Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης

Η εξέγερση του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη, (2ο μισό του 13ου αιώνα, 
από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη).
Ένθετο: Χρυσό ιστάμενον νόμισμα. Η μία του όψη απεικονίζει τον Χριστό ένθρονο και ευλογών, ενώ η άλλη τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να κρατούν λάβαρο.
Ο Μιχαήλ Ε’ γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Στέφανος αναφέρεται ως καλαφάτης, εξ ου και το επώνυμο με το οποίο τον αποκαλούσαν περιφρονητικά οι κάτοικοι της πρωτεύουσας.
(Καλαφάτης=αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα).
Η μητέρα του Μαρία ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και του πανίσχυρου τότε Ιωάννη Ορφανοτρόφου. Επειδή ανήκε στην οικογένεια των Παφλαγόνων, μέλη της οποίας είχαν καταλάβει ανώτατες θέσεις στο βυζαντινό κράτος στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μιχαήλ Δ’ (1034-1041) και χάρη στη δράση του Ιωάννη Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ θεωρήθηκε από τους θείους του ο κατάλληλος διάδοχος για να μείνει το αυτοκρατορικό στέμμα στην οικογένεια.
Ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος, που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει στον αδελφό του Μιχαήλ Δ’ το θρόνο, επιδίωκε να παραμείνει η εξουσία στα χέρια της οικογένειάς του. Καθώς ήταν καταφανές ότι ήταν αδύνατον να υπάρξει νόμιμος διάδοχος του θρόνου από το γάμο του Μιχαήλ με την αυγούστα Ζωή, γόνο της Μακεδονικής δυναστείας, λόγω της προχωρημένης ηλικίας της αλλά και λόγω της πλήρους διάστασης στην οποία ζούσαν, έπρεπε να εξασφαλιστεί η διαδοχή μέσω άλλης οδού. Επιπλέον, η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του Μιχαήλ Δ’, που έπασχε από επιληψία, καθιστούσε το ζήτημα πιο επείγον, καθώς έπρεπε να εξασφαλιστεί η διαδοχή πριν από έναν πιθανό πρόωρο θάνατο του αυτοκράτορα.
Ο γάμος του Μιχαήλ Δ’ με τη Ζωή είχε οργανωθεί προσεκτικά από τον Ορφανοτρόφο, που γνώριζε ότι οι Παφλαγόνες χρειάζονταν μια δικαιολογία για την ανάληψη του αυτοκρατορικού στέμματος, την κάλυψη πίσω από τη δυναστική νομιμότητα που μπορούσε να προσφέρει η Ζωή ως μέλος της Μακεδονικής δυναστείας.
Προκειμένου λοιπόν για τη νομιμοποίηση ενός διαδόχου του Μιχαήλ Δ’, ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει και πάλι την αυτοκράτειρα Ζωή, με σκοπό να διαφυλάξει την εξουσία που είχε κερδίσει για λογαριασμό της οικογένειάς του. Επέλεξε τον ανιψιό του τον Μιχαήλ, γιο της αδελφής του, και μαζί με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ κατόρθωσαν να πείσουν τη Ζωή να τον υιοθετήσει, περίπου το 1035. Ταυτόχρονα με την υιοθεσία, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε’ έλαβε και τον τίτλο του καίσαρα, ο οποίος του εξασφάλιζε ότι θα διαδεχόταν τον θείο του στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1041 ο Μιχαήλ Δ’, καταβεβλημένος από την ασθένειά του, αποσύρθηκε στη μονή των Αγίων Αναργύρων, όπου και πέθανε την ίδια μέρα. Τρεις μέρες αργότερα η αυτοκράτειρα Ζωή έστεψε τον Μιχαήλ Ε’ αυτοκράτορα, ο οποίος με τη σειρά του υποσχέθηκε ότι θα της απονέμει όλες τις αυτοκρατορικές τιμές και ότι θα τη σέβεται σαν μητέρα του.
Πολύ σύντομα μετά τη στέψη του, όμως, ο Μιχαήλ Ε’ αποφάσισε να προβεί σε σκληρές και απροσδόκητες ενέργειες. Κατ’ αρχάς, παραμέρισε τον πανίσχυρο θείο του Ιωάννη Ορφανοτρόφο από την εξουσία και τον έστειλε στην εξορία. Η κηδεμονία του Ορφανοτρόφου ενοχλούσε πιθανότατα όχι μόνο τον νεαρό Μιχαήλ, αλλά και άλλα μέλη της πολυμελούς οικογένειας των Παφλαγόνων. Από την άλλη πλευρά, όμως, απομακρύνοντας τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο από την εξουσία, ο Μιχαήλ Ε’ έχασε έναν ισχυρό προστάτη και έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους στην Κωνσταντινούπολη. Αντί του Ιωάννη Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ Ε’ ζήτησε την υποστήριξη του άλλου του θείου, του Κωνσταντίνου, ο οποίος άρχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, μετά την απομάκρυνση του Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ Ε’ απελευθέρωσε έναν από τους αντιπάλους του θείου του, τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό, θέλοντας να δείξει με τον τρόπο αυτό ότι διακόπτει την πολιτική διωγμών που εφάρμοζε, φοβούμενος τις εξεγέρσεις, ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος, ο οποίος είχε επιπλέον εξορίσει τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο και τον κατοπινό πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο.
Το μεγαλύτερο λάθος του Μιχαήλ Ε’, όμως, ήταν η απόφαση που έλαβε, έπειτα από συμβουλή του θείου του Κωνσταντίνου, να εξορίσει την αυτοκράτειρα Ζωή. Ενθαρρυμένος από την απουσία αντιδράσεων σχετικά με την απομάκρυνση του Ορφανοτρόφου, ο Μιχαήλ Ε’ πίστευε ότι ούτε και για την εξορία της Ζωής θα συναντούσε σημαντικές αντιδράσεις. Επιπλέον, έχοντας δώσει μεγάλη έμφαση στο να κερδίσει την εύνοια του λαού της Κωνσταντινούπολης, ακόμα και με χρηματικά ανταλλάγματα, πίστευε ότι ο πληθυσμός τού ήταν πλέον αφοσιωμένος. Οργάνωσε μάλιστα δύο λιτανείες γύρω στο Πάσχα του 1042 και η θετική υποδοχή τους από τους πολίτες τον είχε πείσει ότι το λαϊκό αίσθημα ήταν υπέρ του.
Λίγες μέρες μετά εξόρισε την αυτοκράτειρα Ζωή στην Πρίγκηπο όπου την έκλεισε σε μοναστήρι. Για να δικαιολογήσει την απόφασή του, την κατηγόρησε δημόσια, διά στόματος του επάρχου της πόλεως, ότι επιβουλευόταν τη ζωή του, ενώ με την ίδια κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του προσπάθησε να εξορίσει και τον πατριάρχη Αλέξιο Στουδίτη, αν και η δεύτερη αυτή απόφαση δεν τέθηκε σε εφαρμογή. Η εξορία όμως της αυτοκράτειρας Ζωής αποτέλεσε την αιτία για ταραχές και τελικά εξέγερση στην πρωτεύουσα, που κόστισε στον νεαρό αυτοκράτορα το θρόνο.
Όταν ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, Αναστάσιος ανάγνωσε στη πλατεία του Κωνσταντίνου τη σχετική Διαταγή (προκήρυξη), στην οποία ο Καλαφάτης προσπαθούσε να δικαιολογήσει στο λαό τους λόγους της καταδίκης της Ζωής ακούσθηκε κραυγή από το συγκεντρωμένο πλήθος: «Ημείς σταυροπάτην και καλαφάτην Βασιλέα ού θέλομεν αλλά την αρχέγονον και ημετέραν μητέρα Ζωήν» Στη φωνή αυτή απάντησε σύσσωμος ο παριστάμενος λαός: «Ανασκαφείη τα οστά του Καλαφάτου» και με αυτό δόθηκε το σύνθημα ένοπλης στάσης. Το πλήθος συσπειρώθηκε γύρω από τον πατριάρχη Αλέξιο, τον οποίο θέλησε να απομακρύνει από τον θρόνο ο Μιχαήλ.
Ήταν 19 Απριλίου του 1042, μόνον οκτώ ημέρες μετά την επίσημη λιτανεία στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε δημιουργήσει στον Μιχαήλ Ε’ την εντύπωση ότι ο λαός της Κωνσταντινούπολης του ήταν αφοσιωμένος, οι δήμοι της πόλης ξεσηκώθηκαν όχι μόνο εναντίον του νεαρού αυτοκράτορα αλλά και ολόκληρης της οικογένειας των Παφλαγόνων, που χάρη στη δράση του Ορφανοτρόφου είχαν καταλάβει πολλά καίρια αξιώματα. Ο Μιχαήλ Ε’ είχε υποτιμήσει την αφοσίωση του λαού στη δυναστική ιδέα και την είχε πλήξει βάναυσα, και έτσι τώρα ο λαός της πρωτεύουσας απαιτούσε να επιστρέψουν στην εξουσία οι νόμιμοι εκπρόσωποι της Μακεδονικής δυναστείας, όχι μόνο η Ζωή, αλλά και η αδελφή της Θεοδώρα, την οποία, ωστόσο, η ίδια η Ζωή είχε αναγκάσει να γίνει μοναχή και να αποσυρθεί στη μονή του Πετρίου το 1034.
Το εξοργισμένο πλήθος άρχισε να επιτίθεται και να καταστρέφει την περιουσία των συγγενών του Μιχαήλ και τελικά πολιόρκησε το παλάτι, εκφράζοντας την απαίτησή του για απομάκρυνση του Καλαφάτη και για επιστροφή της Ζωής και της Θεοδώρας.
Πολιορκημένοι στο παλάτι από τον λαό, ο Μιχαήλ Ε’ και ο θείος του Κωνσταντίνος προσπάθησαν να κατευνάσουν την οργή του πλήθους επαναφέροντας τη Ζωή από την εξορία. Ωστόσο ο λαός συνέχισε να πολιορκεί το παλάτι, ενώ μια ομάδα εισέβαλε στη μονή του Πετρίου και ανάγκασε την αδελφή της Ζωής, τη Θεοδώρα, να τους ακολουθήσει στην Αγιά Σοφιά, όπου της αποδόθηκαν οι ίδιες αυτοκρατορικές τιμές με τη Ζωή.
Η εξέγερση συνέχισε να μαίνεται και η προσπάθεια του Μιχαήλ Ε’ και του θείου του Κωνσταντίνου να την αντιμετωπίσουν με στρατό δεν έφερε αποτέλεσμα. Ακόμα και η άφιξη του Κατακαλών Κεκαυμένου με στρατεύματά του από τη Σικελία δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης υπέρ του αυτοκράτορα και έτσι στις 21 Απριλίου ο Μιχαήλ Ε’ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μέγα Παλάτιο. Μαζί με τον θείο του Κωνσταντίνο διέφυγαν με πλοίο στο δυτικότερο τμήμα της πόλης και προσπάθησαν να βρουν άσυλο στη Μονή Στουδίου και να γίνουν μοναχοί. Όμως η οργή των Κωνσταντινουπολιτών, που επιπλέον μετρούσαν έναν μεγάλο αριθμό θυμάτων από την εξέγερση, ήταν πολύ μεγάλη. Το πλήθος τούς πήρε με τη βία από τον κύριο ναό της Μονής Στουδίου και τους οδήγησε στο Σίγμα, όπου τους τύφλωσαν, όπως ήταν η συνηθισμένη τιμωρία των επίδοξων σφετεριστών.
Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία σε ό,τι αφορά στη διαδοχή στο θρόνο. Η Θεοδώρα και η Ζωή, που ήταν γόνοι της μακεδονικής δυναστείας, παρέμεναν στη συνείδηση του λαού ως οι νόμιμοι δικαιούχοι του αυτοκρατορικού θρόνου, παρά το γεγονός ότι και ο Μιχαήλ Ε' ήταν νόμιμος αυτοκράτορας.
Έτσι ανέλαβαν οι δύο αδελφές, εκπρόσωποι της Μακεδονικής δυναστείας, η Θεοδώρα και η Ζωή.
Οι δύο αδελφές κυβέρνησαν για πολύ λίγο καιρό το βυζαντινό κράτος, από τις 21 Απριλίου μέχρι τις 12 Ιουνίου του 1042. Η έλλειψη διοικητικών ικανοτήτων οδήγησε τη Ζωή στην αναζήτηση νέου συζύγου. H εξηντάχρονη αυτοκράτειρα παντρεύτηκε τελικά τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, γόνο μιας από τις καλύτερες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο ο Ορφανοτρόφος και ο Μιχαήλ Δ’ είχαν εξορίσει στη Μυτιλήνη ως στενό συνεργάτη του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Μονομάχος εξόρισε τον Μιχαήλ Ε’ στη Χίο όπου και πέθανε σαν μοναχός 4 μήνες μετά, στις 24 Αυγούστου του 1042, τυφλός και εξόριστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου