεια με τους Ισαύρους.
Από την οικογένεια του Ταρασίου καταγόταν και ο μεταγενέστερος πατριάρχης Φώτιος. Ο Φώτιος αποκαλούσε τον πρόγονό του πατρόθειο, μολονότι ο Ταράσιος ήταν κατά πάσα πιθανότητα θείος του παππού του.
Λόγω της έλλειψης πηγών και ιστορικών στοιχείων, δεν μπορούμε με ακρίβεια να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα και την έκταση της μόρφωσης που έλαβε ο Ταράσιος. Από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως βέβαιο ότι απέκτησε στη βυζαντινή πρωτεύουσα άριστη κοσμική μόρφωση, η οποία του εξασφάλισε μια λαμπρή κοσμική σταδιοδρομία με υψηλά διοικητικά αξιώματα και θέση πολύ κοντά στον αυτοκράτορα. Ξέρουμε ότι ο Ταράσιος είχε κάποια στιγμή το αξίωμα του υπάτου και στη συνέχεια του πρωτασηκρήτη (επικεφαλής του ανώτατου αυτοκρατορικού δικαστηρίου), μολονότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια η εποχή κατά την οποία ανέλαβε τα αξιώματα αυτά. Σε ένα μεταγενέστερο αγιογραφικό κείμενο, τον Βίο του, αναφέρεται ότι ο Ταράσιος είχε κάνει και θεολογικές σπουδές, όμως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια αυτής της μαρτυρίας.
Ο Ταράσιος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τα Χριστούγεννα του 784, όταν την εξουσία κατείχε η χήρα (από τον Σεπτέμβριο του 780) του αυτοκράτορα Λέοντα Δ’, Ειρήνη η Αθηναία. Η Ειρήνη ήταν εικονόφιλη και αποφασισμένη να κάνει το αποφασιστικό βήμα για την αναστήλωση των εικόνων, με την οποία έλπιζε να θέσει τέρμα στην πολιτική και θρησκευτική έριδα της Εικονομαχίας, που διαρκούσε ήδη πάνω από μισόν αιώνα. Η χειροτονία του τέως αυτοκρατορικού υπαλλήλου Ταρασίου, ο οποίος βρέθηκε στον πατριαρχικό θρόνο από το κοσμικό αξίωμα του πρωτασηκρήτη, ήταν μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της υποστήριξης της εκκλησιαστικής ηγεσίας στα σχέδια της αυτοκράτειρας.
Το γεγονός ότι ο Ταράσιος ήταν λαϊκός όταν αναδείχθηκε πατριάρχης, έλαβε δηλαδή τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, δεν προκάλεσε διαμαρτυρίες στο Βυζάντιο, όπου άλλωστε η εκλογή του πήρε έναν χαρακτήρα δημοψηφίσματος, παρά μόνο τη χλιαρή διαμαρτυρία του Πάπα της Ρώμης Aδριανού A’ ο οποίος ωστόσο επιθυμούσε επίσης την αναστήλωση των εικόνων. Και ωστόσο η απόφαση της Ειρήνης να αναδείξει πατριάρχη έναν λαϊκό ήταν γεγονός πρωτοφανές και θα πρέπει να έκανε εντύπωση στους συγχρόνους της, όπως φαίνεται και από το σχετικό χωρίο στη χρονογραφία του Θεοφάνη, ο οποίος παραθέτει το λόγο του Ταρασίου την ημέρα της εκλογής του: εκεί αναφέρεται ότι ο Ταράσιος αρνήθηκε αρχικά να αποδεχτεί το ύπατο πνευματικό αξίωμα.
Ο πατριάρχης Ταράσιος και η αυτοκράτειρα Ειρήνη ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα επανέφερε τη λατρεία των εικόνων. Στις 31 Ιουλίου 786 οι εργασίες της συνόδου ξεκίνησαν στην Κωνσταντινούπολη, διακόπηκαν όμως απότομα όταν στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς εκδίωξαν τους συγκεντρωμένους επισκόπους, πιστοί στο εικονομαχικό πνεύμα που είχε άλλωστε μεγάλη απήχηση στον στρατό. Οι εργασίες συνεχίστηκαν την επόμενη χρονιά, το 787, στη Νίκαια, όπου σε επτά συνεδριάσεις, από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου, ακυρώθηκαν οι αποφάσεις της εικονοκλαστικής Συνόδου του 754 και αποφασίστηκε η αναστήλωση των εικόνων. Ο όρος αυτής της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαβάσθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 787 ενώπιον της αυτοκράτειρας Ειρήνης και του δεκαεπτάχρονου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ’ στο ανάκτορο της Μαγναύρας, επικυρώθηκε και υπογράφηκε από τους αυτοκράτορες.
Ωστόσο ο ρόλος του στην αναστήλωση των εικόνων δεν εμπόδισε τον πατριάρχη Ταράσιο να έρθει σε ρήξη με τη μαχητική μερίδα των μοναχών του Βυζαντίου, τους λεγόμενους ζηλωτές, λόγω των αδιάλλακτων θέσεών τους και της προσήλωσής τους στην αυστηρή μοναστική τάξη. Οι ζηλωτές επέκριναν τον Ταράσιο για τη μετριοπαθή στάση του απέναντι στους εικονομάχους επισκόπους, που, μετά την επιβολή ενός ήπιου επιτιμίου –ένα έτος απαγόρευσης άσκησης των ιερατικών τους καθηκόντων– έγιναν ξανά δεκτοί στους κόλπους της εκκλησίας. Οι αυστηροί μοναστικοί κύκλοι αντιδρούσαν στην επικράτηση μιας γενικότερης μετριοπαθούς στάσης της εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι στις κρατικές σκοπιμότητες και στην κοσμική εξουσία εν γένει, και η αντιπαράθεση αυτή έμελλε να διαιωνιστεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι σημαντικότεροι και επιφανέστεροι αντίπαλοι του Ταρασίου στη ρήξη αυτή ήταν ο Πλάτων, ηγούμενος της μονής Σακκουδίωνος, και ο ανεψιός του Θεόδωρος, αργότερα γνωστός ως Στουδίτης, ηγούμενος (798-826) της μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως.
Μια νέα σύγκρουση ξέσπασε το 795, με αφορμή το δεύτερο γάμο του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’. Ο Κωνσταντίνος είχε καταφέρει να απαλλαγεί από την κηδεμονία της φιλόδοξης μητέρας του και να μείνει μόνος αυτοκράτορας, στηριζόμενος στο εικονομαχικό στοιχείο των μικρασιατικών στρατευμάτων. Ήδη το γεγονός αυτό τον έφερνε σε αντίθεση με τους μοναστικούς κύκλους. Η απόφασή του όμως να παντρευτεί για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά μια γυναίκα που επέλεξε μόνος του (καθώς η πρώτη του σύζυγος, το 788, ήταν επιλογή της μητέρας του Ειρήνης) προκάλεσε την αγανάκτηση της μαχητικής ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράταξης και την οριστική ρήξη του αυτοκράτορα μαζί της. Ο Πλάτων και ο Θεόδωρος Στουδίτης κατηγόρησαν τον πατριάρχη Ταράσιο, που κρατούσε διαλλακτική στάση, για αποδοχή «μοιχείας». Ο αυτοκράτορας τους εξόρισε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η έριδα δεν έληξε παρά το 797, όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη ανέλαβε ξανά την εξουσία, αυτή τη φορά ως μονοκράτορας, αφού προηγουμένως τύφλωσε τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ’. Κατόπιν αυτού, ο Πλάτων και ο Θεόδωρος επέστρεψαν από την εξορία και ο πατριάρχης Ταράσιος έστειλε απολογητική επιστολή στον Πλάτωνα, καλώντας τον σε ενότητα.
Παρά τη δεδηλωμένη δυσαρέσκεια των μοναστικών κύκλων εναντίον του, ο Ταράσιος άσκησε σε γενικές γραμμές φιλομοναστική εκκλησιαστική πολιτική. Υπήρξε χορηγός και κτήτορας της μονής των Aγίων Πάντων στην ευρωπαϊκή ακτή του Bοσπόρου και κατά πάσα πιθανότητα είχε στενές σχέσεις με το μοναστικό κέντρο στον Όλυμπο της Bιθυνίας.
Επίσης ο Tαράσιος ανέπτυξε σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, επιδιδόμενος κυρίως σε οικονομική ενίσχυση και περίθαλψη απόρων, παρέχοντάς τους μηνιαίο επίδομα, συσσίτιο και ρουχισμό. Tην Kυριακή του Πάσχα συνήθιζε ο ίδιος να δεξιώνεται τους φτωχούς και να τους διακονεί στα ερείπια παλαιού ανακτόρου, όπου ετοιμαζόταν πλούσια τράπεζα. Πέραν αυτού, ίδρυσε νοσοκομείο και πρωχοκομεία. Τέλος, πήρε δραστικά μέτρα κατά της σιμωνίας (του χρηματισμού των επισκόπων για τη χειροτονία ιερέων), θεσπίζοντας τη δωρεάν χειροτονία και προαγωγή των ιερέων.
Το 802, μετά την εκδίωξη της Ειρήνης από το θρόνο, ο πατριάρχης Ταράσιος έστεψε αυτοκράτορα τον μέχρι τότε λογοθέτη του γενικού Νικηφόρο. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους, ο Ταράσιος μνημονεύεται ως συνεργάτης του Νικηφόρου Α’ στην πάταξη της στάσης του Βαρδάνη Τούρκου. Αργότερα, τα Χριστούγεννα του 803, έστεψε συν-αυτοκράτορα τον γιο του Νικηφόρου Σταυράκιο στην Αγιά Σοφιά. Μετά το γεγονός αυτό ο πατριάρχης Ταράσιος δεν μνημονεύεται πλέον. Πέθανε στις 25 Φεβρουαρίου του 806, καταβεβλημένος από την ασθένεια η οποία στο τέλος της ζωής του τού αφαίρεσε την ικανότητα του λόγου. Η σορός του μεταφέρθηκε την τέταρτη ημέρα της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών στη μονή των Αγίων Πάντων που ο ίδιος είχε ανεγείρει.
Μετά το θάνατό του ο Ταράσιος ανακηρύχθηκε άγιος. Η ορθόδοξη εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 25 Φεβρουαρίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές, τον Μάρτιο του έτους 813, ενέδυσε τον τάφο του αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του αγίου. Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.
Στα μέσα του 9ου αιώνα ο μοναχός Ιγνάτιος συνέγραψε έναν αγιογραφικό Βίο του πατριάρχη με πλήρη τίτλο Ιγνατίου μοναχού μερική εξήγησις εις τον βίον του εν αγίοις πατρός ημών Tαρασίου αρχιεπισκόπου γεγονότος της θεοφυλάκτου Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο ο Ταράσιος παρουσιάζεται ως μορφή υψηλού ασκητικού φρονήματος, εγκράτειας και ζήλου, παρά τις κοσμικές του καταβολές.
Παρά τη μόρφωσή του, ο πατριάρχης Ταράσιος δεν μας άφησε σημαντικά έργα σε κάποιον τομέα. Θεωρείται βέβαιο ότι η ανασκευή και η αναίρεση των αποφάσεων της εικονοκλαστικής συνόδου του 754 κατά τη διάρκεια της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας ήταν κατά μεγάλο μέρος δικό του έργο, ενώ οι παρεμβάσεις του κατά τη διάρκεια της συνόδου αποδεικνύουν ότι ήταν δόκιμος κανονολόγος. Έχουν επίσης σωθεί ορισμένες επιστολές του, μια ομιλία του για τη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και ο λόγος του για την πατριαρχική του εκλογή. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο corpus έργων του που να μας αποκαλύπτει τη συγγραφική του προσωπικότητα.
Στον Ταράσιο αποδόθηκαν επίσης και κάποια ονειροκριτικά κείμενα σε έμμετρο λόγο, που έχουν διασωθεί σε χειρόγραφο που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου Κρήτης (Κώδ. 22) και παρέμεναν άγνωστα μέχρι σχετικά πρόσφατα. Μια έκδοσή τους με σχολιασμό έγινε το 1996 από τον Θ. Δετοράκη.
O Tαράσιος αναδείχτηκε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας κατά την πρώτη φάση της Εικονομαχίας, στην οποία έθεσε ένα τέρμα. Διετέλεσε πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως από το 784 έως το 806, επιδεικνύοντας σπάνιες ικανότητες, ιδιαίτερα στις διπλωματικές επαφές με τους επισκόπους της Nότιας Iταλίας και Σικελίας, οι οποίοι υπάγονταν στη διοικητική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο εκκλησιαστικό φρόνημα της Δύσεως. Με την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο και με την πολιτική που ακολούθησε, καθώς και με τη ρήξη στην οποία ήρθε με τους μοναστικούς κύκλους, ο Ταράσιος εγκαινίασε μια νέα περίοδο στις σχέσεις της εκκλησιαστικής εξουσίας με την κοσμική, καθώς και μια ενδοεκκλησιαστική διαίρεση που θα εξακολουθούσε να υφίσταται και στους επόμενους αιώνες.

Απολυτίκιον: Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

●21 Φεβρουαρίου: Ιωάννου Γ’ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του από Σχολαστικών (†31 Αυγούστου 577).


Χριστοῦ τέθνηκας ὁ Σχολαστικὸς θύτης,
Καὶ τῶν μακρῶν σου νῦν σχολὴν ἄγεις πόνων.

Ο Ιωάννης Γ’, ο λεγόμενος Σχολαστικός, ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 12 Απριλίου του 565 έως το θάνατό του το 577.
Καταγόταν από το χωριό Σερίμιο της Αντιόχειας. Σπούδασε νομικά στην Αντιόχεια και κατόπιν εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Εγκατέλειψε όμως τα πάντα, για να γίνει μοναχός και κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Δόμνο Β’. Εστάλη κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, ως αποκρισάριος του Πατριάρχη Αντιοχείας. Τρεις μέρες μετά την καθαίρεση του Πατριάρχη Ευτύχιου και κατόπιν επιθυμίας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Πατριάρχης εξελέγη ο Ιωάννης, μάλλον στις 12 ή 15 Απριλίου του 565.
Λίγο μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο, πέθανε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός και στο Θρόνο ανέβηκε ο Ιουστίνος Β’, τον οποίο έστεψε αυτοκράτορα ο Ιωάννης, στις 14 Νοεμβρίου του 565. Την περίοδο που ακολούθησε, καλλωπίστηκαν οι ναοί της Αγιά Σοφιάς και των Αγίων Αποστόλων, ενώ κτίστηκαν πολλοί άλλοι ναοί. Κατά την ίδια περίοδο καθιερώθηκε να ψάλλεται τις Κυριακές ο Χερουβικός Ύμνος* και τη Μεγάλη Πέμπτη το τροπάριο «τοῦ Δείπνου σου τοῦ Μυστικοῦ». Επί της Πατριαρχίας του κωδικοποιήθηκε το Κανονικό Δίκαιο** και προστέθηκαν νέοι κανόνες σε αυτούς προηγούμενων Συνόδων. Επίσης, με παρακίνησή του ο αυτοκράτορας ακύρωσε τις χειροτονίες των μονοφυσιτών ιερέων και έκλεισε μοναστήρια ύποπτα για Μονοφυσιτισμό.
Επίσης με την προτροπή του Ιωάννη Γ’ ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Β’ απέστειλε στην Αίγυπτο τον Αββά Φωτεινό προς ειρήνευση των ταραγμένων από τις αιρέσεις Εκκλησιών αυτής.
Πατριάρχευσε επί δωδεκαετία και εκοιμήθη ειρηνικά στις 31 Αυγούστου του 577, λίγο πριν τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 21 Φεβρουαρίου.
________________
* Χερουβικός Ύμνος ή απλώς «Χερουβικό» λέγεται ο χριστιανικός ύμνος που αναφέρεται στις τάξεις των Αγγέλων και ιδιαίτερα στα Χερουβείμ και που ψάλλεται κατά τη Θεία Λειτουργία σε αργό μέλος από το χορό πριν από την έξοδο των Τιμίων Δώρων. Στη διάρκεια του Χερουβικού ο ιερέας διαβάζει τη σχετική ευχή και την ώρα που θυμιάζει ψάλλει τον 50ό ψαλμό (της Μετανοίας). Αν είναι Κυριακή, ο ιερέας λέγει, μυστικά πάντα, και τον αναστάσιμο ύμνο “Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...”.

** Κανονικό Δίκαιο είναι η θεολογική επιστήμη, η οποία ερευνά επιστημονικά και εκθέτει συστηματικά το διαμορφωμένο μέσα στην Εκκλησία δίκαιο. Μέσω αυτού του δικαίου ρυθμίζεται η εξωτερική ζωή της Εκκλησίας, ως ορατού οργανισμού στον κόσμο, με βάση τα διαταχθέντα από τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, καθώς και βάσει των Ιερών Κανόνων, των εκκλησιαστικών διατάξεων, των ηθών, των εθίμων και των νόμων.
Το Κανονικό Δίκαιο είναι θεολογική επιστήμη, διότι οι Ιεροί Κανόνες και οι εκκλησιαστικές διατάξεις που καθορίζουν το πολίτευμα και τη διοίκηση της Εκκλησίας διατυπώνονται σε μορφή νόμου αλλά απαραίτητα έχουν θεολογική βάση και θεολογικές προϋποθέσεις.

Το Κανονικό Δίκαιο αποτελεί μέρος του Εκκλησιαστικού Δικαίου.

●Σαν σήμερα, στις 19 Φεβρουαρίου του 1138, πέθανε η Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκαινα.

Μολυβδόβουλλο της αυτοκράτειρας Ειρήνης.

Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από τον γάμο της με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό και μητέρα της Άννας Κομνηνής συγγραφέως της περίφημης "Αλεξιάδας". Πατέρας της ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας και μητέρα της η Μαρία της Βουλγαρίας.
Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν γυναίκα σημαντικής εκπαίδευσης και μελετηρή. Η θυγατέρα της Άννα διηγείται περί αυτής ότι πάντα είχε μαζί της ένα βιβλίο και σπούδαζε τους βίους των αγίων πατέρων, προπαντώς του φιλοσόφου μάρτυρα Μαξίμου. Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν ταπεινή και προτιμούσε να περνά τον καιρό της με φιλανθρωπίες παρά με την πολιτική.
Η Ειρήνη ήταν ντροπαλή και προτιμούσε να μην εμφανίζεται στο κοινό, αν και ήταν ισχυρή και σοβαρή όταν ενεργούσε επίσημα ως αυτοκράτειρα. Προτιμούσε να εκτελεί τα καθήκοντά του νοικοκυριού της και απολάμβανε την ανάγνωση, την λογοτεχνία αγίων και έκανε φιλανθρωπικές δωρεές σε μοναχούς και ζητιάνους. Παρά το γεγονός ότι ο Αλέξιος μπορεί να είχε τη Μαρία ως ερωμένη στην αρχή της βασιλείας του, κατά το δεύτερο μισό της βασιλείας του ήταν πραγματικά ερωτευμένος με την Ειρήνη (τουλάχιστον σύμφωνα με την κόρη τους Άννα). Η Ειρήνη τον συνόδευε συχνά στις αποστολές του, συμπεριλαμβανομένης της εκστρατείας ενάντια του πρίγκιπα Βοημούνδου της Αντιοχείας το 1107, καθώς και στην Χερσόνησο το 1112. Σε αυτές τις εκστρατείες ενήργησε ως νοσοκόμα για το σύζυγό της, όταν είχε προσβληθεί από ουρική αρθρίτιδα στα πόδια του. Σύμφωνα με την Άννα, λειτούργησε επίσης ως ένα είδος «φρουράς», καθώς υπήρχαν συνεχείς συνωμοσίες εναντίον του Αλεξίου. Η επιμονή του Αλέξιου να τον συνοδεύει η Ειρήνη στις εκστρατείες μπορεί να υποδηλώνει ότι δεν την εμπιστεύονταν πλήρως για να την αφήνει στην πρωτεύουσα. Όταν, όμως, παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, ενήργησε ως αντιβασιλέας, μαζί με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, σύζυγο της Άννας. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1118, αποσύρθηκε, αφού εκάρη μοναχή, στη γυνακεία Μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη, την οποία είχε η ίδια ιδρύσει μερικά χρόνια νωρίτερα, όπου και πέθανε στις 19 Φρεβουαρίου του 1138 σε ηλικία 72 ετών.

Με τον Αλέξιο Α’ απέκτησε εννέα παιδιά:
Άννα Κομνηνή.
Μαρία Κομνηνή.
Ιωάννης Β’ Κομνηνός.
Ανδρόνικος Κομνηνός.
Ισαάκιος Κομνηνός.
Ευδοκία Κομνηνή.
Θεοδώρα Κομνηνή, που παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Άγγελο. Μεταξύ των παιδιών τους ήταν ο Ιωάννης Δούκας (ο οποίος πήρε το επώνυμο της γιαγιάς του) και ο Ανδρόνικος Άγγελος, ο πατέρας των αυτοκρατόρων Αλεξίου Γ’ Αγγέλου και του Ισαάκ Β’ Αγγέλου.
Μανουήλ Κομνηνός.
Ζωή Κομνηνή.

Εξωτερική εμφάνιση της Ειρήνης, μας παραδίδει η κόρη της Άννα Κομνηνή:
"Στεκόταν σαν ένα μικρό παιδάκι, όρθια και ανθηρή, όλα τα άκρα της και τα άλλα μέρη του σώματός της είναι απολύτως συμμετρικά και σε αρμονία το ένα με το άλλο. Με την υπέροχη εμφάνισή της και τη γοητευτική φωνή της ποτέ δεν έπαψε να συναρπάζει όλους εκείνους που την είδαν και την άκουσαν. Το πρόσωπό της λάμπει στο απαλό φως του φεγγαριού. Δεν είναι απόλυτα στρογγυλό πρόσωπο όπως μιας γυναίκας Ασσυρίων, ούτε μακρύ, όπως το πρόσωπο μιας Σκύθισσας, αλλά ελαφρώς ωοειδές. Τα μάγουλά της ήταν σαν άνθη τριαντάφυλλου, ορατά από πολύ μακριά. Τα μάτια της ήταν φωτεινά γαλάζια: η γοητεία και η ομορφιά τους προσέλκυε τους πάντες και κανείς δεν μπορούσε να στρέψει μακριά τη ματιά του. Τα λόγια της τα συνοεύει με χαριτωμένες κινήσεις, τα χέρια της γυμνά τους καρπούς, θα έλεγα ότι είναι από ελεφαντόδοντο σμιλευμένα από κάποιον τεχνίτη. Οι κόρες των ματιών της, με το λαμπρό βαθύ μπλε, θύμιζε την ήρεμη θάλασσα, ενώ το λευκό γύρω τους έλαμπε σε αντίθεση, έτσι ώστε το σύνολο των ματιών απέκτησε μια περίεργη λάμψη και γοητεία που είναι ανείπωτη". 

●17 Φεβρουαρίου: Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς.

Οι Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία και ένθετα χρυσά σόλιδα με τις μορφές τους αντίστοιχα.

Tον Mαρκιανόν Πουλχερίαν συνάμα,
Άζυγας ειπείν ουκ έχω ή συζύγους.

Η Αγία Πουλχερία γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 399 και ήταν θυγατέρα των βασιλέων Αρκαδίου και Ευδοκίας και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του Μικρού. Το έτος 414 η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα και ανέλαβε την εξουσία του κράτους. Ήταν ευσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος και σοφίας.
Όταν, κατά το έτος 429, ο Πατριάρχης Νεστόριος παρουσίασε τη γνωστή αίρεσή του, επικεφαλής των αντιπάλων του τάχθηκε ο Άγιος Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Και ο μεν Θεοδόσιος, έχοντας ήδη αναλάβει την βασιλική αρχή, υποστήριζε τον αιρεσιάρχη Νεστόριο, ωθούμενος από τον Χρυσάφιο, η δε Πουλχερία ήταν με το μέρος του Αγίου Κυρίλλου και κατόρθωσε να πείσει τον αδελφό της να συγκαλέσει την Γ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα, το έτος 431 και καταδίκασε τους αιρετικούς.
Η Αγία νυμφεύθηκε τον Μαρκιανό, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη και στις 25 Αυγούστου του 450 διαδέχθηκε στον θρόνο τον αδελφό της Θεοδόσιο Β'. Ωστόσο η πολιτική κατάσταση ήταν ταραγμένη. Είχε ήδη γίνει στο προηγούμενο έτος η ληστρική Σύνοδος της Εφέσου, που εξόρισε τον Πατριάρχη Άγιο Φλαβιανό και η Ορθόδοξη Εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Ευτυχούς. Οι δύο ευσεβείς βασιλείς συγκάλεσαν τότε στη Χαλκηδόνα, το έτος 451, την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις αιρετικές δοξασίες του Ευτυχούς και του Διόσκουρου.

Η Αγία Πουλχερία κοιμήθηκε με ειρήνη στις 10 Σεπτεμβρίου του 453 και ο Άγιος Μαρκιανός στις 27 Ιανουαρίου του 457.

●16 Φεβρουαρίου: Αγίου Φλαβιανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Φλαβιανός διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 446-449. Ήταν ένας από τους αξιόλογους τότε αρχιεπισκόπους της Πόλης, αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Πατριάρχη Πρόκλο.
Πριν την εκλογή του ήταν Σκευοφύλακας του Ναού της Αγιά Σοφιάς. Ήταν ευσεβής και μετριοπαθής ιεράρχης, που αγωνίσθηκε κυρίως για την ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας από τις έντονες αντιπαραθέσεις και διαμάχες των θεολόγων της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Απέκτησε την έχθρα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορου, ο οποίος δε δεχόταν τις αποφάσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Παράλληλα, ο πανίσχυρος τότε ευνούχος του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ Χρυσάφιος, αμέσως μετά την εκλογή του Φλαβιανού, επιχείρησε να του αποσπάσει δώρο σε χρυσάφι. Καθώς όμως ο Φλαβιανός δεν ενέδωσε, ο Χρυσάφιος έγινε άσπονδος εχθρός του και προσπαθούσε να τον εκθρονίσει.
Μετά την καταγγελία του Ευσεβίου Δορυλαίου κατά του αρχιμανδρίτη Ευτυχή, ως αιρεσιάρχη, που είχε προκαλέσει νέους τριγμούς στην Εκκλησία, ο Φλαβιανός αναγκάσθηκε το 448 να δεχθεί τη κρίση του αρχιμανδρίτη από την Ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Η επακόλουθη καταδίκη του Ευτυχή προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση στο Παλάτι, όπου και εκεί υπήρξε διαφωνία μεταξύ της αδελφής του Αυτοκράτορα Πουλχερίας και της ίδιας της Αυτοκράτειρας Ευδοκίας. Στην εξέλιξη αυτή, ο Χρυσάφιος, που ήταν υποστηρικτής του Ευτυχή, κατάφερε να πείσει τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, υπό τον Διόσκορο Αλεξανδρείας. Πράγματι, στις 8 Αυγούστου του 449 συνήλθε η Σύνοδος της Εφέσου, η οποία τελικά καθήρεσε και εξόρισε τον Φλαβιανό, ενώ αποκατέστησε τον Ευτυχή.
Ο Φλαβιανός πέθανε τρεις μέρες μετά στην εξορία από τη θλίψη του και τα σωματικά τραύματα που του είχαν προξενήσει στη Σύνοδο της Εφέσου ο Διόσκορος Αλεξανδρείας και οι οπαδοί του υπό τον μοναχό Βαρσουμά. Δύο χρόνια αργότερα, το 451, συνεκλήθη η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταδίκασε την αίρεση του Ευτυχή, καθαίρεσε το Διόσκορο και αποκατέστησε την ορθόδοξη πίστη. Το λείψανο του Φλαβιανού, κατόπιν επιθυμίας της αδελφής του Αυτοκράτορα Πουλχερίας, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Φεβρουαρίου, ενώ μέχρι τον 12ο αιώνα γιορταζόταν μαζί με την Καθολική, στις 18 Φεβρουαρίου.

●Σαν σήμερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1391, πέθανε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος.

Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος. 15ος αιώνας, (ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΩΝΑΡΑ, - MUTINENSIS GR.122, F.294R, BIBLIOTECA ESTENSE UNIVERSITARIA, MODENA).

Ο Ιωάννης Ε’ ήταν γιος του Ανδρόνικου Γ' και γαμπρός του Ιωάννη ΣΤ'. Ήταν μόλις 9 ετών όταν ήρθε στο θρόνο. Ήταν βασιλιάς για 4 μη διαδοχικές περιόδους: Από το 1341 μέχρι το 1347, ήταν υπό την επιτροπεία του Καντακουζηνού, μετά από εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε ο αντιβασιλέας τότε Καντακουζηνός και ο οποίος με τη βοήθεια των Τούρκων έγινε αυτοκράτορας για 7 χρόνια. Ο Ιωάννης Ε’ έγινε κανονικός αυτοκράτορας μεταξύ 1354 και 1376. Ο γιος του όμως Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος του άρπαξε το θρόνο μεταξύ 1376-1379. Εκθρονισθείς από το γιο του, επέστρεψε το 1379. Το 1390 ο εγγονός του, Ιωάννης Ζ', σφετερίστηκε προσωρινά το θρόνο. Ο Ιωάννης Ε’ ήταν αδύναμος και ανίκανος. Ένας ηγεμόνας χωρίς ισχύ, κύρος και περηφάνια που δεν έλεγε να φύγει. Η ζωή του, μια σειρά από ταπεινώσεις. (Ταπεινώθηκε πάρα πολλές φορές: από τον Πάπα, τους Ενετούς, τους Βούλγαρους, τους Τούρκους αλλά και το σόι του). Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το 1360 το Διδυμότειχο και τη Φιλιππούπολη. Ενώ το 1365 κατέλαβαν τη Αδριανούπολη, η οποία έγινε και πρωτεύουσά τους. Επίσης πήραν το 1387 και τη Θεσσαλονίκη. Η εποχή του θριάμβου των Τούρκων στα Βαλκάνια οδήγησε στην ταπείνωση του Βυζαντίου που επιβίωνε μόνο χάρη στα τείχη της Πόλης και επειδή ο σουλτάνος είχε άλλες προτεραιότητες. Το Βυζάντιο γίνεται επίσημα υπόσπονδο κράτος. Ο Ιωάννης Ε’ ανήμπορος για οποιαδήποτε αντίσταση, αλλά και ανίκανος να ηγηθεί ή να βρει λύσεις, αναζητούσε συνεχώς Δυτική βοήθεια αντί να προσπαθήσει να οργανώσει το στρατό και την άμυνα. Ταξίδεψε στην Ουγγαρία για βοήθεια. Επιστρέφοντας, οι Βούλγαροι τον φυλάκισαν και τον έσωσε ο ξάδελφος του Amadeus της Σαβοΐας. Επισκέφτηκε τη Βενετία. Τον φυλάκισαν και εκεί για χρέη. Ο Ιωάννης ομολόγησε στις 18 Οκτωβρίου 1369 την Ρωμαϊκή Καθολική πίστη, στη Ρώμη. Φίλησε τα πόδια του Πάπα τρεις φορές. Πέθανε μετά από νευρικό κλονισμό που του προκάλεσε μια ακόμη ταπείνωση από τους Τούρκους.