Ευφήμιος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Ευφήμιος (αναφερόμενος και ως Ευθύμιος, κατά κόσμον Επιφάνιος) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 490 ως το 496. Πριν την εκλογή του ήταν πρεσβύτερος της Κωνσταντινούπολης και διευθυντής του Πτωχοκομείου της Νεάπολης.
Αμέσως μετά την εκλογή του βρέθηκε αντιμέτωπος με την επίλυση του Ακακιανού Σχίσματος, το οποίο προεκλήθη ως επί το πλείστον από τις πρωτοβουλίες του Πατριάρχη Ακάκιου και δεν είχε θεραπευτεί στη βραχύβια Πατριαρχία του προκατόχου του, Φραβίτα. Έτσι, όταν έλαβε την επιστολή του επισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου Μογγού, στην οποία αυτός καταδίκαζε την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, ο Ευφήμιος ταράχθηκε και έκοψε τις σχέσεις της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με αυτή της Αλεξάνδρειας. Ο θάνατος του Πέτρου Μογγού τον Οκτώβριο του 490 και η εκλογή του Αθανασίου Β’ επιδείνωσε τις σχέσεις των δύο εκκλησιών. Για τη θεραπεία του Ακακιανού Σχίσματος, ο Ευφήμιος προχώρησε ακόμη παραπέρα: Το 491 συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναγνώρισε τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο. Ο Ευφήμιος ενέταξε εκ νέου στα Δίπτυχα το όνομα του Πάπα Φήλικος Γ’, το οποίο είχαν διαγράψει οι προκάτοχοί του, λόγω της αντίδρασής του προς το Ενωτικόν του αυτοκράτορα Ζήνωνα. Δεν έφτασε όμως στο σημείο να αποκηρύξει και να διαγράψει από τα Δίπτυχα τους προκατόχους του Ακάκιο και Φραβίτα, οπότε και ο Πάπας, που τους θεωρούσε αιρετικούς, αρνούνταν να επανέλθει σε κοινωνία μαζί του. Ο Ευφήμιος συνέχισε τις προσπάθειες και με τον επόμενο Πάπα, Γελάσιο Α’, ο οποίος εντέλει, σε ένδειξη συμβιβασμού, δέχθηκε τις χειροτονίες και τις βαφτίσεις που είχαν τελέσει ο Ακάκιος και ο Φραβίτας.
Μεταξύ του Ευφημίου και του Αυτοκράτορα Αναστάσιου υπήρχε κάποια ψυχρότητα, η οποία προερχόταν από την καχυποψία του Αναστάσιου ότι ο Ευφήμιος συνωμοτούσε με τους Ισαύρους εναντίον του. Επιπλέον, επειδή ο Ευφήμιος γνώριζε τις αιρετικές απόψεις του Αυτοκράτορα, του είχε ζητήσει έγγραφη ομολογία πίστεως, την οποία φύλαγε στα αρχεία του Πατριαρχείου. Αργότερα ο Αναστάσιος του ζητούσε επιμόνως πίσω το έγγραφο, το οποίο τελικά απέσπασε με τη βία. Οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν ενταθεί τόσο, ώστε κάποιος φανατικός επιτέθηκε με ξίφος εναντίον του Ευφημίου. Τελικά ο Αναστάσιος συνεκάλεσε το 496 Σύνοδο, η οποία καθαίρεσε τον Ευφήμιο, ο οποίος εξορίστηκε και πέθανε το 515 στην Άγκυρα.
Επί των ημερών του Ευφημίου μεταφέρθηκαν από τη Βαβυλώνα στην Κωνσταντινούπολη τα λείψανα των τριών παίδων, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ (οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω*).

--------------------------------
* Οι Άγιοι Τρεις Παίδες γεννήθηκαν στην πόλη των Ιεροσολύμων στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνος. Ανήκαν στη φυλή του Ιούδα και κατάγονταν από βασιλική οικογένεια. Πατέρας τους ήταν ο Βασιλιάς Εζεκίας και μητέρα τους η Καλλίνικη.
Περί το 605 π.Χ. ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κυριεύει την πόλη των Ιεροσολύμων σφάζοντας, λεηλατώντας και αιχμαλωτίζοντας πολλά παιδιά Εβραίων. Μεταξύ των αιχμαλώτων και οι Τρείς Παίδες που ήταν τότε σε ηλικία 8-10 ετών, μαζί με τον φίλο τους, τον Δανιήλ τον μετέπειτα Προφήτη και οι οποίοι μεταφέρονται στη Βαβυλώνα.
Εκεί ο Δανιήλ μετά την εξήγηση του ενυπνίου του Ναβουχοδονόσορ αποκτά την εμπιστοσύνη του και διορίζεται Γενικός Επίτροπος των επαρχιών της Βαβυλώνας. Μετά από παράκληση του οι Τρείς Παίδες λαμβάνουν σημαντικά αξιώματα στη Δημόσια Διοίκηση της Βαβυλώνας.
Το 579 π.Χ. κατά τα ήθη των ειδωλολατρών βασιλέων ο Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε μια εικόνα δική του χρυσή, ύψους εξήντα πηχών και πλάτους έξη πηχών. Στα Αποκαλυπτήρια της εικόνας προσκλήθηκαν να παραστούν όλοι οι Αξιωματούχοι, Στρατηγοί και Τοπικοί Άρχοντες του Κράτους. Το πρόγραμμα περιλάμβανε προσκύνηση της εικόνας από τους προσκεκλημένους μόλις ηχούσε η σάλπιγγα. Οι παραβάτες θα ρίπτονται σε μια κάμινο πεπυρωμένη. Οι τρεις παίδες ως πιστοί Ιουδαίοι δεν υπάκουσαν στο βασιλικό πρόσταγμα και αρνήθηκαν να προσκυνήσουν την εικόνα, τηρώντας ευλαβικά τον Θείο Νόμο που πρόσταζε:

“Ου ποιήσεις εαυτόν είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω Ουρανώ και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασι τοις υποκάτω της γης... Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς”.

Το γεγονός κατήγγειλαν στο βασιλιά ο οποίος εξοργισμένος διέταξε να εμφανιστούν ενώπιων του οι τρεις παίδες ώστε να απολογηθούν για την ανυπακοή τους. Οι ευσεβείς νέοι δεν αρνήθηκαν την καταγγελία, ούτε ζήτησαν την εύνοια του οργισμένου βασιλιά. Με παρρησία χωρίς να φοβηθούν τον θάνατο του αποκρίθηκαν:

“Ου χρειάν έχομεν ημείς από του ρήματος τούτου αποκριθήναι σοι. Εστί γαρ Θεός ημών εν ουρανοίς, ω ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός, της καομένης και εκ των χείρων σου Βασιλεύ, σώσηται ημάς. Και αν μη γνωστόν έστω σοι, Βασιλεύ, ότι τοις Θεοίς σου ου λατρεύομεν, και τη εικόνι, η έστεισαν ου προσκυνούμεν”.

Οργισμένος από την θαρραλέα τους απάντηση ο Ναβουχοδονόσορ διέταξε τους άνδρες του να δυναμώσουν τη φλόγα στην κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Τρεις Παίδες. Αυτοί τότε πρόθυμα από μόνοι τους γεμάτοι χαρά έπεσαν στην κάμινο, υμνούντες και ευλογούντες τον Θεό και περπατούσαν μέσα στο καμίνι χωρίς να τους αγγίζει καθόλου η φωτιά. Αντίθετα οι φλόγες κατέκαυσαν τους βασιλικούς υπηρέτες που προσπαθούσαν να υπερπυρώσουν την κάμινο. Όταν είδε το θαύμα ο Ναβουχοδονόσορ γεμάτος έκσταση και θαυμασμό πλησίασε προς την κάμινο και διέκρινε μέσα στις φωτιές τέσσερις άνδρες. Ταπεινωμένος τους κάλεσε να βγούνε έξω. Ήταν υγιείς, ακέραιοι χωρίς να έχει φλογιστεί ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους.
Στην ερώτηση του βασιλιά για τον τέταρτο άνδρα που είχε δει οι Τρεις Παίδες του αποκρίθηκαν ότι ήταν Άγγελος του Θεού ο οποίος τους φύλαξε από την φωτιά. Ο βασιλιάς τότε έσκυψε ευλαβικά μπροστά τους και ξεχνώντας την ειδωλολατρική του πίστη διακήρυξε ότι:

“Ουκ εστί Θεός έτερος, όστις δυναθήσεται ρύσοισθαι ούτως”.

Στη συνέχεια περιέβαλε με μεγάλη εύνοια τους Τρεις Παίδες δίνοντας τους μεγαλύτερα αξιώματα. Για την μετέπειτα ζωή των τριών παίδων δεν υπάρχουν στοιχεία. Έζησαν όμως πολλά χρόνια και ετελείωσαν εν ειρήνη.
Το ίδιο συνέβη αργότερα και με τον Δανιήλ, όταν ο Δαρείος τον έριξε στο λάκκο των λεόντων, επειδή έκανε την προσευχή του, ενώ ο βασιλιάς είχε διατάξει για 30 μέρες να μη κάνει κανείς ιδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας το θαύμα ο Δαρείος, κράτησε τον Δανιήλ στην αυλή του, όπου παρέμεινε και πέθανε σε βαθιά γεράματα, πιθανότατα, στα Σούσα.

*Να σημειώσουμε ότι οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω είναι προστάτες Άγιοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ελλάδας και Κύπρου και η μνήμη τους τιμάται με σειρά εκδηλώσεων.
Παραθέτουμε τα Προεδρικά Διατάγματα σχετικά με την αναγνώριση των Αγίων ως προστατών του Πυροσβεστικού Σώματος:

Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση που αναγνωρίζει ως Προστάτες Άγιους του Πυροσβεστικού Σώματος τους «Τρεις εν Καμίνω Άγιους Παίδες, γίνεται με το Προεδρικό Διάταγμα 381 (ΦΕΚ 80 τ.Α΄16-5-1978).
Με το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα καθιερώνεται η Δευτέρα, μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής, εορτή του Αγίου Πνεύματος, ως η ημέρα επισήμου εορτής του Πυροσβεστικού Σώματος.


Τρία χρόνια μετά, με το Προεδρικό Διάταγμα 1186 (ΦΕΚ 295 τ.Α΄7-10-1981) τροποποιείται το Προεδρικό Διάταγμα 381/1978 και καθορίζεται πλέον ως «η επίσημος ημέρα δοξολογίας και εορτασμού του Πυροσβεστικού Σώματος η 17η Δεκεμβρίου» μέρα που η Εκκλησία μας εορτάζει τους «Τρεις εν καμίνω Αγίους Παίδες».


Το 1993 με το Προεδρικό Διάταγμα 329 (ΦΕΚ 140 τ. Α’ 140.26-8-1993) αναγνωρίζεται η 17η Δεκεμβρίου, ημέρα εορτασμού των τριών εν καμίνω Αγίων Παίδων, προστατών του Πυροσβεστικού Σώματος, και καθιερώνεται ως αργία για το Πυροσβεστικό Σώμα.

Οι “Τρεις Παίδες εν Καμίνω” σε μινιατούρα του 1266, από χειρόγραφο του αρμένιου χειρογράφου του μεσαίωνα Toros Roslin.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου