●Η εορτή της Υπαπαντής στη Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη.

Αριστερά: Η Υπαπαντή του Κυρίου σε μικρογραφία από το Μηνολόγιον Βασιλείου Β’, (Εθνική βιβλιοθήκη Βατικανού).
Δεξιά: Ψηφιδωτή παράσταση της Υπαπαντής στο Τέμενος Καλεντέρχανε στην Κωνσταντινούπολη (7ος αι.).
*Το Τέμενος Καλεντέρχανε (Τουρκικά: Kalenderhane Camii) είναι ένα τζαμί στην συνοικία του Σαχζαδέ, το οποίο βρίσκεται νοτίως του υδραγωγείου του Ουάλεντος, στην Κωνσταντινούπολη. Πριν την άλωση της πόλης ήταν η Βυζαντινή εκκλησία της «Θεοτόκου Κυριώτισσας», η οποία χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Λίγο μετά την άλωση της πόλης ο βυζαντινός ναός μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος. 

Η Υπαπαντή είναι Δεσποτική και Θεομητορική εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που εορτάζεται η "προσφορά" του Ιησού στο Ναό από την μητέρα του Μαρία και τον θετό του πατέρα Ιωσήφ, σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του. Ήταν μια παράδοση για τα πρωτότοκα αγόρια που την τήρησαν οι κηδεμόνες του Ιησού ως πιστοί Εβραίοι. Κατ' αναλογίαν σήμερα είναι ο "σαραντισμός" που τελούν οι μητέρες με το παιδί στον χριστιανικό ναό.
Στο ναό του Σολομώντα όπου έγινε η τελετή, συνάντησαν δύο πρόσωπα με προφητικό χάρισμα, τον γέροντα Συμεών και την γερόντισσα Άννα (όχι τη μητέρα της Μαρίας). Και οι δύο αναγνώρισαν στο πρόσωπο του βρέφους τον Μεσσία και προφήτευσαν σχετικά με το λυτρωτικό έργο του προσαγομένου βρέφους.
Το γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου το εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β', στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών.
Πρώτες ενδείξεις για τον εορτασμό της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη έχουμε από τον 6ο αιώνα, και όλες συνδέουν την εξάπλωσή της με τον Ιουστινιανό. Σύμφωνα με την Χρονογραφία του Θεοφάνη, το έτος 534, επί βασιλείας Ιουστινιανού, «η Υπαπαντή του Κυρίου έλαβεν αρχήν επιτελείσθαι εν τω Βυζαντίω τη δευτέρα του Φεβρουαρίου μηνός», δηλαδή η εορτή της Υπαπαντής ορίσθηκε επί Ιουστινιανού να εορτάζεται στην Κωνσταντινούλοπη στις 2 Φεβρουαρίου. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι τότε εισήχθη η εορτή. Σύμφωνα με το Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού «και η Υπαπαντή μετηνέχθη και έλαβεν αρχήν εορτάζεσθαι Φεβρουαρίω μηνί εις την β’, γενομένην πρότερον τη ιδ’ του αυτού μηνός, ήτις ουκ εστιν εναριθμούμενη ταις δεσποτικαίς εορταίς».
Η εορτή λοιπόν προϋπήρχε, και η αναφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει την εισαγωγή της εορτής της Υπαπαντής στην Κων/πολη, αλλά την μεταφορά του εορτασμού της την χρονιά εκείνη, κατ’ εντολήν του Ιουστινιανού, από τις 14 Φεβρουαρίου στις 2 του ιδίου μήνα, εναρμονίζοντας ημερολογιακά την εορτή της Υπαπαντής με την νέα εορτή της Γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.
Είναι βεβαίως πιθανό ο Ιουστινιανός να συνέβαλε και στην περαιτέρω εξάπλωση της εορτής. Σώζεται μάλιστα σε γεωργιανή μετάφραση ένα γράμμα του Ιουστινιανού προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ του έτους 560, όπου υποστηρίζει την αλλαγή της ημερομηνίας της Υπαπαντής από τις 14 στις 2 Φεβρουαρίου.
Η μεταφορά αυτή της εορτής της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου πιθανότατα συνδέεται και με την συγγραφή του κοντακίου της Υπαπαντής από τον Ρωμανό το Μελωδό. Λείψανα του κοντακίου αυτού είναι ακόμη εν χρήσει στην σημερινή λειτουργική πράξη:
Το πρώτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού στην Υπαπαντή, «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα…», είναι το πρώτο κάθισμα του όρθρου της εορτής και το τρίτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού στην Υπαπαντή, «Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας …», είναι το χρησιμοποιούμενο σήμερα ως κοντάκιο της εορτής.
Φαίνεται όμως ότι η νέα ημερομηνία της εορτής στις 2 Φεβρουαρίου άργησε να γίνει αποδεκτή από τον λαό, και έτσι η εορτή συνέχισε για μερικά χρόνια να τελείται στις 14 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον ως και το έτος 602, όπου έχουμε σχετική μαρτυρία. Αναλύoντας και εξετάζοντας χρονολογικά τα γεγονότα της επανάστασης εναντίον του αυτοκράτορος Μαυρικίου το έτος 602, o M. Higgins υποστηρίζει ότι εκείνο το έτος η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν ακόμα στις 14 Φεβρουαρίου, και ως εκ τούτου υποθέτει ότι η εορτή της Γέννησης του Χριστού ήταν στις 6 Ιανουαρίου.
Στην Κωνσταντινούπολη η εορτή της Υπαπαντής τελούνταν με μεγαλοπρέπεια και με την παρουσία του αυτοκράτορος. Την παραμονή ο εσπερινός γινόταν στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις», όπου γινόταν και ο όρθρος ανήμερα της εορτής. Από εκεί με λιτανεία κατευθύνονταν κλήρος και λαός, μέσω του Φόρου, στον ναό της Παναγίας «εν Βλαχερναίς» όπου ελάμβανε χώρα η Θ. Λειτουργία παρουσία του αυτοκράτορος. Το γεγονός ότι η Θ. Λειτουργία ανήμερα της Υπαπαντής γινόταν στην Παναγία «εν Βλαχερναίς» δηλώνει ότι παρ’ όλο που η εορτή έχει Δεσποτικό χαρακτήρα, λογιζόταν ως Θεομητορική από τους Βυζαντινούς, αφού όλες οι εορτής της Παναγίας εορτάζονταν είτε στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις» είτε στο ναό «εν Βλαχερναίς».
Η συνήθεια το ότι οι βασιλείς κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη παρευρίσκονταν στο Ναό των Βλαχερνών εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ τα λείψανα του Θεοδόχου, ευσεβή και δίκαιου Συμεών τιμώνταν στην Κωνσταντινούπολη στον Ναό του αγίου Ιακώβου που κτίσθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου.
Η εορτή της Υπαπαντής, ανήκει στις εορτές του δωδεκαόρτου, δηλαδή τις σημαντικότερες 12 εορτές της Εκκλησίας. Ο εορτασμός της (καταβασίες) ξεκινάει στις 15 Ιανουαρίου, μετά την απόδοση των Φώτων (τέλος της περιόδου των Φώτων 14 Ιανουαρίου), κορυφώνεται την κυριώνυμο ημέρα, 2 Φεβρουαρίου, και ολοκληρώνεται στις 9 Φεβρουαρίου με την απόδοση της εορτής.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου