●2 Ιανουαρίου: Κοσμά Α’ αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του θαυματουργού.

Σφραγίδα του Πατριάρχη Κοσμά Α’.
Αριστερά η εμπρόσθια όψη που παρουσιάζει την Παναγία Ένθρονη.
Δεξιά η πίσω όψη έχει επιγραφή οκτώ γραμμών, η οποία γράφει:

+ΚΟCMAC
EΛΕΩΘVAPX
EPICΚΟΠΟC
.ΩΝ…ΝΤ,Ν.
ΠΟΛ….ΕΑC
.ΩΜ…ΑΙΟΙ.
.ΟVMENIK
,ΠPIAPXHC,

Κοσμᾶς ἐλέῳ Θ(εο)ῦ ἀρχ(ι)επίσκοπος [Κ]ων[στα]ντ(ι)ν[ου]πόλ[εως Ν]έας [Ῥ]ώμ[ης κ]αὶ ο[ἰκ]ουμενικ(ὸς) π(ατ)ριάρχ(ης).

Διπλήν έχων άνωθεν Κοσμά την χάριν,
Κόσμος μέγας πέφηνας υψηλού θρόνου.

Ο Κοσμάς Α’ ο Ιεροσολυμίτης διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 2 Αυγούστου του 1075 έως τις 8 Μαΐου του 1081.
Η καταγωγή του ήταν από την Αντιόχεια. Ονομάστηκε όμως Ιεροσολυμίτης, επειδή είχε μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα στην αγία Πόλη δηλ. στα Ιεροσόλυμα. Όταν έφυγε από εκεί, μόνασε στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είχε μεγάλη μόρφωση, ήταν όμως ευσεβής και ενάρετος, απλός και αγαπητός. Στις 2 Αυγούστου 1075, μετά το θάνατο του Ιωάννη Η’ του Ξιφιλίνου, εξελέγη Πατριάρχης κατόπιν επιθυμίας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δούκα, αν και ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας.
Το 1078 έστεψε αυτοκράτορα τον Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη. Αντιτάχθηκε στον γάμο του Νικηφόρου με την Μαρία της Αλανίας, σύζυγο του Μιχαήλ Ζ’, αλλά δεν έλαβε άλλα μέτρα εκτός από την καθαίρεση του ιερέα που τέλεσε τον γάμο. Αργότερα χρησιμοποίησε την επιρροή του για να τον πείσει να παραιτηθεί, καθώς η δημοτικότητά του έπεφτε και η Αυτοκρατορία έμπαινε σε περίοδο αποσταθεροποίησης.
Το 1080 χειροτόνησε και έστειλε Μητροπολίτη Ρωσίας τον Έλληνα Ιωάννη, άνδρα κάτοχο μεγάλης μόρφωσης και πολλών αρετών.
Το 1081 έστεψε αυτοκράτορα τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό. Όταν αυτός προσπάθησε, με την παρακίνηση της μητέρας του, να χωρίσει την γυναίκα του, Ειρήνη Δούκαινα, για να παντρευτεί την χήρα αυτοκράτειρα Μαρία της Αλανίας, ο Κοσμάς, έχοντας με το μέρος του και τους μοναχούς, αρνήθηκε να το δεχτεί, καθώς αυτή είχε ήδη παντρευτεί δύο φορές. Κατόπιν αυτού, ο Αλέξιος εγκατέλειψε το σχέδιό του.
Επί της πατριαρχείας του, η αρχιεπισκοπή Πατρών προήχθη σε Μητρόπολη με τρεις επισκοπές στη δικαιοδοσία της.
Η πιο σημαντική συνοδική ενέργεια του Κοσμά ήταν η καταδίκη, το 1076-1077, των αιρετικών θέσεων του Ιωάννη Ιταλού, ενός φιλοσόφου που συνδεόταν με την οικογένεια των Δουκών.
Όμως, οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες του Πατριάρχη δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα του Κοσμά. Εκτός αυτού, η μητέρα του Αλεξίου, Άννα Δαλασσηνή, πίεζε για την απομάκρυνσή του, αφενός διότι δεν της άρεσε ο δεσμός της Ειρήνης με την οικογένεια των Δουκών, αφετέρου για να προωθήσει ευνοούμενό της στον θρόνο. Έτσι, στις 8 Μαΐου 1081, ο Κοσμάς, λειτούργησε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, και αφού παραιτήθηκε έφυγε μαζί με τον υπηρέτη του και αποσύρθηκε στη Μονή Καλλίου στην Κωνσταντινούπολη.
Αρνήθηκε τις προτάσεις επιστροφής που του έγιναν και πέθανε στη Μονή εκείνη.
Η παραίτηση του Κοσμά θεωρείται πως εγκαινιάζει μια περίοδο, μεταξύ της βασιλείας του Αλεξίου Α’ και του Μανουήλ Α’, κατά την οποία η Εκκλησία χάνει την αυτοαναφορικότητα που είχε τον ενδέκατο αιώνα και εξαρτάται και υπόκειται στο Κράτος. Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης δεν μιλάει κολακευτικά για τον Κοσμά. Αναφέρει ότι επελέγη λόγω έλλειψης μεγαλείου, καθώς «μετά τον θάνατο του προηγούμενου Πατριάρχη, ο Μιχαήλ Ζ’ δεν επέλεξε κάποιον από την Γερουσία, ούτε από την Μεγάλη Εκκλησία, ούτε κάποιον άλλο βυζαντινό που φημιζόταν για τα λόγια ή τα έργα του, αλλά κάποιον μοναχό Κοσμά που ήρθε ουρανοκατέβατος από την Αγία Πόλη και τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα... παρόλο που δεν είχε ούτε σοφία ούτε κρίση...».

Ο Πατριάρχης Κοσμάς Α’ ανακηρύχθηκε άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τιμάται ως θαυματουργός στις 2 Ιανουαρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου