Ιουστινιανός Α’

Ο Ιουστινιανός Α’ σε λεπτομέρεια από ψηφιδωτό του ναού του Αγίου Βιταλίου, στη Ραβέννα (6ος αιώνας).
Ένθετο: Σόλιδος (χρυσό νόμισμα) με τη μορφή του Ιουστινιανού Α’.
Ο Ιουστινιανός Α’ (Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος), γνωστός και ως Μέγας Ιουστινιανός, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 527 έως το 565.
Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ταυρέσιο (η σημερινή πόλη Λέμπανε της Σερβίας ή η θέση Τάορ κοντά στα Σκόπια) στις 11 Μαΐου του 482. Ήταν γιος του Σαββάτιου και ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α’. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας του θείου του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συν-αυτοκράτορας, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός, που σημαίνει ότι έχει υιοθετηθεί από τον Ιουστίνο.
Ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ύστερης αρχαιότητας και ενδεχομένως ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μιλούσε τα λατινικά ως πρώτη γλώσσα. Η βασιλεία του Ιουστινιανού αποτελεί μία ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η στέψη του έγινε την 1η Αυγούστου του 527.
Ήταν εξαίρετος ηγέτης και μεγάλος αυτοκράτορας που προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της αυτοκρατορίας. Ο αντίκτυπος της βασιλείας του επεκτάθηκε πέρα από τα όρια της εποχής του και της επικράτειάς του. Τα εγχειρήματά του πάντως εξάντλησαν τους πόρους του κράτους.
Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστινιανός Α’ τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.
Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η βελτίωση των οικονομικών, μέσω είσπραξης των φόρων, εργασία που ανέθεσε στον ικανό αλλά αντιπαθή στο λαό Ιωάννη Καππαδόκη. Επίσης, αναθέτει τον ίδιο καιρό στον Τριβωνιανό την επανακωδικοποίηση των νόμων του Θεοδοσίου, απαλείφοντας αντικρουόμενες διατάξεις και μειώνοντας δραστικά το μέγεθος και την έκταση των ισχυουσών διατάξεων. Αντιμετώπισε τους Σασσανίδες Πέρσες ήδη από το 532, οπότε και υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με τον βασιλιά Χοσρόη Α’, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί απερίσπαστος με το μεγάλο του όνειρο, την ανακατάληψη της Δύσης.
Επί των ημερών του το Βυζάντιο επεκτείνεται και ακμάζει. Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες. Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου). Οι κατακτήσεις δίνουν κύρος και δύναμη αλλά όμως εξαντλούν τους πόρους και θα είναι εφήμερες. Η πανούκλα όμως έχει τεράστιες επιπτώσεις και διακόπτει μια περίοδο ευημερίας. Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγιά Σοφιά.
Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Αποκορύφωμα αυτών η “Στάση του Νίκα”… Τον Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α’. Η κατάσταση ξέφευγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο ρωμαϊκός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη “Στάση του Νίκα”, η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.
Η καταστροφή του ναού της Αγιά Σοφιάς κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Στις 27 Δεκεμβρίου του 537, ο Ιουστινιανός, μαζί με τον Πατριάρχη Μηνά, εγκαινίασε με μεγάλη λαμπρότητα την Αγιά Σοφιά. Ο θρύλος λέει ότι ο Ιουστινιανός, αντικρίζοντας τον μεγαλοπρεπή ναό, αναφώνησε την ιστορική φράση: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!» εννοώντας ότι η Αγιά Σοφιά ξεπερνούσε σε κάλλος και μεγαλοπρέπεια το Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ.

Στη φωτογραφία αριστερά: Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ στην κατασκευή της Αγιά Σοφιάς, όπως απεικονίζεται στην χρονογραφία ¨Σύνοψις-Χρονική¨ του Κωνσταντίνου Μανασσή, (14ος αιώνας).
Δεξιά: Ο Άγιος Μηνάς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος στις 27 Δεκεμβρίου 537 τέλεσε τα πρώτα εγκαίνια του ναού της Αγιά Σοφιάς. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα, Μονή Γκρατσάνιτσα, Σερβία, Κοσσυφοπέδιο.
Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια, εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο.
Έτσι λοιπόν, στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν μεγαλοπρεπώς τα δεύτερα εγκαίνια του αναστηλωθέντος ναού της Αγιά Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη, παρουσία του αυτοκράτορα και του λαού της Βασιλεύουσας.
Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δεν φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.
Στη θρησκευτική του πολιτική τώρα, ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα, και έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ’ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα. Ήταν ελαφρώς μονοφυσίτης και δη της ακραίας μορφής, του Αφθαρτοδοκητισμού.
Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Μετά τον θάνατό της όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων.
Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς.
Όπως είδαμε προσπάθησε να επιβάλει θρησκευτική ενότητα με συμβιβασμούς στο δόγμα. Δεν ικανοποιήθηκε κανείς όμως.
Πέθανε από φυσικά αίτια στις 14 Νοεμβρίου του 565. Είχε πληγεί πιο πριν από βουβωνική πανώλη, αλλά επέζησε. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του.
Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου