●Σαν σήμερα, την 9η Δεκεμβρίου του 638, πέθανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Α’.

Αριστερά η εικόνα του Ακαθίστου στην Ι. Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους και δεξιά λεπτομέρεια από την ίδια εικόνα.

Ο Σέργιος Α’ ήταν Σύρος στην καταγωγή και με μεγάλη μόρφωση. Διετέλεσε διάκονος στην Αγιά Σοφιά και «πτωχοκόμος».
Υπήρξε εισηγητής της αίρεσης του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού για να υποστηρίξει τους αγώνες και την ενωτική πολιτική του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών.
Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντίσταση της Πόλης σε επιδρομή των Αβάρων, η οποία συνέβη κατά την απουσία του αυτοκράτορα Ηρακλείου.
Συγκεκριμένα το έτος 626 και ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης κρατώντας την αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Ο Πατριάρχης περνούσε όρθιος από τις θέσεις μάχης ψέλνοντας και βαστώντας την εικόνα της Μεγαλόχαρης και χωρίς καμιά φύλαξη δεν τον έπιαναν ούτε οι σαΐτες, ούτε τα αναμμένα βέλη, ούτε οι πέτρες που έπεφταν βροχή από τους καταπέλτες.
Τη νύχτα εκείνη, συνέβη ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα και υπερφυσικά γεγονότα της πίστεως. Τρομαγμένοι οι επιτιθέμενοι εχθροί άκουγαν θόρυβο σαν χιλιάδες στρατός να επιτέθηκε εναντίον τους που έφερνε όλεθρο και καταστροφή στις τάξεις τους. Ξαφνικά και απροσδόκητα, από διώκτες έγιναν διωκόμενοι. Χιλιάδες πτώματα στρώθηκαν στη γη, πανικόβλητοι όσοι είχαν απομείνει τράπηκαν σε φυγή για να σωθούν μακριά από την Πόλη.
Όμως στρατός δεν υπήρχε, η Θεία τιμωρία τους κυνηγούσε, αφού προκλητικά και υπερήφανα τα έβαζαν με την Πόλη των Πόλεων που εντός της είχε πολλούς πιστούς πού με εμπιστοσύνη κατέφυγαν στη Θεία προστασία. Η ιστορική παράδοση ομιλεί για ένα ανεξήγητο μέγα θόρυβο και ανεμοστρόβιλο που έφερε πανικό και καταστροφή. Εκτός από τα πτώματα νεκρών πού βρίσκονταν σκόρπια έξω από τα τείχη, συντρίμμια είχαν γίνει τα εχθρικά πλοία και πολλά πτώματα ναυτών φάνηκαν στην ακροθαλασσιά των Βλαχερνών.
Οι Άβαροι και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Έτσι λοιπόν, στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, «ορθοστάδης» έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Συνέπεια της αποτυχημένης κοινής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, υπό των Αβάρων και των Περσών, ήταν ν' ανυψωθεί το φρόνημα και το ηθικό των κατοίκων της. Κοινή πίστη όλων ήταν, ότι η πρόνοια του Θεού δεν τους εγκατέλειψε, αλλά τους βοηθούσε. Οι κρίσεις θα ξεπερνιόταν. Με νέα δυναμική, αυτοκράτορας, Εκκλησία και λαός, εργάστηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι οι Άβαροι αποσύρθηκαν από το προσκήνιο της ιστορίας.
Η εικόνα της Παναγίας που αναφέραμε πιο πάνω, βρίσκεται και φυλάσσεται στην Ι. Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, ενώ είναι από τις πιο παλαιές χρονολογικά, στο δε Άγιον Όρος είναι η πιο αρχαιότερη.
Είναι κατασκευασμένη από κηρομαστίχα και με μύρο περιρρεομένη.
Στο κάτω μέρος της αργυρεπίχρυσης επένδυσης υπάρχει η επιγραφή:
«Δέησις / του δούλου του Θεού Ιερε/μίου αρχιερέως / 1786 Μαΐου / 20». Στην πίσω πλευρά της εικόνας σώζεται η παράσταση με την παράδοσή της από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' Κομνηνό στον κτήτορα της Μονής, όσιο Διονύσιο κατά την συνάντησή τους στην Τραπεζούντα το 1374.
Συνοδεύεται και αυτή από την εξής σχετική επιγραφή:
«Αύτη η εικών η θαυματουργός εστι, την ο/ποίαν βαστάζων ο Σέργιος ο π(ατ)ριάρχης και περι/ερχόμενος τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως / έδιοξεν όλους τούς πολεμίους, την οποίαν αφι/έρωσεν ο βασιλεύς του αγίου Διονυσίου' διά δαπάνι του / αγίου Πελιγραδίων Ιερεμία και διά χιρός Γεωργίου, 1786».
Το 1592, την εν λόγω εικόνα την έκλεψαν Αλγερινοί πειρατές, αλλά μετά από μεγάλη τρικυμία και μετά από τρομερό όνειρο και φοβερό θαύμα που είδε ο αρχηγός τους τούς έκαναν να την επιστρέψουν στο μοναστήρι. Η εικόνα είχε θρυμματίσει το κιβώτιο όπου την είχαν κρύψει και είχε πλημμυρίσει από μύρο. Μερικοί πειρατές συγκλονισμένοι από το θαύμα έμειναν στο μοναστήρι, όπου βαπτίστηκαν και έγιναν μοναχοί. Το 1767 την έκλεψε σπείρα λωποδυτών από την Δαλματία, στο δρόμο όμως της επιστροφής έγιναν αντιληπτοί από Έλληνες βοσκούς, που τους την πήραν και την μετέφεραν στη Σκόπελο. Οι δημογέροντες του νησιού αρνήθηκαν να επιστρέψουν την εικόνα στους Διονυσιάτες μοναχούς που ήρθαν, για να την πάρουν. Μετά τρεις μήνες το νησί τιμωρήθηκε με πανώλη και οι Σκοπελίτες επέστρεψαν μετανοημένοι την εικόνα στο μοναστήρι αφιερώνοντας σ’ αυτό και ένα μετόχι στο νησί τους. Η εικόνα είναι μικρών διαστάσεων με πολύ αμαυρωμένο και δυσδιάκριτο το σχέδιο και φυλάσσεται στο ομώνυμο παρεκκλήσι, όπου και διαβάζονται καθημερινά οι Χαιρετισμοί.

Υπάρχει διαφωνία σχετικά με τον συγγραφέα του Ακαθίστου Ύμνου μεταξύ των ειδικών. Ο καθηγητής Μητσάκης τον αποδίδει στον Ρωμανό τον Μελωδό. Ο καθηγητής Τωμαδάκης στον Γερμανό τον Α’ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εκτός από τους ανωτέρω, ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης αναφέρει και άλλους πιθανολογούμενους συγγραφείς, όπως τον Γεώργιο Πισίδη, τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο και Φώτιο, τον Γεώργιο Νικομηδείας τον Σικελιώτη, δηλαδή ποιητές πού έζησαν από τον 6ο μέχρι τον 9ο αιώνα. Πάντως ο κανών του Ακαθίστου («Ανοίξω το στόμα μου..») ανήκει στην πέννα του Ιωάννη Δαμασκηνού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου